Κωνσταντίνος Ν. Θώδης, ιστορικός ερευνητής της Μικράς Ασίας του Αιγαίου
Περισσότερο γνωστή γεωγραφικά και ιστορικά, στην ενδοχώρα της Μικράς Ασίας από την Πισιδία, ήταν η Μεγάλη Φρυγία. Μαζί με τις αναφερόμενες στον Ηρόδοτο, φρυγικές πόλεις των Κολοσσών και των Κελαινών, ο Ξενοφώντας επιπλέον ονομάζει και τις πόλεις Τύμβριον και Γόρδιον (Ικόνιον). Έτσι, υπό το φως αυτών των δεδομένων, η Μεγάλη Φρυγία τοποθετούνταν στην ενδοχώρα της Μικράς Ασίας ως η περιοχή μεταξύ των ποταμών Μαιάνδρου και Σαγγάριου. Ανατολικά της βρίσκονταν η Μεγάλη Καππαδοκία και η Λυκαονία. Δυτικά της η Λυδία, νοτιοδυτικά η Καρία , νότια η Πισιδία και βόρεια η Παφλαγονία. Με τον παραπάνω εντοπισμό της Φρυγίας, συμφωνούν και οι συγγραφείς της ύστερης περιόδου.

Σύμφωνα με τη μαρτυρία του Στράβωνα, ο Έφορος ανέφερε, ότι οι Πισίδες, οι Μυσοί, οι Φρύγες και οι Μιλυάδες ζούσαν στο βάθος της Μικράς Ασίας στην ενδοχώρα. Σύμφωνα δε με το Στράβωνα, η Μεγάλη Φρυγία ήταν μια χώρα με την οποία γειτνίαζαν η Μυσία, η Λυδία, η Καρία, η Πισιδία, η Καππαδοκία, η Παφλαγονία και η Βυθινία. Η Πισιδία βρίσκεται σε ένα οροπέδιο στη δυτική πλευρά της οροσειράς του Ταύρου, πάνω στη βορειοανατολική ακτή της Μεσογείου. Σχεδόν άγνωστη η γλώσσα των Πισιδών, σύμφωνα με τους ερευνητές, ανήκει στον ανατολικό κλάδο των ινδοευρωπαϊκών γλωσσών. Ο Μέγας Αλέξανδρος υπέταξε την περιοχή τον 4ο αιώνα π.Χ., ενώ μετά το θάνατό του η Πισιδία έγινε επαρχία του Βασιλείου του Αντίγονου του Μονόφθαλμου, πρώην διοικητή του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Στη συνέχεια η Πισιδία προχώρησε στο Σέλευκο Α΄ Νικάτορα. Οι Σελευκίδες εξελλήνισαν τον πληθυσμό, αλλά η επαρχία συνέχισε να παραμένει στο επίκεντρο μεταναστεύσεων και εισβολών.Μετά από χρόνια εναλλασσόμενων κατακτήσεων, το 102 π.Χ., η Πισιδία έγινε μέρος της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.

Αρχικά η Πισιδία ήταν μια περιοχή ενωμένη με τη γειτονική Παμφιλία και πολιτικά διαχωρίστηκε από αυτήν μόνο όταν στο θρόνο ανέβηκε ο Μέγας Κωνσταντίνος ο Α΄. Στην ανατολή συνόρευε με την Ισαυρία και την Κιλικία, στα νότια με την Παμφιλία, στα δυτικά με τη Λυκία και την Καρία, ενώ στα βορειοδυτικά και βόρεια με τη Φρυγία. Τα βόρεια σύνορα δεν είχαν επαρκώς ρυθμιστεί και συχνά η νότια Φρυγία έφερε το όνομα της Πισιδίας. Η Πισιδία ήταν μια σκληροτράχηλη ορεινή περιοχή, την οποία συναντούσε τέμνοντας η οροσειρά του Ταύρου, και ήταν πολύ εύφορη. Τα προϊόντα της χώρας ήταν το αλάτι, το κρασί, οι ελιές, ρίζες ίριδας καθώς και αρωματικά ξύλα από τα δάση της. Στα βουνά υπήρχαν πολύ όμορφα λιβάδια και δάση. Οι κάτοικοί της (οι Πισίδες) σχετίζονταν με τους Κίλικες και, όπως οι τελευταίοι, ασχολούνταν με την πειρατεία και τη ληστεία, έτσι κι αυτοί σαν ορεινοί, διακρίθηκαν για την ανδρεία και την αγάπη τους προς την ελευθερία. Ζώντας σε μια απόρθητη και άγονη έκταση, διέθεταν πολύ χρόνο για να διατηρήσουν την αυτονομία τους, την οποία διασφάλιζαν και κρατούσαν από φόβο για τις γειτονικές φυλές. Οι Ρωμαίοι,που κατέκτησαν όλη τη Μικρά Ασία, δεν μπορούσαν να διαπεράσουν στο εσωτερικό της χώρας, με συνέπεια μόνο κατ’ όνομα κι όχι ουσιαστικά η Πισιδία να ονομάζεται ρωμαϊκή επαρχία. Από τις πόλεις της Πισιδίας οι πιο σημαντικές ήταν η Αντιόχεια,η Σαγαλασσός, η Πεδνηλισσός, τα Κύβιρα, η Κρέμνα κ.ά. Με το τέλος του 2ου αιώνα υπήρχε η μητρόπολη Πισιδίας που ανήκε στην Ορθόδοξη Εκκλησία της Κωνσταντινούπολης.

