Γράφει ο Χρήστος Μπαρμπαγιαννίδης
Δίχως αμφιβολία, η ακμή και η γιγάντωση του αρχαιοελληνικού πολιτισμού, με αιχμή του δόρατος βεβαίως την αθηναϊκή δημοκρατία, δεν θα είχε επιτευχτεί, τουλάχιστον στον βαθμό της πλήρωσής του, χωρίς την συμβολή του Αθηναίου Θεμιστοκλή του Νεοκλέους. Ο Θεμιστοκλής στο πρόσωπό του συγκεντρώνει εκείνα τα χαρακτηριστικά, που με τις αντινομίες τους, τον κατατάσσουν στις πιο αξιομνημόνευτες προσωπικότητες του παγκόσμιου πολιτισμού.
Είναι γεγονός πως ο Θεμιστοκλής υπήρξε μεγαλοφυής άνδρας. Δεν θα του αποδώσω ξανά αυτόν τον χαρακτηρισμό μέσα σε αυτό το άρθρο, γιατί αυτό θα γίνει εύκολα και εξόφθαλμα κατανοητό μέσα από την πολιτική και στρατιωτική του δράση. Αρκεί να αναφερθεί πως είναι ο ιδρυτής της ναυτικής δύναμης των Αθηνών, που γέννησε την ηγεμονία στην Ανατολική Μεσόγειο, που έφερε δύναμη και πλούτη, που κατασκεύασε εκείνα τα κλασικά αξεπέραστα και μνημειώδη έργα των Αθηνών και που δημιούργησε τον κλασικό ελληνικό πολιτισμό, τον πρώτο μεγάλο πολιτισμό του δυτικού κόσμου.
Ο πατέρας του, Νεοκλής, που ανήκε στο αρχαίο αττικό γένος των Λυκομιδών, και ήταν Φρεάρριος όσον αφορά τον Δήμο, καταγόμενος από τη Λεωντίδα φυλή, δεν είχε παντρευτεί Ατθίδα (Αθηναία) και γι’ αυτό το λόγο, ο Θεμιστοκλής, σύμφωνα με τους ισχύοντες νόμους στην Αθήνα, δεν είχε τις προϋποθέσεις του τέλειου πολίτη, αφού η μητέρα του Αβρότονον ή Ευτέρπη ήταν ξένη, από τη Θράκη ή την Καρία. Γι’ αυτό τον λόγο δεν είχε το δικαίωμα να συμμετέχει στις ασκήσεις των νέων στις παλαίστρες, την Ακαδημία και το Λύκειο, αλλά φοιτούσε στο Κυνόσαργες, γυμνάσιο του Ηρακλή, που ήταν νόθος μεταξύ των θεών, ως γιος θνητής.
Το έτος της γέννησής του δεν είναι γνωστό με ακρίβεια, φαίνεται ότι γεννήθηκε ένα – δυο χρόνια μετά τον θάνατο του Πεισίστρατου ανάμεσα στο 527 – 525 π.Χ. Από την παιδική του ηλικία εμφανίστηκαν τα πνευματικά προσόντα με τα οποία τον είχε προικίσει η φύση. Υπερτερούσε από τους συνομηλίκους του σε οξύνοια, πνευματική διαύγεια και στην ταχύτητα και ευστοχία που εξέφραζε τις κρίσεις του. Ο Θεμιστοκλής είναι αυτός που γκρέμισε τα παγιωμένα τείχη αντιλήψεων της σχέσεως καταγωγής – προσόντων. Αυτός ο «ημίαιμος», ο «νόθος» όπως άκουσε πολλές φορές στην παιδική του ηλικία να τον ψέγονται, απέδειξε περίτρανα την γελοιότητα των απόψεων περί πνευματικής κυριαρχίας των αριστοκρατικών ανώτερων τάξεων. Ο “μισοαθηναίος” και “μισοέλληνας” Θεμιστοκλής απέδειξε πως τα πλούσια χαρίσματα δε κάνουν διακρίσεις και μπορούν με μεγάλη ευκολία να εγκατασταθούν σε οποιοδήποτε ανθρώπινο μυαλό.
