Γράφει ο Κωσταντίνος Δούνας* –
Το μεταναστευτικό πρόβλημα είναι συνιστώσα μιας μακράς, βασανιστικής και στροβιλίζουσας μεταβατικής περιόδου των κοινωνιών. Επομένως, αποτελεί πρωτογενώς πολιτικό ζήτημα. Όλα τα ανωτέρω δηλώνουν ότι κλείνει ο κύκλος μιας μεγάλης ιστορικής περιόδου (Διαφωτισμός-νεωτερικότητα) του ανθρωποκεντρικού γίγνεσθαι και πως βιώνουμε την αρχή των αναταράξεων που θα κυοφορήσουν τα νέα δεδομένα μετάβασης.
Η νεωτερικότητα με τα ληγμένα κληροδοτημένα εργαλεία των εκδοχών του Διαφωτισμού (σοσιαλισμός-φιλελευθερισμός), αδυνατεί να διαχειριστεί τα νέα δεδομένα. Ολόκληρο το φάσμα των τότε προοδευτικών ιδεολογιών, που χρησίμευσαν για να εξέλθει η δύση από την φεουδαρχία και να εγκατασταθούν οι ατομικές ελευθερίες και το κράτος δικαίου/πρόνοιας, ολοκλήρωσε τον ιστορικό του ρόλο. Ως είθισται, με βάση τους νόμους της βιολογικής εξέλιξης των κοινωνιών, απλώς αντιστέκεται στην υπέρβασή του.
Οι ιδεολογίες του παρελθόντος, καταλαμβάνουν σήμερα θέση και ρόλο αντίστασης στην προοδευτική εξέλιξη των κοινωνιών. Συνεπώς καθίστανται αντιδραστικές και συντηρητικές. Τα νέα δεδομένα, με την έξοδο της οικονομίας από το κράτος-έθνος και συνεπώς την πλήρη αυτονόμηση της από την πολιτική, συνιστούν ένα στοιχείο μετάβασης προς την οικουμένη.
Την μετάβαση αυτή της οικονομίας δεν μπορεί να την παρακολουθήσει/ελέγξει η πολιτική, που είναι εγκλωβισμένη σε ένα πολιτικό σύστημα το οποίο εξυπηρετούσε ανάγκες του 18ου αιώνα και στο οποίο η σχέση μεταξύ των κρατών, παραμένει ως σχέση δύναμης.
Εγκλωβισμένη η πολιτική
Συνεπώς, η επαναφορά του πολιτικού πεδίου ως πεδίου λήψης των αποφάσεων δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί από το υπάρχον πολιτικό σύστημα. Στη δε περίπτωση δημιουργίας διακρατικών θεσμών, με την λεγόμενη παγκόσμια διακυβέρνηση, θα αναπαραχθεί η κυριαρχία/εξαγορά της οικονομίας επί της πολιτικής, κατά τον τρόπο που ήδη συμβαίνει στο εσωτερικό των κρατών.
Οι κοινωνίες χάνουν την διαπραγματευτική δύναμη που απέκτησαν μεταπολεμικά, όταν η οικονομία ήταν υποχρεωμένη να διαπραγματευτεί με την κοινωνία, επειδή ακριβώς το είχε ανάγκη. Με την έξοδο της οικονομίας από το κράτος και την δημιουργία των υπερεθνικών κέντρων αποφάσεων, οι ελίτ των αγορών δεν έχουν πλέον ανάγκη το κράτος. Συνεπώς θα απομυζούν και θα λεηλατούν τις κοινωνίες, χωρίς αντιστάσεις.
H βάση της αντιμετώπισης του μεταναστευτικού βρίσκεται κατά κύριο λόγο στην ανάγκη αναδιανομής του παγκόσμιου πλούτου, καθώς και εντός των ορίων των περιοχών που παράγονται οι μεταναστευτικές ροές. Δεν αντιμετωπίζεται με τη φενάκη της δημιουργίας θέσεων εργασίας, καθώς και με την μεταφορά τού προβλήματος έξω από τις περιοχές παραγωγής του. Συνεπώς, είναι πρωτίστως πολιτικό πρόβλημα.
