του Γιώργου Καραμπελιά
Στον ισλαμικό κόσμο, η ελληνική παράδοση θα παίξει αποφασιστικό ρόλο στη διαμόρφωση του αραβικού πολιτισμού της εποχής της ακμής. Οι Βυζαντινοί τεχνίτες θα συμμετέχουν εξ αρχής στην κατασκευή των μεγάλων αρχιτεκτονημάτων του αραβικού κόσμου, από τα μεγάλα τεμένη των Ομεϋάδων στη Δαμασκό, την Ιερουσαλήμ και τη Μεδίνα, στις αρχές του 8ου αιώνα, έως την κατασκευή του τεμένους της Κόρδοβα, τρεις αιώνες αργότερα. Ο χαλίφης Αλ-Ουαλίντ (705-715) όχι μόνο έφερε αρχιτέκτονες, τεχνίτες και υλικά από το Βυζάντιο, αλλά λέγεται ότι απείλησε τον αυτοκράτορα ότι θα καταστρέψει τις χριστιανικές εκκλησίες αν δεν τον βοηθούσε με υλικά και ανθρώπους1. Ο Άραβας συγγραφέας Αλ-Ιντρισί, το 1154, περιγράφει τον καταπληκτικό θόλο του τεμένους της Κόρδοβα, διακοσμημένο με έγχρωμα και χρυσοποίκιλτα μωσαϊκά, που έστειλε στον Ομεϋάδη χαλίφη της πόλης, Αλ-Νασίρ (912-961), ο βυζαντινός αυτοκράτορας.
Τα κείμενα της ελληνικής γραμματείας θα διοχετευθούν από το Βυζάντιο, που κυριαρχούσε στη Μ. Ανατολή μέχρι τον 7ο αιώνα, είτε μέσω της συριακής γλώσσας είτε απ’ ευθείας από τα ελληνικά. «Χωρίς το Βυζάντιο», λέει ο Gelzer (Byz. Kulturgeschichte 17), «οι Άραβες θα έμεναν σχεδόν βάρβαροι, όπως ήταν στην εποχή του Μωάμεθ. Βρήκαν όμως στην Αντιόχεια, την Αλεξάνδρεια και την Έδεσσα τα ελληνικά βιβλία»2, πολλά από τα οποία θα μεταφράσουν στα αραβικά, μετά τον 8ο και τον 9ο αιώνα, ενώ θα εισαγάγουν και πολλά βιβλία απ’ ευθείας από το Βυζάντιο3. Η εισαγωγή, μάλιστα, της κατασκευής και της χρήσης του χάρτου από Κινέζους αιχμαλώτους, το 751, βοήθησε εξαιρετικά το «μεταφραστικό κίνημα»4.
Ο Αββασίδης χαλίφης Αλ Μαμούν (813-833) –ο οποίος δημιούργησε στη Βαγδάτη έναν «Οίκο της Σοφίας», που περιλάμβανε πιθανώς μια ανώτατη σχολή, ένα αστεροσκοπείο, μια βιβλιοθήκη και ένα κέντρο μεταφράσεων– έπαιξε βασικό ρόλο σε αυτό το διαφωτιστικό έργο. Στον «Οίκο της Σοφίας», εγκατεστάθη ο Άραβας εγκυκλοπαιδιστής Αλ-Κιντί, ο επιλεγόμενος και «φαϊλασούφ-αλ-αράμπ», συγγραφέας και μεταφραστής τουλάχιστον 265 επιστημονικών συγγραμμάτων, τα οποία εμπνεύστηκε, αν όχι μετέφρασε, από ελληνικά έργα. Και από τους Άραβες και τους Εβραίους λογίους του αραβικού κόσμου, κατ’ εξοχήν της Ισπανίας, θα περάσουν και πάλι πολλά κείμενα των αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων στη Δύση, μετά τον 10ο αιώνα.
