Ρωμανία, Ενδιάμεση Περιοχή ή Δύση; Το πρόβλημα της ταυτότητας στη σύγχρονη ελληνική συνείδηση (Δ Μέρος – Η προβληματική της εθνικής επιβίωσης)
Από το περιοδικό Ελλοπία, τ. 10, Απρίλιος-Μάιος 1992, σελ. 66-70
Α’ μέρος: Η Ρωμανική ταυτότητα
Β’ μέρος: Ενδιάμεση Περιοχή – Ελληνοτουρκισμός
Γ’ μέρος: Η Ευρωπαϊκή ταυτότητα
Η «κρίση ταυτότητας» εκφράζεται στην περίπτωσή μας σαν τάση φυγής προς μια «υπερεθνική» ταυτότητα. Εξετάσαμε, ως κυρίαρχες εκδοχές «υπερεθνικής» ταυτότητας, τη «ρωμανική» (βυζαντινή), μέσα από την προβληματική του π. I. Ρωμανίδη και τη «δυτική» (ευρωπαϊκή), μέσα από την προβληματική του Γερ. Κακλαμάνη. Ρίξαμε όμως το βάρος στην παρουσίαση αυτών των δύο και λιγότερο στην κριτική τους, πράγμα που επέσυρε την παρατήρηση ότι τους «χαριζόμαστε». Μου επισημάνθηκε ότι το λάθος του Ρωμανίδη και του Κακλαμάνη δεν είναι μόνο μεθοδολογικό (ότι προσεγγίζουν μια πλουραλιστική πραγματικότητα, όπως το ελληνικό έθνος, με μια μονοδιάστατη περί έθνους αντίληψη), αλλά και ότι μηδενίζουν τη νεοελληνική ιστορία, αρνούμενοι την αξία της εθνικής μας επανάστασης. Κι αυτό σε συνθήκες που η απειλή της τουρκοκρατίας ξαναζωντανεύει στα Βαλκάνια.
Θα προσπαθήσω να καλύψω αυτό το «έλλειμα κριτικής» με μια περαιτέρω εξέταση των δύο παραδόσεων αλλά σε σχέση με το πρόβλημα της εθνικής επιβίωσης.
Η προβληματική της εθνικής επιβίωσης
Ποιές είναι οι προϋποθέσεις της επιβίωσης ενός έθνους; Το ερώτημα είναι θεμελιώδες αλλά παραδόξως η θεωρητική σκέψη μας πάνω σ’ αυτό είναι μάλλον ανύπαρκτη. Όσο και αν ψάξετε δεν θα βρείτε μια ολοκληρωμένη άποψη, πολύ δε περισσότερο μια συγκεκριμένη απάντηση-εφαρμογή στις συγκεκριμένες συνθήκες του σήμερα. (Συγκεκριμένη απάντηση θα πει εθνική στρατηγική- και τέτοια, ως γνωστόν, δεν έχουμε).
Σήμερα, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, μπορούμε να υποστηρίξουμε τη θέση ότι η εθνική επιβίωση έχει σαν βάση την προσφορά στην ανθρωπότητα. Η παρασιτική επιβίωση είναι σήμερα ανέφικτη. Σε μια ανθρωπότητα που έχει επιλέξει, σαν δρόμο ανάπτυξης, την οργανική αλληλεξάρτηση και το δυναμικό καταμερισμό της εργασίας, μπορείς να επιβιώσεις μόνο όταν οι άλλοι σε έχουν ανάγκη. Το θέμα είναι επομένως να δούμε σε τι μπορούμε και πρέπει να είμαστε χρήσιμοι στο σημερινό κόσμο. Ξέρουμε πολύ καλά σε τι οι άλλοι μας είναι απαραίτητοι. Το δείχνει ο όγκος των εισαγόμενων ιδεών, αντικειμένων και ηθών. Σε τι όμως εμείς μπορούμε να είμαστε χρήσιμοι στους άλλους, παντελώς ο αγνοούμε. Απόδειξη: η γενική «προβληματικότητα» της υλικο-πνευματικής μας παραγωγής. Είμαστε, όπως λέει ο Γ. Καραμπελιάς, παρασιτικός κοινωνικός σχηματισμός.
Μέχρι τώρα μπορούσαμε να επιβιώνουμε γιατί είχαμε κάποια χρησιμότητα για τις μεγάλες δυνάμεις. Ο Κακλαμάνης μας διαφωτίζει επ’ αυτού. Όντας «μήλον της έριδος» μεταξύ της Ανατολής (Ρωσίας αρχικά και ΕΣΣΔ κατόπι) και της Δύσης (Αγγλίας και ΗΠΑ) είχαμε κάποια σπουδαία γεωπολιτική αξία. Για την κατοχή του ελλαδικού χώρου η Δύση έπρεπε να πληρωσει, αν ήθελε να ελέγχει την Ανατολική Μεσόγειο. Πλήρωνε λοιπόν κάτι σαν αυτό που ο Μαρξ αποκαλεί «γαιοπρόσοδο». Ηταν η κάλυψη του κοινωνικού κόστους αναπαραγωγής του «ελληνοχριστιανικού μας πολιτισμού». Γι’ αυτό και μας δάνειζαν πάντα αφειδώς. Γι αυτό και όλη η κοινωνία μας κατέστη κρατοδίαιτη και η δομή της ανίκανη να επιβιώσει σε έναν ανοιχτό ανταγωνιστικό κόσμο.
