Γράφει ο Νικόλαος Ζώης
Σύμφωνα με ένα θρύλο, οι γείτονες του Ιμμάνουελ Καντ στο Κένιξμπεργκ του 18ου αιώνα τόσο πολύ σέβονταν το απαρέγκλιτο καθημερινό πρόγραμμα του Γερμανού φιλοσόφου, που για να μην τον ενοχλούν, είχαν ρυθμίσει τα ρολόγια τους με βάση τους περιπάτους του. Η εικόνα περιγράφει έναν άνθρωπο αυστηρό και απρόσιτο, ίσως περίπου όπως ήταν και η σκέψη του. Μια ματιά στους τίτλους των έργων του αρκεί: πόσο παιγνιώδης και γοητευτική να είναι η «Κριτική της κριτικής ικανότητας», η «Κριτική του καθαρού λόγου» ή η «Θεμελίωση της μεταφυσικής των ηθών»;
Και όμως, ο κατεξοχήν φιλόσοφος του ορθού λόγου, ο στοχαστής που στο περίφημο άρθρο του «Τι είναι Διαφωτισμός» τον όρισε ως την «έξοδο του ανθρώπου από την ανωριμότητά του για την οποία φταίει ο ίδιος», δημοσίευσε το 1766 μια πραγματεία, της οποίας αντικείμενο είναι τα έργα και οι ημέρες ενός μυστικιστή, ενός ανθρώπου που επικοινωνεί με τον κόσμο των πνευμάτων και καθοδηγείται από αυτόν.
Εμάνουελ Σβέντεμποργκ το όνομά του, σουηδική η καταγωγή του και αρκετά διαδεδομένη η φήμη των απόκρυφων εμπειριών και οραμάτων του στην Ευρώπη της εποχής. Το ενδιαφέρον είναι ότι ο Καντ δεν τον κάνει ακριβώς φύλλο και φτερό. Τον χαρακτηρίζει «αλαφροΐσκιωτο»· ωστόσο, η πραγματεία «Τα όνειρα ενός αλαφροΐσκιωτου επεξηγημένα μέσα από τα όνειρα της μεταφυσικής», που κυκλοφόρησε πρόσφατα στα ελληνικά (εκτελώντας στο έπακρο τη δύσκολη αποστολή της μετάφρασης ενός καντιανού έργου και της πλαισίωσής του με κατατοπιστική εισαγωγή και σημειώσεις), αφήνει στον αναγνώστη και μερικές απορίες.
Oχι μόνο στον σύγχρονο αναγνώστη: «Είχε πρόθεση ο κ. Kαντ να καταστήσει περίγελο τη μεταφυσική ή αξιόπιστο τον πνευματισμό;» αναρωτιόταν το 1767 ο φιλόσοφος Μόζες Μέντελσον. Το ερώτημα παραμένει: διαβάζοντας τα «Ονειρα» ειδικά σήμερα, που κάθε τι ανορθολογικό περιφρονείται ή χλευάζεται ασυζητητί, η ενασχόληση του Καντ με τον κόσμο των πνευμάτων προκαλεί, αν μη τι άλλο, αμηχανία.
Κάποιες βεβαιότητες θα κλονίζονται όταν βλέπει κάποιος τον Καντ να προσπαθεί να ορίσει τι είναι ένα πνεύμα, να αναρωτιέται πώς σχετίζεται με την ύλη και τον χώρο ή να ομολογεί ότι πρόκειται για κάτι ακατάληπτο από τις αισθήσεις του. Είναι αξιοπερίεργο να παραδέχεται ότι γίνεται κουραστικό «να ακολουθεί κανείς πάντα την επιφυλακτική γλώσσα του λόγου», να περιγράφει πρόσωπα με μια «ασυνήθιστη ευαισθησία» ή να παρατηρεί ότι «η τρέλα και ο νους έχουν τόσο δυσδιάκριτα χαραγμένα τα όριά τους, ώστε δύσκολα κανείς περιπλανιέται για καιρό στη μία περιοχή δίχως να κάνει πότε πότε κι ένα μικρό βήμα και στην άλλη». Κι όλα αυτά, με ένα ύφος που, αντίθετα με την υπόλοιπη καντιανή γραμματεία, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί λογοτεχνικό.
Η στροφή που παρατηρείται στο δεύτερο μέρος, όπου ο Καντ χαρακτηρίζει το έργο του Σβέντεμποργκ «ασυναρτησίες», μάλλον περιπλέκει τα πράγματα. Γιατί, σε άλλο σημείο, ο Γερμανός μοιάζει να αποδέχεται ως αληθείς τις εξιστορήσεις που θέλουν τον Σουηδό να εντοπίζει κάποτε το κρυφό γράμμα ενός νεκρού συζύγου ή να προειδοποιεί για μια πυρκαγιά που μαινόταν χιλιόμετρα μακριά. Λίγο αργότερα, επισημαίνει ότι τα λογικά επιχειρήματα και η μεταφυσική είναι αναρμόδια για να επιβεβαιώσουν τέτοιες υποθέσεις, ενώ καταγγέλλει και τη ματαιοδοξία μιας επιστήμης που, για να δικαιολογήσει την εργασία της, προφασίζεται σπουδαιότητα.
Υποθέσεις
Βρίσκεται ο Καντ σε σύγχυση; Εμπαίζει το κοινό του; Σίγουρα είναι απολογητικός απέναντί του, τουλάχιστον όταν δηλώνει ότι οδήγησε την περιέργεια και τη φιλομάθεια του αναγνώστη «μέσα από ένα βαρετό δρόμο εκεί από όπου είχε ξεκινήσει: την αβεβαιότητα». Στην εισαγωγή της ελληνικής έκδοσης, ο Στέλιος Γκαδρής υποθέτει μεταξύ άλλων και ότι ο Καντ «θέλησε να δοκιμάσει την τύχη του ως ενός πνευματώδους και χαριτωμένου συγγραφέα». Εστω κι έτσι, το ενδιαφέρον του για ό,τι δεν μπορεί να γίνει αντιληπτό με τις αισθήσεις και τον νου, παραμένει. Σύμφωνα με τον Αλεν Γουντ, ο Γερμανός ενδιαφερόταν ακόμη για τον σαμανισμό, εντοπίζοντας μέχρι και ομοιότητές του με τη Δύση σε ζητήματα πίστης. Πιθανότατα επίσης απείχε από χριστιανικές αντιλήψεις προγενέστερων εξερευνητών και ιεραποστόλων, οι οποίοι συναντούσαν στα ταξίδια τους πνευματιστές διάφορων λαών και κρατούσαν στο ημερολόγιό τους σημειώσεις περί της «γνώσης του Θεού» και της «γνώσης του Διαβόλου».
Το γιατί ίσως το εξηγεί καλύτερα σε ένα απόσπασμα των «Ονείρων», όπου μιλάει για τον συνετό τρόπο σκέψης και ενδεχομένως να εκνεύριζε κάποιον που σήμερα, δυόμισι αιώνες μετά, εξακολουθεί να περιφρονεί και να χλευάζει ασυζητητί κάθε τι το ανορθολογικό: «Ενας συνετός τρόπος σκέψης», γράφει ο Καντ, «είναι, τις περισσότερες φορές, απλή υπόθεση, αν και δυστυχώς μόνον αφότου έχει κανείς επιτρέψει στον εαυτό του για ένα μικρό χρονικό διάστημα να πλανηθεί».
1 thought on “Οταν ο Ιμμάνουελ Καντ συνομιλούσε με το ανορθολογικό”