Γράφει ο ιστορικός Παναγιώτης Γέροντας
Παρά την ηρωική αντίσταση πολλών ελληνικών στρατιωτικών σχηματισμών, έγινε γρήγορα αντιληπτό ότι η γερμανική επίθεση δεν μπορούσε να αναχαιτιστεί. Οι δυσμενείς πολιτικές και στρατιωτικές εξελίξεις ήδη από τις αρχές Απριλίου είχαν πείσει τον Αρχηγό Γ.Ε.Ν., υποναύαρχο Σακελλαρίου για την ανάγκη μεταφοράς του Στόλου προς Νότο. Mε γραπτή του διαταγή (υπ’ αριθμ. 122/3293), καλούσε τον Αρχηγό του Ναυστάθμου υποναύαρχο Δελαγραμμάτικα να φορτώσει σε μερικά εμπορικά πλοία διάφορα πυρομαχικά και ειδικά υλικά των αντιτορπιλικών και των υποβρυχίων για να μεταφερθούν προς την Σούδα. Για την εργασία, είχαν διατεθεί το επίτακτο Ζάκυνθος για τα υλικά των αντιτορπιλικών, το επίτακτο Ἑλένη μαζί με το πλωτό συνεργείο Ἥφαιστος για τα των υποβρυχίων. Επίσης τα επιβατηγά Σοφία και Ἀλμπέρτα αφού φόρτωσαν πυρομαχικά στην Ελευσίνα, απέπλευσαν συνοδεία αντιτορπιλικών το βράδυ της 9ης Απριλίου και το πρωί της επόμενης μέρας έφθασαν στην Σούδα, όπου άρχισαν αμέσως την εκφόρτωση. Τα πυρομαχικά αυτά λόγω των μεγάλων βομβαρδισμών της Σούδας δεν κατέστη τελικά δυνατό να μεταφερθούν στην Αλεξάνδρεια.
Μετά την κατάληψη της Θεσσαλονίκης, ο υποναύαρχος Σακελλαρίου υπέβαλε υπόμνημα (υπ’ αριθμ. 4083/10 Απριλίου) στον Πρόεδρο της Κυβέρνησης, με το οποίο υπέβαλε προτάσεις περί μετακινήσεως του Στόλου. Όσον αφορά στη νέα Βάση του Στόλου, ο Σακελλαρίου πρότεινε να μεταφερθεί ο Στόλος προς την Αλεξάνδρεια και να μην επιχειρηθεί να αναζητηθεί αυτή σε όρμους που ευρίσκονταν σε ελληνικό έδαφος. Ως προς τη σύνθεση του Στόλου, πρότεινε να μεταφερθούν μόνο όσα πλοία είχαν μαχητική αξία, δηλαδή τα 10 αντιτορπιλικά, τα 5 υποβρύχια, το συνεργείο Ἥφαιστος, 8 βοηθητικά του Στόλου και 9 επίτακτα. Όσο αφορά τα εναπομείναντα ελληνικά πλοία, μεταξύ αυτών και το Γ. Ἀβέρωφ πρότεινε να ερωτηθεί η βρετανική κυβέρνηση αν μπορούν να διατεθούν πουθενά αλλιώς να βυθιστούν. Ως προς τα εφόδια του Στόλου πρότεινε να μεταφερθούν στην Αλεξάνδρεια τα πυρομαχικά των πλοίων, καθώς, όσο αυτό ήταν δυνατό, και τα σπανίζοντα υλικά μηχανών και ναυπηγίας. Όσον αφορά στο προσωπικό, ο Αρχηγός Γ.Ε.Ν. πρότεινε να μεταφερθούν μόνο οι ικανοί και οι απαραίτητοι για τις πολεμικές ανάγκες του Στόλου. Αποκλείονταν οι υπηρετούντες στις υπηρεσίες ξηράς, ακόμα και αυτοί του Ναυστάθμου και του Γ.Ε.Ν. . Από αυτό δεν εξαιρούσε ούτε τον εαυτό του, καθώς υποστήριζε ότι ο οποιοσδήποτε Αρχηγός Στόλου θα μπορούσε να ανταποκριθεί στα καθήκοντα του ναυτικού συμβούλου της Κυβερνήσεως. Για τα οχυρά και τις μονάδες του αντιαεροπορικού πυροβολικού πρότεινε να καταστραφούν με ανατίναξη την τελευταία στίγμη, όπως και το εν αποθέσει υλικό. Ζήτησε τέλος, να μη καταστραφούν τα μη πολεμικής φύσης κτήρια και εγκαταστάσεις, ούτε καν τα αρχεία εκτός από τα απόρρητα που αφορούσαν διεθνείς σχέσεις και μυστικές πληροφορίες από το 1937.
Κατόπιν τούτου, συνεκλήθη το Ανώτατο Ναυτικό Συμβούλιο υπό τον πρωθυπουργό. Με το υπ’ αριθμ. 2/1941 πρακτικό του, δήλωσε ότι συμφωνεί με τις απόψεις του Σακελλαρίου με τον υφυπουργό ναυτικών, Ι. Παπαβασιλείου, να διατηρεί κάποιες επιφυλάξεις σε ζητήματα προσωπικού χωρίς όμως να διατυπώσει την φύση των επιφυλάξεων αυτών. Στη συνέχεια, εκδόθηκε απόρρητη διαταγή του πρωθυπουργού (υπ. Αριθμ, 927/11 Απριλίου), με την οποία διατάζονταν τα 10 αντιτορπιλικά και τα 5 υποβρύχια να είναι έτοιμα να αποπλεύσουν με την πρώτη διαταγή με προορισμό ο οποίος θα οριζόταν στην συνέχεια. Επρεπε ακόμη να είναι έτοιμα το πλωτό συνεργείο Ἥφαιστος, τα 7 βοηθητικά του Στόλου καθώς και τα 7 επίτακτα. Το Γ. Αβέρωφ και τα 13 τορπιλοβόλα έπρεπε να είναι έτοιμα προς απόπλου με κατεύθυνση την Σούδα, όπως επίσης και οι αεροπορικές μοίρες της Ναυτικής Συνεργασίας. Τα πυρομαχικά των πλοίων και τα σπανίζοντα υλικά των μηχανών και ναυπηγίας να μεταφερθούν στη Σούδα. Επιτελεία και πληρώματα βοηθητικών και επιτάκτων πλοίων να ενισχυθούν, ενώ το υπόλοιπο προσωπικό, το οποίο δεν θα χρειαζόταν πλέον, θα αποστέλλονταν σε άδεια, ενώ θα παρέμενε ένας μικρός αριθμός υπηρετούντων πολιτικών υπαλλήλων για την φύλαξη κτηρίων, εγκαταστάσεων και υλικών. Τα οχυρά και οι αντιαεροπορικές μονάδες να ετοιμαστούν για την αχρήστευση του υλικού τους και των πυρομαχικών τους. Θα καταστρεφόταν και όλο το εν αποθέσει πολεμικό υλικό. Οι εγκαταστάσεις του Ασυρμάτου στον Βοτανικό, τα Συνεργεία του Ναυστάθμου, όλα τα κτήρια, τα μη καθαρώς πολεμικά υλικά, καθώς και τα βιομηχανικής ή επιστημονικής χρήσεως μηχανήματα να διατηρηθούν ανέπαφα. Ανέπαφα επίσης θα παρέμεναν έγγραφα και αρχεία εκτός από κώδικες, μυστικά έγγραφα και άλλα αφορώντα διεθνείς σχέσεις από το 1937 και μετά. Όσα πλοία από τα διατασσόμενα αδυνατήσουν να πλεύσουν, να αχρηστευθούν αποτελεσματικά. Ο Αρχηγός του Γ.Ε.Ν. να παραμείνει ως ναυτικός σύμβουλος της Κυβέρνησης.
Ως πρώτη ενέργεια που πρέπει να αναφερθεί, ήταν η ανατίναξη των πυροβόλων και πυρομαχικών του οχυρού του Μεγάλου Εμβόλου στο στόμιο του Θερμαϊκού μετά την κατάληψη της Θεσσαλονίκης. Ο πλωτάρχης Ι. Τούμπας με τους αξιωματικούς και το πλήρωμα του οχυρού μαζί με όσο υλικό ήταν δυνατό να μεταφερθεί, μεταφέρθηκαν με πλοιάρια και μηχανότρατες στην Χαλκίδα και από εκεί σιδηροδρομικώς προς την Αθήνα. Ο πλωτάρχης Τούμπας κατόρθωσε να διατηρήσει την τάξη, ενώ το προσωπικό επέδειξε επαινετή διαγωγή, όταν το αίσθημα της διαλύσεως στη Χώρα μεγάλωνε και άρχισαν να παρουσιάζονται κρούσματα λιποψυχίας.