Τώρα όμως που τα γεωπολιτικά δεδομένα έχουν αλλάξει και η παλιά «χρησιμότητά» μας έχει χαθεί, είμαστε υποχρεωμένοι να επινοήσουμε κάποιαν άλλη καινούργια, αν δεν θέλουμε να εξαφανιστούμε. Ο Κακλαμάνης με εκπληκτική σαδομαζοχιστική ευχαρίστηση προτείνει (σαν να ήταν γερμανός και όχι έλληνας) τη διάλυση του ελλαδικού κράτους. Το παίρνουμε σαν προκλητική υπερβολή και του το συγχωρούμε. Και ελπίζουμε ότι δεν θα θελήσει να το «εμβαθύνει». Μπορεί αυτό το κράτος να είναι χειρότερο από ό,τι το περιγράφει. Επ αυτού δεν θα διαφωνήσουμε. Είναι όμως συγχρόνως ο έσχατος μηχανισμός προστασίας της ζωής και της ελευθερίας του ελληνικού λαού. Χωρίς αυτό ο ελληνισμός (με τα παράσιτά του βεβαίως) δεν μπορεί να επιβιώσει. Κατάρρευσή του θα σημά-νει πλήρη εθνική καταστροφή. Πριν απ’ όλα λοιπόν είναι η υπεράσπιση του «κρατικού μας εκτρώματος» από τις εξωτερικές απειλές. Ολα τα άλλα έπονται. Αυτό είναι κάτι που δεν το συζητούμε. Η συζήτηση αρχίζει από κει και κάτω.
Αυτό που χρειαζόμαστε, από εκεί και κάτω, είναι μια νέα σκέψη πάνω στη χρησιμότητά μας. Αυτή οφείλει κατ’ αρχήν να απαντά στο ερώτημα: τι σημαίνει «επιβίωση δια της χρησιμότητας»; Δεν μιλάμε φυσικά για οποιαδήποτε χρησιμότητα (να γίνουμε π.χ. χωματερή ευρωπαϊκών αποβλήτων). Είμαι πραγματικά χρήσιμος και η χρησιμότητά μου με διασφαλίζει, μόνο στο μέτρο που είμαι φορέας προτύπων. Ας θυμηθούμε επ’ αυτού τη σχετική ρήση του Περικλή για το «δαιμόνιον πτολίεθρον», την αρχαία Αθήνα, που προτιμούσε να είναι πρότυπο για τους άλλους, αντί να τους μιμείται. Πρότυπο θα πει αξία, ποιότητα, «βέλτιστο».
Δεν υπάρχει χώρος της δημιουργικής δραστηριότητας που να μη διέπεται από πρότυπα. Ζούμε σήμερα σε έναν πολιτισμό παγκόσμιο, όπου οι δομές της αλληλεξάρτησης διαρθρώνονται γύρω από ένα αναπτυσσόμενο, και εν πολλοίς αντιφατικό, παγκόσμιο σύστημα προτύπων. Άλλα απ’ αυτά είναι πρότυπα υψηλά, άλλα ευτελή. Άλλα είναι πρότυπα που καλύπτουν διαχρονικές ανάγκες, άλλα απευθύνονται σε περιστασιακές απαιτήσεις. Καλύπτουν τα πάντα — από το πεδίο της κοινωνικής οντολογίας μέχρι την εκάστοτε μόδα. Τα διαχρονικότερα απ’ αυτά είναι εμπεδωμένα στις κοινωνικές πρακτικές και τους θεσμούς. Αναπαράγονται δε από καθορισμένες παραδόσεις. Οι ελκτικές δυνάμεις που εξασφαλίζουν τη συνοχή των εθνικών ομάδων είναι ανάλογες με την ακτινοβολία των προτύπων τους. Τα έθνη τείνουν να συγκεντρώνονται γύρω από ιδιαίτερες «ομάδες προτύπων». Σήμερα η «πάλη των εθνών» είναι πάλη για υπεροχή στη «σφαίρα των προτύπων», πράγμα ιδιαίτερα εμφανές στο πεδίο των καταναλωτικών προϊόντων, των μορφών οργάνωσης και της τεχνολογίας. Η σύνδεση της εθνικής προσωπικότητας με κάποια πρότυπα διεθνούς εμβέλειας είναι η βάση της εθνικής ελευθερίας σε έναν ανοιχτό κόσμο και το πραγματικό περιεχόμενο της τόσο παρεξηγημέ-νης έννοιας της «αυτοδυναμίας». Η ανταγωνιστικότητα σ’ αυτό το επίπεδο είναι σήμερα το μέγιστο πρόβλημα ιδίως για τα μικρά έθνη.
