του Κώστα Γρίβα,
Αποτελεί αναντίρρητο γεγονός ότι έχουμε εισέλθει σε μια περίοδο όπου το ενδεχόμενο πολεμικής αναμέτρησης με την Τουρκία βρίσκεται πιο κοντά από οποιαδήποτε άλλη στιγμή από το 1974 έως σήμερα. Και ένας από τους λόγους που φθάσαμε σε αυτό το σημείο είναι το ότι η ελληνική πλευρά περιφρόνησε τη στρατιωτική αποτροπή και εγκλωβίστηκε σε μια φαντασίωση αναφορικά με τον πυροσβεστικό ρόλο κάποιων (υποτιθέμενα) ισχυρών διεθνών παραγόντων.
Μια παράλληλη, συνδεδεμένη με την πρώτη φαντασίωση, είναι η “διπλωματική απομόνωση” της Άγκυρας, η οποία σερβίρεται από έναν πανίσχυρο επικοινωνιακό μηχανισμό στην αγωνιούσα ελληνική κοινή γνώμη, έτσι ώστε να καλυφθεί το γεγονός ότι η Τουρκία έχει συντρίψει τις μέχρι τώρα ελληνικές “κόκκινες γραμμές” και έχει την απόλυτη πρωτοβουλία των κινήσεων, αποδομώντας κομμάτι κομμάτι την ελληνική εθνική κυριαρχία. Και είναι δεδομένο ότι όταν η αντίπαλη πλευρά έχει την πολυτέλεια να αποφασίζει αυτή για τον χρόνο, τον τόπο και το είδος της πίεσης που θα ασκήσει, τότε έχει ένα τεράστιο πλεονέκτημα.
Όπως επίσης, είναι περίπου αναπόφευκτο πως αν η αμυνόμενη πλευρά βγάλει αυτοβούλως από την εξίσωση της αντιπαράθεσης την επιλογή της στρατιωτικής αποτροπής (deterrence), τότε ωθεί τον επιτιθέμενο να υιοθετήσει ολοένα και περισσότερο απειλές πολεμικής δράσης, ενταγμένες σε πολιτικές εξαναγκασμού (coercion), ώστε να προωθήσει τις θέσεις του. Με άλλα λόγια, η εδρασμένη στην στρατιωτική ισχύ αποτροπή αποτελεί τον συνθετικό διαλεκτικό πόλο με τον εξαναγκασμό, με τον οποίον διαμορφώνουν ένα ενιαίο γεωστρατηγικό μέγεθος.
Δηλαδή, μειωμένη αποτροπή οδηγεί σε γιγάντωση του εξαναγκασμού. Τόσο απλά.
Και αυτό ακριβώς συμβαίνει σήμερα στο ελληνοτουρκικό σύστημα. Καθίσταται, λοιπόν, επιτακτική ανάγκη να αναδημιουργήσουμε μια άμεση αποτρεπτική πρόταση και να ανακτήσουμε την πρωτοβουλία των κινήσεων έτσι ώστε να έχουμε κάποια πιθανότητα να φρενάρουμε την Τουρκία, χωρίς να συρθούμε σε πολεμική αναμέτρηση στον χώρο, τον χρόνο και υπό τους όρους που θα επιλέξει η Άγκυρα.
Το θερμό επεισόδιο delenda est
Και το χειρότερο που θα μπορούσαμε να κάνουμε είναι να εγκλωβιστούμε σε μια λογική “θερμού επεισοδίου”. Δηλαδή, να περάσουμε το μήνυμα ότι αν αναγκαστούμε να καταφύγουμε στα όπλα, θα το κάνουμε με όσο το δυνατόν πιο “μετριοπαθή”, “ήπιο” και “λελογισμένο” τρόπο, περιοριζόμενοι στο ελάχιστο δυνατόν. Κάτι τέτοιο θα ήταν απλά εγκληματικό.
Αν η Τουρκία λάβει αυτό το μήνυμα τότε θα έχει αποκτήσει τον απόλυτο έλεγχο της αντιπαράθεσης, επιλέγοντας αυτή πότε, πόσο και που να κλιμακώσει και θα μετατρέψει την Ελλάδα σε μαριονέτα της. Και τότε, πράγματι, θα έλθει η σύγκρουση, γιατί η Τουρκία θα έχει προσκληθεί ουσιαστικά σε αυτήν την επιλογή. Άρα, η λέξη “θερμό επεισόδιο” θα πρέπει να καταργηθεί από το ελληνικό λεξιλόγιο, αν θέλουμε να έχουμε κάποια ελπίδα να προτάξουμε μια κάπως πειστική αποτρεπτική πρόταση και να αποφύγουμε την σύγκρουση.
Το “θερμό επεισόδιο” εξυπηρετεί την Τουρκία. Αυτό που φοβάται είναι ο πόλεμος.
Όπως έχει τονίσει πολλάκις ο καθηγητής Παναγιώτης Ήφαιστος, που έχει εισαγάγει στην Ελλάδα τις σπουδές αποτροπής, ένα κρίσιμο στοιχείο της αποτροπής είναι ο έλεγχος της κλιμάκωσης της σύγκρουσης (escalation ladder). Και βασικό στοιχείο για να επιτευχθεί αυτός ο στόχος είναι η σχετική ικανότητα επιτάχυνσης της κλιμάκωσης. Πόσο γρήγορα δηλαδή, σε σχέση με τον αντίπαλο, μπορείς (και θες) να ανέλθεις από το ένα σημείο της αντιπαράθεσης στο άλλο. Δηλαδή, δεν είναι μόνο θέμα ικανοτήτων αλλά και προθέσεων.
Υπερ-επιτάχυνση αντιπαράθεσης
Και φυσικά, το σημαντικότερο όλων, είναι ότι δεν θα πρέπει να υπάρχει κάποιος κόφτης ή κάποια οροφή στην κλιμάκωση. Έλεγχος της κλιμάκωσης σημαίνει ότι είσαι πρόθυμος να φθάσεις στην πολεμική αναμέτρηση μεγάλης κλίμακας από τη στιγμή που θα ανάψει η πρώτη σπίθα, αν έτσι το επιλέξεις.
Εν κατακλείδι, κρίσιμης σημασίας για τη δημιουργία μιας “δεύτερης γραμμής” αποτροπής από τη χώρα μας, μετά την αναπάντητη παραβίαση των πρώτων “κόκκινων γραμμών”, είναι να προτάξει μια πειστική πρόταση ότι είναι έτοιμη αν προκληθεί να εφαρμόσει μια “υπερ–επιτάχυνση” (super acceleration) της αντιπαράθεσης που θα οδηγήσει από την έναρξη κάποιου “θερμού επεισοδίου” σε μεγάλης κλίμακας σύγκρουση, μέσα σε πάρα πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, υπερφαλαγγίζοντας τον αντίπαλο στη διάσταση του χρόνου, τοποθετώντας τον σε θέση αντίδρασης στις δικές μας πρωτοβουλίες και κάνοντας τον να χάσει τον έλεγχο της κατάστασης.
Είναι δεδομένο ότι τα παραπάνω θα συναντήσουν τον χλευασμό του πολυσύνθετου ηττοπαθούς εσμού που αποτελεί το μακρύ χέρι της Άγκυρας μέσα στην Ελλάδα, αλλά κάποια στιγμή, εδώ που φθάσαμε, θα πρέπει να αρχίσουμε να μελετούμε ρεαλιστικά τη θεωρία και την πρακτική της αποτροπής, μέσα στις ιδιαίτερες συνθήκες της ελληνοτουρκικής αντιπαράθεσης, αν θέλουμε να διατηρούμε μια στοιχειώδη επαφή με την πραγματικότητα. Αλλιώς, το μέλλον θα γίνει πολύ πιο ζοφερό από το ήδη ζοφερό παρόν.