Συγκεκριμένα στο αντιτορπιλικό Ἀετός, στις 16-17 Απριλίου, ο κυβερνήτης, ο ύπαρχος και ο πρώτος μηχανικός εγκατέλειψαν το πλοίο και αυτούς μιμήθηκαν σχεδόν όλοι οι υπαξιωματικοί. Αυτό είχε ως συνέπεια να θεωρήσει το πλήρωμα ότι είχε εγκαταληφθεί από όλους. Το πλοίο δεν άργησε να πέσει στα χέρια κακοποιών στοιχείων με συνέπεια να ακολουθήσουν σκηνές ανταρσίας, διαρπαγή δημοσίου χρήματος μέχρι και δολιοφθορά στα πυροβόλα. Παράλληλα, ο πλωτάρχης Τούμπας επισκέφθηκε το γραφείο του υποναυάρχου Σακελλαρίου για να αναφέρει ότι η διάλυση του οχυρού Μεγάλου Εμβόλου ολοκληρώθηκε επιτυχώς. Αμέσως, διατάχθηκε από τον Αρχηγό Γ.Ε.Ν. να παραλάβει τον σημαιοφόρο Γρηγορόπουλο και να επιβεί στο Ἀετός, με σκοπό να επιβάλει την τάξη.
Η άφιξη του νέου κυβερνήτη όμως ερέθισε το πλήρωμα, ενώ και η επίσκεψη του Αρχηγού Στόλου δεν είχε κανένα αποτέλεσμα. Παρόλα αυτά, ο πλωτάρχης Τούμπας κατάφερε τελικά να επιβάλει την τάξη και να απομακρύνει από το πλοίο τα ταραχοποιά στοιχεία. Παράλληλα, ο Αρχηγός Γ.Ε.Ν. διέταξε την συμπλήρωση του προσωπικού του πλοίου. Μέχρι την 20η Απριλίου το πλοίο ήταν έτοιμο για ανάληψη αποστολής. Ο προηγούμενος κυβερνήτης που εγκατέλειψε την θέση του συνελήφθη. Εκτός του Ἀετός και ο κυβερνήτης του Σπέτσαι εγκατέλειψε την θέση του χωρίς όμως να ταραχθεί το ηθικό του προσωπικού του πλοίου. Και αυτός συνελήφθη.
Και στα υποβρύχια η κατάσταση δεν ήταν καλή. Το πρωί της 17ης Απριλίου, επισκέφθηκε την Βάση Υποβρυχίων ο Αρχηγός Στόλου, υποναύαρχος Ε. Καββαδίας για να τους τονίσει την ανάγκη μεταφοράς του Στόλου στην Αλεξάνδρεια. Μετά την αποχώρηση του Αρχηγού Στόλου, οι κυβερνήτες των υποβρυχίων συνεφώνησαν να μην ακολουθήσουν τον πλουν προς την Αλεξάνδρεια. Σημειώθηκαν μάλιστα και βίαιες σκηνές, όταν κάποιοι από αυτούς απείλησαν ότι θα βυθίσουν τα πλοία. Τότε, παρενέβη ο αντιπλοίαρχος Σπανίδης προκαλώντας όποιον ήθελε να προσπαθήσει να τα βυθίσει. Χαρακτηριστική είναι η περιγραφή της κατάστασης από τον υποναύαρχο Σακελλαρίου [Σακελλαρίου, Α. (1945). Ἡ Θέσις τῆς Ἑλλάδος εἰς τὸν Δεύτερον Παγκόσμιον Πόλεμον. Εκδ. Δημητράκος: Ἀθῆναι.
