Το μουσικό υπόβαθρο του κόσμου

Γύρω στο τέλος του τρίτου προ Χριστού αιώνα, στην Κύναιθα της ορεινής Αρκαδίας η εγκληματική δραστηριότης δεν είναι πλέον προνόμιο των λίγων αποδιοπομπαίων εξαιρέσεων. Πρώην ευυπόληπτοι πολίτες μεταμορφώνονται σε αχόρταγους ληστές, χωρίς καν να μπουν στον κόπο να τηρήσουν τα προσχήματα, οι βιασμοί ανηλίκων και γυναικών είναι καθημερινοί και τίποτε δεν εμποδίζει τους κατέχοντες ευκαιριακά την εξουσία να δολοφονήσουν εν ψυχρώ τους αντίπαλους τους αφού δημεύσουν τις περιουσίες τους. Οι υπόλοιπες πόλεις του αρκαδικού κοινού έχουν γεμίσει από φυγάδες Κυναιθείς. Προσπαθούν να γλυτώσουν από τις συνοπτικές διαδικασίες μιας παραφοράς που όσο πιο ανεξέλεγκτη είναι τόσο πιο αναι τιολόγητη μοιάζει.

Καμμία στρατηγική ή πολιτική σκοπιμότης δεν μπορεί να εξηγήσει το φαινόμενο. Μακριά από τους μεγάλους δρόμους της ιστορίας, που πάντα δικαιολογούν τέτοιες παρεκτροπές, οι κάτοικοι της μικρής πολιτείας, εγκλωβισμένοι στα υψόμετρα της Αρκαδίας, έχουν γίνει έρμαια της κακοφορμισμένης βίας.

Η κατάσταση αυτή, όπως μας πληροφορεί ο Πολύβιος, τράβηξε για μιά δεκαετία περίπου, και η έκβαση της θυμίζει ομαδική αυτοκτονία.

Καμμιά τρακοσαριά εξόριστοι Κυναιθείς συμφωνούν με αυτούς που τους εξόρισαν να επιστρέψουν στην πόλη. Κι από κει, παραβαίνοντας τους όρκους που έχουν δώσει, διαπραγματεύονται την παράδοση της Κύναιθας στον Δωρίμαχο, τον στρατηγό των Αιτωλών που την εποχή εκείνη λυμαίνονταν την Πελοπόννησο. Οι λεπτομέρειες, οι σκάλες που έστησαν πάνω στα τείχη για να διευκολύνουν την πρόσβαση, ο δόλος που χρησιμοποίησαν για να ανοίξουν την τελευταία στιγμή τις πύλες, δεν έχουν τόση σημασία.

Σημασία έχει ότι ο στρατηγός μόλις μπει στην πόλη, αφού σφάξει όσους του αντιστάθηκαν, θα καταδικάσει σε θάνατο κι αυτούς που τον βοήθησαν:

“των αδίκων έργων εν τούτ’ έπραξαν δικαιότατον”, θα συμπεράνει ο ιστορικός για τους Αιτωλούς.

Όσοι καταφέρουν να γλιτώσουν θα περιφέρονται για μερικούς μήνες στις υπόλοιπες αρκαδικές πολιτείες ζητώντας άσυλο. Καμμία δεν θα τους δεχθεί. Οι Μαντινείς μάλιστα, μετά το πέρασμα τους, θα κάνουν καθαρτήριες τελετές και θα περιφέρουν τα σφάγια κυκλικά γύρω από τα μέρη που είχαν πατήσει οι φυγάδες για να βεβαιωθούν ότι το μίασμα δεν θα μολύνει τις ψυχές τους. Τέσσερις αιώνες αργότερα ο Παυσανίας που θα περάσει από την Κύναιθα δεν θα βρει παρά μόνον μερικά ερείπια, τα τελευταία σιωπηλά ίχνη μιας πολιτείας που κάποτε υπήρξε μεγάλη.

Το συμπέρασμα του Πολύβιου που εντάσσει τα γεγονότα στα επεισόδια του λεγόμενου “Συμμαχικού Πολέμου” είναι κατηγορηματικό: Οι Κυναιθείς δίκαια έπαθαν ό,τι έπαθαν. Και η ερμηνεία με την οποίαν προσπαθεί να επουλώσει την τραυματική για όλους τους Αρκάδες εμπειρία — σ’ αυτήν λέγεται πως αναφέρονταν οι προφορικές παραδόσεις της περιοχής για πολλούς αιώνες — επειδή ακριβώς ακούγεται εκ πρώτης όψεως παράδοξα απλοϊκή, μοιάσει περισσότερο πειστική. Πώς αλλοιώς να εξηγήσει κανείς την τόσο ακραία συμπεριφορά αν δεν ανατρέξει σε πρωτογενείς χειρονομίες, αυτές που το οικοδόμημα του εκλεπτυσμένου λόγου παλεύει να θάψει κάτω απ’ τις πολύπλοκες περιστροφές του;

Οι Κυναιθείς εξαγριώθηκαν, αποθηριώθηκαν γιατί, για κάποιους λογούς αμέλησαν την πατροπαράδοτη μουσική παιδεία των Αρκάδων, λέει ο Πολύβιος. Και συνεχίζει: σ’ ένα τοπίο όπως αυτό της Αρκαδίας που είναι αύθαδες και τραχύ, ψυχρό και στυγνό, ο πιο αποτελεσματικός τρόπος για να αντιμετωπισθεί η ακαμψία πού φέρνει στην ψυχή ο σκληρός και επίπονος βίος είναι η μουσική. Η έκφραση της αγριότητας πού σκόρπισαν τα γεγονότα της Κύναιθας σ’ όλον τον τόπο δεν ήταν τίποτε άλλο από την γκριμάτσα της ζωής που έχασε την μουσική της.

Έχασαν τον ρυθμό τους.

Ξέπεσαν, αποκτηνώθηκαν.

Λέγεται πως το “αρκαδικόν κοινόν”, μιά από τις πρώτες, αν όχι η πρώτη ομοσπονδία ελληνικών πόλεων πού εμφανίστηκε στην ιστορία, δεν στηρίχθηκε ούτε στην κοινή πολιτική οργάνωση όλων αυτών των πόλεων που, παρ’ ότι γειτονικές, παρέμεναν απομονωμένες η μία από την άλλη, ούτε στα οικονομικά συμφέροντα κι άλλα παρόμοια, αλλά στην καλλιέργεια του κοινού αισθήματος που κατέθετε στο μέσον της ζωής η μουσική.

Οι Αρκάδες δεν διακρίνονταν για τις ρητορικές τους επιδόσεις. Όταν συγκεντρώνονταν όλοι μαζί, οι άνθρωποι δεν μιλούσαν. Μαζεύονταν για να τραγουδήσουν και να παίξουν μουσική.

“Μουσικήν γαρ, την γε αληθώς μουσικήν, πάσι μεν ανθρώποις όφελος ασκείν, Αρκάσι δε και αναγκαίον”, – λέει και πάλι ο Πολύβιος ο οποίος διακόπτει την αφήγηση των Ιστοριών του για να παρεμβάλει ένα ολόκληρο κεφάλαιο αφιερωμένο στις μουσικές επιδόσεις των Αρκάδων.

Από μικρά παιδιά μάθαιναν τους νόμους της τέχνης και τραγουδούσαν τους πατροπαράδοτους ύμνους και τους παιάνες για τους επιχώριους θεούς και ήρωες. Αργότερα από τους γεροντότερους διδάσκονταν τους σκοπούς του Φιλόξενου, ενός διθυραμβικού ποιητή που έζησε στην αυλή του Διονυσίου του Τυράννου, και τα τραγούδια του Τιμόθεου, αυτού που λέγεται πως πρόσθεσε την δέκατη και την ενδέκατη χορδή στην κιθάρα, το όργανο που υπηρέτησε με τόση δεξιοτεχνία σ’ όλη την διάρκεια του βίου του. Ως τα τριάντα τους οι νέοι συμμετείχαν κάθε χρόνο υποχρεωτικά χορεύοντας στις ετήσιες γιορτές, στον ρυθμό του διονυσιακού αυλού. Στα συμπόσια τους οι Αρκάδες, ποτέ δεν καλούσαν επαγγελματίες τραγουδιστές για να τους διασκεδάσουν. Πάντα εκτελούσαν τους γνώριμους σκοπούς οι ίδιοι.

Γι’ αυτούς ήταν μεγάλη ντροπή να ομολογήσουν πως δεν ξέρουν κάποιο από τα τραγούδια τους και τα άμουσα παιδία τους μπορεί να μην τα έριχναν στον Καιάδα, τα υπέβαλαν όμως σ’ ένα σωρό καθαρτήριες δοκιμασίες. Η σπουδαιότερη κι η πιο ακραία ήταν η λεγόμενη άσκηση της μοναξιάς, ή “κατά μόνας” όπως την αποκαλούσαν, προφέροντας αυτό το “μόνας” με κάποια ειρωνική έμφαση, σαν να ήθελαν να προκαλέσουν εξορκίζοντας τους τούς ανομολόγητους φόβους τους – τους ίδιους αυτούς φόβους που δούλεψαν για να βγει από το μυθολογικό εργαστήριο η τρομερή μορφή του Λυκάω-να, του ιδρυτή της πρώτης πόλης επί γης, που κάθε εννιά χρόνια μεταμορφωνότανε σε λύκο.

Η “κατά μόνας” εμπειρία την οποίαν πολλοί από τους κατοίκους της ενδοχώρας είχαν γευθεί στην τρυφερή ηλικία των έξι ετών, είχε όλα τα χαρακτηριστικά της καθόδου στις πιο ενδόμυχες μονές της φαντασίας, στις περιοχές του νου όπου ο λόγος, έχοντας υπερβεί τα όρια του, αγγίζει τον πρωτογενή βόμβο μιας ύπαρξης αρχαϊκής, αυτής που αμετακίνητη ελλοχεύει και σήμερα ακόμη στο υπέδαφος της ζωής.

Πολύ απλά οι γονείς, υπό τους ήχους των αυλών, οδηγούσαν το παιδί τους σε κάποιο ερημικό σημείο και το εγκατέλειπαν εκεί μέχρι να τραγουδήσει, “ίνα άση”, όπως συνήθιζαν να λένε παροιμειωδώς. Κατά προτίμηση η δοκιμασία ελάμβανε χώρα τις ημέρες του χειμερινού ηλιοστασίου όταν η θερμοκρασία κατεβαίνει κάτω από το μηδέν, οι χιονοπτώσεις είναι καθημερινές και το σκοτάδι της νύχτας υπονομεύει ακόμη και το παγωμένο φως της ημέρας. Δεν ξέρω αν αυτό γινότανε επειδή, στην διάρκεια αυτής της εποχής του χρόνου, το τοπίο της Αρκαδίας θυμίζει την γη των υπερβορείων, τόπο καταγωγής για πολλούς του ξανθού θεού της μουσικής, του Απόλλωνα. Το σίγουρο είναι ότι θεωρούσαν πως κάτι τέτοιες ώρες εκεί πέρα ακουγότανε το μουσικό υπόβαθρο του κόσμου, αυτό που ο κάθε άνθρωπος κουβαλάει στα συστατικά της ψυχής του και μόνον τα πνευστά του Μεγάλου Πανός μπορούν να το αποδώσουν με κάποια σχετική ενάργεια, έστω κατά προσέγγισιν.

Τί ήταν αυτό που οδηγούσε το ανυπότακτο αυτί των νεαρών Αρκάδων στους νόμους της μουσικής; Ήταν ο φόβος, η φυσική δοκιμασία, ή μήπως ο συνδυασμός και των δύο; Πάντως έλεγαν ότι το τραγούδι των “δοκιμασμένων” μπορούσες μετά να το ξεχωρίσεις από μακριά, ακόμη και στις μεγάλες χορωδίες των ετήσιων τελετών. Κουβαλούσε στους φθόγγους του τα χρώματα απ’ το σκοτάδι της μεγάλης νύχτας που το γέννησε, αυτό το μερίδιο της σιωπής που χρειάζεται κάθε μουσική για να μπορέσει να διεισδύσει χωρίς παρεκτροπές στα μόρια της ψυχής, και να ανακινήσει τα υλικά της, σαν την ρευστότητα της θάλασσας στο βάθος του ορίζοντα — αυτή η θάλασσα που κυκλοφορεί σαν υπονοούμενο στις πτυχές του τοπίου της Πελοποννήσου ακόμη κι όταν δεν την βλέπεις υπήρξε μιά άλλη έμμονη ιδέα των κατοίκων της ενδοχώρας.

Είναι εξάλλου, μάλλον βέβαιο ότι η “κατά μόνας δοκιμασία θα πρέπει να ήταν αποτελεσματική. Αλλοιώς δεν εξηγείται πώς διατηρήθηκε ακόμη και σε εποχές που ο χριστιανισμός έχει θριαμβεύσει και αντιμετωπίζεται από πολλούς σύγχρονους ιστορικούς, μαζί με ορισμένες τελετές προς τιμήν της Αρτέμιδος, ως μία από τις τελευταίες εκδηλώσεις του παγανισμού στην Πελοπόννησο.

Σ’ έναν εκχριστιανισμένο σλάβο ψάλτη των Μέσων αιώνων εξάλλου, χρωστάμε και την μόνη γραπτή μαρτυρία για το τί υπήρξε το “μουσικό υπόβαθρο του κόσμου” — διόλου περίεργο αν σκεφτεί κανείς ότι οι Αρκάδες, βοσκοί αιγοπροβάτων και μισθοφόροι πολεμιστές ως επί το πλείστον, ελάχιστα γραπτά μνημεία άφησαν πίσω τους. Αυτός λοιπόν σημειώνει ότι το μουσικό υπόβαθρο του κόσμου είναι ο συντεταγμένος συνδυασμός του συρίγματος της απολύτου σιωπής, του αισθήματος της ερημιάς και των δρόμων πού ακολουθεί ο νους όταν βρεθεί αντιμέτωπος με το θέαμα του έναστρου ουρανού. Γι’ αυτόν όλα αυτά τα στοιχεία δεν αντανακλούν παρά την μια αδιαίρετο και μοναδική θεότητα, αυτήν πού δεν μπορούσαν να ακούσουν οι Αρκάδες πίσω από τους φθόγγους της μουσικής τους, γιατί κανείς δεν τους είχε αποκαλύψει την ύπαρξη της. Στα λόγια του, είν’ η αλήθεια, διακρίνεται η ειρωνεία του χριστιανού απέναντι στην παγανιστική αφέλεια, μαζί με τον σεβασμό όμως του μουσικού που υποκλίνεται μπροστά στην προϊστορία της τέχνης του.

Βέβαια, δεν είμαι καθόλου σίγουρος ότι ακόμη κι αν είχε αναπτυχθεί κάτι σαν αρκαδική λογοτεχνία – κάτι μάλλον αδιανόητο για ανθρώπους που προτιμούσαν να τραγουδούν αντί να μιλάνε — τα πράγματα θα ήταν διαφορετικά. Η μουσική παραμένει πάντα η τέχνη που ανθίσταται περισσότερο στον εγκλωβισμό της σε λέξεις και στους γραμματικοσυντακτι-κούς κανόνες τους, ίσως γιατί οι νόμοι της έχουν να κάνουν με τον χρόνο και τις σιωπές, τα ίδια τα υλικά πού χρησιμοποιεί και η τέχνη της αφήγησης. Έναν πίνακα μπορείς να τον περιγράψεις, ένα μουσικό κομμάτι όμως είναι αδύνατον να το αφηγηθείς, εκτός κι αν καταφύγεις σ’ εκείνες τις μεταφορές πού παλεύουν να μπαλώσουν σαν κέρινα ομοιώματα το κενό της αμηχανίας. Δεν είναι τυχαίο που ο Σωκράτης ενώ με τόση ευφράδεια στέκεται μπροστά σε έννοιες όπως η ελευθερία και το δίκαιο, αφήνει την μουσική για το τέλος, διατυπώνοντας εκείνο το “μουσικήν ποίει και εργάζου” λίγες μόνον στιγμές πριν απ’ τον θάνατο του, σαν να μην θέλει να αφήσει χρόνο στους μαθητές του για να του ζητήσουν εξηγήσεις.

Για το τέλος μένει η απορία: ποιά να είναι άραγε αυτή η “αληθώς μουσική” στην οποίαν αναφέρεται ο Πολύβιος; Ελάχιστα πεισμένος από τις προσπάθειες αποκαταστάσεως της αρχαίας ελληνικής μουσικής πού μπορούν να ικανοποιήσουν μόνον ορισμένους συλλέκτες ιστοριοδίφες, αρκούμαι στην νοσταλγία αυτών των ρυθμικών φθόγγων που χάθηκαν μαζί με τους ανθρώπους τους, όχι γιατί μπορώ να τους φαντασθώ — ελάχιστα μελωδικούς, μονότονους και σκληρούς κατά προτίμησιν — αλλά γιατί μπορώ να σκεφθώ την ύπαρξή τους.

Τί άλλο μπορεί να επιδιώξει μια μουσική που θέλει να είναι αληθινή, εκτός απ’ το να συμφιλιώσει τους ανθρώπους της με τον κόσμο τους; Κι αν κάτι με γοητεύει σε όλη αυτήν την ιστορία είναι η εικόνα αυτών των λιγομίλητων ανθρώπων που με τα σώματα ελαφρώς σκυφτά, αν και γεροδεμένα, με τα πρόσωπα σκαμμένα από τον ήλιο, αρχίζουν να τραγουδάνε ή να ξεφυσάνε με μανία τα πρωτόλεια όργανα τους, όχι για να προσθέσουν στην ζωή τους κάποια πολυτέλεια, αλλά για να αντιμετωπίσουν τον ίδιο τους τον εαυτό, το μερίδιο της αγριότητας που κουβαλούσαν μέσα τους.

Η μουσική ήταν το ένδυμα της ορφανής συνείδησης τους.

(Από το ένθετο του δίσκου “Ημερολόγιο” του Νίκου Ξυδάκη, LYRA)
ΜΙΚΡΟΣ ΑΠΟΠΛΟΥΣ

, , , , , , ,

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *