Ἱστορία μεσαιωνικῶν αἱρέσεων καί ἰδεολογικά διακυβεύματα

του Θεοφάνη Λ. Δρακόπουλου

Ἡ ἱστορική καταγραφή τῶν αἱρετικῶν κινημάτων τοῦ ὕστερου μεσαίωνα συνιστᾶ πάντοτε ἕνα πολύπλοκο ἐγχείρημα, τό ὁποῖο συχνά προσλαμβάνει ἰδεολογική χροιά, παρεκκλίνοντας ἔτσι ἀπό τήν αὐστηρή ἐπιστημονική δεοντολογία. Ἡ πολυπλοκότητα τοῦ ἐρευνητικοῦ ἀντικειμένου ἔγκειται κυρίως στόν ἀποσπασματικό χαρακτήρα τῶν πληροφοριῶν πού ἀντλοῦμε ἀπό τίς ἀντιαιρετικές πηγές, τίς συνταχθεῖσες τήν περίοδο ἐμφανίσεως τῶν ἐν λόγω κινημάτων ἀλλά καί στήν ὡς ἕνα βαθμό μή ἀξιοπιστία αὐτῶν, λόγω τοῦ ἐνδιάθετου πολεμικοῦ τους χαρακτήρα. Καθίσταται, λοιπόν, σαφές ὅτι εἶναι ἐξαιρετικά δύσκολη μία κατά τό δυνατόν ἀξιόπιστη ἔρευνα γιά ὁποιοδήποτε αἱρετικό κίνημα, εἰδικά στήν περίπτωση κατά τήν ὁποία δέν ἔχουμε στή διάθεσή μας ἄμεσες πηγές, προερχόμενες ἀπό τούς κόλπους αὐτοῦ. Ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο παρουσιάζεται μία αἵρεση ἀπό τούς ἱστορικούς, ποικίλει ἀναλόγως τόσο τῶν ἰδεολογικῶν προσανατολισμῶν αὐτῶν, ὅσο καί τῆς μεθοδολογίας μέ τήν ὁποία προσεγγίζουν τό φαινόμενο (κοινωνιολογική προσέγγιση, μαρξιστική ἀνάλυση τῶν ἱστορικῶν γεγονότων, ἱστορικός θετικισμός, ἀποδομισμός κ.λπ.). Δυστυχῶς, ἡ ἱστορία τῶν αἱρέσεων βρίθει ἀπό ἔρευνες πού ἁγιοποιοῦν ἤ ἀντίστροφα δαιμονοποιοῦν τά αἱρετικά κινήματα λόγω ἰδεολογικῶν ἐμμονῶν καί μιᾶς πολωτικῆς καί, συνάμα, ἁπλουστευτικῆς θεώρησης τῆς ἱστορίας, σύμφωνα μέ τήν ὁποία οἱ ρόλοι τοῦ καλοῦ καί τοῦ κακοῦ εἶναι ἀπόλυτα διακριτοί σ’ ὅλες τίς ἐποχές.

Οἱ βασικότερες τάσεις τῆς ἱστορίας τῶν μεσαιωνικῶν αἱρέσεων, ὅπως μποροῦμε νά συνάγουμε ἀπό τίς ἐκδοθεῖσες τόν 20 ο αἰ. μελέτες, μποροῦν νά κατηγοριοποιηθοῦν στίς τρεῖς ἀκόλουθες: α) Ἱστορικός θετικισμός Οἱ παραδοσιακοί θετικιστές ἱστορικοί ἐπικεντρώνουν τό ἐνδιαφέρον τους σχεδόν ἀποκλειστικά ἐπί τῇ βάσει τῶν στοιχείων πού παραθέτουν τά ἀντιαιρετικά συγγράμματα, ἑρμηνεύοντάς τα κατά τό δοκοῦν καί, πολλές φορές, χωρίς νά ἐνσκύπτουν στά γενεσιουργά αἴτια ἐμφανίσεως μιᾶς «ἀποκλίνουσας μορφῆς θρησκευτικότητας». Οἱ θετικιστές ἱστορικοί παραθεωρώντας τούς κοινωνικούς παράγοντες, ταυτίζονται τίς περισσότερες φορές μέ τούς ἀντιαιρετικούς συγγραφεῖς, χωρίς νά ἐπιχειροῦν μία σέ βάθος κριτική ἀνάγνωση τῶν πολεμικῶν συγγραμμάτων. Συχνά ταυτίζονται μέ τόν ἀντιαιρετικό λόγο τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας, ἀπό τούς κόλπους τῆς ὁποίας προέρχεται ὁ κύριος ὄγκος τῶν πολεμικῶν ἔργων, καί ὑπεραμύνονται τῆς ἀξιοπιστίας αὐτῶν. Αὐτό ἐξηγεῖ τό λόγο γιά τόν ὁποῖο ἡ συντριπτική πλειοψηφία τῶν κριτικῶν ἐκδόσεων τῶν ἀντιαιρετικῶν ἔργων προέρχεται ἀπό τούς κόλπους αὐτῆς τῆς σχολῆς (1). β) Ἱστορικός ὑλισμός Ὅσοι ἱστορικοί ἔχουν υἱοθετήσει μαρξιστικές μεθόδους ἀνάλυσης (κυρίως ἀπό χῶρες τοῦ πρώην ἀνατολικοῦ μπλόκ), παραθεωροῦν τό γεγονός ὅτι τά αἱρετικά κινήματα τῆς ἐποχῆς ἦταν πρωτίστως θεολογικῆς φύσεως καί ὄχι κοινωνικῆς, ὅπως ἐσφαλμένα προσπαθοῦν νά τά παρουσιάσουν, ἐντάσσοντάς τα ἐμμέσως ἤ ἀμέσως στήν θεωρία περί πάλης τῶν τάξεων, παρά τό γεγονός ὅτι ἀναφέρονται στούς μεσαιωνικούς χρόνους. Οἱ ἱστορικοί αὐτοί διαβλέπουν πάντοτε πίσω ἀπό τήν παρεκκλίνουσα θρησκευτικότητα μία ἀμφισβήτηση τῶν κυρίαρχων δομῶν τῆς κοινωνίας ἤ μία μορφή ἀντίστασης τῶν καταπιεσμένων κοινωνικῶν στρωμάτων ἐνάντια στούς βασικούς θεσμούς ἐξουσίας, συμπεριλαμβάνοντας σ’ αὐτούς καί τήν Ἐκκλησία. Εἶναι φυσικό ὅτι οἱ ἱστορικοί αὐτῆς τῆς σχολῆς ὡς σλαβόφωνοι στή συντριπτική πλειοψηφία τους πραγματεύονται κυρίως τό Βογομιλισμό καί δευτερευόντως τίς αἱρέσεις τῆς Δύσεως (2). γ) Ἀποδομισμός Ἀπό τά μέσα τῆς δεκαετίας τοῦ ’50 παρουσιάστηκε στή Δυτική Εὐρώπη αὐτή ἡ πιό ριζοσπαστική τάση (3), ἡ ὁποία ἐπιχειρεῖ τήν ἀποδόμηση τῶν πηγῶν, μέ ἐξαντλητικές ἀναλύσεις, συχνά ὑπερβολικές, πού ὁδηγοῦν στήν ἀπαξίωση τῆς ἱστορικῆς ἀξίας αὐτῶν ἤ τήν αὐθαίρετη ἑρμηνεία τους, ἀποσκοπώντας στήν οἰκειοποίηση ἑνός αἱρετικοῦ κινήματος γιά ἐθνικιστικούς ἤ ἀκόμη καί γιά ὁμολογιακούς-ἱστορικούς λόγους. Ἔτσι, ἐπί παραδείγματι, οἱ προτεστάντες ἀποδομιστές ἱστορικοί προσπάθησαν νά παρουσιάσουν αἱρετικά κινήματα, ὅπως αὐτά τῶν Καθαρῶν καί τῶν Βαλδίων ὡς προδρομικά τοῦ Προτεσταντισμοῦ καί τῆς Μεταρρύθμισης τοῦ 16 ου αἰώνα, θέλοντας νά προσδώσουν «ἱστορικό βάθος» στόν Προτεσταντισμό καί τήν Μεταρρύθμιση (4). Ταυτόχρονα, θέτουν ὑπό ἀμφισβήτηση τίς πληροφορίες πού παραθέτουν οἱ ρωμαιοκαθολικοί συγγραφεῖς, θεωρώντας τες ὡς μέρος μίας εὐρύτερης προπαγάνδας τῆς Παπικῆς ἐξουσίας, προκειμένου νά ἐξαλειφθεῖ ὁποιαδήποτε μορφή φυγόκεντρης θρησκευτικότητας.