Τι διαθέτουμε εμείς ως έθνος; Και προς ποια κατεύθυνση πρέπει να το αναπτύξουμε; Τι μπορούμε και πρέπει να προσφέρουμε στον κόσμο; Σε ποια πρότυπα μπορούμε να στηρίξουμε την επιβίωσή μας; Στα ερωτήματα αυτά καλούνται να απαντήσουν οι πνευματικές μας παραδόσεις, μέσα από ένα σοβαρό διάλογο μεταξύ τους. (Κι ο καθένας μας επίσης στο δικό του επίπεδο.) Η δυνατότητα αντικατάστασης της, πεθαμένης πλέον, εθνικής στρατηγικής που βασιζόταν στην «Προστασία», με μιαν άλλη, που να ανταποκρίνεται στις σημερινές συνθήκες, συνδέεται με τον εν λόγω διάλογο.
Παραδειγματική και ιστορική ταυτότητα
Δεν είμαστε ευχαριστημένοι απ’ αυτό που είμαστε (ή νομίζουμε ότι είμαστε) και θα θέλαμε να εξομοιωθούμε με κάτι άλλο, «καλύτερο». Αυτό το «καλύτερο» απεικονίζεται στη συλλογική μας συνείδηση με την μια ή την άλλη μορφή «υπερεθνικής» ταυτότητας. Στην πραγματικότητα πρόκειται για εκδοχές ιδανικής συλλογικής ταυτότητας, που επειδή αφορά εμάς τους ίδιους, είναι στην πραγματικότητα εθνική και όχι «υπερεθνική». Γιατί όμως εμφανίζεται σαν «υπερεθνική»; Η υποκατάσταση προκύπτει από την ίδια τη φύση του ιδανικού ως «τελείου» και άρα «καθολικού». Η ιδανική συλλογική ταυτότητα είναι «τέλεια» και για τούτο φαινομενικά ικανή να καλύπτει τους πάντες, όλα τα έθνη και άρα «υπερ-εθνική». Είναι λοιπόν η παραδειγματική εθνική ταυτότητα στην αντίθεσή της με την ιστορική. Αυτό που οι αρχαίοι ονόμαζαν Καλλίπολη και οι βυζαντινοί Ουρανούπολη. Η «άριστη» Πολιτεία.
Η αντιδιαστολή ιδανικού-πραγματικού είναι ομόλογη του ζεύγους ελευθερία-ανάγκη. Κι αυτό γιατί «ελευθερία» πρωτί-στως σημαίνει αυθυπέρβαση, δυνατότητα να γίνεις καλύτερος. Άρα ύπαρξη ιδανικού και εξιδανίκευση της πραγματικότητας. Η εξιδανίκευση όμως μπορεί να παραμένει στο επίπεδο της φαντασίας, απλή ψευδαίσθηση που αποτρέπει την έμπρακτη εξιδανίκευση, δηλαδή την καλυτέρευση των κοινωνικών και εθνικών σχέσεων. Αφού ο άνθρωπος δεν είναι μόνο ελευθερία, αλλά ανάγκη και αδράνεια (συνήθεια – μηχανικότητα), πολύ εύκολα, για να μην πω κατά κανόνα, υποκαθιστά την πραγματική εξιδανίκευση με τη φανταστική, υποβιβάζοντας τα ιδανικά και τις αξίες σε προσχήματα. Και στην καλύτερη ακόμα περίπτωση, η Καλλίπολη και η Ουρανούπολη, αποτελούν κατά το μεγαλύτερο μέρος, εκθαμβωτικό πρόσχημα ή «συμπλήρωμα δικαίωσης», για να θυμηθούμε και τον Μαρξ, ως κριτικό της Ιδεολογίας. (Η αντινομία αυτή, καθώς έχει οργανικό κοινωνικό χαρακτήρα, είναι ιστορικά ανεξάλειπτη. Και απορώ πώς η διαπίστωσή της μπορεί να οδηγεί μερικούς στο συμπέρασμα ότι το «τέλος των ιδεολογιών», η έκλειψη ή πιο σωστά ο ευτελισμός του ιδανικού, μπορεί να θεωρείται «πρόοδος»).
Η παραδειγματική συλλογική ταυτότητα δεν έχει πραγματικό τόπο μέσα στην ιστορία. Είναι «εκτός τόπου και χρόνου», είναι «ου-τοπία». «Μέτρο κρίσεως» και «άξονας αναφοράς».