Ωστόσο, επειδή ουδείς τέλειος, ήταν οξύθυμος και εύκολα οδηγούταν στη βία και στην αυθαιρεσία. Όπως αναφέρει ο Πλούταρχος (Θεμιστοκλής 2.10) ο διδάσκαλός του συνήθιζε να λέει: «εσύ, παιδί μου, δεν θα γίνεις καθόλου κάτι μέτριο, αλλά οπωσδήποτε κάτι μεγάλο, ή καλό ή κακό». Από την παιδική του ηλικία είχε κλίση στην πολιτική και ήταν το αγαπημένο του μάθημα. Όταν διακόπτονταν τα μαθήματά του, ασκούταν συντάσσοντας λόγους υπέρ ή κατά των συμμαθητών του. Έχοντας λοιπόν πλήρη συνείδηση για τα προσόντα του απέκτησε τέτοια αυτοπεποίθηση, ώστε με θάρρος και ανυπομονησία περίμενε να ωριμάσει, για να εμφανιστεί στην Εκκλησία του Δήμου, της νεοσυσταθείσας αθηναϊκής Δημοκρατίας.
Η νομοθεσία του Σόλωνα είχε ανοίξει το πεδίο για κάθε δραστήριο και ικανό νέο για να ασχοληθεί με την πολιτική, μεριμνώντας παράλληλα να μην είναι κληρονομικό το δικαίωμα και προνόμιο της πολιτικής δύναμης. Αλλά όσο ευφυής και να ήταν κάποιος δεν μπορούσε να προχωρήσει μεμονωμένα. Επομένως, έπρεπε να ενταχθεί σε μια πολιτική εταιρεία. Και ήταν αυτή που είχε για σύνθημα τον πόλεμο εναντίον των Περσών. Ο Θεμιστοκλής θα γίνει η ψυχή και ο αρχηγός της.
Μέχρι την εποχή της εμφάνισης του Θεμιστοκλή οι Αθηναίοι θεωρούσαν τον όρμο του Φαλήρου το φυσικό λιμάνι της χώρας, κατάλληλος για την εμπορική επικοινωνία και την εποπτεία από τους λόφους της πόλης. Ο Θεμιστοκλής θα τους πείσει πως η χερσόνησος του Πειραιά έπρεπε να γίνει η βάση της ναυτικής δύναμης των Αθηνών και επιπλέον να τους πείσει και για την ανάγκη περιτείχισης, παρά την εναντίωση του Μιλτιάδη. Ευνοημένος από τον κλήρο, θα γίνει το 493 π.Χ. πρώτος άρχοντας των Αθηνών. Και κατά το ίδιο έτος αποφασίστηκε μετά από πρότασή του το κτίσιμο του επίνειου του Πειραιά. Αλλά το ίδιο έτος η συνέχιση του έργου θα διακοπεί, λόγω του επαπειλούμενου κινδύνου κατά της πόλης από τις πολεμικές προετοιμασίες των Περσών. Ο Θεμιστοκλής θα καταφέρει να προσδώσει στον αγώνα κατά των Περσών χαρακτήρα εθνικό, ενώ ο κίνδυνος απειλούσε μόνο την πόλη των Αθηνών, έπειτα από την αποστολή βοήθειας μερικών αθηναϊκών πλοίων προς τους επαναστάτες Ίωνες. Θα καταστήσει την Αθήνα το πανελλήνιο στρατόπεδο κατά του εθνικού εχθρού.
Η επιτυχία του ήταν το αποτέλεσμα επιδέξιων διαπραγματεύσεων με τους Σπαρτιάτες, με τις οποίες πέτυχε την προσέγγιση των δυο πόλεων και απέφυγε την παράδοση των κρατουμένων στην Αθήνα δέκα ομήρων από τους επιφανέστερους των Αιγινητών, αρχηγών της φιλομηδικής φατρίας στο νησί τους. Με την κράτηση αυτών των ομήρων αποφεύχθηκε τότε η προσχώρηση των Αιγινητών στις τάξεις των Περσών.