Στην Πισιδία, στην περιοχή της πόλης Περμινούντας κοντά στη Σαγαλασσό βρισκόταν το ιερό του αρχαίου θεού του ήλιου, Σώζοντα, που αργότερα ταυτίστηκε με τον Απόλλωνα. Εκεί πάνω στο βράχο υπήρχε μια φυσική σκάλα λαξευμένη με πάνω από είκοσι θέσεις, για την πρόσβαση στο βωμό. Ο βράχος μοιάζει με ομφαλό και περιέχει επιγραφές προς τιμήν του θεού Σώζοντος και του Απόλλωνα, όπως: “Ο Μάρκος Αντώνιος από την Ίσινδα με όρκο”, “Ο Τιβέριος Κλαύδιος στον Απόλλωνα Περμινούντιο με όρκο”, ” Για τον γιο του Σωσίδωρου, με όρκο στον Απόλλωνα”, “Τάμα στον Σώζοντα της Περμινούντας”, κλπ.
Στην αυτοκρατορία των Σελευκιδών, που δημιούργησε ένας εκ των στρατηγών του Μεγάλου Αλεξάνδρου, αρκετοί βασιλείς έφεραν το όνομα Αντίοχος, ως εκ τούτου, σε εκτεταμένες περιοχές, που κατείχαν, μεταξύ των οποίων ήταν και η Μικρά Ασία, εμφανίστηκαν περίπου 16 πόλεις με το όνομα Αντιόχεια. Η Αντιόχεια της Πισιδίας ανήκε στην ιστορική περιοχή της Πισιδίας, ωστόσο, απ’εδώ περνούσαν τα σύνορα με τη Φρυγία και ως εκ τούτου κάποιες εποχές η πόλη ονομαζόταν Αντιόχεια της Φρυγίας. Ιδρύθηκε τον 3ο αιώνα π.Χ. Ωστόσο, οικισμοί με αυτόχθονες σε αυτή την τοποθεσία προυπήρχαν ενωρίτερα αρχίζοντας από την παλαιολιθική εποχή. Πριν την κατάκτηση της περιοχής από τους Μακεδόνες του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ήταν έδαφος της Περσίας, και ακόμη πιο πριν του βασιλείου των Χετταίων. Η πόλη ήταν το σημείο συνάντησης μεταξύ μη Ελλήνων. Οι πρώτοι άποικοι έφτασαν εδώ από τη Μαγνησία του Μαιάνδρου, την αρχαία πόλη που βρισκόταν κοντά στη Μίλητο και την Πριήνη. Περίπου αυτή την εποχή περί το 270 π.Χ. ο Αντίοχος Α΄ο Σωτήρ στη μάχη των Ελεφάντων συνέτριψε εδώ τους Γαλάτες. Μετά από αυτό, στο τέλος του 2ου αιώνα π.Χ. έφτασαν εδώ οι Ρωμαίοι, που παρέδωσαν την πόλη στους συμμάχους των στην περιοχή από το βασίλειο της Περγάμου και μέσα σε 50 χρόνια όλη η περιοχή εισήλθε στη σύνθεση της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας,όμως, η πόλη δόθηκε, αυτή τη φορά, στο βασίλειο της Καππαδοκίας. Ωστόσο, ο έλεγχος της ορεινής Πισιδίας ήταν καθαρά συμβολικός, με συνέπεια το έδαφός της να καταληφθεί από πειρατές, και η Ρώμη και πάλι έπρεπε να στέλνει εδώ τα στρατεύματά της. Ωστόσο, αργότερα, σε μια περιοχή που μετακινήθηκαν βετεράνοι της ρωμαϊκής λεγεώνας από φτωχές περιοχές της Ιταλίας εμφανίστηκαν και πάλι προβλήματα. Μόνο το έτος 25 π.Χ. η Πισιδία και η Αντιόχεια έγιναν πραγματικά ρωμαϊκά εδάφη στη σύνθεση της επαρχίας της Γαλατίας. Μέσα από την πόλη περνούσε ο σημαντικός περιφερειακός δρόμος Via Sebaste. Όταν αυτοκράτορας έγινε ο Αύγουστος, η πόλη εξελίχθηκε ως η πιο σημαντική στην περιοχή και έλαβε τον τίτλο της Καισαρείας με το λατινικό δίκαιο, δηλαδή, ήταν αποικία της Ρώμης, όπου εκεί πήγαιναν να ζήσουν βετεράνοι από τις ρωμαϊκές λεγεώνες.

Η πόλη Αντιόχεια της Πισιδίας βρισκόταν σε υψόμετρο 1150 μέτρα. Δεν πρέπει να συγχέεται με την Αντιόχεια στον ποταμό Ορόντη στη Συρία. Η πόλη χτίστηκε από τον Σέλευκο Α΄ τον Νικάτωρα (358-281 π.Χ.), έναν από τους πρώτους βασιλείς επίγονους του Μεγάλου Αλεξάνδρου και ονομάστηκε προς τιμήν του Αντίοχου, πατέρα του Σέλευκου και στρατηγού του Μακεδόνα βασιλιά, Φιλίππου. Θέλοντας να αποικίσουν την πόλη Έλληνες, ο Σέλευκος ο Α΄, έφερε στην Αντιόχεια οικογένειες από τη Μαγνησία επί του Μαιάνδρου. Η Αντιόχεια έγινε το διοικητικό κέντρο της επαρχίας της Πισιδίας, η οποία επαρχία ιδρύθηκε τον 4ο αιώνα την περίοδο της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Στην Αντιόχεια υπήρχε και μεγάλη εβραϊκή συναγωγή. Οι απόστολοι Παύλος και Βαρνάβας, έφθασαν στην Αντιόχεια, ακριβώς όταν εκείνοι αποφάσισαν να ξεκινήσουν το ιεραποστολικό κήρυγμά τους και τη λειτουργία. Οι λεπτομέρειες της παραμονής τους στην Αντιόχεια περιγράφονται από τον ευαγγελιστή Λουκά στο 13ο κεφάλαιο του βιβλίου της Καινής Διαθήκης “Πράξεις των αποστόλων”. Οι συνέπειες ήταν οι πιο ενθαρρυντικές. Στη Μικρά Ασία, ιδρύθηκε η πρώτη Εκκλησία του Χριστού. Περίπου το 385 μ.Χ. πάνω στα θεμέλια της συναγωγής χτίστηκε μεγαλοπρεπής ναός του ηγιασμένου προς τιμήν του αποστόλου Παύλου. Επί του παρόντος, αυτός ο ναός δεν σώζεται στην παρθένα του ομορφιά και μόνο μεμονωμένα αντικείμενα θυμίζουν το παρελθόν και το μεγαλείο του κτιρίου. Εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα υπαίθρια ψηφιδωτά του ναού. Ωστόσο, θραύσματα από τον άμβωνα και άλλα μοναδικά ευρήματα φυλάσσονται στο δημοτικό αρχαιολογικό μουσείο, σε μια ειδική αίθουσα, αφιερωμένη στον απόστολο Παύλο.
Ο μέγας απόστολος των εθνών, Παύλος, στο τέλος του φθινοπώρου του 45 π.Χ. με τη συνοδεία του αγίου Βαρνάβα και του ανιψιού του, Μάρκου (Ιωάννη) ξεκίνησαν για το πρώτο τους αποστολικό ταξίδι,που έμελλε να παίξει τεράστιο ιστορικό ρόλο. Αρχίζοντας με το κήρυγμα στο νησί της Κύπρου, φτάσανε μέχρι την πόλη της Πάφου, από την οποία και απέπλευσαν στη Μικρά Ασία.
Ἀναχθέντες δὲ ἀπὸ τῆς Πάφου οἱ περὶ τὸν Παῦλον ἦλθον εἰς Πέργην τῆς Παμφυλίας· Ἰωάννης δὲ ἀποχωρήσας ἀπ᾿ αὐτῶν ὑπέστρεψεν εἰς Ἱεροσόλυμα. Αὐτοὶ δὲ διελθόντες ἀπὸ τῆς Πέργης παρεγένοντο εἰς Ἀντιόχειαν τῆς Πισιδίας, καὶ εἰσελθόντες εἰς τὴν συναγωγὴν τῇ ἡμέρᾳ τῶν σαββάτων ἐκάθισαν… (Πράξεις 13:13-14).
Οι απόστολοι αποβιβάστηκαν στον όρμο της Αττάλειας, στις εκβολές του ποταμού Κέστρου και κατευθύνθηκαν προς την Πέργη της Παμφιλίας. Ο Μάρκος, βλέποντας να υψώνονται μπροστά τους ψηλά βουνά και συναισθανόμενος τις επερχόμενες δυσκολίες, αρνήθηκε να συνεχίσει το ταξίδι και ζήτησε την άδεια να επιστρέψει στην Ιερουσαλήμ. Τρεις μέρες οι απόστολοι, συνέχισαν το δρόμο μαζί, ανεβαίνοντας στα βουνά και ακολουθώντας την κοίτη του Κέστρου ανέβηκαν στο ορεινό πέρασμα, για να κατέβουν έπειτα στο οροπέδιο της Πισιδίας, που βρισκόταν στη βόρεια πλαγιά του βουνού. Ένιωσαν μεγάλη χαρά οι έμπειροι ταξιδιώτες, όταν την τέταρτη μέρα, αφήνοντας πίσω το βουνό, αντίκρυσαν από κάτω την κοιλάδα και στο μέσον αυτής τα γαλάζια νερά της λίμνης, που σήμερα φέρει το όνομα Εγιρδίρ. Η λίμνη αυτή έχει έκταση 729 τ.χλμ. και βρίσκεται σε υψόμετρο 950 μ. Σήμερα στα νερά της μπορεί κανείς να δει μόνο μερικές βάρκες. Και εκείνες τις ημέρες στη λίμνη υπήρχαν πολλές βάρκες, που χρησιμοποιούνταν για την επικοινωνία μεταξύ των ανθοφόρων πόλεων που ήταν χτισμένες στις όχθες της λίμνης. Στο νότιο τμήμα της λίμνης σήμερα βρίσκεται η σύγχρονη πόλη Εγιρδίρ, που έδωσε στη λίμνη το όνομά της. Ωστόσο, οι απόστολοι δεν παρέμειναν σε αυτά τα όμορφα μέρη. Η διαδρομή τους ήταν σχεδιασμένη για την έλευσή τους πιο κάτω, στην Αντιόχεια. Την πέμπτη μέρα του ταξιδιού άφησαν πίσω τους τη λίμνη, και την έκτη έφτασαν, τελικά, στο στόχο τους. Σε υψόμετρο 1100 μέτρων στο βουνό, βρισκόταν η περίφημη Αντιόχεια της Πισιδίας.Γιατί, όμως, στο πρώτο ταξίδι του στην Ασία, ο απόστολος Παύλος επέλεξε την Αντιόχεια της Πισιδίας; Οι Ρωμαίοι αυτοκράτορες Αύγουστος και Κλαύδιος, για να καθαρίσουν την περιοχή από συμμορίες ληστών και πειρατών, ίδρυσαν παντού οικισμούς με βετεράνους της ρωμαϊκής λεγεώνας. Οι πρώτοι βετεράνοι, που εγκαταστάθηκαν στην Αντιόχεια, απεστάλησαν από τον Καίσαρα της Γαλατίας (σημερινής Γαλλίας) και υπηρέτησαν εκεί για την προστασία της περιοχής. Ήταν, λοιπόν μεγάλη η ανάγκη οι κάτοικοι αυτών των περιοχών να γίνουν γνώστες της αλήθειας του ευαγγελίου και να κοινωνήσουν το λόγο του Θεού.
Ένα από πιο γνωστά τέκνα της Πισιδίας στο Βυζάντιο ήταν και ο εξαιρετικός βυζαντινός ποιητής Γεώργιος Πισίδης, ο οποίος έζησε στο 7ο αιώνα στα χρόνια του αυτοκράτορα Ηρακλείου και του πατριάρχη Σεργίου. Γεννήθηκε στην Αντιόχεια της Πισιδίας, στη συνέχεια έζησε στην Κωνσταντινούπολη και υπηρέτησε ως διάκονος στον καθεδρικό ναό της Αγίας Σοφίας. Ο Γεώργιος Πισίδης, ασχολήθηκε εξαιρετικά με την υμνογραφία, ενώ ήταν περίφημος για τα λογοτεχνικά του έργα. Η ποίησή του ήταν αφιερωμένη στην ηθική, τη θεολογία και τις διδακτικές ερωτήσεις. Περιέγραψε σε ποιητική μορφή την εκστρατεία του Ηράκλειου εναντίον των Περσών, συγκεκριμένα στο έργο του «Εις την κατά Περσών εκστρατείαν Ηρακλείου βασιλέως» καθώς και το έργο του για την πολιορκία της Κωνσταντινουπόλεως από τους Πέρσες και τους Αβάρους το 626, με τον τίτλο «Εις την γενομένην έφοδον των βαρβάρων και εις την των αυτών αστοχίαν». Χάρη στην επιστημονική και φιλολογική του κατάρτηση, σχεδόν πολλοί κατά το παρελθόν υποστηρίξαν, ότι ο Γεώργιος Πισίδης ήταν ο συγγραφέας του Ακάθιστου Ύμνου στην Υπεραγία Θεοτόκο,που ψάλλεται στις εκκλησίες με βάση την ελληνική ορθόδοξη παράδοση, κάθε Παρασκευή τις μέρες της Μεγάλης Σαρακοστής. Στη δική του πένα ανήκει επίσης το φιλοσοφικό – θεολογικό ποίημα “Εις την Εξαήμερον”, που περιέχει 1894 διδακτικούς δωδεκασύλλαβους στίχους. Αυτό το υπέροχο έργο μεταφράστηκε στα αρμενικά και στις σλαβικές γλώσσες.
Κατά τη διάρκεια των αρχαιολογικών ανασκαφών έχουν βρεθεί υπολείμματα και άλλων πολύ μεγάλων χριστιανικών ναών, που η αρχιτεκτονική τους προσέδιδε έμφαση στην πολλαπλότητα και διαφαινόταν η έντονη επίδραση στην περιοχή της Εκκλησίας του Χριστού. Με ιδιαίτερο ενθουσιασμό, οι προσκυνητές βαδίζουν από τα πέτρινα σκαλοπάτια του αρχαίου θεάτρου, στη σκηνή του οποίου μαρτύρησε η αγία Θέκλα, η οποία παρέμεινε άθικτη, χάρη στο όμορφη παρέμβαση του Κυρίου και συνέχισε το ιεραποστολικό της έργο και σε άλλες περιοχές της Μικράς Ασίας. Πρώτος γνωστός επίσκοπος στην επαρχία της Πισιδίας έγινε ο άγιος Αρτέμων, ο επίσκοπος της Σελεύκειας Πισιδικής. Ο απόστολος Παύλος ήρθε στη Σελεύκεια περίπου το 45 π.Χ., χειροτονώντας τον Αρτέμωνα ως τον πρώτο επίσκοπο της πόλης. Η εκκλησία μας τιμά τη μνήμη του αγίου Αρτέμωνα στις 24 Μαρτίου (6 Απριλίου με το παλαιό ημερολόγιο). Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί, ότι στην Αντιόχεια της Πισιδίας, δημιουργήθηκε η πρώτη Επισκοπή, η οποία ιδρύθηκε από τον απόστολο Παύλο κατά τη διάρκεια του πρώτου ιεραποστολικού ταξιδιού στη Μικρά Ασία. Με την πάροδο του χρόνου η επισκοπή αυτή εξελίχθηκε σε μητρόπολη Αντιοχείας, στη δικαιοδοσία της οποίας ήταν ήδη 31 επισκοπές. Δυστυχώς, τον 8ο αιώνα, αυτή η πλούσια και ισχυρή πόλη λεηλατήθηκε από τους Αβάρους. Στη συνέχεια, ο πληθυσμός της πόλης υπέστη επανειλημμένα τις πειρατικές επιδρομές. Μετά την ήττα της Βυζαντινής αυτοκρατορίας στη μάχη με τους Σελτζούκους Τούρκους στο Μυριοκέφαλο στις 17 Σεπτεμβρίου 1176, η πόλη τελικά ερήμωσε. Μέρος του πληθυσμού της, ίδρυσε κοντά στην Αντιόχεια τη νέα πόλη, που πήρε το όνομα Γιαλβάτς, που σημαίνει “προφήτης”.
Μόσχα, Ρωσία, 06.04.2020
Περισσότερα για την Πισιδία με την προσθήκη της Τερμησσού, αλλά και πληροφορίες για τη Σπάρτη Πισιδίας στον παρακάτω σύνδεσμο.
https://www.academia.edu/44271944/Περί_Πισιδίας_το_ανάγνωσμα_πρόσχωμεν_Περιήγησις_