Μέτρο που μας επιτρέπει να γνωρίζουμε κάθε φορά, πού βρισκόμαστε και πού πηγαίνουμε. Είναι επομένως βασικό σφάλμα, να συγχέει κανείς τον ιστορικό εαυτό ενός έθνους με την παράσταση που αυτό έχει για τον παραδειγματικό εαυτό του. Το λάθος είναι εμφανές τόσο στους ρωμανιστές όσο και στους δυτικιστές. Οι πρώτοι εξιδανικεύουν το Βυζάντιο και οι δεύτεροι την πραγματικότητα των δυτικών εθνών. Το ίδιο συνέβαινε και με τους κομμουνιστές που ήθελαν να βλέπουν τη Σοβιετία σαν την επίγεια ενσάρκωση της παραδείσιας αταξικής και αεθνικής πολιτείας. Το πρόβλημα είναι να εξαγά-γουμε από τις ιστορικές πραγματικότητες αυτό που ήταν το μέτρο τους, το ιδανικό τους, και όχι να τις εξιδανικεύουμε. Η θεωρία ότι οι άνθρωποι κάποιας άλλης εποχής, ή κάποιας άλλης περιοχής, πέτυχαν να είναι εντυπωσιακά καλύτεροι από μας, μπορεί να έχει κάποια παιδαγωγική αξία, δεν έχει ωστόσο ούτε κόκκο αλήθειας. Μιλώντας για το Βυζάντιο, αυτό που έχει σημασία είναι να αντιδιαστείλει κανείς τη συγκεκριμένη ιστορική ταυτότητα της ορθοδοξίας από την ιδανική της ταυτότητα και να κρατήσει αυτή την τελευταία, γιατί αυτή είναι το «μέτρο», το διαχρονικό, εκείνο που έχει οντολογική αξία. Τέτοιο είναι το κριτήριο με το οποίο νομίζω ότι πρέπει να αντιμετωπίζουμε και το έργο των μελετητών της ορθόδοξης παράδοσης. Με την ίδια έννοια, αυτό που ενδιαφέρει στη μελέτη της σύγχρονης Δύσης δεν είναι οι συγκεκριμένες διαχειρίσεις της ταξικής πάλης, αλλά η φιλοσοφία του κράτους δικαίου.
Όμως το ιδανικό δεν είναι κάτι το δεδομένο και αμετακίνητο, το αντικειμενοποιημένο και κατεχόμενο, ούτε κάτι το μοναδικό και μονοσήμαντο. Αν υπάρχουν αντικειμενικά πρότυπα αλήθειας, καλού και κάλλους, είναι βέβαιο ότι κανείς δεν τα «κατέχει». (Ούτε το Βυζάντιο, ούτε η… Γερμανία). Μπορεί να γίνεται λόγος μόνο για ατελείς προσλήψεις τους, από τους ανθρώπους της μιας ή της άλλης παράδοσης. Γι’ αυτό άλλωστε και υπάρχει στον κόσμο χώρος για όλους. Για απεριόριστο πολιτιστικό διαφορισμό.
Τούτο σημαίνει ότι όσο και αν θεωρήσουμε «άφταστα» τα πρότυπα μιας άλλης εποχής ή μιας άλλης περιοχής, αυτό δεν μας απαλλάσσει από την υποχρέωση να φτιάξουμε τα δικά μας πρότυπα. Τα ξένα ή τα παλιά δικά μας μέτρα (εννοείται αυτά που αναφέρονται σε διαχρονικές ανάγκες) αποτελούν οπωσδήποτε αναγκαίο γνώμονα. Αυτός όμως δεν υποκαθιστά τα δικά μας μέτρα, τςς δικές μας απαντήσεις στα σημερινά προβλήματα. Ο,τι άλλωστε νομίζουμε αυθεντικό και γνήσιο, τοποθετώντας το σε κάποιες «ρίζες» (στις οποίες οφείλουμε να «επιστρέφουμε») έχει περάσει από το δικό μας υποκειμενικό πρίσμα, την ιδέα που έχουμε για τον εαυτό μας, και λίγη σχέση έχει με αυτό που πιθανώς ήταν τότε που οι περίφημες «ρίζες» αποτελούσαν ιστορικό παρόν. Αν υπάρχει όντως «νεοελληνική αποτυχία», άποψη που συμμερίζομαι, δεν νομίζω ότι μπορούμε να την κατανοήσουμε σαν «απόκλιση» απ’ αυτό που νομίζουν ότι ήταν το Βυζάντιο κι απ’ αυτό που υποθέτουν ότι είναι η Ευρώπη. Πέραν των βυζαντινών και των δυτικών μέτρων, υπάρχουν, ή τουλάχιστον οφείλουν να υπάρξουν, και τα δικά μας, τα νεοελληνικά, «μέτρα». Το θέμα είναι να δούμε πώς «βαθμολογούμαστε» σε σχέση μ’ αυτά. Δεν αρκεί η «βαθμολόγηση» με βάση τα υποτιθέμενα βυζαντινά ή δυτικά μέτρα. Η νεοελληνική αναγέννηση δεν όφειλε υποχρεωτικά να αναπαραγάγει το Βυζάντιο ή την «Ευρώπη». Και δεν θα κριθεί και απορριφθεί επειδή δεν το κατάφερε.