Μετά την μάχη του Μαραθώνα το 490 π.Χ., ενώ πολλοί Αθηναίοι πίστευαν πως απαλλάχθηκαν από την περσική απειλή, ο Θεμιστοκλής θα προβλέψει ότι οι Πέρσες θα επανέλθουν και πως τελικά ο αγώνας θα κρινόταν στη θάλασσα. Τότε θα βάλει μπρος ένα μεγαλεπήβολο σχέδιο για την αύξηση του στόλου των Αθηνών. Θα προτείνει με ψήφισμα του Δήμου την κατάργηση της διανομής μεταξύ των Αθηναίων πολιτών των χρημάτων που προέρχονταν από τα μεταλλεία και τη δημιουργία πολεμικού ταμείου από τα ετήσια πλεονάσματα με σκοπό τη ναυπήγηση πολεμικών πλοίων. Αποτέλεσμα του ψηφίσματος ήταν η ναυπήγηση 100 τριηρών και η συρροή για την κατασκευή τους πολλών ξένων τεχνιτών, επειδή δεν επαρκούσαν οι εγχώριοι! Το ημερομίσθιο αυξήθηκε, η ζωή έγινε δαπανηρότερη και οι συντηρητικοί συγκεντρωμένοι γύρω από τον Αριστείδη άρχισαν να μιλούν για αλλοίωση των ηθών λόγω της συρροής τόσων ξένων. Την ώρα λοιπόν που ο διορατικός προοδευτικός Θεμιστοκλής έβαζε τις βάσεις για τη σωτηρία του ελληνισμού αλλά και της μετέπειτα αθηναϊκής ηγεμονίας, οι πολιτικοί του αντίπαλοι μιλούσαν για αλλοίωση των ηθών από τους ξένους εργάτες και τεχνίτες!
Μετά από συνεχείς αγώνες, κατά το έτος 483 π.Χ. ο Θεμιστοκλής είναι κυρίαρχος στην πολιτική σκηνή των Αθηνών. Έχοντας την εμπιστοσύνη των συμπολιτών του θα αφεθεί ελεύθερος να εφαρμόσει το πολιτικό και πολεμικό του πρόγραμμα. Η συρροή των ξένων εργατών αυξήθηκε και η δραστηριότητα των πολιτών στη ναυπήγηση των πολεμικών πλοίων διπλασιάστηκε. Έτσι, όταν εξερράγη η θύελλα του νέου πολέμου, όπως άλλωστε είχε προβλέψει ο μεγάλος Θεμιστοκλής, ο στόλος των Αθηναίων είχε φτάσει τις 200 ετοιμοπόλεμες τριήρεις που για τη ναυπήγησή τους εφαρμόστηκε κάθε είδους εφεύρεση, που δοκιμάστηκε μάλιστα σε όλες τις ναυτικές πόλεις της Ελλάδας! Τουλάχιστον σε όσες αποφάσισαν να αντισταθούν, σε αντίθεση με την πλειοψηφία των υπολοίπων που συνεργάστηκαν με τους Πέρσες! Πάντως, η Αθήνα θα καταστεί εκείνη τη στιγμή η ισχυρότερη ναυτική ευρωπαϊκή δύναμη. Και όταν το φθινόπωρο του 481 π.Χ., μαζί με την αγγελία ότι η περσική στρατιά είχε συγκεντρωθεί στις Σάρδεις, έφτασαν και οι πρέσβεις του Ξέρξη για να ζητήσουν “γη και ύδωρ”. Οι αντιπρόσωποι των ελληνικών πόλεων συγκεντρωμένοι στον ισθμό, έπειτα από πρωτοβουλία του Θεμιστοκλή και του βοηθού του Τεγεάτη Χείλεου, θα συγκροτήσουν την επί τω Μήδω ξυμμαχίαν (Θουκ. Α΄ 102). Ο Ηρόδοτος θα ονομάσει στο μνημειώδες έργο του την πατριωτική φατρία (τονίζω και πάλι πως οι περισσότερες ελληνικές πόλεις – κράτη και φυλές συμπορεύτηκαν με τους Πέρσες) του ελληνικού έθνους «Οι τω αμείνω φρονέοντες» (Άνθρωποι με ανώτερο φρόνημα) [Ηρόδ. Ζ΄145].
Στο συνέδριο της Κορίνθου θα ληφθούν τρεις αποφάσεις: να συνδιαλλαγούν μεταξύ τους οι εχθρικά διακείμενες πόλεις, να ζητήσουν βοήθεια από τις πόλεις της Κρήτης και, κυρίως, της Σικελίας και να καταρτίσουν αμέσως το πολεμικό σχέδιο. Οι δυο πρώτες αποφάσεις πάρθηκαν εύκολα, στην τρίτη όμως διαφώνησαν, διότι οι Πελοποννήσιοι υποστήριξαν ότι μόνο ο ισθμός της Κορίνθου ήταν δυνατό να αποτελέσει φυσική αμυντική γραμμή. Ο Θεμιστοκλής θα αντιταχτεί σε αυτή την γνώμη, θεωρώντας πως μ’ αυτό τον τρόπο παραδιδόταν αμαχητί η μέση και βόρεια Ελλάδα. Ευτυχώς, η γνώμη του θα υπερισχύσει και έτσι αποφασίστηκε ως πρώτη γραμμή άμυνας η κοιλάδα των Τεμπών. Στάλθηκαν λοιπόν στην περιοχή 10.000 άνδρες με επικεφαλής τον ίδιο τον Θεμιστοκλή και τον Σπαρτιάτη Ευαίνετο.