Κατά τήν γνώμη μας, ἡ τάση ἀμφισβήτησης τῶν ἐκκλησιαστικῶν- κοινωνικῶν θεσμῶν, καθώς καί τῶν πηγῶν πού προέρχονται ἀπό ὁποιοδήποτε φορέα ἐξουσίας (Ἐκκλησία-Πολιτεία) ἀπό τήν σχολή τῶν ἀποδομιστῶν, ἀποτελεῖ ἀπόηχο τοῦ ἱστορικοῦ ὑλισμοῦ, ὁ ὁποῖος ἄκμασε στήν Ἀνατολική Εὐρώπη μερικές δεκαετίες πρίν. Σ’ αὐτή τή συνάφεια ἐντάσσονται οἱ προσπάθειες Βουλγάρων, κυρίως, ἀλλά καί ἄλλων σλαβοφώνων ἐρευνητῶν (5) προκειμένου νά παρουσιάσουν τόν Βογομιλισμό ὡς κίνημα ἀμιγῶς βουλγαρικό (ἤ σλαβικό συνυπολογίζοντας τίς βογομιλικές κοινότητες τῶν Βοσνίων), τό ὁποῖο ὑποτίθεται ὅτι ἀποτέλεσε πρωτίστως μορφή ἀντίδρασης στή βυζαντινή κατοχή καί στό εἰσαχθέν σύστημα φεουδαρχίας καί δευτερευόντως ἀντιεκκλησιαστικό κίνημα πού ἀπέρριπτε τά εἰσαχθέντα κατά τόν 9 ο αἰῶνα ἐκκλησιαστικά ἔθιμα τῆς Ἑλληνορθόδοξης ἐκκλησίας. Μολονότι οἱ ἐν λόγῳ ἱστορικοί υἱοθετοῦν μαρξιστικές μεθόδους ἀνάλυσης τῆς ἱστορίας, κατ’ οὐσίαν καταλήγουν σέ συμπεράσματα παρόμοια μ’ αὐτά τῶν ἀποδομιστῶν, γεγονός πού ἐπιβεβαιώνει τήν ἄποψή μας ὅτι πρόκειται γιά δύο συγγενικές κατ’ οὐσίαν σχολές. Πράγματι, ὅπως οἱ ὁμόλογοί τους ἀποδομιστές διακατέχονται ἀπό ἀρνητικότητα καί καχυποψία ἔναντι τοῦ ρωμαιοκαθολικοῦ περιβάλλοντος, ἔτσι καί οἱ ὑλιστές σλαβόφωνοι ἱστορικοί ἑρμηνεύουν ὡς συγκρουσιακές μορφές ἀντίστασης τά αἱρετικά κινήματα τοῦ Μεσαίωνα κατά τῆς Βυζαντινῆς ἐξουσίας καί τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας. Ἀντίθετα, οἱ θετικιστές ἱστορικοί ἀποδίδοντας ἀξιοπιστία στίς πολεμικές πηγές, οἱ ὁποῖες ὡς ἐπί τό πλεῖστον προέρχονται ἀπό ρωμαιοκαθολικούς κύκλους, ἐμμέσως υἱοθετοῦν τόν ρόλο τῶν ἀπολογητῶν ἤ ἀκόμη καί τῶν ὑπερασπιστῶν τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρώμης γιά τίς πολιτικές δίωξης πού αὐτή ἀκολούθησε, ὀργανώνοντας σταυροφορίες ἐπί χριστιανικοῦ ἐδάφους . Ἐν κατακλείδι, γίνεται κατανοητό ὅτι ἡ ἱστορία τῶν Μεσαιωνικῶν αἱρέσεων συχνά γίνεται ὄργανο ἰδεολογικῆς προπαγάνδας γιά τήν ἀμφισβήτηση ἤ τήν ὑπεράσπιση θεσμῶν καί ἀξιῶν εἰς βάρος πολλές φορές τῆς ἐπιστημονικότητας τῶν ἐρευνῶν. Ἀς δοῦμε συνοπτικά μερικά ἀδιέξοδα στά ὁποία ὁδηγήθηκαν οἱ ἐρευνητές τοῦ Βογομιλισμοῦ ἀκολουθώντας ἁπλουστευτικά στερεότυπα ἰδεολοληπτικῶν ἐμμονῶν.