σελ. 177-78]:
“Καθυστερηθείσης τῆς ἀναχωρήσεως τῆς Κυβερνήσεως καὶ κατόπιν τῶν ἐπὶ τοῦ Ἀετοῦ, Σπετσῶν καὶ ὑποβρυχίων σκηνῶν, ἐδαπάνησα ὅλην μου τὴν ἡμέραν τῆς 18ης Ἀπριλίου μεταφερόμενος ἀπὸ πλοίου εἰς πλοῖον διὰ να τονώσω τοὺς διστάζοντας. Τὴν πρωϊαν ἐπήγα εἰς τὸν ναύσταθμον καὶ καλέσας εἰς τὸ γραφεῖον τοῦ Ἀνωτέρου Διοικητοῦ Ὑποβρυχίων ὅλους τοὺς ἀξιωματικούς, τοὺς ἐτόνισα ὅτι ἔχομεν ἀπόφασὶν να μετακινηθῶμεν ὅλοι πρὸς Νότον, με ὅ,τι ἔχομεν καὶ ὅ,τι μας περισσέψει μέχρι τέλους, πρὸς συνέχισιν τοῦ ἀγῶνος παρὰ τὸ πλευρόν τῶν Συμμάχων μας διὰ να περισώσωμεν τὴν τιμήν τῆς Σημαίας καὶ διὰ ν’ἀποφύγωμεν να δοῦμε τὴν Πατρίδα μας ὡς ἔνα τουριστικό μόνο κέντρο, ὅπως το θέλει ὁ Χίτλερ. Ὅτι ἡ νίκη εἶναι ἀσφαλῶς μαζί μας καὶ ὅτι δεν πρέπει ν’ ἀφήσωμεν να χαθεί καὶ ἡ μοναδική αὐτή εὐκαιρία ἐπανορθώσεως τῶν ἐθνικῶν σφαλμάτων τοῦ παρελθόντος. Μερικοί ἀπὸ τοὺς Κυβερνήτας ἐτόλμησαν ν’ ἀντιτείνουν, προτείνοντες ἐγκατάλειψιν τῶν πλοίων. Τοὺς ἐπέταξα ἔξω ἀπὸ τὸ γραφεῖο σκαιῶς, καὶ παρήγγειλα να τεθοῦν τὰ πληρώματα ἐν ἐπιθεωρήσει. Ἐπήγα καὶ τοὺς εἴπα περίπου αὐτὰ τὰ λόγια: «Σήμερα ἔχω μαύρην τὴν ψυχήν μου. Ἡ ἐκκλησία μας πενθεῖ τὸν Γολγοθά τοῦ Κυρίου, καὶ ἐγὼ τὸν Γολγοθά τῆς Πατρίδος, που φέρεται στην σκλαβιά. Ἡ γιαγιά μου μού ἔλεγε ὅτι μικρό παιδί ἐδώ γύρω ἀπ’ αὐτούς τοὺς βράχους έζησε τὰ ὀχτώ χρόνια τῆς Ἐπανάστασης τοῦ 1821, τρώγοντας λίγο κριθαρένιο ψωμί ἀλεσμένο στο χειρόμυλο, γιατί ὅλοι οἱ δικοί της πολεμοῦσαν για να ἐλευθερώσουν τὸ γένος. Ἐμεῖς πολεμοῦμε με μεγάλους Συμμάχους κι αὐτοί πολεμοῦσαν μόνοι. Δεν μας ἔμεινε μέσα μας μια στάλα αἶμα ἀπὸ τοῦ Κανάρη, τοῦ Μιαούλη, τοῦ Κολοκοτρώνη, τοῦ Καραϊσκάκη;» Πιάνοντας μια κολλαρίνα ἑνός ναύτη ἐτόνισα: «Ἡ κολλαρίνα αὐτή τρίβεται καὶ λιώνει, ἀλλά δεν λερώνεται.» Πιάνοντας δὲ τὸ κολλάρο μου: «Ἐτοῦτο βρωμίζει καμμιά φορά […] καὶ ἐγὼ ἔχω γυναίκα καὶ παιδί. Ὁ Θεός ἀς φροντίσει για αὐτές. Ἄν κανείς σας νομίζει ὅτι δεν του βαστά ή δεν τὸν ἀφήνει ἡ σκέψη τῆς οἰκογένειὰς του να φύγει, ἀς κάνει ἕνα βῆμα ἐμπρός. Εἶναι ἐλεύθερος να πάει που θέλει. Ὅλοι οἱ ἄλλοι να ἐτοιμάσατε ἀμέσως τὰ καράβια σας να φύγετε για τὴν Ἀλεξάνδρεια.» Κανείς δεν ἐκινήθη ἀπὸ τὴ θέσι του να φύγει. Εἰς τὴν σκηνή παρίσταντο καὶ μερικοί νέοι