Το μεταφραστικό έργο των Αράβων δεν περιλαμβάνει ολόκληρη την ελληνική γραμματεία, αλλά επικεντρώνεται στις θετικές επιστήμες –την ιατρική, τα μαθηματικά, τη γεωγραφία, την αστρονομία– και τη φιλοσοφία, ιδιαίτερα στον νεοπλατωνισμό και τα έργα του Αριστοτέλη, προπαντός τη λογική. Ιδιαίτερο βάρος έδωσαν στη μετάφραση συγγραμμάτων ιατρικής και φαρμακολογίας, δεδομένου ότι η ιατρική, που εφαρμοζόταν στη Βαγδάτη των Αββασιδών, ακολουθούσε κατά γράμμα την παράδοση του Γαληνού, όπου εξ άλλου το κεντρικό νοσοκομείο διοικείτο από την οικογένεια των Νεστοριανών χριστιανών Μποκτίσου5. Έτσι, μεταφράστηκαν και τα 128 βιβλία του Γαληνού, καθώς και το Περὶ ὕλης ἰατρικῆς του Διοσκουρίδη, του οποίου ένα υπέροχο αντίγραφο με μικρογραφίες «ζωγραφισμένες με τον καταπληκτικό βυζαντινό τρόπο» (γράφει ο Ιμπν Αμπί Ουσαϊμπίγια το 1270) αποτέλεσε επίσης δώρο του Βυζαντινού αυτοκράτορα στον χαλίφη Αλ-Νασίρ της Κόρδοβα, το 9486. Οι Νεστοριανοί7 θα παίζουν αποφασιστικό ρόλο στο μεταφραστικό και φιλοσοφικό κίνημα ακόμα και κατά τον 10ο αιώνα, όπως ο ιδρυτής της αριστοτελικής σχολής της Βαγδάτης, Ιμπν-Γιουνούς.
Οι αιτίες αυτού του μεγάλου μεταφραστικού κινήματος ήταν πολλαπλές και ξεφεύγουν από τα όρια αυτής της μελέτης8: Αρχικώς, ανταποκρινόταν στην ανάγκη των ηγετών μιας νέας μεγάλης αυτοκρατορίας να ξεπεράσουν τον αρχικό φυλετισμό των Αράβων, τον οποίο εν μέρει εξέφραζαν και οι Ομεϋάδες χαλίφες, και να ενσωματώσουν πληθυσμούς με πολύ υψηλότερο πολιτιστικό επίπεδο, τόσο ελληνικούς και ελληνόφωνους, όσο και Σύρους, Πέρσες κ.ά. Σε ένα τέτοιο εγχείρημα, ήταν απαραίτητες οι επιστημονικές και φιλοσοφικές γνώσεις των αρχαίων Ελλήνων· τόσο σε τομείς όπως η γεωμετρία, τα μαθηματικά, η ιατρική, η αστρονομία/αστρολογία, όσο και στη φιλοσοφία – τη λογική και τη διαλεκτική κυρίως, αναγκαίες στην καταπολέμηση των αιρέσεων και των αντιπάλων θρησκειών. Εξ άλλου, οι Αββασίδες θα προωθήσουν μια μάλλον ορθολογική αντίληψη του ισλάμ, όπου ο λόγος του χαλίφη, και επομένως τα κρατικά συμφέροντα, υπερέχουν έναντι των «γραφών».
Οι Άραβες των Αββασιδών, στον ανταγωνισμό τους με το Βυζάντιο, θα θελήσουν να τους «αποσπάσουν» την κληρονομιά των αρχαίων Ελλήνων, εγχείρημα που θα επαναλάβουν οι Δυτικοί μετά το 1453. Ήδη, η μεταφορά της πρωτεύουσας από τη Δαμασκό στη Βαγδάτη αποσκοπούσε και στην απομάκρυνση από την πολιτιστική επιρροή του Βυζαντίου και τη δημιουργία ενός νέου πρωτότυπου πολιτισμού. Πράγματι, στη Δαμασκό, οι πληθυσμοί παρέμεναν εν πολλοίς ελληνόφωνοι, η διοίκηση για πολλά χρόνια χρησιμοποιούσε την ελληνική γλώσσα και το βυζαντινό νόμισμα. Αντίθετα, στη Βαγδάτη, θα συγκροτηθεί ο κατ’ εξοχήν αραβικός πολιτισμός, έχοντας ενσωματώσει μεγάλο αριθμό στοιχείων και από την περσική παράδοση και αντικαθιστώντας –εν μέρει πραγματικά, εν μέρει φαντασιακά– τη βυζαντινή επίδραση με εκείνη των αρχαίων Ελλήνων. Εξ άλλου, οι επιδρομές κατά των Βυζαντινών πολλαπλασιάζονται κατά τον 9ο αιώνα σχεδόν σε καθημερινή βάση. Έτσι:
Οι Βυζαντινοί απεικονίζονται ως αντάξιοι των μουσουλμανικών επιθέσεων, όχι μόνο επειδή ήταν άπιστοι, αλλά επειδή ήταν ακόμη από πολιτιστικής απόψεως βυθισμένοι στο σκοτάδι και υποδεέστεροι όχι μόνο των μουσουλμάνων αλλά και των ίδιων των προγόνων τους, των αρχαίων Ελλήνων. Οι μουσουλμάνοι, αντιθέτως, ήταν ανώτεροι των Βυζαντινών όχι μόνο λόγω του ισλάμ, αλλά και επειδή εκτιμούσαν την επιστημονική γνώση και τη σοφία των αρχαίων Ελλήνων9. [ ]
Εξ άλλου, ο μεγάλος φιλόσοφος και μεταφραστής αλ-Κιντί (+ μετά το 870) θα κάνει ένα βήμα πάρα πέρα: θα επινοήσει μια γενεαλογία σύμφωνα με την οποία ο Γιουνάν, ο πρόγονος των αρχαίων Ελλήνων, παρουσιαζόταν ως αδελφός του Καχτάν, του προγόνου των Αράβων! Άρα, η καλλιέργεια του μεταφραστικού κινήματος συνιστούσε έναν «επαναπατρισμό» των επιστημών στην ευρύτερη οικογένεια των αρχικών ιδιοκτητών της11.