Θεωροῦμε σκόπιμο νά ἐπικεντρωθοῦμε στίς περί Βογομιλισμοῦ ἐπιστημονικές ἔρευνες, καθώς στή συντριπτική τους πλειοψηφεία χαρακτηρίζονται ἀπό μία «ρομαντική» προσέγγιση τοῦ φαινομένου, καθώς τό παρουσιάζουν ὡς κοινωνικό κίνημα πού συσπείρωσε τίς πλατιές μάζες κατά τῶν ἱσχυρῶν γαιοκτημόνων, σφυρηλατώντας ταυτόχρονα τήν ἐθνική αὐτοσυνειδησία τῶν Βουλγάρων κατά τοῦ βυζαντινοῦ κατακτητή. Εἶναι νομίζουμε περιττό νά τονίσουμε ὅτι ἡ ἀνάλυση τοῦ βογομιλικοῦ κινήματος σ’ αὐτήν τήν περίπτωση γίνεται μέ ἀναχρονιστικά κριτήρια, ἀφοῦ χρησιμοποιοῦνται ἔννοιες ἀνύπαρκτες κατά τόν Μεσαίωνα (π.χ. ταξική συνείδηση, ἐθνική αὐτοσυνειδησία), καί ὅροι ἀδόκιμοι γιά τήν μεσαιωνική κοινωνία (οἱ ἐρευνητές χρησιμοποιοῦν στήν πλειοψηφεία τους ὅρους ὅπως «λαός», «ἔθνος», «τάξις τῶν ἀδυνάτων», τήν λατινικῆς ρίζας λέξη «φεουδαρχία» κ. λπ.), ἐνῶ τήν ἴδια στιγμή προβάλλουν ὡς ἀμιγῶς βουλγαρική (ἤ καί γενικότερα σλαβική) τήν ἰδιοπροσωπία τοῦ Βογομιλισμοῦ. Ἐκτιμοῦμε ὅτι οἱ ἐν λόγω ἐρευνητές ἔχουν ἐπηρεαστεῖ ἀφ’ ἑνός ὡς πρός τήν ἀνάλυση τοῦ φαινομένου ἀμιγῶς ἀπό τήν μαρξιστική μεθοδολογία ἀνάλυσης τῆς ἱστορίας, ἀπ’ ὅπου καί οἱ προαναφερθέντες ἀναχρονιστικοί ὅροι καί κριτήρια, ἀφ’ ἑτέρου ἀπό ἐθνικιστικές ἰδεοληψίες περί ἀέναης διαμάχης μεταξύ βουλγαρικῶν καί σλαβικῶν πληθυσμῶν ἀπό τή μία καί βυζαντινῆς κεντρικῆς ἐξουσίας ἀπό τήν ἄλλη. Ἔτσι, παρατηρεῖται τό φαινόμενο οἱ βούλγαροι ἱστορικοί νά διεκδικοῦν μία μονομερή, βουλγαροκεντρική θεώρηση ἑνός πολύπλοκου φαινομένου, ἐνῶ μέ ἐλάχιστες ἐξαιρέσεις πού ἐπιβεβαιώνουν τόν κανόνα (6), οἱ Ἕλληνες ἱστορικοί νά ἐπιδεικνύουν μία ἀξιοπερίεργη σιωπή γιά τό ζήτημα. Παρ’ ὅλ’ αὐτά, ὅπως θά διαπιστώσουμε, ὁ Βογομιλισμός α) οὐδέποτε ὑπῆρξε ἀμιγῶς βουλγαρικό κίνημα, γεγονός πού ἀποδεικνύεται καί ἀπό τίς διαφορετικές ὀνομασίες τοῦ κινήματος, ὅπως «Φουνδαγιαγίτες» (7), «Χριστοπολίτες» (8), «Εὐχίτες» (9), «Κουδούγεροι» (10) κ.λπ. «Βογομιλισμός» εἶναι ἡ σλαβική ἐκδοχή αὐτῶν (11). β) Δέν χαρακτηριζόταν ἀπό ἀντιβυζαντινισμό, ὅπως τόν παρουσιάζουν οἱ Βούλγαροι ἱστορικοί γιά ἐθνικιστικούς λόγους, καθώς γνώρισε μεγαλύτερη ἐξάπλωση τόσο στήν Μ. Ἀσία ὅσο καί στήν ἴδια τή Βασιλεύουσα καί μάλιστα μεταξύ τῶν ἑλληνοφώνων ὑπηκόων τῆς αὐτοκρατορίας καί γ) Δέν ὑπῆρξε κοινωνικό κίνημα τῶν ἀδυνάτων κατά τῶν ἱσχυρῶν γαιοκτημόνων, ὅπως ἄλλωστε μπορεῖ κανείς νά συνάγει ἀπό τήν μαρτυρία τῆς Ἄννας Κομνηνῆς ὅτι στήν Κων/πολη, ὁ Βογομιλισμός γνώρισε μεγάλη ἀπήχηση στά ὑψηλά κοινωνικά στρώματα (μέγιστες οἰκεῖες) (12), γεγονός πού ἀντικρούει τήν περί «ταξικῆς συνείδησης» θεωρία. Ταυτόχρονα, οἱ ἐν λόγω ἱστορικοί παραβλέπουν ἐσκεμμένα τήν ἀμιγῶς θρησκευτική φύση τοῦ κινήματος, καθώς καί τό γεγονός ὅτι ὁ Βογομιλισμός ἐμφανίστηκε καί ἐξαπλώθηκε πρωτίστως στούς μοναστικούς κύκλους (13).

Ἀς δοῦμε ἐπιμέρους γιά καθένα ἀπό αὐτά τά τρία σημεῖα, τά ἐπιχειρήματα πού προέβαλλαν οἱ Βούλγαροι ἐρευνητές, ἀλλοιώνοντας ἔτσι τή φύση τοῦ Βογομιλισμοῦ:

Ι. Μολονότι οἱ βουλγαρικές ρίζες τοῦ Βογομιλισμοῦ θεωροῦνται ὡς δεδομένες ἀπό τή συντριπτική πλειοψηφεία τῶν ἐρευνητῶν, θά πρέπει νά τονιστεῖ ὅτι αὐτή ἡ βεβαιότητα βασίζεται σέ μία μόνο πηγή, τήν ἀντιβογομιλική πραγματεία τοῦ πρεσβυτέρου Κοσμᾶ, ἡ σύνταξη τῆς ὁποίας χρονολογεῖται περί τό 975 (14). Εἶναι τό μοναδικό ἔργο πού ἀναφέρει ὡς ἱδρυτή τοῦ κινήματος τόν παπα-Βογόμιλο. Οἱ βυζαντινές πηγές ἀγνοοῦν παντελῶς τήν ἱστορική ὕπαρξη τοῦ ἐν λόγῳ προσώπου, ἐνῶ πουθενά δέν ἀναφέρουν τή Βουλγαρία ὡς τόπο ὅπου πρωτοπαρουσιάστηκε τό αἱρετικό κίνημα. Ἡ διάσταση τῶν βυζαντινῶν πηγῶν ἐπί τοῦ θέματος αὐτοῦ σέ σχέση μέ τή μαρτυρία τοῦ πρεσβυτέρου Κοσμᾶ, ὁδήγησε τόν γάλλο ἐρευνητή Ch. Puech στήν ὑπόθεση ὅτι οἱ βυζαντινοί συγγραφεῖς, ὄντας μεταγενέστεροι καί ἀγνοώντας τί συνέβαινε στήν γείτονα χώρα εἶναι φυσικό νά ἀγνοοῦσαν τήν ὕπαρξη ἑνός ἱδρυτή (15). Ἡ ὑπόθεση αὐτή μᾶς φαίνεται ἐλάχιστα πειστική, καθώς ἀκόμη καί ἄν δεχτοῦμε ὡς χρονολογία συγγραφῆς τοῦ ἔργου τοῦ πρεσβυτέρου Κοσμᾶ τό 975, ὁ μισός αἰώνας πού μεσολαβεῖ ἀπό τήν ἐποχή πού ὁ Εὐθύμιος Ἀκμονίας, μοναχός τῆς Μονῆς Περιβλέπτου (16), συγγράφει τήν ἀντιβογομιλική πραγματεία του δέν εἶναι ἀρκετός γιά νά σβήσει ἀπό τή μνήμη τῶν βογόμιλων τήν ὕπαρξη ἑνός τόσο σημαντικοῦ προσώπου, ἐφόσον αὐτό ὑπῆρξε. Ἐν τούτοις, δέν μνημονεύει παρά μόνο ἕναν ἄλλο αἱρεσιάρχη, τόν Ἰωάννη Τζουρίλα πού ἔδρασε στό χωριό Χίλιοι Καπνοί, στήν Μ. Ἀσία, καί ὄχι στή Βουλγαρία (17). Ἀξίζει νά τονίσουμε ἐπίσης ὅτι ὁ βούλγαρος ἀκαδημαϊκός Emile Georghief ἀλλά καί ὁ γάλλος Marcel Dando χρονολογοῦν τό ἔργο τοῦ Πρεσβυτέρου Κοσμᾶ τό 1211, θεωρώντας ὅτι πρόκειται γιά ὁμιλία- εἰσήγηση κατά τή σύνοδο τοῦ Τύρνοβου, κατά τήν ὁποία παρέστησαν καί καταδικάστηκαν Βογόμιλοι (18). Ἀς δοῦμε ποιές περιοχές παρουσιάζουν ὡς λίκνα τοῦ Βογομιλισμοῦ οἱ Βυζαντινοί συγγραφεῖς: ὁ Εὐθύμιος τῆς Μονῆς Περιβλέπτου τήν περιοχή τῆς Μ. Ἀσίας σέ πρώτη φάση καί ἀκολούθως τίς βαλκανικές ἐπαρχίες τῆς αὐτοκρατορίας (Κωνπόλη, Βουλγαρία). Ὁ Μιχαήλ Ψελλός περί τό 1050 ἀναφέρει ἐκτενῶς τήν ὕπαρξη βογομιλικῶν κοινοτήτων μέ πολλές μεσσαλιανικές ἐπιρροές στήν εὐρύτερη περιοχή τῆς Θράκης (19). Ὁ Εὐθύμιος Ζιγαβηνός, τό 1114 περίπου ἀναφέρεται ἐκτενῶς στό πλέον τῶν τεσσάρων δεκαετιῶν προσηλυτιστικό ἔργο τοῦ αἱρεσιάρχη Βασιλείου στήν βασιλεύουσα, πού ὁδήγησε καί στή θανατική του καταδίκη αὐτοῦ καί τῶν ἀμετάπειστων μαθητῶν του στό ἱππόδρομο, ἐπί βασιλείας Ἀλέξιου Κομνηνοῦ. Ἡ ἐξάπλωση τῆς αἱρέσεως στήν Κων/πολη ἀποτελεῖ μία δυσάρεστη διαπίστωση πού κάνει ἡ Ἄννα Κομνηνή στό ἔργο της Ἀλεξιάδα (20) . Συνεπῶς, ὁ βογομιλισμός ἄκμασε περισσότερο στίς ἑλληνόφωνες ἐπαρχίες τῆς Μ. Ἀσίας, στή βασιλεύουσα καί τή Θράκη παρά στό θέμα τῆς Μακεδονίας ἤ τῆς Βουλγαρίας. Ἐπιπροσθέτως, τό νεοωριγενιστικό σύστημα τό ὁποῖο περιγράφεται στό σωζώμενο Ἀπόκρυφο τῶν Ἐρωταποκρίσεων τοῦ Ἰωάννου πρός τόν Ἰησοῦ Χριστό (τό ὁποῖο σώζεται μόνο στή λατινική μετάφραση ὑπό τόν τίτλο Interrogatio Ioannis) (21) μᾶς φαίνεται ἀπίθανο νά εἶχε ἀναπτυχθεῖ σέ τέτοιο βαθμό ἀπό τούς πρώτους χρόνους μεταστροφῆς στόν Χριστιανισμό τῶν Βουλγάρων, καθώς ἀπαιτεῖ μεγάλη ἐξοικείωση μέ τή μυστική θεολογία καί τίς νεοπλατωνικές της ἐκφράσεις. Τό βογομιλικό ἀπόκρυφο παρουσιάζει μεγαλύτερες ὁμοιότητες μέ τή διδασκαλία τοῦ αἱρεσιάρχη Βασιλείου (Βυζαντινός Βογομιλισμός) παρά μέ τήν πιό πρωτόγονη μορφή(ἄν καί κατά τή γνώμη μας μεταγενέστερη) τοῦ Βουλγαρικοῦ Βογομιλισμοῦ πού παρουσιάζεται στήν πραγματεία τοῦ Πρεσβυτέρου Κοσμᾶ.