Μιλάμε επομένως για τη διαμόρφωση νεοελληνικών «μέτρων» (προτύπων), που αντιστοιχούν στις δικές μας δυνατότητες. Για τη συνάρθρωση της δική μας παρουσίας με την ιδιαίτερη δική μας δημιουργική συμβολή στο σύγχρονο κόσμο. Η αδυναμία διάκρισης παραδειγματικού και ιστορικού συλλογικού εαυτού και η στρεβλή επίγνωσή της ως διάκριση «υπερεθνικής» και εθνικής ταυτότητας, έχει, λοιπόν, άμεση σχέση με την προβληματική της εθνικής επιβίωσης, ως στήριξης σε μέτρα-πρότυπα που εμείς οι ίδιοι τα φτιάχνουμε και άρα μπορούμε (εμείς οι ίδιοι) να τα πραγματοποιήσουμε. Ο χώρος των προτύπων, επί των οποίων καλούμαστε να στηρίξουμε την επιβίωσή μας σήμερα, είναι ο ζητούμενος δικός μας «παραδειγματικός εαυτός». Η αναζήτησή του στο Βυζάντιο, στην «Ευρώπη», ή οπουδήποτε «αλλού», υποδηλώνει ιδεολογική σύγχυση, τάση απόδρασης από την πραγματικότητα. «Φυγή προς τα πίσω» και «φυγή προς τα έξω».
Ιστορικισμός και φουνταμενταλισμός
Κοινός παρονομαστής των δύο απόψεων είναι ο ιστορικι-σμός: σε μια νόμιμη μεθοδολογική προσέγγιση αποδίδουν μεγαλύτερη βαρύτητα από όση πράγματι έχει. Υποτίθεται ότι η ιστορία είναι μια αυστηρή αιτιοκρατική αλυσσίδα γεγονότων, οπότε η σημερινή κακοδαιμονία μας πρέπει να αναζητηθεί σε μια ατυχή έκβαση κάποιας «κρίσιμης μάχης» που έλαβε χώρα στο παρελθόν. Για τους «ρωμανιστές» το «κρίσιμο γεγονός» είναι η έκβαση της ιστορικής σύγκρουσης με τους φράγκους. Για τον Γερ. Κακλαμάνη το παιχνίδι παίχτηκε και χάθηκε επί Καποδίστρια και Οθωνα, όταν ο υποτιθέμενος «μακρυγιαννι-σμός» τορπίλισε την προσπάθεια οικοδόμησης κράτους δικαίου. Υπερβάλλεται μ αυτόν τον τρόπο η σημασία του παρελθόντος και σχεδόν εξαφανίζεται ο ρόλος του παρόντος και του μέλλοντος στη διαμόρφωση της εκάστοτε ιστορικής στιγμής. Τα ιστορικά υποκείμενα δεσμεύονται βεβαίως από το παρελθόν, αλλά έχουν σχετική ελευθερία επιλογών. Αυτή αντλείται από την προεξόφληση εκδοχών «μέλλοντος» (από την επίδραση του υφιστάμενου παραδειγματικού εαυτού), που επιτρέπουν την αμφισβήτηση των καταναγκασμών του παρελθόντος και των «συσχετισμών» του παρόντος.
Ενα δεύτερο κοινό λάθος είναι ο άκρατος ιδεολογισμός, του ίδιου τύπου μ αυτόν που ενδημεί συνήθως σε παλαιομαρ-ξιστικές σέχτες. ΟI. Ρωμανίδης προσπαθεί να ερμηνεύσει την ελληνική επανάσταση κάτω από το πρίσμα μιας διαχρονικής συνωμοσίας των φράγκων για την πλήρη καταστροφή της ορθοδοξίας. Ο Ρήγας, ο Κοραής, ο Ανώνυμος της Ελληνικής Νομαρχίας και άλλοι διαφωτιστές, εμφανίζονται σαν «πράκτορες» του Ναπολέοντα. Κι ο Κακλαμάνης στο ίδιο πνεύμα κινείται. Το ένα τέταρτο του τελευταίου βιβλίου του είναι αφιερωμένο στον υπερφυσικό ρόλο των μυστικών υπηρεσιών στη διαμόρφωση των διεθνών και εσωτερικών σχέσεων (σ’ αυτή τη βάση ερμηνεύει και το σκάνδαλο Κοσκωτά). Η κοινότοπη δαι-μονολογική αντίληψη της ιστορίας επαναλαμβάνεται αυτούσια. (Η Αριστερά έβλεπε παντού πράκτορες της Ιντέλιτζενς Σέρβις και της CIA. Η Δεξιά μιλούσε συνεχώς για κομμουνιστικούς δακτύλους. Η λαϊκή θρησκευτικότητα, γαλουχημένη με αποκαλυπτικά οράματα, ανακαλύπτει ακόμα παντού τα σατανικά ίχνη της μασωνίας και του σιωνισμού.) Όλα αυτά σημαίνουν εν τέλει απουσία σοβαρής κοινωνικής προβληματικής. Αύξηση της αδιαφάνειας του συλλογικού πεδίου.