ἀξιωματικοί τῶν Ὑποβρυχίων με ἐπικεφαλῆς τὸν ἠρωϊκό Ὑποπλοίαρχο Μέρλιν, οἱ ὁποῖοι ὠρύοντο ἐξ ἐνθουσιασμοῦ. Ἐκ παραλλήλου, ὄμως, ἐνέκλεισα εἰς τὰ φυλακάς δὺο ἀνωτέρους ἀξιωματικούς, οἱ ὁποῖοι δεν ἔδειξαν σημεῖα μετάνοιας, καὶ διὰ μερικούς ἄλλους που ἀντελήφθην ὅτι ἤρχισαν να συνέρχωνται παρεκάλεσα τὸν Ἀρχηγό τοῦ Ναυστάθμου να τοὺς φρονηματίσει. Τὴν ἑπομένην που ἐπληροφορήθησαν τὰ σκληρά μέτρα που ἔλαβα κατὰ τῶν δειλῶν, ὅλοι έσπευσαν να συνδράμουν τὴν πρὸς Νότον μετακίνησιν τὼν πλοίων”.
Μέχρι τις 27 Απριλίου όλες οι μάχιμες ελληνικές ναυτικές δυνάμεις πλην της Σφενδόνης κατέφθασαν στην Αλεξάνδρεια. Συγκεκριμένα τα υποβρύχια Γλαῦκος και Κατσώνης, το πλωτό συνεργείο Ἥφαιστος, το θωρηκτό Γ. Ἀβέρωφ, τα αντιτορπιλικά Κουντουριώτης, Ἀσπίς και Νίκη κατέπλευσαν την 22α Απριλίου μαζί στην Αλεξάνδρεια. Το αντιτορπιλικό Βασίλισσα Ὄλγα κατέπλευσε μόνο του στην Αλεξάνδρεια στις 25/4. Τα αντιτορπιλικά Σπέτσαι και Ἀετός κατέπλευσαν μαζί στην Αλεξάνδρεια στις 23/4, όπου επίσης κατέπλευσαν και τα αντιτορπιλικά Πάνθηρ και Ἱέραξ την επομένη (24 Απριλίου). Το υποβρύχιο Παπανικολής κατέφθασε στην Αλεξάνδρεια στις 27 Απριλίου, ενώ τα υποβρύχια Τρίτων και Νηρεύς απέπλευσαν από την Ελλάδα στις 18 Απριλίου και κατέπλευσαν στην Αλεξάνδρεια. Στις 12 Μαΐου, κατέφθασε στην Αλεξάνδρεια και το αντιτορπιλικό Σφενδόνη, αφού παρελήφθη από τον πλωτάρχη Φοίφα, ο οποίος κατάφερε να καταστείλει την μικρή στάση που είχε επιπέσει στο πλοίο.
Ηρωική όμως ήταν η έξοδος του θωρηκτού Γ. Ἀβέρωφ, της ιστορικής ναυαρχίδας του Ελληνικού Στόλου. Ήταν ένα πλοίο που η ηγεσία το είχε καταδικάσει σε βύθιση καθώς δεν το θεωρούσε μάχιμο. Πράγματι, το Γ. Ἀβέρωφ δεν είχε καμία σχέση με το πλοίο των Βαλκανικών Πολέμων. Ήταν ένα πλοίο παλαιό και κακοσυντηρημένο, του οποίου ο πλους προς την Αλεξάνδρεια κρινόταν ως καθαρή αυτοκτονία: ο μεγάλος όγκος του και η μικρή ταχύτητά του θα ήταν μία πρώτης τάξης ευκαιρία για πρακτική εξάσκηση από την εχθρική αεροπορία. Όμως, οι αξιωματικοί και τα πληρώματα του πλοίου είχαν επίγνωση του ιστορικού φορτίου, αποφάσισαν να ρισκάρουν και πέτυχαν. Το θωρηκτό Γ. Ἀβέρωφ κατέφθασε σώο στην Αλεξάνδρεια. Είναι σημαντικό να εκτεθούν τα γεγονότα αυτά σε αδρές γραμμές.