ΙΙ. Οἱ κοινωνικές πρακτικές τοῦ Βογομιλισμοῦ καί ἡ ἔντονη κριτική καί καταδίκη τοῦ πλούτου δέν γεννήθηκαν ἀπό μία κοινωνική συνειδητοποίηση τῶν ἀδυνάτων οἰκονομικά κατά τῶν ἱσχυρῶν, ὅπως εὐφάνταστα ὑποστηρίζουν Βούλγαροι ἱστορικοί. Ὅλες οἱ κριτικές ἐπί κοινωνικῶν καί ἐκκλησιαστικῶν ζητημάτων πού υἱοθέτησαν οἱ Βογόμιλοι στηρίζονταν ἀποκλειστικά καί μόνο σέ χωρία τῆς Καινῆς Διαθήκης, ὅπως συνάγουμε ἀπό τήν ἀντιβογομιλική γραμματεία στό σύνολό της. Ἡ πτωχεία, ὅπως καί σέ ἄλλα κινήματα τοῦ Μεσαίωνα, τόσο τά «εὐαγγελικά» ὅσο καί τῶν Καθαρῶν, θεωρήθηκε ὑπέρτατο κριτήριο αὐθεντικῆς μίμησης τῆς ἠθικῆς τοῦ ἀποστολικοῦ βίου (apostolica vita) (22). Ἡ δέ κριτική πού ἀσκήθηκε κατά τοῦ λειτουργικοῦ βίου τῆς Ἐκκλησίας καί τῆς ἐγκυρότητας τῶν μυστηρίων ἦταν ἀμιγῶς θεολογική καί ἀποσκοποῦσε στήν ἐπιστροφή αὐτῆς στό λειτουργικό βίο τῶν πρώτων χριστιανικῶν κοινοτήτων. Ἡ ἐπιχειρηματολογία μάλιστα τῶν αἱρετικῶν κινημάτων κατά τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ λειτουργικοῦ βίου τοῦ Μεσαίωνα, τόσο στήν Ἀνατολή ὅσο καί στή Δύση, εἶναι σχεδόν ταυτόσημη καθώς τά ἐπιχειρήματά τους ἀντλοῦνται ἀπό τά ἴδια καινοδιαθηκικά χωρία (23). Ἀξίζει νά σημειωθεῖ ὅτι στήν περίπτωση τοῦ Βογομιλισμοῦ, καί κατ’ ἐπέκταση καί τῶν Καθαρῶν, διαπιστώνεται ἡ υἱοθέτηση τῆς συμβολικῆς ἑρμηνείας τῶν Γραφῶν ἀλλά καί πολλῶν θεωριῶν τοῦ Ὠριγένη, οἱ ὁποῖες ἀποτελοῦν μαζί μέ τήν γραπτή καί προφορική ἀπόκρυφη παράδοση τό οἰκοδόμημα τοῦ Βογομιλισμοῦ, ὅπως διαπιστώνουμε ἀπό τίς διδασκαλίες πού ἐμπεριέχονται στό βογομιλικό ἀπόκρυφο Interrogatio Iohannis. Θεωροῦμε, τουλάχιστον ἀπίθανο, οἱ μεταστραφέντες στόν Χριστιανισμό τά τέλη τοῦ 9ου αἰώνα Βούλγαροι, νά ἀνέπτυξαν σέ τόσο σύντομο χρονικό διάστημα ἕνα τόσο ἐκλεπτυσμένο θεολογικό σύστημα, τό ὁποῖο προϋποθέτει ἄριστη γνώση τόσο τῆς Ὠριγένειας παραδόσεως, ὅσο καί τῶν ἀπόκρυφων κειμένων, ἡ συντριπτική πλειοψηφεία τῶν ὁποίων σωζόταν στην ἑλληνική. Τό φιλοσοφικό καί θεολογικό ὑπόβαθρο τῶν Βογόμιλων παραπέμπει σέ ἑλληνόφωνες μοναστικές κοινότητες τῆς Παλαιστίνης, τῆς Συρίας καί τῆς Μικρᾶς Ἀσίας καί ὄχι σέ σλαβόφωνους πληθυσμούς τῶν κατώτερων κοινωνικῶν στρωμάτων.