Αν οι ρωμανιστές τείνουν να υποβαθμίζουν την πολιτική σε «θεραπαινίδα της θεολογίας», ο Κακλαμάνης τη βλέπει σαν εφαρμοσμένη φιλοσοφία της ιστορίας. Διαβάζοντάς τον μένεις με την εντύπωση ότι, σε αντίθεση με μας τους κρεττί-νους, οι ευρωπαίοι όλα τα έχουν προβλέψει και όλα τα έχουν προσχεδιάσει, σε τρόπο μάλιστα που ό,τι υπάρχει είναι σύμφωνο με τις προδιαγεγραμμένες υψηλές στρατηγικές τους.
Έχουμε δηλαδή στη μια και στην άλλη περίπτωση υπερέξαρση της σημασίας της ιδεολογίας και αγνόηση της σχετικής αυτονομίας του πολιτικού πεδίου. Όμως η ιστορία είναι ο κατ’ εξοχήν «χώρος των μη συνειδητών προθέσεων και των μη ηθελημένων σκοπών» (Ένγκελς). Η ιστορία είναι κατά βάση απρόβλεπτη και μη λογική, γιατί οι δομές του συλλογικού έχουν μια διπλή αυτονομία, είτε με τη μορφή αυτονομημένης μηχανικότητας, είτε με τη μορφή αυτονομημένης συλλογικής βούλησης, ουσιαστικά διάφορης από τις επιμέρους ατομικές βουλήσεις, ακόμα και αν αυτές είναι ναπολεόντειες. Η πάλη των παραδόσεων και κατ’ επέκταση η πάλη των εθνών (ως σχηματισμών παραδόσεων), δεν είναι η μοναδική κινητήρια δύναμη της ιστορίας. Υπάρχει και η «πάλη των τάξεων»· και η μια «πάλη» δεν μπορεί να απορροφήσει την άλλη, αφού, ως συνιστώσες της ιστορικής δυναμικής, είναι «κάθετες» μεταξύ τους. Αλλά, όπως λέει ο Καστοριάδης, ενώ «η πραγματικότητα δεν είναι λογική, επιδέχεται απεριόριστη εκλογίκευση». Επιδέχεται ακόμη και τις δαιμονολογικότερες εκλογικεύσεις, που αν και είναι κατά βάση «φανταστικές» παράγουν ωστόσο διόλου φανταστικά (εξαιρετικά επικίνδυνα) αποτελέσματα.
Άλλος κοινός παρονομαστής είναι ο αναχρονισμός στην επισήμανση του «εχθρού». Είναι εμφανής στη σκιαμαχία των ρωμανιστών με τους φράγκους και του Κακλαμάνη με τον «ελληνοχριστιανισμό». Ο αντιδυτικισμός των ρωμανιστών είναι αναχρονιστικός, γιατί οι φράγκοι, ως παράδοση, είναι περιφερειακή κατάσταση ακόμα και στη Φραγκιά. Κυρίαρχη παιδεία είναι σήμερα στη «Δύση» η αγγλοσαξωνική κι αυτή δεν κατάγεται από τη λατινική αλλά από την προτεσταντική παράδοση. Τα προβλήματα του σημερινού κόσμου συνδέονται με τα αδιέξοδα που δημιουργεί η δική της κυριαρχία.
Αναχρονιστικός είναι ο αντι-αντιδυτικισμός του Κακλαμάνη, γιατί ο «ελληνοχριστιανισμός», εναντίον του οποίου μάχεται, ανήκει στο παρελθόν και όπου υφίσταται έχει υπολειμματικό χαρακτήρα. Οι διαφορισμοί Ανατολικής και Δυτικής Ελλάδος, ανατολικού και δυτικού χριστιανισμού, πρώην ισλαμικού και χριστιανικού ελληνικού στοιχείου, «αυτοχθόνων» και «ετερο-χθόνων», αν υποθέσουμε ότι είχαν κάποια μεγάλη σημασία στο παρελθόν, σήμερα μια τέτοια σημασία είναι ανύπαρκτη. Αν ο Καραγκιόζης, γινόμενος «αποκλειστικός δικτάτορας», εξαφάνισε τις άλλες φιγούρες του ελληνικού θιάσου, αυτό σημαίνει ότι έπαψε κι ο ίδιος να υπάρχει (αφού είναι σχέση και όχι «οντική ατομικότητα», όπως θάλεγε κι ο X. Γιανναράς). Περνώντας μέσα από την κρεατομηχανή του «ελληνοχριστιανισμού», ενσάρκωση της οποίας είναι ο αθηναϊκός υδροκέφαλος, ο ελλαδικός ελληνισμός μετατράπηκε σε ομοιογενέστα-το πολιτιστικό πολτό. Οι διαφοροποιήσεις που έχουν κάποια σημασία μοιάζει να είναι πλέον μόνο οι κομματικές (και οι ποδοσφαιρικές). Οταν οι πολιτικοί μας «δεινόσαυροι» περηφανεύονται για την «εθνική μας ομοιογένεια», σίγουρα κάτι ξέρουν.