Όταν όμως έγινε γνωστό ότι ο εχθρός είχε τη δυνατότητα να εισβάλει στη Θεσσαλία από άλλες στενές οδούς, και αφού επιβεβαιώθηκε ο φιλομηδισμός των Θεσσαλών, η στρατιά αποσύρθηκε και ορίστηκε σαν γραμμή άμυνας το στενό των Θερμοπυλών, προστατευμένο από τη θάλασσα από τον ελληνικό στόλο, ο οποίος είχε παραταχτεί στο ακρωτήριο της Εύβοιας Αρτεμίσιο. Τον στόλο θα τον βάλει στο παιχνίδι ο Θεμιστοκλής γιατί πίστευε (και ήταν από τους ελάχιστους) ότι θα φέρει το νικηφόρο τέλος στον αγώνα. Αλλά μετά την κατάληψη του στενού των Θερμοπυλών, ο στόλος θα εγκαταλείψει το Αρτεμίσιο και θα καταπλεύσει στον κόλπο της Σαλαμίνας. Εκεί ο Θεμιστοκλής θα δώσει αγώνα για να πείσει τους κατοίκους της Αθήνας να την εγκαταλείψουν, οι οποίοι αρνιόνταν να το πράξουν από δεισιδαιμονία. Τελικά, θα καταφέρει να τους πείσει χρησιμοποιώντας τους ιερείς, οι οποίοι διακήρυξαν, μετά από εισήγησή του, ότι ο ιερός όφις, ο φύλακας της Ακρόπολης, εγκατέλειψε την πόλη, διότι η προστάτιδα Αθηνά είχε επιβιβασθεί στον στόλο, ο οποίος ήταν το ξύλινο τείχος του χρησμού, με το οποίο θα σώζονταν οι πολίτες.
Τότε, εκεί στη Σαλαμίνα, ο Θεμιστοκλής θα συναντήσει ένα νέο πρόβλημα, την επιμονή του Κορίνθιου ναυάρχου, του Αδείμαντου, ο οποίος ήθελε να καταπλεύσει ο στόλος στον ισθμό της Κορίνθου, όπου και είχε συγκεντρωθεί όλη η στρατιά των Πελοποννησίων, αποκαλύπτοντας με αυτή την επιμονή του ότι τροφοδοτούταν από το μίσος του κατά της Αθήνας που είχε αναδειχτεί σε μεγάλη ναυτική δύναμη. Ο Αδείμαντος χλεύασε τον Θεμιστοκλή, όταν του είπε πως δε μπορεί να ομιλεί και να εκφέρει άποψη κάποιος που δεν έχει πατρίδα. (Λίγες μέρες πριν η Αθήνα είχε λεηλατηθεί από τα περσικά στρατεύματα). Ο ευφυής Θεμιστοκλής θα απαντήσει ανάλογα με το μέγεθος της κλάσης του: Αθήνα είναι ο ισχυρός στόλος της, δύναμη ισχυρότερη από τη δύναμη όλων των άλλων Ελλήνων! Έτσι, θα παρασύρει με την καρτερία του τον άτολμο Σπαρτιάτη αρχιναύαρχο Ευρυβιάδη, την οποία διατήρησε η παράδοση με τη γνωστή φράση «πάταξον μέν άκουσον δέ» και φυσικά με την απειλή ότι θα αποπλεύσει με τον στόλο των Αθηναίων στην Ιταλία, για να ιδρύσει νέα Αθήνα! Έτσι, ο Θεμιστοκλής θα αναγκάσει τον ελληνικό στόλο να οργανώσει τη ναυμαχία στο στενό της Σαλαμίνας.