Φιλελευθερισμός και αριστερά
Το μεγαλύτερο μέρος της αριστεράς έχει πλέον προσγειωθεί στον αριστερό διάδρομο του φιλελευθερισμού. Μαζί κινούνται προς την ίδια κατεύθυνση, ξεπερνώντας τις “διαφορές” τους, που πλέον δεν υφίστανται στα κρίσιμα ζητήματα. Τα κόμματα το μόνο που τα απασχολεί είναι η διατήρηση της εξουσίας και η επανεκλογή τους. Δεν λογοδοτούν στην κοινωνία, αλλά στα εξουσιαστικά κέντρα της ελίτ των αγορών.
Η αριστερά έχει αναλάβει εργολαβικά την ελεύθερη διακίνηση της εργασίας, για αυτό υποστηρίζει τα ανοικτά σύνορα και την ελεύθερη διέλευση των μεταναστευτικών ροών. Ταιριάζει πιο πολύ στα ιδεολογήματα της περί του δικαιωματισμού και της κατάργησης των συνόρων (διεθνισμός).
“Γαυγίζει” όταν είναι στην αντιπολίτευση, αλλά στρουθοκαμηλίζει και συναινεί (“δακρύζοντας”), όταν συμμετέχει στην κυβέρνηση, στις επιλογές των αγορών για μεταρρυθμίσεις (στην ουσία απορρυθμίσεις), με σκοπό τον περιορισμό του κράτους δικαίου/πρόνοιας.
Η δεξιά έχει αναλάβει την εργολαβία της ελεύθερης διακίνησης κεφαλαίων, εμπορευμάτων και υπηρεσιών εκποιώντας τον πλούτο της χώρας (με την λογική του νεοφιλελευθερισμού για την ιδιωτικοποίηση των πάντων). Προσφέρει τον πάλαι ποτέ δημόσιο χώρο της επιχειρηματικής δραστηριότητας στους ιδιώτες σε τιμές ευκαιρίας (πλιάτσικο)!
Η σύγκλιση/συμπόρευση της δεξιάς και της αριστεράς στα μείζονα ζητήματα, αναδεικνύει τα κοινά ταυτοτικά χαρακτηριστικά τους. Το γεγονός αυτό προαναγγέλλει το τέλος εποχής της νεωτερικότητας. Πλέον οι νεωτερικές ιδεολογίες ολοκλήρωσαν τον κύκλο της συμβολής τους στο ανθρωποκεντρικό γίγνεσθαι.
Χρειάζεται κάτι άλλο
Το κράτος, ως κάτοχος του πολιτικού συστήματος και τα κόμματα που εναλλάσσονται ανά τετραετία στην διαχείριση του, αδυνατούν να διαχειριστούν τις αγορές που πλέον ελέγχουν τα ΜΜΕ, το μεγαλύτερο μέρος της πολιτικής εκπροσώπησης και της διανόησης. Από κοινού διαλύουν τα θεσμικά πλαίσια οργάνωσης των εθνικών κοινωνιών με τις λεγόμενες “μεταρρυθμίσεις” και την νομιμοποίηση της διαφθοράς (με αμφιλεγόμενες δικαστικές αποφάσεις, ΜΚΟ κλπ).
Οι κοινωνίες παραμένουν έξω από το πολιτικό σύστημα. Απλώς βιώνουν τις επιπτώσεις και εξεγείρονται. Τα πολιτικά κόμματα όλου του φάσματος (αριστερά και δεξιά) αντιμετωπίζουν είτε με βία τις διαμαρτυρίες (κατά παράδοση άλλωστε), είτε με την εναλλαγή των κομμάτων στην εξουσία, με την δήθεν δημοκρατία των εκλογών ανά τετραετία. Ο κύριος φόβος τους είναι μήπως οι διαμαρτυρίες μετασχηματιστούν σε αίτημα για συμμετοχή των κοινωνιών στην λήψη των αποφάσεων.
Όποιες προτάσεις έξω από αυτό χαρακτηρίζονται ως εθνικιστικές και λαϊκίστικες. Η συγκρότηση των δυνάμεων του δημοκρατικού τόξου συνομολογεί την ιδεολογική, αλλά και την πολιτική ενότητα αριστεράς και νεοφιλελευθερισμού. Από κοινού αναφέρονται προσχηματικά στον παλιό φιλελευθερισμό ως “ακροδεξιά” και νομιμοποιούν την καταστολή, απέναντι σε όποιον αναφέρεται στην αλλαγή του πολιτικού συστήματος.
Ενοποιούνται στην αντίληψη ότι η κοινωνία δεν αποτελεί συλλογική οργανική οντότητα, αλλά άθροισμα ατόμων. Ως εκ τούτου δεν μπορεί να είναι οργανική θεσμική συνιστώσα του πολιτικού συστήματος. Έχει μόνο δικαίωμα να διαμαρτύρεται, όχι να μετέχει των αποφάσεων της πολιτείας. Ήδη σταδιακά και αντιφατικά, σε μικρούς θύλακες πολιτών, συνειδητοποιείται ότι χρειάζεται κάτι άλλο από το υπάρχον πολιτικό και κομματικό σύστημα.
Οι κοινωνίες μένουν εκτός
Για να επανέλθει το πεδίο λήψης των αποφάσεων στο πολιτικό πεδίο δεν μπορεί παρά να πραγματοποιηθεί η αλλαγή του πολιτικού συστήματος, που να περιλαμβάνει ως βασική συνιστώσα την συμμετοχή των κοινωνιών στην λήψη των αποφάσεων. Το πολιτικό σύστημα χρειάζεται, κατά έναν τρόπο, να μεριστεί μεταξύ κράτους και κοινωνίας.
Ο προηγούμενος τρόπος διεκδίκησης των κοινωνιών προς το κράτος και τις επιχειρήσεις, για διεύρυνση των παροχών (με διαδηλώσεις, απεργίες, με την εναλλαγή κυβερνήσεων κλπ), καθίσταται πλέον ανίσχυρος, την στιγμή που το κράτος, ως αποκλειστικός κάτοχος του πολιτικού συστήματος, έχει απωλέσει την ισχύ του έναντι των ελίτ των αγορών.
Δεν το έχουν πλέον ανάγκη, εφόσον με την απελευθέρωση μεταφοράς κεφαλαίου, εμπορευμάτων και εργασίας μπορούν να μεταβαίνουν σε άλλες περιοχές του πλανήτη. Εφόσον μπορούν να αλλάζουν τους όρους προστασίας της εργασίας εντός των κρατών με την εργασία των μεταναστών. Εν κατακλείδι, το πρόβλημα του μεταναστευτικού είναι πρόβλημα πολιτικό.
Είναι πρόβλημα άμεσα συνδεδεμένο με ένα σύνολο διεργασιών (οικονομικών, κοινωνικών, τεχνολογικών, ενεργειακών, γεωπολιτικών) που συντελούνται στο ανθρωποκεντρικό γίγνεσθαι. Διεργασιών, που ορίζουν την παρούσα φάση ως την απαρχή μιας μακράς μεταβατικής περιόδου από το πολιτικό σύστημα της εκλόγιμης μοναρχίας, που είναι κυρίαρχο σε πλανητική κλίμακα, στο πολιτικό σύστημα της αντιπροσώπευσης.
*Ο Κωνσταντίνος Δούνας είναι οικονομολόγος, κατέχει πτυχίο στη διοίκηση επιχειρήσεων & οικονομία καθώς και ΜΒΑ στη διοίκηση επιχειρήσεων.