Κατάληξη των ανωτέρω ουσιωδών σφαλμάτων είναι ένας υπερεθνικός» φουνταμενταλισμός (αναθεμελιωτισμός). Ως «πρόταση επιστροφής σε μια χαμένη «αρχική γνησιότητα», ο φουνταμενταλισμός είναι φαντασιωσικού τύπου «φυγή προς τα πίσω», εντελώς συμμετρική με τον εσχατολογικό και εξ ίσου «υπερεθνικό» φουνταμενταλισμό της «φυγής προς μπρος» που κήρυσσε ο κομμουνιστικός χιλιασμός. Απολυτοποίηση του παρελθόντος ο ένας, του μέλλοντος ο άλλος, σε ένα κοινό πλαίσιο άρνησης της εθνικής ετερότητας του συλλογικού υποκειμένου. Και η μια και η άλλη εκδοχή, έχουν κοινή την αδυναμία να κατανοήσουν, γιατί το ιστορικό υποκείμενο προσέλαβε στη νεώτερη εποχή τη μορφή του έθνους-κράτους· και είναι ανίκανοι να προσανατολιστούν στη σημερινή ιστορική καμπή, που χαρακτηρίζεται από την κρίση του έθνους-κράτους και των υπερεθνικών δομών που του αντιστοιχούσαν. Δεν μπορούν επομένως να αντιληφθούν τη μετατόπιση του κέντρου βάρους της σημασίας στα πολιτισμικά στοιχεία της εθνικής ταυτότητας και στην ιστορική διαμόρφωση διεθνών δομών που να διασφαλίζουν την ανεμπόδιστη αλληλοπεριχώρηση των εθνών ως πολιτισμικών οντοτήτων.
Κλεισμένοι στο δικό μας κόσμο ζούμε σήμερα την αλληλοεξόντωση των δύο φουνταμενταλιστικών μονομανιών, τη μετάπτωση και το βούλιαγμα στην ολότελα τυφλή καθημερινότητα. Είναι η απολυτοποίηση του παρόντος στο πρόσωπο μιας ανιστόρητης και χωρίς κανένα όραμα πολιτικής. Εδώ όμως πρέπει να αποδώσουμε τα του Καίσαρος τω Καίσαρι. Γι’ αυτού του είδους την πολιτική ελάχιστα φταίνε οι πολιτικοί. Η ευθύνη ανήκει κυρίως στην πνευματική ηγεσία, στους φορείς των πνευματικών μας παραδόσεων (πρόσωπα, πνευματικά ιδρύματα κ.λπ.) που δεν κατορθώνουν να παίξουν τον ιστορικό τους ρόλο.
Για μια νέα σχέση μεταξύ των δύο παραδόσεων
Καθώς και οι δύο παραδόσεις απαλείφουν τον μεταξύ τους χώρο, που δεν είναι μόνο αποτέλεσμα της δράσης του «άλλου», αλλά και των δύο ή «κανενός» (σχετική αυτονομία των συλλογικών δομών), και απολυτοποιούν η κάθε μια τη σχετική αλήθεια τους, δεν είναι σε θέση να εννοήσουν ότι δρουν σε ένα κόσμο στον οποίο υπάρχει νόμιμη θέση και για τις δύο. Διαχωρίζονται έτσι «κάθετα» και ρίχνει η μία στην άλλη τις ευθύνες για τη νεοελληνική αποτυχία.