Η ναυμαχία της Σαλαμίνας είχε το γνωστό αποτέλεσμα, με πρωτεργάτη τον πανούργο Θεμιστοκλή. Όμως, κατά τη γιορτή των επινικίων, όχι μόνο δεν έλαβε το στρατηγικό έπαθλο, που αναμφισβήτητα του ανήκε, αλλά ούτε τα δευτερεία του δόθηκαν, αν και συνέπεσε η ψήφος όλων των στρατηγών υπέρ του. Μέχρι και οι Δελφοίέδειξαν τη δυσμένειά τους, φανερώνοντας ακόμα μια φορά τον φθόνο που υπάρχει στις ψυχές των ανθρώπων. Μόνο η Σπάρτη έπραξε το καθήκον της, όταν την επισκέφτηκε ο νικητής της Σαλαμίνας: δημόσια τον στεφάνωσε και του δώρισε άρμα πολυτελές το οποίο συνόδευσαν τιμητικά μέχρι τα όρια της Λακωνικής 300 ιππείς!
Οι εξαιρετικές τιμές, που σε κανέναν ως τότε ξένο δεν είχαν απονεμηθεί στη Σπάρτη, προκάλεσαν τη δυσμένεια των Αθηναίων, οι οποίοι, λίγους μήνες μετά τη Σαλαμίνα, λησμόνησαν τις υπηρεσίες του και ανέθεσαν το επόμενο έτος την αρχηγία του στρατού ξηράς στον Αριστείδη και του στόλου στον Ξάνθιππο (τον πατέρα του Περικλή), γι’ αυτό και θα λείπει από τη κομβική μάχη των Πλαταιών (τη μεγαλύτερη σε αριθμό στρατιωτών που έγινε ποτέ στην Ελλάδα εκ παρατάξεως) και την τελευταία των Περσικών Πολέμων, στη Μυκάλη. Βέβαια, η μεταλλαγή των συναισθημάτων των Αθηναίων προς το πρόσωπό του οφειλόταν και στον χαρακτήρα του, που πολλές φορές ακροβατούσε μεταξύ βίας και αυθαιρεσίας.
Μετά τη φυγή του Ξέρξη, την οποία είχε επιταχύνει ο Θεμιστοκλής, αφού του διαμήνυσε, δήθεν κρυφά, ότι οι Έλληνες σκέφτονταν να διαλύσουν τις γέφυρες του Ελλησπόντου -τη διάλυση των γεφυρών είχε σκεφτεί ο ίδιος, δεν είχαν όμως επιδοκιμάσει οι άλλοι ναύαρχοι- ο στόλος των Αθηνών έπλευσε στο Αιγαίο για να τιμωρήσει τα νησιά που είχαν μηδίσει. Ο Θεμιστοκλής, χωρίς να ρωτήσει τους συστρατηγούς του, επέβαλε με αυταρχισμό διάφορα πρόστιμα στα νησιά, αναφέροντας σε αυτά που καθυστερούσαν την πληρωμή ότι είχε καταπλεύσει φέρνοντας μαζί του τις θεές Πειθώ και Ανάγκη.
Κατά το 478 π.Χ. άρχισε η ανοικοδόμηση των οικιών της πυρπολυθείσας από τους Πέρσες Αθήνα και η συνέχεια της περιτείχισης του Πειραιά, η οποία είχε διακοπεί λόγω της εκστρατείας του Ξέρξη. Και πάλι η προσφορά του Θεμιστοκλή κρίθηκε αναγκαία. Αυτά έγιναν αφορμή δημιουργίας μίσους και αντιζηλίας από τις γειτονικές πόλεις Αίγινα και Κόρινθο, που έβλεπαν με δυσφορία τη δόξα της Αθήνας. Οι δυο αυτές πόλεις έσπευσαν να επιστήσουν την προσοχή της Σπάρτης, δηλώνοντας ότι αν οχυρωθεί η Αθήνα, να μην υπολογίζει πλέον στην αναγνώριση από αυτές της ηγεμονίας της, την οποία από ανάγκη έως τότε είχαν αναγνωρίσει.