Μετά την αποβίβαση του Αρχηγού Στόλου και του Αρχιεπιστολέα και κυβερνήτη του πλοίου πλοιάρχου Ζαρόκωστα, καθώς και την τοποθέτηση ως νέου κυβερνήτη του πλοιάρχου Βλαχόπουλου στις 16 Απριλίου, το κλίμα μεταξύ του πληρώματος δεν ήταν καλό. Όταν στις 17 Απριλίου ανακοινώθηκε στο πλήρωμα από τον ύπαρχο αντιπλοίαρχο Παπαβασιλείου η απόφαση του Γ.Ε.Ν. να βυθιστεί «τιμητικά» το πλοίο στην Ψυττάλεια, εκδηλώθηκε δυσαρέσκεια στο πλήρωμα και μετά την αποβίβαση του Παπαβασιλείου, ο αρχαιότερος αξιωματικός πλωτάρχης Παναγιώτης Δαμηλάτης αποφάσισε τον απόπλου του πλοίου. Σημαντικό ρόλο έπαιξαν και η υποκίνηση του πληρώματος από τον σημαιοφόρο Ηλιομαρκάκη και τον αρχιμανδρίτη του Στόλου Δ. Παπανικολόπουλο.
Το πλοίο απέπλευσε από τον Κόλπο Ελευσίνας λίγο μετά τα μεσάνυκτα της 17ης προς 18η Απριλίου. Εμπόδιο στάθηκε το φράγμα της Ψυττάλειας, ο προϊστάμενος του οποίου αρνήθηκε να ανοίξει με το θυρόπλοιο τη θύρα του, αναφέροντας παράλληλα την κατάσταση στο Γ.Ε.Ν. Ο Δαμηλάτης όμως συγκρότησε ομάδα, η οποία έκοψε το φράγμα και άνοιξε δίοδο για το πλοίο. Το Γ. Ἀβέρωφ διήλθε και άρχισε να πλέει προς Νότο, όταν ο κυβερνήτης του πλοίου πλοίαρχος Ιωάννης Βλαχόπουλος επιβαίνοντας σε ταχεία βενζινάκατο το πρόλαβε και ανέλαβε την διακυβέρνησή του. Ο Α/Γ.Ε.Ν. έστειλε το ακόλουθο σήμα στο Γ. Ἀβέρωφ:
“Ὁ Θεός μαζί σας. Συνεννοοῦμαι με συμμάχους διὰ πλοῦν σας”.
Πρέπει να αναλογιστούμε σε ποιά τραγική κατάσταση το Πολεμικό Ναυτικό κατάφερε οργανωμένο να κατέλθει στην Αλεξάνδρεια για την συνέχιση του αγώνα κατά του Άξονα. Την ευφορία της νίκης κατά της Ιταλίας την είχε διαδεχθεί ταχύτατα η απελπισία της αδυναμίας αντιμετώπισης της συντριπτικής γερμανικής υπεροπλίας. Όλη η κοινωνία, άρα και τα στελέχη του Πολεμικού Ναυτικού, βίωναν με τρόπο τραγικό την κατάρρευση του Κράτους. Οι περισσότεροι άφηναν πίσω οικογένειες και συγγενείς που δεν ήξεραν πότε και αν θα τους ξανάβλεπαν. Τέλος, ούτε η νίκη θεωρείτο βέβαιη. Το 1941, η Γερμανία προέλαυνε σε όλη την Ευρώπη. Μόνο η Μ. Βρετανία και η Ρωσία δεν είχαν γνωρίσει την γερμανική κυριαρχία. Όμως τα περισσότερα στελέχη του Πολεμικού Ναυτικού αποφάσισαν να συνεχίσουν τον ευγενή αγώνα υπακούοντας στο “Εἴς οἰωνός ἄριστος, ἀμύνεσθαι περὶ πάτρης”.