ΙΙΙ. Τέλος, παρά τή σύντονη προσπάθεια τῶν ἱστορικῶν νά παρουσιάσουν τό Βογομιλισμό ὡς ἕνα εὐρύ «λαϊκό» κίνημα ἐξέγερσης κατά τῶν βυζαντινῶν κατακτητῶν (συμπεριλαμβάνοντας στήν πολιτική ἐξουσία καί τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία), οἱ καταβολές καί ἡ ἴδια ἡ φύση τοῦ κινήματος παραμένουν βαθύτατα μοναστικές (24) καί ἡ ἱεραρχία του ἐλιτιστική. Ὁ αὐστηρός διαχωρισμός τῶν ὁπαδῶν τῆς αἱρέσεως μεταξύ τελείων, πιστῶν καί ἀκροατῶν (25), καθώς καί ὁ ριζικά διαφορετικός ρόλος τῆς ὁμάδας τῶν τελείων, οἱ μόνοι πού μπορούσαν νά προῒστανται στίς συνάξεις τῶν πιστῶν (κατά τά πρότυπα τῆς πρωτοχριστιανικῆς ἀγάπης) καί νά λένε τή μοναδική προσευχή πού ἀναγνωριζόταν ἀπό τήν κοινότητα (τό Πάτερ Ἡμῶν) (26), καί βέβαια τό γεγονός ὅτι τό αὐστηρό σύστημα ἠθικῶν ἀπαγορεύσεων ἀπευθυνόταν μόνο στή τάξη αὐτή (27), ἀποδεικνύει ὅτι ἡ αἵρεση εἶχε ἐλιτιστικές δομές καί ὄχι μαζικό χαρακτήρα. Τό πλῆθος μάλιστα τῶν ἀπαγορεύσεων, ἡ συνεχής ἀποχή ἀπό ὁποιαδήποτε σαρκική ἐπαφή καί οἱ τροφικές ἀπαγορεύσεις ἔκαναν τούς αἱρεσιολόγους νά θεωροῦν τή ζωή τῶν τελείων ὡς μία συνεχή, ἐξαντλητική νηστεία. Σέ πολλές μάλιστα περιπτώσεις, ὁ ἴδιος ὁ Κοσμᾶς ὁ Πρεσβύτερος παραδέχεται ὅτι διάγουν περισσότερο αὐστηρό ἀσκητικό βίο ἀπό τούς ὀρθοδόξους μοναχούς (28). Ταυτόχρονα, ἐνδύονταν ὅπως ἀκριβῶς οἱ Ὀρθόδοξοι μοναχοί προκειμένου νά μήν ξεχωρίζουν ἀπό αὐτούς, δροῦν σέ μονές κρυφίως καί μάλιστα ἤδη ἀπό τις ἀρχές τοῦ 11 ου αἰώνα στήν περιοχή τῆς Κων/πόλεως, ἐνῶ πολλά ἀπό τά μέλη τους προέρχονταν ἀπό πρώην ὀρθόδους μοναχούς (29). Ὅλα τά ἀνωτέρω ὁδηγοῦν στό συμπέρασμα ὅτι ὁ Βογομιλισμός εἶχε χαρακτηριστικά αἱρετικοῦ μοναστικοῦ κινήματος, ἐνῶ οἱ ἐπικεφαλῆς αὐτῶν διήγαγαν ἀσκητικό βίο. Συνεπῶς, ἡ ὑπόθεση ὅτι ἐπρόκειτο γιά μαζικό κίνημα ἐκπίπτει ἀπό τήν ἴδια ἀντιβογομιλική γραμματεία.

Ἄν ὁ βουλγαρικός πατριωτικός μαρξισμός ἐπιχείρησε ἐπί δεκαετίες νά οἰκειοποιηθεῖ τό κίνημα τοῦ Βογομιλισμοῦ καί νά τό παρουσιάσει ὡς πατριωτικό-ταξικό κίνημα, πρωτοπόρο γιά τήν ἐποχή του πού ἄφησε πλούσια κληρονομιά καί στή Δύση, κάτι ἀντίστοιχο συνέβη καί στή δυτική ἔρευνα, κυρίως τή γαλλόφωνη, γιά τήν αἵρεση τῶν Καθαρῶν. Στήν περίπτωση ὅμως τῆς φύσεως τῆς αἱρέσεως τῶν Καθαρῶν, ἡ στάση μίας μερίδας ἱστορικῶν τῆς Δύσεως ὑποβλήθηκε ἀπό τήν ὁμολογιακή ταυτότητα αὐτῶν ἤ γενικότερα τήν ἀρνητική τους διάθεση ἔναντι τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς ἐκκλησίας, ἀπό τούς κόλπους τῆς ὁποίας προέρχονται ὅλα τά ἀντιαιρετικά ἔργα τοῦ μεσαίωνα. Ἔτσι, οἱ προτεστάντες ἱστορικοί ἤ ὅσοι θέλουν νά προβάλλουν μία ἀρνητική εἰκόνα τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας κατά τόν Μεσαίωνα, ὄχι μόνο ἀρνοῦνται ὁποιαδήποτε ἀξιοπιστία τῆς ἀντιαιρετικῆς γραμματείας τῆς ἐποχῆς, ἀλλά τήν ἀντιμετωπίζουν ὡς μία ἐξαιρετικά καλοδουλεμένη μορφή προπαγάνδας, ἡ ὁποία στηριζόμενη σέ στερεότυπα σχήματα τῆς ἀντιμανιχαϊκῆς γραμματείας τῶν πρώτων αἰώνων καί κυρίως τῆς Αὐγουστίνειας παράδοσης πέτυχε νά προκαλέσει τή σταυροφορία κατά τῶν αἱρετικῶν ἐπί χριστιανικῶν ἐδαφῶν, γράφοντας ἔτσι μία ἀπό τίς μελανότερες σελίδες τῆς ἱστορίας τοῦ Χριστιανισμοῦ.

Ἀπό ὅσα ἐκθέσαμε ἀνωτέρω καθίσταται πρόδηλο ὅτι ἡ Ἱστορία αἱρέσεων ἀποτελεῖ ἕνα ἐξαιρετικά πολύπλοκο ἐγχείρημα, καθώς ὁ ἱστορικός, πέρα ἀπό τήν ὅποια ἐπιστημονική μεθοδολογία ἀκολουθήσει, πρέπει νά λάβει ὑπόψη τήν ἰδεολογική πόλωση πού ἀφορᾶ τό ἀντικείμενο καί νά συνειδητοποιήσει ὅτι ἡ a priori ἔνταξή του στην τάδε ἤ τή δείνα σχολή ἀποτελεῖ τροχοπέδη γιά μία κατά τό δυνατόν ἀντικειμενική παρουσίαση τῶν ἐν λόγῳ κινημάτων. Μία τέτοια προσέγγιση θά καθιστοῦσε σαφές ὅτι οἱ μεσαιωνικές αἱρέσεις ἐστεροῦντο πατριωτικῶν, ἐθνικιστικῶν ἤ ἀμιγῶς κοινωνικῶν μηνυμάτων καί στήν πραγματικότητα ἀποτέλεσαν κινήματα πού γεννήθηκαν ἐντός τῆς χριστιανικῆς παράδοσης καί ἀποσκοποῦσαν στήν ἐπιστροφή στήν ἡρωϊκή ἐποχή τῶν ἀποστολικῶν χρόνων, ὅταν ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ κυοφοροῦσε στίς κατακόμβες τούς πρώτους μάρτυρες τῆς πίστεως. Αὐτό ἐξηγεῖ καί γιά ποιόν λόγο, τό κίνημα τῶν Βογόμιλο- Καθαρῶν ἐξαπλώθηκε ἀπό τήν Μ. Ἀσία καί τά Βαλκάνια μέχρι τίς ἀκτές τοῦ Ἀτλαντικοῦ, τά Πυρηναῖα ὄρη καί τίς παγωμένες ὄχθες τοῦ Ρήνου, μέ μία μικρή διαφορά δεκαετιῶν.


ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
(1). Βλ. κυρίως τίς κάτωθι μνημειώδεις μελέτες: Vaillard. A, Puech H. C., Le traité contre les Bogomiles, Paris, 1945. Dondaine A., Un traité néo-manichéen du XIII ème siècle : Le « Liber du duobus principiis », suivi d un fragment de rituel cathare, Rome 1939· « Durand de Huesca et la polémique anti-cathare », AFP XXIX, (1959), σελ. 228-276· « Les actes du Concile Albigeois de Saint – Félix de Caraman. Essai de critique d’authenticité d’un document médiéval », Miscellanea Giovani Mercati, t. V., Studi e Testi, 125, Roma, 1946, σελ. 324- 355 ·«La Hiérarchie cathare en Italie, I : · II : Le < Tractatus des hereticis> d’ Anselme d’ Alexandrie · III : «Catalogue de la hiérarchie cathare d’Italie », AFP 19 (1949), σελ. 280-312 ; 20 (1950), σελ. 234-324· « Nouvelles sources de l’histoire doctrinal du néo-manichéisme au Moyen Age » , Revue des Sciences philosophiques et théologiques, XXVIII (1939), σελ. 465-488· Le manuel de l’inquisiteur (1230-1330), AFP XVII, (1947) σελ. 85- 194· «L’origine de l’hérésie médievale : à propos d’un livre récent », Rivista di Storia della Chiesa in Italia VI, (1952), σελ. 47-78· «Hugues Éthérien et Léon Toscan », Archives d’histoire doctrinale et littéraire du Moyen Age XIX (1952), σελ. 67- 134. Gouillard J., Le synodikon de l’orthodoxie, Paris, 19 67, Travaux et Memoires 2 (1967), σελ. 1-316. Quatre procès mystiques à Byzance, Paris, 1978, Revue des études byzantines 36 (1978), σελ. 5-81. Nelli R., Ecritures cathares, la totalité des textes cathares traduits et commentés, Paris, 1968, ἐκδ. Planète. Thouzellier C., Hérésie et hérétiques : vaudois, cathares, patarins, albigeois Roma, 1969, ed. di storia e letteratura. Un rituel cathare latin, Paris, 1977, ἐκδ. Les éd. du Cerf, SC 236. Le livre des deux principes, Paris 1973, ἐκδ. Les éd. du Cerf, SC 198. Catharisme et Valdéisme en Languedoc à la fin du XIIème siècle et au début du XIIIème siècle, Paris, 1966, ἐκδ. PUF. U n traité cathare inédit du début du XIIIème siècle d’après le Liber contra Manicheos de Durand Huesca, Louvain, 1961, ἐκδ. Bibliothèque de l’Université. Une somme anti-cathare. Le Liber contra manicheos de Durand de Huesca (Spicilegium sacrum Lovaniense, Etudes et documents, 32), Louvain, 1964.

(2). Ἀμιγῶς μαρξιστικές μελέτες γιά τόν Βογομιλισμό εἶναι οἱ κάτωθι : Topentcharov V., Les Bou-l-gres et Cathares, Paris 1971, ἐκδ. Seghers ; Anguelov D., Le Bogomilisme en Bulgarie, Toulouse 1972, ἐκδ. Privat. Ἀκαδημαϊκοῦ ἐπιπέδου ἀλλά ὑπό τό πρίσμα μαρξιστικῆς κοινωνιολογικῆς ἀνάλυσης τῶν μεσαιωνικῶν αἱρέσεων εἶναι καί οἱ μνημειώδεις μελέτες τῶν Loos M., Dualist Heresy in the Middle Ages, Prague, 1974, ἐκδ. Akademia καί Obolensky D., The Bogomils, A study in balkan Neo-manicheism, Cambridge, 1948, ἐκδ. Cambridge University Press.

(3). Σπουδαιότερα ἄρθρα καί μελέτες τῶν ἀποδομιστῶν εἶναι τά ἀκόλουθα : Morgen R., Medioevo christiano, Bari, ἐκδ. Laterza, 1951 · «Problèmes sur l’origine de l’hérésie au moyen âge», Revue historique 236, (1966), p. 1-16. Moore R. I., The Birth of Popular Heresy, London1975, ἐκδ. Arnold · The Origins of European Dissent, Oxford, 1985, éd. Blackwell · The Formation of a persecuting society : Power and Deviance in Western Europe, c.1100-1179, Oxford 1987 · «Nicétas, émissaire de Dragovitch, a-t-il traversé les Alpes ? », Annales du Midi (1973), p. 85-90 · « Α fterthoughts on the Origins of European Dissent », dans Heres y and the Persecuting Society in the Middle Ages: essays on the work of R. Moore, dir. Frassetto M., Leiden-Boston- Brill, 2006, σελ. 291-326. Biget J. L., « Mythographie du catharisme », dans Historiographie du catharisme, Cahiers de Fanjeaux 14, 1979, σελ. 271-359­ ·· «Hérésie, politique et société en Languedoc (v. 1120 -1320v.)», dans Le pays cathare, Les re ligions médiévales et leurs expressions méridionales, dir. Jacques Berlioz, 1998, σελ. 17 -64 · «Les Albigeois. Remarques sur une d é nomination», dans Inventer l’hérésie? Discours polémiques et pouvoirs avant l’inquisition, Nice 1998, ἐκδ. Faculté des Lettres p. 219 -255 · «Un faux du XIII ème siècle ? Examen d’une hypothèse», dans M. Zerner dir., L’Histoire du Catharisme en discussion, Le concile de Saint- Félix (1167) , Collection du Centre d’Études Médiévales de Nice, v.III, 2001, σελ. 105-133 · Hérésie et inquisition dans le midi de la France, Paris 2007, ἐκδ. Picard; Les cathares. Albigeois et “bons hommes”, Luçon 2008, σελ. Jean-Paul Gisserot · « Réflexions sur < l’hérésie> dans le Midi de la France au Moyen Age », Heresis 36-37 (2002). Zerner M., La charte de Niquinta, l hérésie et l’érudition des années 1650-1660, dans M. Zerner dir., L’Histoire du Catharisme en discussion, Le concile de Saint- Félix (1167), Collection du Centre d’Études Médiévales de Nice, v.III, 2001, σελ. 203-248 · «Du court moment o ù l’on appela les hérétiques des bougres », Cahiers de civilisation médiévale 32 , 1989, σελ. 305-324 · La croisade albigeoise, Paris, 1979, ἐκδ. Gallimard · Η érésie » dans J. Le Gof, J. C. Schmitt dir., Dictionnaire raisonné de l’Occident médiévale, Paris 1999, ἐκδ. Fayard, σελ. 464-482 · B runn U., Des contestataires aux “cathares”: discours de réforme et propagande antihérétique dans les pays du Rhin et de la Meuse avant l’Inquisition, Paris 2006, ἐκδ. Institut d’études augustiniennes · «Cathari, Catharistae et Cataphrygae ancêtres des cathares du XII ème siècle ?», Heresis 36-37 (2002), σελ. 183- 200. Jimenez Sanchez P., «Aux commencements du Catharisme- La communauté d’ dénoncée par Evervin de Steinfeld en Rhénanie», Heresis 35 (2001), σελ. 17-41 · « Relire la charte de Niquinta», Heresis 22 (1994), σελ. 1-26 · «Etude et portée de la Charte», Heresis 23 (1994), σελ. 1-28 · Les catharismes, Modèles dissidents du christianisme médiéval (XIIe-XIIIe siècles), Rennes 2008, Press Universitaires de Rennes.

(4). Βλ. Guy BEDOUELLE, «Les Albigeois, témoins du véritable Évangile: l’historiographie protestante du XVIe et du début du XVIIe siècle», Cahiers de Fanjeaux, n°14, Toulouse, ἐκδ. Privat, 1979, σελ. 45 κ. ἐ. (πρβλ. σελ. 56 κ. ἐ.). Ἀπό τό 1572, καί τή Σύνοδο τ ῶν Ἐκκλησιῶν τῆς Μεταρρύθμισης πού ἔλαβε χώρα στή Nîmes, ἐτέθη ζήτημα ἐκδόσεως τῆς Ἱστορίας τῶν Ἀλβιγίων. Λίγα χρόνια ἀργότερα στή Σύνοδο τοῦ Montauban τό 1595, ο ἱ Ἐκκλησίες τῆς Μεταρρύθμισης προσπάθησαν νά ἀποδείξουν ὅτι τό credo τους ὑπῆρξε ἀρχαιότερο αὐτοῦ τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς ἐκκλησίας. Ὅπως διαπιστώνει ὁ Roland Poupin στό ἄρθρο «Points de repère d’une histoire des origines du basculement dualiste en Occident médiéval», σημ. 3, ‘Ὁ Πάστορας Jean Chassanion ἐξέδοσε λίγο ἀργότερα τήν Ἱστορία τῶν Ἀλβιγίων μέ τήν ὁποία διεκδικοῦσε τήν ἱστορική συγγένεια Καθαρῶν καί Βαλδίων μέ τούς προτεστάντες. Τόν Ἰούνιο τοῦ 1602 ἡ Σύνοδος τ ῶν Μεταρρυθμιστῶν στό Dauphiné ἀναθέτει στόν πάστορα Dominique Vignaux τήν συγκέντρωση ὅλων τῶν σχετικῶν γραπτῶν μαρτυριῶν γι’ αὐτόν τόν σκοπό, μαρτυρίες οἱ ὁποῖες παρουσιάστηκαν ἀπό τόν υἱό του Jean Vignaux στήν ἐθνική Σύνοδο τοῦ Gap (1603). Παρομοίως καί ἡ Σύνοδος τοῦ Dauphiné ἀνέθεσε στόν πάστορα Jean-Paul Perrin τήν ἱστοριογραφική μελέτη σχετικά μέ τοῦς Βαλδίους καί τούς Ἀλβιγίους, ἡ ὁποία καί δημοσιεύθηκε τό 1618». Πρβλ. ἐπίσης τήν πρόσφατη μελέτη τοῦ Michel Jas, Incertitudes, Les Cathares à Montpellier, ἐκδ. Beziers: Institut d’études Occitanes, 2007, ὅπου ὁ συγγραφέας ἀναλύει τήν ἐπαναξιολόγηση τῶν Καθαρῶν ἀπό τούς Μεταρρυθμιστές θεολόγους. Γενικότερα γιά τόν Ἀποδομισμό καί τίς κατευθυντήριες γραμμές του γιά τούς Καθαρούς βλ. Roquebert Μ., «Le déconstructionnisme et les études cathares», dans Les cathares dans l’histoire, ἐκδ. Cahors, 2005, σελ. 105-133.

(5). Βλ. Georghief. S, Les Bogomiles et le presbytère Cosmas, Fribourg 1920; Sharenkoff V. N. A study of Manichaeism in Bulgaria, New York 1927, Ivanov.J., Livres et légendes bogomiles (Aux sources du Catharisme), Paris 1976; Obolensky. D ., The Bogomils, A study in balkan Neo-manichaeism, Cambridge 1948, ἐκδ. Cambridge University Press ; Topentcharov V., Les Bou-l-gres et Cathares, Paris 1971, ἐκδ. Seghers ; Anguelov D., Le Bogomilisme en Bulgarie, Toulouse 1972, ἐκδ. Privat.

(6). Βλ. Ιωάννου Ε . Αναστασίου, Οἱ Παυλικιανοί , ἐκδ. Ἑταιρεία Θρακικῶν Μελετῶν, Αθήνα 1959 (Βραβείο Ακαδημίας Αθηνών).

(7). Βλ. καί τίς συντομότερες μορφές τ ῆς ἐν λόγω ὀνομασίας Φουνδαδῖτες, Φουνδαῒτες, Φουδαῒτες. Κατά τούς C. Puech, M. Loos ὁ ὅρος εἶναι παράγωγο τοῦ Φουνδᾶ, μαθητή τοῦ Μάνη. Βλ. ἀντιστοίχως, Le trait é, σελ. 281, σ. 3; Dualist heresy in the Middle Ages, p. 73, σημ. 8. Λαμβάνοντας ὑπ’ ὄψιν ὅτι οἱ αἱρετικοί τοῦ Μεσαίωνα οὐδεμία σχέση ἔχουν μέ τόν Μανιχαϊσμό, θεωροῦμε πιθανότερο ὅτι πρόκειται γιά παράγωγο τῆς λέξεως Φούνδα, πού σημαίνει σάκκος, τόν ὁποῖο ἔφεραν οἱ αἱρετικοί γιά νά δέχονται τήν ἐλεημοσύνη, ὅπως καί οἱ ὁμολόγοι τους Σακκοφόροι, αἵρεση τοῦ 2 ου αἰώνα.

(8).Ευθυμιου Περιβλέπτου, Συγγραφή Στυλιτευτική (Liber Invectivus) PG 130, 48 a : Ἐ στιν ἡ αἵρεσις τῶν ἀθέων Φουνδαγιατῶν τῶν ἑαυτούς ἀποκαλούντων Χριστοπολίτας, ἐν δέ τῇ Δύσει καλουμένων Βογόμιλων αὕτη.

(9). Γιά τήν ταυτοποίηση Εὐχιτῶν- Βογόμιλων βλ. D. Obolensky, The Bogomils, σελ. 184 ; J. Duvernoy, Le catharisme :L’histoire des Cathares, Toulouse, 1979, σελ. 35.

(10) .Πρόκειται γιά μεταγενέστερη ὀνομασία τήν ὁποία παραθέτει ὁ Συμεών Θεσσαλονίκης στό ἔργο του, Διάλογος κατά αἱρέσεων, PG 155, 65 c : Οἱ Βογόμυλοι, ἀνθρώπια δυσσεβῆ, οἱ καί Κουδούγεροι καλούμενοι. Ὁ Steven Runciman στό ἔργο του The Medieval Manichee, ἐκδ. Cambridge University Press 1947, σελ.184 ὑποστηρίζει ὅτι προέρχεται ἀπό τήν ὀνομασία ἑνός χωριοῦ Κουτουγέρι πού ταυτοποιεῖ μέ τό σημερινό τό σημερινό Καισαριανά Πέλλης.

(11). Ὁ μοναχός Εὐθύμιος τῆς Μονῆς Περιβλέπτου, ἤδη πρίν ἀπό τά μέσα τοῦ 11 ου αἰώνα ἀναφέρει τις διάφορες ὀνομασίες τοῦ κινήματος ὡς ἐξῆς: Ἐ στιν ἡ αἵρεσις τῶν ἀθέων Φουνδαγιατῶν τῶν ἑαυτούς ἀποκαλούντων Χριστοπολίτας, ἐν δέ τῇ Δύσει καλουμένων Βογόμιλων αὕτη. Βλ. Liber Invectivus, PG 130, 48 a. Καί στην κριτική ἔκδοση τοῦ G. Ficker: Οἱ τοῦ ᾿Οψικίου λαοί καλοῦσι τούς τήν κάκιστην ταύτην ἀσέβειαν μετερχομένους Φουνδαγιαγίτας, εἰς δέ τόν Κιβυρραιώτην, καί εἰς τήν Δύσιν καί εἰς ἑτέρους τόπους καλοῦσι αὐτούς Βογομίλους. G.Ficker, σελ. 62. Γιά τήν ἐτυμολογία τῆς λέξεως, βλ. Ευθυμίου Ζιγαβήνου, Δογματική Πανοπλία, PG 131, 1290c: Βόγον μέν γάρ ἡ τῶν Βουλγάρων γλῶσσα καλεῖ τόν Θεόν, Μίλον δέ τό ἐλέησον. Εἴη δ᾿ ἄν Βογόμιλος κατ᾿ αὐτούς ὁ τοῦ Θεοῦ τόν ἔλεον ἐπισπώμενος.

(12). ‘Aννης Κομνηνής, Ἀλεξιάς, PG 131, 1176d: capitale : Ἐνεβόθυνε τό κακόν, καί εἰς οἰκείας μεγίστας καί πολλοῦ πλήθους ἥψατο τό δεινόν .

(13). Γιά τίς μοναστικές καταβολές τοῦ Βογομιλισμοῦ βλ. τό ἄρθρο μας « L’aspect ascétique du bogomilisme », Slavica occitania 16, Toulouse, (2003), p. 67-78.

(14). Puech H.C, Vaillant A., Le traité contre les Bogomiles de Cosmas le prêtre, Paris, 1945, σελ. Droz.