Οι Σπαρτιάτες με τη δικαιολογία ότι καμιά ελληνική πόλη πέρα του ισθμού της Κορίνθου δεν συνέφερε να οχυρωθεί, για να μη χρησιμεύσει ως ορμητήριο σε περίπτωση κατάληψής της από μελλοντικό εχθρό, όπως συνέβη με τη Θήβα, όχι μόνο αξίωσαν να σταματήσει η περιτείχιση του Πειραιά, αλλά και ζήτησαν τη συνδρομή και των Αθηναίων για να κατεδαφίσουν και τα άλλα εκτός των Αθηνών τείχη! Οι Αθηναίοι, μετά από υπόδειξη του Θεμιστοκλή, διέκοψαν τότε την περιτείχιση και του ανέθεσαν τις διαπραγματεύσεις με τους Σπαρτιάτες. Έφτασε στην Σπάρτη, αφού έδωσε εντολή στους Αθηναίους να συνεχίσουν με σπουδή την ανέγερση των τειχών και να μην επιτρέψουν την από την Αθήνα αναχώρηση των Σπαρτιατών πρέσβεων, που επρόκειτο να σταλούν στην Αθήνα πριν από την επιστροφή του. Εκεί με την πρόφαση ότι περίμενε τους συμπρέσβεις του Αβρένιχο και Αριστείδη, ανέβαλε την εμφάνισή του ενώπιον των αρχών και όταν έφτασαν αυτοί, είπε ότι οι πληροφορίες περί συνέχισης του τείχους δεν ήταν ακριβείς και αξίωσε να σταλούν αξιόπιστοι πρέσβεις για να μάθουν την αλήθεια. Οι Σπαρτιάτες πρέσβεις στάλθηκαν και αφού έφτασαν στην Αθήνα κρατήθηκαν, σύμφωνα με την εντολή του Θεμιστοκλή.
Μόλις πληροφορήθηκε ότι τα τείχη είχαν ανυψωθεί ικανοποιητικά, εμφανίστηκε στις αρχές και δήλωσε απροκάλυπτα, ότι οι Αθηναίοι περιτειχίζουν τον Πειραιά διότι είναι ελεύθεροι να κανονίζουν τις τύχες τους. Ήθελε πραγματικά μεγάλο θάρρος για να δηλώσεις κάτι τέτοιο μέσα στη Σπαρτιατική συνέλευση. Οι Σπαρτιάτες αναγκάστηκαν να ανεχθούν τα τετελεσμένα. Έτσι, μετά από δυο χρόνια περατώθηκε η οχύρωση των Αθηνών και του Πειραιά και το πρόγραμμα του δαιμόνιου πολιτικού είχε πραγματοποιηθεί. Πέρα πλέον του πανίσχυρου στόλου, η πόλη της Παλλάδας ήταν και ένα απόρθητο φρούριο.
Το 476 π.Χ θα διδαχτεί η τραγωδία του Φρύνιχου «Φοίνισσαι» με υπόθεση τον κατά θάλασσα αγώνα των Ελλήνων και τον θρίαμβο του Θεμιστοκλή. Αλλά και στην υπόλοιπη Ελλάδα η δόξα του ήταν τεράστια, αρκεί να αναφέρουμε πως, κατά την επίσκεψή του στους Ολυμπιακούς Αγώνες, όλοι οι θεατές λησμόνησαν τους αγωνιζόμενους και όλοι είχαν στρέψει τα βλέμματά τους στον ήρωα της Σαλαμίνας.
Ωστόσο τα ελαττώματά του αμαύρωναν τη δόξα του. Ο δεσποτικός του χαρακτήρας τον οδηγούσε σε ασέβεια των δικαιωμάτων των άλλων και ο αυταρχισμός του δεν του επέτρεπε να υποχωρήσει σε αντίθετη γνώμη. Επιπλέον, ο εγωισμός του θιγόταν όταν απονεμόταν τιμή σε άλλον. Επιπρόσθετα, όταν ερεθιζόταν εκφραζόταν δηκτικά και προκαλούσε την οργή και την έχθρα των άλλων. Εν μέρει, βέβαια, είχε δίκιο όταν έλεγε για τους συμπολίτες του πως όταν κινδυνεύουν προστρέχουν σ’ αυτόν, όπως οι οδοιπόροι κατά την ώρα της καταιγίδας τρέχουν κάτω από κορμό πλατάνου και όταν επανέλθει η γαλήνη, του κόβουν τα κλαδιά! Με λίγα λόγια η σχέση του με τους Αθηναίους ήταν ασίγαστου μίσους και ατέρμονης αγάπης.
Για να θυμίζει την υπεροχή του, ίδρυσε κοντά στο σπίτι του, το ιερό της Αρτέμιδος Αριστοβούλης, στο οποίο τοποθέτησε μικρή εικόνα του με όψη ηρωική. Τέτοιες συμπεριφορές, έφεραν την αντίδραση της πολιτείας, που η αρχή της βρισκόταν πλέον στα χέρια των συντηρητικών, με ηγέτες τον Αριστείδη και τον Κίμωνα. Έτσι, θα πετύχουν το 470 π.Χ. τον εξοστρακισμό του. Ο σωτήρας του Ελληνισμού λοιπόν έφευγε εξόριστος από την πόλη που υπηρέτησε και τη γιγάντωσε. Αλλά αυτό είναι και η πεμπτουσία της δημοκρατίας: να υπάρχει συμμόρφωση στις εντολές του λαού.
Εξόριστος πλέον κατέφυγε στο Άργος, όπου ήλπιζε να τύχει καλής υποδοχής, διότι με ενέργειές του, παρά την επιμονή της Σπάρτης, δεν είχαν αποβληθεί από τη Δελφική Αμφικτιονία οι Αργείοι, για την αποχή τους από τον αγώνα κατά των Περσών. Δεν παρέμεινε όμως πολύ εκεί, γιατί η παραμονή του συνέπεσε με την καταδίκη για προδοσία στη Σπάρτη του αντιβασιλιά και ηγέτη των Ελλήνων στις Πλαταιές Παυσανία (μια στημένη πλεκτάνη των αρχών της Σπάρτης εναντίον του Παυσανία, που είχε άριστες σχέσεις με τους είλωτες και σκεφτόταν να τους παραχωρήσει κάποια δικαιώματα). Επειδή σε μια από τις επιστολές του Παυσανία προς τον σατράπη Αρτάβαζο γινόταν μνεία και του Θεμιστοκλή, οι έφοροι της Σπάρτης για να επιρρίψουν ένα μέρος της ντροπής της Σπάρτης και στην Αθήνα (και φυσικά για τον εμπαιγμό της από τον Θεμιστοκλή στο θέμα της περιτείχισης της Αθήνας) και επειδή φοβόνταν τον Θεμιστοκλή που διέμενε στην Πελοπόννησο, τον καταμήνυσαν στην Αθήνα, όπου οι εχθροί του πέτυχαν την αποδοχή της καταγγελίας. Κλήθηκε τότε να κριθεί στη Σπάρτη ενώπιον ελληνικού δικαστηρίου, σαν κοινός προδότης της κοινής πατρίδας. Με σαθρές και αστήρικτες κατηγορίες και με πλαστογραφημένες επιστολές, οι δυο από τους τρεις ηγέτες (ο Λεωνίδας ήταν νεκρός από τις Θερμοπύλες) των Περσικών πολέμων εξοντώθηκαν από τους πολιτικούς τους αντιπάλους.
Όπως ήταν φυσικό ο Θεμιστοκλής δεν εμφανίστηκε στη δίκη και τελικά καταδικάστηκε και η δίωξη του ανατέθηκε από κοινού στη Σπάρτη και στην Αθήνα, και θεωρήθηκε σαν υπόθεση η οποία αφορούσε όλους τους Έλληνες. Και αν ο Παυσανίας, σίγουρος για τη αθωότητά του, εμφανίστηκε στη Σπάρτη, όπου τον περίμενε ένας ειδεχθής και τραγικός θάνατος, ο Θεμιστοκλής δεν έκανε το ίδιο λάθος. Από την άλλη όμως, δεν ήθελε να επικυρώσει με τη φυγή του εκτός Ελλάδος τις κατηγορίες των εχθρών και γι’ αυτό τον λόγο κατέφυγε στην Κέρκυρα την οποία είχε ευεργετήσει ως διαιτητής διαφοράς της με την Κόρινθο. Αλλά εκδιώχτηκε και από εκεί και ζήτησε άσυλο ως ικέτης στον βασιλιά των Μολοσσών Άδμητο.