Ο ρόλος, λοιπόν, των αραβικών μεταφράσεων, στη διάσωση και τη μετάδοση στη μεσαιωνική Δύση ενός μέρους της αρχαίας ελληνικής γραμματείας είναι σημαντικός, και ο Δ. Γούτας υποστηρίζει πως συνέβαλε και στην πρώτη «βυζαντινή Αναγέννηση», την εποχή του Φωτίου, με τη ζήτηση ελληνικών χειρογράφων που προηγήθηκε. Ωστόσο, δεν παύει να έχει και αυτή ως αφετηρία τον βυζαντινό κόσμο, ενώ η συντριπτική πλειοψηφία των μεταφραστών παρέμεναν χριστιανοί ή Έλληνες12. Αλλά οι Άραβες δεν θα ενδιαφερθούν ιδιαίτερα για τον Πλάτωνα, ενώ η ποίηση, το θέατρο, η ρητορική, η ιστορία κ.λπ. θα διασωθούν μόνο στα βυζαντινά χειρόγραφα. Έτσι, «τουλάχιστον το 75% των γνωστών σήμερα Αρχαίων Ελλήνων κλασικών μάς έγιναν γνωστοί μέσω βυζαντινών χειρογράφων»13.
- Nadia Maria el Cheikh, Byzantium viewed by Arabs, Harvard UP, 2004, σσ. 54-57.
- Β.Ν. Τατάκης, Η Βυζαντινή Φιλοσοφία, Σχολή Μωραΐτη, Αθήνα 1977, σ. 103.
- N. M. el Cheikh, Byzantium viewed by Arabs, ό.π., σσ. 104-109.
- Δημήτρης Γούτας, Η αρχαία ελληνική σκέψη στον αραβικό πολιτισμό. Το κίνημα των ελληνοαραβικών μεταφράσεων στη Βαγδάτη κατά την πρώιμη αββασιδική περίοδο (2ος-4ος / 8ος -10ος αιώνας, εκδόσεις Περίπλους, Αθήνα 2001, σσ. 17-18.
- Speros Vryonis, «Byzantium and the Orient», Κυπριακαί Σπουδαί, τόμος ΞΖ΄-ΞΗ΄ (2003-2004), Λευκωσία 2005, σ. 51.
- N. M. el Cheikh, Byzantium viewed by Arabs, ό.π., σσ. 194-195.
- Δημήτρης Γούτας, Η αρχαία ελληνική σκέψη…, ό.π., σ. 19.
- Το βιβλίο του Δ. Γούτα, ό.π., αποτελεί μια απόπειρα, πειστική από πολλές απόψεις, –αλλά όχι και στην αντιβυζαντινή του προκατάληψη– για να εξηγηθεί αυτό το κίνημα επί τη βάσει των εσωτερικών και εξωτερικών αναγκών μιας περίπλοκης κοινωνίας.
- Δ. Γούτας, ό.π., σ. 120· N. M. el Cheikh, Byzantium…, ό.π., σσ. 103-109.
- Πρτθ. από τον Δ. Γούτα, ό.π., σσ. 122-124, και την Ν.M. el Cheikh, ό.π., σ. 104.
- Δ. Γούτας, ό.π., σ. 124.
- Έτσι ο χαλίφης Αλ-Μαχντί, που εγκαινίασε το μεταφραστικό κίνημα των Αββασιδών, ανέθεσε ακόμα και στον Νεστοριανό πατριάρχη Τιμόθεο Α΄, το 782, τη μετάφραση των Τοπικών του Αριστοτέλη. βλ. Δ. Γούτας, ό.π., σ. 86.
- Mich. H. Harris, History of Libraries in the Western World, Scarecrow 1995, σ. 77.
Δημοσίευση από το βιβλίο 1204 (Άρδην τ. 67, Νοέμβριος-Δεκέμβριος 2007)