Η εισβολή των ΗΠΑ στη χώρα της Καραϊβικής, Γρενάδα, πραγματοποιήθηκε στις 25 Οκτωβρίου 1983 με στόχο την ανατροπή μιας στρατιωτικής κυβέρνησης που είχε αναλάβει την εξουσία με ένα αιματηρό πραξικόπημα λίγες ημέρες νωρίτερα.
Από την ανεξαρτησία μέχρι το πραξικόπημα του Οκτωβρίου 1983
Η Γρενάδα απέκτησε την ανεξαρτησία από το Ηνωμένο Βασίλειο στις 7 Φεβρουαρίου 1974 και η μετάβαση χαρακτηρίστηκε από βία, απεργίες και διαμάχες με επίκεντρο τον Έρικ Γκάιρι, ο οποίος χρίστηκε πρωθυπουργός της χώρας. Η αυταρχική διακυβέρνηση του Γκάιρι χαρακτηριζόταν από εκτεταμένη διαφθορά και η παραστρατιωτική συμμορία του Mongoose διεξήγαγε μια εκστρατεία βίας κατά των πολιτικών του αντιπάλων. Η αντίσταση στον Γκάιρι συνέχισε να αυξάνεται και ένας συνασπισμός που ονομάζεται New Jewel Movement (NJM), μαζί με άλλα κόμματα της αντιπολίτευσης, πέτυχε να μειώσει την κοινοβουλευτική πλειοψηφία του Γκάιρι στις εκλογές του 1976.
Στις 13 Μαρτίου 1979, ενώ ο Γκάιρι βρισκόταν εκτός της χώρας, το NJM οργάνωσε ένα αναίμακτο πραξικόπημα, ανακήρυξε μια Λαϊκή Επαναστατική Κυβέρνηση (PRG) και όρισε τον αρχηγό τους, Μαυρίκιο Μπίσοπ, πρωθυπουργό. Η νέα κυβέρνηση αντιμετωπίστηκε αρνητικά από τις δυτικές χώρες λόγω των σοσιαλιστικών αρχών της και της σημαντικής βοήθειας που είχε αρχίσει να λαμβάνει από την Κούβα, αλλά ξεκίνησε ένα πρόγραμμα για την ανοικοδόμηση της οικονομίας, η οποία είχε αφεθεί σε αταξία από τον Γκάιρι. Τα επόμενα αρκετά χρόνια το καθεστώς του Μπίσοπ εφήρμοσε κοινωνικές και οικονομικές μεταρρυθμίσεις, υπέγραψε συμφωνίες αμοιβαίας βοήθειας με κράτη του σοβιετικού μπλοκ και επιτάχυνε την κατασκευή ενός μεγάλου αεροδιαδρόμου που οι Ηνωμένες Πολιτείες φοβούνταν ότι θα χρησιμοποιούταν τελικά από σοβιετικά αεροσκάφη. Ο Μπίσοπ, από την πλευρά του, υποστήριξε ότι το αεροδρόμιο είναι κρίσιμο για την ανάπτυξη του τουριστικού τομέα της Γρενάδας, καθώς οι τότε εγκαταστάσεις δεν μπορούσαν να φιλοξενήσουν απευθείας πτήσεις από τις ΗΠΑ ή την Ευρώπη. Περίπου 800 κουβανοί στρατιώτες απεστάλησαν για να παράσχουν βοήθεια ασφάλειας και κατασκευής με το αεροδρόμιο.
Η διοίκηση του Προέδρου των ΗΠΑ, Ρόναλντ Ρίγκαν, προσπάθησε να αντιμετωπίσει την επιρροή της Σοβιετικής Ένωσης στην περιοχή με την Πρωτοβουλία για τη Λεκάνη της Καραϊβικής το 1983, μια συμφωνία εμπορίου και ανάπτυξης, και ο Μπίσοπ φαινόταν ανοιχτός στην πιθανότητα στενότερων δεσμών με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Τον Ιούνιο του 1983 ο Μπίσοπ ταξίδεψε στην Ουάσιγκτον, όπου και συναντήθηκε με αξιωματούχους των ΗΠΑ. Αυτή η προσπάθεια να αναθερμανθούν οι σχέσεις με τις ΗΠΑ αντιμετωπίστηκαν εχθρικά από σκληροπυρηνικούς μαρξιστές εντός του NJM. Στις 13 Οκτωβρίου 1983, ο Μπέρναρντ Κορντ, αναπληρωτής πρωθυπουργός του Μπίσοπ, ανέτρεψε την κυβέρνηση. Ο Μπίσοπ τέθηκε σε κατ’ οίκον περιορισμό στο σπίτι του στο Saint George’s και ο στρατηγός Χάντσον Όστιν, διοικητής των ενόπλων δυνάμεων της Γρεναδίας, δήλωσε ότι είναι επικεφαλής ενός επαναστατικού στρατιωτικού συμβουλίου.
Στις 19 Οκτωβρίου πλήθος υποστηρικτών του Μπίσοπ συγκεντρώθηκε στο σπίτι του, απομάκρυνε τους φρουρούς και τον απελευθέρωσε. Στη συνέχεια το πλήθος κινήθηκε προς την κεντρική αγορά της πόλης πριν προχωρήσει στο Fort Rupert (σημερινό Fort George), που βρισκόταν το αρχηγείο του στρατού της Γρενάδας. Υποστηρικτές του πραξικοπήματος μεταξύ των ενόπλων δυνάμεων άνοιξαν πυρ κατά του πλήθους και ο Μπίσοπ και αρκετοί από τους υπουργούς του υπουργικού συμβουλίου συνελήφθησαν και εκτελέστηκαν. Ο Πολ Σκουν, γενικός κυβερνήτης της Γρενάδας, κάλεσε σε «στρατιωτική δράση από φίλια κράτη» για την αποκατάσταση της ειρήνης και μεγάλο μέρος της νομικής δικαιολόγησης της αμερικανικής εισβολής θα στηριχθεί σε αυτό το αίτημα. Ο Σκουν τέθηκε αμέσως σε κατ’ οίκον περιορισμό. Στις 22 Οκτωβρίου, εκπρόσωποι του Οργανισμού Κρατών της Ανατολικής Καραϊβικής (OECS) συναντήθηκαν στα Μπαρμπάντος και δεσμεύτηκαν να καταργήσουν «το παράνομο καθεστώς στη Γρενάδα», μια προσπάθεια για την οποία ζήτησαν επίσημα τη βοήθεια των ΗΠΑ.
Επιχείρηση Urgent Fury
Στις 25 Οκτωβρίου 1983, οι Ηνωμένες Πολιτείες ξεκίνησαν την Επιχείρηση Urgent Fury, τη μεγαλύτερη στρατιωτική τους δράση από το τέλος του πολέμου του Βιετνάμ. Οι αρχικές προσγειώσεις έγιναν νωρίτερα από 200 Rangers του Στρατού των ΗΠΑ, οι οποίοι πήδηξαν με αλεξίπτωτο από υψόμετρο μικρότερο από 500 πόδια (150 μέτρα) για να αποφύγουν τα πυρά από κουβανικά αντιαεροπορικά όπλα στον αεροδιάδρομο Point Salines (σημερινό Maurice Bishop International Airport). Το αεροδρόμιο καταλήφθηκε και 500 ακόμη Rangers κατέφθασαν, ακολουθούμενοι από επιπλέον 5.000 στρατιώτες από την 82η Αερομεταφερόμενη Μεραρχία που μεταφέρθηκαν απευθείας από τις αμερικανικές βάσεις. Εν τω μεταξύ, ένα απόσπασμα του Αμερικανικού Ναυτικού SEAL απελευθέρωσε τον Σκουν από τον κατ’ οίκον περιορισμό, ενώ άλλα μέλη των SEAL προετοίμασαν παραλίες και χώρους προσγείωσης για 2.000 στρατιώτες αμφίβιων και ελικοπτέρων του Σώματος Πεζοναυτών των ΗΠΑ. Οι δυνάμεις αυτές κινήθηκαν γρήγορα για να καταλάβουν τα αεροδρόμια, τον σταθμό παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας και τις εγκαταστάσεις τηλεπικοινωνίων του νησιού.
Τα αμερικανικά στρατεύματα κατέλαβαν επίσης την Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου St. George, όπου φοιτούσαν εκείνη την περίοδο περισσότεροι από 600 Αμερικανοί φοιτητές.
Η αρχική αντίσταση ήταν οξεία, ειδικά στον αεροδιάδρομο του Point Salines. Πολλοί από τους Κουβανούς εργάτες που βοήθησαν στην κατασκευή του διαδρόμου ήταν μηχανικοί κατασκευών του στρατού, πλήρως εκπαιδευμένοι και εξοπλισμένοι για μάχη. Ήταν, ωστόσο, υπεράριθμοι οι Αμερικανοί και οι περισσότεροι παραδόθηκαν μετά από δύο ημέρες. Λίγα μέλη των ενόπλων δυνάμεων της Γρενάδας αντιστάθηκαν. Το εκστρατευτικό σώμα των ΗΠΑ συνοδευόταν από περίπου 300 στρατιώτες από τις χώρες του OECS Αντίγκουα, Μπαρμπάντος, Δομινίκα, Τζαμάικα, Αγία Λουκία και Άγιο Βικέντιο.
Τα θύματα και οι συνέπειες
Σε μια τηλεοπτική ομιλία στις 27 Οκτωβρίου, ο Ρίγκαν χαρακτήρισε τη Γρενάδα ως «σοβιετοκουβανική αποικία» και ισχυρίστηκε ότι η εισβολή είχε πραγματοποιηθεί «ακριβώς στην ώρα της». Η εισβολή έγινε μόλις 48 ώρες μετά την επίθεση αυτοκτονίας με βόμβα με φορτηγό στον στρατώνα των Αμερικανών Πεζοναυτών στη Βηρυτό του Λιβάνου, που στοίχισε τη ζωή σε 241 μέλη του στρατού.
Μέχρι τα μέσα Δεκεμβρίου 1983 όλες οι δυνάμεις των ΗΠΑ είχαν αποσυρθεί από τη Γρενάδα, με περίπου 300 να παραμένουν στη χώρα ως σύμβουλοι για το ειρηνευτικό σώμα του OECS. Ο Σκουν, ως ενεργός αρχηγός της κυβέρνησης, διόρισε ένα προσωρινό συμβούλιο υπό τον Νίκολας Μπραθγουέιτ, έναν Γρεναδό εκπαιδευτικό στέλεχος που υπηρετούσε ως περιφερειακός διευθυντής για το Commonwealth Youth Programme. Ο Μπραθγουέιτ ηγήθηκε στη χώρα μέχρι να διεξαχθούν εκλογές τον Δεκέμβριο του 1984.
Τα θύματα από την εισβολή των ΗΠΑ στη Γρενάδα ήταν σχετικά λίγα. Από τα στρατεύματα των ΗΠΑ, 19 σκοτώθηκαν και 116 τραυματίστηκαν. Οι κουβανικές δυνάμεις είχε 24 νεκρούς και 59 τραυματίες. 21 μέλη του στρατού της Γρενάδας έχασαν τη ζωή τους, ενώ οι απώλειες αμάχων στη χώρα ήταν 24 νεκροί και 337 τραυματίες.
Μετάφραση από britannica.com