Οι διώκτες μου όμως τον ανακάλυψαν και αναγκάστηκε να φύγει και από εκεί. Διαμέσου της δύσβατης Πίνδου πέρασε στη Μακεδονία και έφτασε στο λιμάνι της Πύδνας απ’ όπου διέπλευσε στην Έφεσο μετά από πολλές κακουχίες. Εν τω μεταξύ, εκεί τον καταδίωκαν και οι Πέρσες, μη ξεχνώντας τη ζημιά που τους είχε προκαλέσει. Μάλιστα, ο Μέγας Βασιλιάς τον είχε επικηρύξει για 200 τάλαντα. Κατάφερε και έφτασε στη Μοισίαόπου βρισκόταν ένας φίλος του, ο Νικογένης. Αυτός τον έστειλε κρυφά μέσα σε γυναικεία άμαξα, διαμέσου των Σάρδεων, στα Σούσα, προς τον βασιλιά των Περσών. Ο βασιλιάς των Περσών τέλεσε θυσία προς του θεούς που του έστειλαν τον μεγάλο ηγέτη. Τόση χαρά ένιωσε, ώστε λέγεται ότι τρεις φορές στον ύπνο του αναφώνησε: «Έχω Θεμιστοκλέα τόν Αθηναίον»
Μετά από ένα έτος είχε μάθει την περσική γλώσσα και τα έθιμα της χώρας και μπορούσε να επικοινωνεί χωρίς διερμηνέα με το βασιλιά, απόκτησε μεγάλη δύναμη και έτρωγε και κυνηγούσε μαζί του, ενώ τον έθελγε και τον συγκινούσε με την πνευματική του ευστροφία. Δείγματα αυτού του θαυμασμού αποτελούν οι δωρεές του βασιλιά Αρταξέρξη προς αυτόν. Του δώρισε τη Μαγνησία κοντά στον Μαίανδρο, η οποία του παρείχε πρόσοδο 50 τάλαντα. Επίσης, τις πόλεις Μυούντα στην Καρία, Λάμψακο και Περκώτη κοντά στον Ελλήσποντο και Σκήψη στην Αιολίδα. Εκτός όμως απ’ αυτά, σύμφωνα με τον Πλούταρχο, του έδωσε και 200 τάλαντα, για τα οποία είχε επικηρυχτεί, αφού, καθώς είπε σ’ αυτόν, ο ίδιος παρέδωσε τον εαυτό του! Προτίμησε για έδρα διαμονής τη Μαγνησία όπου έζησε ως Πέρσης σατράπης κόβοντας μάλιστα και νομίσματα που φέρουν χαραγμένο το όνομά του στην ελληνική και ήταν του αττικού σταθμητικού κανόνα.
Για μερικά χρόνια απέφυγε, λόγω και κάποιων εσωτερικών προβλημάτων του Αρταξέρξη, να κληθεί για να προσφέρει τις υπηρεσίες του εναντίον της πατρίδας του, όπως είχε υποσχεθεί. Όταν όμως ο βασιλιά έστρεψε την προσοχή του στην Αίγυπτο, όπου υπήρχε φόβος συμμαχίας των Ελλήνων με τους αποστάτες Αιγυπτίους, κλήθηκε ο Θεμιστοκλής να αναλάβει τη διοίκηση του Περσικού στόλου ο οποίος θα επιτίθετο κατά του στόλου των Αθηναίων, τον οποίο κυβερνούσε ο αήττητος στρατηγός και πολιτικός του αντίπαλος Κίμων.
Ο Θεμιστοκλής, όπως ήταν φυσικό, βρέθηκε μπροστά σε ένα συνειδησιακό δίλημμα, αποτέλεσμα του οποίου υπήρξε ο αιφνίδιος θάνατός του το 461 π.Χ, σε ηλικία περίπου 65 ετών. Ο Θουκυδίδης αναφέρει πως πέθανε από αρρώστια (Α΄ 138) ή, κατά την διαδοθείσα παράδοση, πίνοντας δηλητήριο ή αίμα ταύρου. Στην αγορά της Μαγνησίας ανεγέρθηκε λαμπρός τάφος, στον Παρθενώνα προσφέρθηκε σαν αφιέρωμα η εικόνα του από τους γιους του, όταν επανήλθαν από την εξορία και τα οστά του μετέφεραν κρυφά στην Αττική οι συγγενείς του, εκτελώντας την εντολή του, και τα έθαψαν σε βραχώδη περιοχή της ακτής, κοντά στο λιμάνι του Πειραιά.
Ενδεικτική βιβλιογραφία
- Πλούταρχου : Βίοι Παράλληλοι : Θεμιστοκλής– Κάμιλλος ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΚΤΟΣ
- Αναστάσιος Καζιάνης : Αθήνα – Ρώμη Βίοι Παράλληλοι , Εκδ. Ερωδιός
- Θουκυδίδης : Ιστορία, ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΝ της «ΕΣΤΙΑΣ» ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΑΓΓΕΛΟΣ Σ.ΒΛΑΧΟΣ.
- Paul Cartledge, Οι Σπαρτιάτες, Εκδ. Λιβάνη.
- Ηρόδοτος, Ιστορίαι, Εκδ. Γκοβόστη.