(15). Ch. Puech, Le traité de Cosmas le prêtre, σελ. 284 όπου υποστηρίζει ότι υπάρχει διάσταση μεταξύ δύο παραδόσεων, σλαβικῆς καί ἑλληνικῆς καί ὅτι ἡ πρώτη ἀντιπροσωπεύεται μόνο ἀπό τήν πραγματεία τοῦ πρεσβυτέρου Κοσμᾶ, τήν ὁποία ἀκολουθεῖ καί τό Συνοδικό τοῦ τσάρου Βόριλος.

(16). Συγγραφή στυλιτευτική τῆς τῶν ἀθέων καί ἀσεβῶν αἱρετικῶν τῶν λεγομένων Φουδαγιατῶν αἱρέσεως (ἐφ’ ἐξῆς Epistula Invectiva), PG 131, col. 48-57; Ficker G., Die Phundagiagiten: Ein Beitrag zur Ketzergeschichte des byzantinischen Mittelalters, Leipzing 1908, σελ. 1-86.

(17). Ἀναπαράγοντας βέβαια τά στερεότυπα τῆς βυζαντινῆς ἀντιαιρετικῆς γραμματείας θεωρεῖ ὅτι ἱδρυτής τῆς αἱρέσεως ὑπῆρξε ὁ ἴδιος ὁ διάβολος: οὐχ εὑρέθη ἔχειν ἐξ ἀνθρώπου τήν ἀρχήν ἐξ αὐτοῦ τοῦ διαβόλου. ἐκδ. G. Ficker, Epistula Invectiva, σελ. 62-63:

(18). Μ. Dando, «Peut-on avancer de 240 ans la date de composition du traité de Cosmas le Prêtre contre les Bogomiles?», CEC 100, II e série, (1983), σελ. 3-20.

(19). Βλ. τό ἔργο του Περί ἐνεργείας δαιμόνων διάλογος PG 122, col. 819-882.

(20). PG 131, 1176d: Ἐνεβόθυνε τό κακόν, καί εἰς οἰκείας μεγίστας καί πολλοῦ πλήθους ἥψατο τό δεινόν.

(21). Interrogatio Iohannis, le livre secret des Cathares,. E. Bozoky, Paris, 1980, 2 e ἐκ. Paris 2009, ἐκδ. Beauchesne.

(22). Σύμφωνα μέ τόν Ε ὐθύμιο Ζιγαβηνό, οἱ Βογόμιλοι δίδασκαν στήν κατήχηση πρός τούς ὑποψηφίους ὅτι θά πρέπει νά κατακτήσουν τήν ἀρετή καί τήν ἀπόλυτη πτωχεία. Βλ. Δογματική Πανοπλία PG 130, 1320 d. Ἡ υἱοθέτηση τῆς ἀπόλυτης πτωχείας ὡς κριτήριο τῆς ἀληθινῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ καί τῶν μαθητῶν αὐτῆς εἶχε γνωρίσει μεγάλη διάδοση σέ πολλά κινήματα τῆς Δύσεως, λόγος γιά τόν ὁποῖο αὐτοαποκαλούνταν Pauperes Christi, ὅπως πολύ εὔστοχα παρατηρεῖ ὁ M. Loos στό ἔργο του Dualist Heresy in the Middle Ages, Prague 1974, σελ. 109, σ. 28. Ὁ Καθηγητής Β. Ἰ. Φειδᾶς θεωρεῖ δικαίως ὅτι αὐτή ἡ προβληματική ὁδήγησε τήν Ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησία στή σύσταση τῶν Ταγμάτων Πτωχείας τῶν Φραγκισκανῶν καί τῶν Δομινικανῶν. Βλ. Ἐκκλησιαστική Ἱστορία Β΄, Ἀθήνα 1994, σελ. 438.

(23). Ὁ Πρεσβύτερος Κοσμᾶς ἀναφέρει ὅτι οἱ Βογόμιλοι θεωροῦσαν τή Θεία Λειτουργία ὡς ἀμιγῶς ἀνθρώπινη καινοτομία τοῦ Ἰωαννου Χρυσοστόμου, ἡ ὁποία δέν ἐγκαθιδρύθηκε ἀπό τόν ἴδιο τόν Ἰησοῦ. Βλ. Le traité de Cosmas le prêtre, σελ. 61-63. Γι’ αὐτό περιορίζονταν ἀποκλειστικά στήν προσευχή Πάτερ Ἡμῶν καί στίς κατ ‘ οἶκον συνάξεις. Πρβλ. Ευθυμιο Περιβλέπτου PG 131, 44 d. Ὁ αἱρεσιολόγος τοῦ 13ου αἰ. Alain de Lille ἀναφέρει γιά τίς κοινότητες τῶν Καθαρῶν ὅτι ἀπέρριπταν τή Θεία Λειτουργία ἐπειδή αὐτή δέν εἶχε ἐπικυρωθεῖ σέ κανένα σύμβολο τῆς Πίστεως, συνεπῶς θεωροῦσαν μεταγενέστερη προσθήκη τήν τέλεση αὐτῆς. Βλ. Summa d e fide catholica contra haereticos. PL 210, 363.

(24). Ὅπως ἄλλωστε βεβαιώνει καί ἡ Ἄννα Κομνηνή. Βλ. Ἀλεξιάς PG 131, 1168 b, c : Ἐλάνθανε δέ δεινότατον γάρ τῶν Βογομίλων γένος ἀρετήν ὑποκρίνασθαι. Καί τρίχαν μέν κοσμικήν οὐκ ἄν ἴδοις βογομιλίζουσαν, κέκρυπται δέ τό κακόν ὑπό τόν μανδύαν καί τό κουκούλιον. Καί ἐσκυθρώπακεν ὁ Βογόμιλος καί μέχρι ῥινός σκέπεται καί κεκυφώς βαδίζει… Βασίλειος γάρ τις μοναχός πολυτροπώτατος… Πρβλ. Ευθυμιο Περιβλεπτου: Χριστιανόν οὐ δυνάμεθα, εἰ μή τό μοναχικόν σχῆμα ὑποκριθῶμεν, καί Χριστιανούς ἑαυτούς ὀνομάσομεν, PG 131, 53d.

(25). Βλ. Le traité, σελ. 85. Γιά τίς ὑποχρεώσεις τῶν ἁπλῶν μαθητῶν, ὁ Εὐθύμιος Ζιγαβηνός ἀναφέρει τά ἀκόλουθα : τηρεῖν τὰς εὐαγγελικὰς ἐντολὰς, καὶ προσεύχεσθαι, καὶ νηστεύειν, καὶ ἁγνεύειν πάσης ἀκαθαρσίας καὶ ἀκτημονεῖν, καὶ ἀνεξικακεῖν, καὶ ταπεινοφρονεῖν,καὶ ἀγαπᾶν ἀλλήλους. Βλ. Δογματική Πανοπλία, PG 130, 1320 d.

(26). Γιά τή σημασία τῆς προσευχῆς Πάτερ Ἡμῶν βλ. Eυθυμιο Περιβλεπτου, PG 131, 44 c; Δογματική Πανοπλία, PG 130, 1313 d, Κωνσταντινο Αρμενοπουλο, Περί αἱρέσεων, PG 150, 28 d · Θεοδωρο Ανδιδων, Λειτουργικά Σχόλια, PG 140, 461 b, c. Γιά τήν κεφαλαιώδη σημασία της στους Καθάρους, βλ. Brevis summula, ἐκδ. C. Douais, p. 128, Jacques Fournier, Le registre de l’Inquisition, εκδ. J. Duvernoy, t. ii, σελ. 13.

(27). Βλ. ἀναλυτικότερα Ch. Puech, Le trait é, σελ. 272.

(28). Le traité, σελ. 100-105.

(29). Ἔνθ’ ἀνωτ. σημ. 24.

ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗ ΔΙΑΚΟΝΙΑ

, , , , , ,

1 thought on “Ἱστορία μεσαιωνικῶν αἱρέσεων καί ἰδεολογικά διακυβεύματα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *