Γράφει ο Χρήστος Γιανναράς
Εναν απειλητικό, αδίστακτο αντίπαλο δεν τον υποτιμάς. Τον σπουδάζεις και τον αξιολογείς νηφάλια.
Ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν είναι μάλλον ο μοναδικός ηγέτης σύγχρονου κράτους που αρνείται το δόγμα «η οικονομία κινεί την Ιστορία». Αρνείται σαν μοναδικό κίνητρο προόδου των ανθρώπων το οικονομικό όφελος, το κέρδος. Ταυτόχρονα όμως καταφάσκει έμπρακτα τον πλανητικά κυρίαρχο σήμερα Ιστορικό Υλισμό, την κατ’ ευφημισμόν «ελευθερία των αγορών». Είναι το επίκαιρο όπλο, όχι ο στόχος του.
Ανύψωσε εντυπωσιακά το βιοτικό επίπεδο του λαού του, εκσυγχρόνισε την τεχνική υποδομή της χώρας του, γέμισε την Τουρκία πανεπιστήμια, την εξοικείωσε με την υψηλή τεχνολογία. Ομως, την ίδια ώρα, επιδείχνει με έμφαση και καμάρι, την πίστη και αφοσίωσή του στην πατρογονική του θρησκεία. Αδιαφορεί παγερά για τη ραγδαία «πτώση» αξίας της τουρκικής λίρας στις διεθνείς αγορές. Θέλει να δείχνει ότι πιστεύει (δηλαδή εμπιστεύεται) κάτι διαφορετικό από τη διεθνώς κυρίαρχη ταύτιση της ευτυχίας με την ευπορία, την καταναλωτική ευχέρεια.
Στη διάρκεια μιας γενιάς, άλλαξε ριζικά την όψη της τουρκικής κοινωνίας: Αντιπάλεψε, με απίστευτο σθένος, τον άλλοτε παντοδύναμο στη χώρα του κεμαλισμό – τη μίμηση του νεωτερικού στη Δύση μηδενισμού. Το αντίστοιχο στην Ελλάδα θα ήταν, ένας περιθωριακός, μοναχικός πολιτευόμενος να νικούσε κατά κράτος, μέσα σε μια γενιά, τον κοραϊσμό (ιδεολογικό, γλωσσικό, πολιτικό).
Το κρίσιμο δεδομένο είναι ότι, η ανατρεπτική επιλογή του Ερντογάν, ο μουσουλμανισμός, συνιστά μια θρησκεία χωρίς μεταφυσική. Δεν ενδιαφέρεται να φωτίσει «νόημα» της ύπαρξης, αιτία και σκοπό του κόσμου και της Ιστορίας. Ενδιαφέρεται μόνο για το επίπεδο της συμπεριφοράς, για την ωφελιμότητα του «καλού», με κάποιες παιδαριώδεις επαγγελίες αμοιβών «μετά θάνατον», χωρίς καμία υπαρκτική διαύγαση του αινίγματος.
Θα τολμούσε κανείς τον παραλληλισμό (ενδεικτικά, όχι με αξιώσεις ιστορικής πιστοποίησης) ότι ο μουσουλμανισμός έπαιξε στην Ανατολή τον ρόλο που ανέλαβε αργότερα στη Δύση ο προτεσταντισμός: Και στις δυο περιπτώσεις οι ελληνικής παιδείας πληθυσμοί, σε Ανατολή και Δύση, είχαν εκχριστιανιστεί ζητώντας στον «τρόπο» (γεγονός) της Εκκλησίας να γνωρίσουν και οικειωθούν την υπαρκτική ελευθερία από κάθε προκαθορισμό και αναγκαιότητα. Να ψηλαφήσουν τον ορισμό «ο Θεός αγάπη εστί» (όχι: ο Θεός έχει αγάπη). Τους Χριστιανούς ενδιαφέρει η ελευθερία της ακατάλυτης ύπαρξης, όχι η «πρέπουσα» συμπεριφορά μέσα στα όρια της θνητότητας.
Αλλά σε κάθε κοινωνία υπάρχουν οπωσδήποτε και οι πουριτανοί. Ενδιαφέρονται να δικαιωθούν με μετρητή αμοιβή – να ανταμειφθεί, εδώ και τώρα, το εγώ τους. Γι’ αυτό και έχουν ανάγκη από Νόμους, εντολές, κανονιστικές διατάξεις, για να τις τηρούν με συνέπεια και να κερδίζουν πόντους, μεταθανάτιας αμοιβής. Τηρουμένων λοιπόν των αναλογιών, ο Ερντογάν σήμερα φιλοδοξεί να παίξει από την Ανατολή τον ρόλο που έπαιξαν ο Λούθηρος και ο Καλβίνος κάποτε στη Δύση. Και στις δυο περιπτώσεις ενδιαφέρει όχι το «νόημα» της ύπαρξης, η ψηλάφηση απάντησης στο αίνιγμα του θανάτου, αλλά οι ατομικές πεποιθήσεις, που θωρακίζουν με βεβαιότητες το εγώ και επιβάλλονται χάρη στην εξουσία.
Αν σήμερα στον πλανήτη κυριαρχεί, κατά προτεραιότητα, το Κοράνι σαν συντρόφι του προτεσταντικού πουριτανισμού και του ειδωλοποιημένου ρωμαιοκαθολικού νομικισμού, τότε, σίγουρα, ο Ερντογάν έχει οπωσδήποτε στο δικό του στρατόπεδο τον ΟΗΕ, το ΝΑΤΟ, τα διεθνή δικαστήρια, τον γερμανικό Εθνικισμό της Deutsche Bank. Για έναν και μόνο λόγο: Δεν υπάρχει πια κοινή εμπειρία του πεδίου των σχέσεων, ασφυκτικά κυρίαρχες είναι η λογική της συναλλαγής και η αντιμαχία των εντυπώσεων – ποιος θα κερδίσει, σε κάθε πεδίο, τη μάχη της εφήμερης υποβολής.
Να εικονογραφήσω το εξ αντιθέτου: Αν υπήρχαν στο πηδάλιο της Ε.Ε. άνθρωποι ικανοί να ξεχωρίσουν και αξιολογήσουν ποιότητες (όπως οι πρώτοι οραματιστές της ευρωπαϊκής συνεργασίας), όχι τηλεκινούμενα πιόνια του αγοραίου «ευρωπολτού», τότε η «ενωμένη Ευρώπη» θα επέστρεφε αυτονόητα στο πεδίο των σχέσεων τολμώντας ρήξη με τη λογική της συναλλαγής και τις αντιμαχίες των εντυπώσεων.
Κοντολογίς, δεν χρειαζόμαστε ευχολόγιο ούτε ανεδαφικές ντιρεχτίβες. Κάθε ρεαλιστής φιλευρωπαίος ξέρει ότι υπάρχει δίλημμα, όχι ψευδοπόλωση: Διαλέγουμε βιτρίνα ατομοκεντρισμού «δικαιωμάτων», μαζί με την απολυταρχία των Αγορών. Ψευδαισθήσεις λαϊκής ετυμηγορίας και σύμφυτη (δεν χωρίζεται) μεθοδική εξηλιθίωση των μαζών από τον φορμαλισμό των «εντυπώσεων». Πουριτανισμό ηδονικής εγωλαγνείας ανυποψίαστον για τη δυνατότητα κοινωνούμενης ελευθερίας – «πόλεως», «κοινότητας», «εκκλησίας».
Κίνημα απελευθέρωσης από τις ψευδοπολώσεις, αν ποτέ εμφανιστεί, δεν θα έχει το παραμικρό κοινό γνώρισμα με τις εικόνες – παραστάσεις του 20ού αιώνα. Ούτε συλλόγους με γραφεία και σφραγίδες ούτε ντουντούκες και αναμηρυκασμό κραυγών. Κινήματα πραγματικής αλλαγής, αν εμφανιστούν, θα απαιτούν το ριζικά καινούργιο στην εκπαίδευση (νηπιαγωγείο, δημοτικό, γυμνάσιο), το ριζικά καινούργιο στην πολιτική (μικρές, αυτοδιαχειριζόμενες κοινότητες), το πέρασμα από τα θρησκευτικά, ωφελιμιστικά ιδεολογήματα στην απόλυτη προτεραιότητα της χαράς του κοινωνείν.
Μεγαλόστομες ουτοπίες; Οχι, μόνο απλή μετάβαση από την ουτοπία των απεριόριστων δυνατοτήτων της κατασκευής, στον ρεαλισμό της σποράς.