Όμως το «εκτρωματικό» παρόν, που και οι δύο καταγγέλλουν, υπήρξε καρπός της δικής τους σχέσης, ενός μεταξύ τους «ιστορικού συμβιβασμού». Οι φορείς της ορθόδοξης παράδοσης αρκέστηκαν στη θρησκευτική εξουσία, με αντάλλαγμα την κρατικοποίησή τους. Η δυτική παράδοση αρκέστη-κε στην πολιτική κυριαρχία και την εκπαιδευτική ηγεμονία. Ήταν μια συνάρθρωση των ελληνικών παραδόσεων υπό την ηγεμονία της Δύσης. Ο «ελληνοχριστιανισμός», ως κοινωνικό κατεστημένο και ως πολιτιστικός τύπος, είναι βεβαίως άσχετος τόσο με την αυθεντική ορθοδοξία, όσο και με τον δυτικό ουμανισμό, άνθισε όμως κάτω από το σκήπτρο της δυτικής Προστασίας και δη της αγγλικής, με τοποτηρητή τη δυναστεία των Γλυξβούργων, και είχε την υποστήριξη των οπαδών τόσο της μιας όσο και της άλλης παράδοσης.
Η κάθε μια απολακτίζει σήμερα τον «ελληνοχριστιανικό» καρπό της ιστορικής σχέσης τους, ως αποκλειστικό τέκνο του άλλου, για να διαφύγει στον φαντασιώδη χώρο μιας «υπερεθνικής» ταυτότητας. Αλλά η «αποκλήρωση» του δύσμορφου «τέκνου» δεν απαντά στις προκλήσεις του επιτακτικού και επικίνδυνου παρόντος. Το ζητούμενο είναι μια σχέση μεταξύ των δύο παραδόσεων, βασισμένη ακριβώς στον μεταξύ τους διάλογο, διάλογο που πρέπει να έχει ως αντικείμενο την επιβίωση του ελληνισμού. Και ακριβώς η σχέση που θα προκύψει απ’ αυτό το διάλογο, στα πλαίσια της σημερινής κρίσης, θα είναι και το περιεχόμενο που θα πάρει η εθνική μας ταυτότητα στο εξής.
Στο θεμελιώδες ερώτημα «τι προσφέρουμε στον κόσμο;» οι απαντήσεις που δίνουν οι δύο παραδόσεις είναι οι ακόλουθες:
Η «ευρωπαϊκή» παράδοση: Έχουμε μια μοναδική φυσική και αρχαιολογική κληρονομιά, ανεκτίμητο μορφωτικό αγαθό για ολόκληρη την ανθρωπότητα. Θα προσφέρουμε λοιπόν τουρισμό υψηλού επιπέδου. Μας λείπουν «μόνο» το απαιτούμενο «ευρωπαϊκό» ήθος και το κατάλληλο κράτος. Αλλά αυτά θα μας τα φτιάξει η «Ευρώπη».
Η «ρωμανική» παράδοση: Έχουμε το ζωτικότερο πάντων, την εναλλακτική λύση στο αδιέξοδο του δυτικού πολιτισμού που οφείλεται στον οντολογικό του μηδενισμό. Η λύση αυτή βρίσκεται στον ορθόδοξο κοινοτισμό, τον ησυχασμό και τη θεολογία του. Είναι η ορθοδοξία, ως το ισχυρότερο «εμπόρευμα», κατά τη φρικτή, αλλά ποικιλοτρόπως σημαδιακή, διατύπωση του μακαρίτη πατριάρχη Δημητρίου στα Τρίκαλα.
Οι δύο αυτές απαντήσεις δεν είναι ανταγωνιστικές σε βαθμό «αλληλοαποκλεισμού», όπως θέλουν να τις βλέπουν. Απλώς είναι τόσο ανεπαρκείς που, αν και επισημαίνουν κάτι, δεν είναι σε θέση να το διατυπώσουν σε κατανοήσιμη και εφαρμόσιμη μορφή. Αποτελούν μια αφετηριακή σκέψη που πρέπει να αναπτυχθεί και να συγκεκριμενοποιηθεί.
Η συνέχιση της πόλωσης μεταξύ των δύο παραδόσεων οδηγεί στην τουρκοκρατία. Η τουρκοκρατία δεν είναι παρά υποπροϊόν της εσωτερικής αυτής πόλωσης του ελληνισμού. Βεβαίως το ξεπέρασμα της πόλωσης είναι εξαιρετικά δύσκολο, αν λάβουμε υπόψη ότι το ζητούμενο είναι να αναδείξουμε τις δικές μας διαχρονικές αξίες, αξίες που βρίσκονται στους αντίποδες του σημερινού δυτικού πολιτισμού.
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ
- ΒΙΝΤΕΟ – Η εξάντληση του Διαφωτισμού – Γ. Καραμπελιάς
- Κι εσύ κοιτάς τ’ αρχαία σου τα κάλλη… – Μ. Χαραλαμπίδης
- Ο Λόγος του Αλεξάντερ Σολζενίτσιν στο Harvard (8 Ιουνίου 1978)
- Αθηναϊσμός – Γ. Ρακκάς
- Περίγραμμα ενός αναδυόμενου κόσμου – Δ. Πεπόνης
- Δημήτριος Κυδώνης και Γεώργιος Γεμιστός: Δύο διαφορετικές προτάσεις για την επίτευξη του ίδιου στόχου – Χ. Μπαλόγλου