Γιάννης Χρονόπουλος
Η Δ’ Σταυροφορία υπήρξε ένα γεγονός μοναδικό στην ιστορία των Σταυροφοριών, το οποίο καταρράκωσε την ενότητα της Χριστιανικής Εκκλησίας και διεύρυνε το χάσμα ανάμεσα στην Ορθόδοξη και την Καθολική Εκκλησία, που είχε δημιουργηθεί μετά το σχίσμα του 1054 και το οποίο δεν έχει γεφυρωθεί ως σήμερα. Το έτος 1204 μπορεί να φαντάζει μακρινό σε πολλούς, όμως ο αντίκτυπος των γεγονότων εκείνων ακόμα ταλανίζει τις σχέσεις των δύο Εκκλησιών και προσδιορίζει αντιλήψεις και στερεότυπα. Σχεδόν οχτακόσια χρόνια μετά τη λεηλασία της Κωνσταντινούπολης από τους σταυροφόρους, ο Πάπας Ιωάννης Παύλος Β΄ ένιωσε την ανάγκη να ζητήσει επίσημα συγγνώμη από την Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία, κατά την επίσκεψη του στην Αθήνα το καλοκαίρι του 2001, για τη λεηλασία της Κωνσταντινούπολης και τις τρομερές βιαιότητες που διέπραξαν οι σταυροφόροι εναντίον της μεγαλύτερης και πιο εκλεπτυσμένης Χριστιανικής μητρόπολης του Μεσαίωνα και της καρδιάς της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.
Πως όμως εξελίχθηκε η τελευταία φάση της πολιορκίας και της επίθεσης στη Βυζαντινή πρωτεύουσα; Τι συνέβη όταν περιήλθε στα χέρια των Φράγκων; Πως περιέγραψαν τις δραματικές εκείνες μέρες οι αυτόπτες μάρτυρες;
Τον Μάρτιο του 1204, οι ηγέτες της Σταυροφορίας συνεδρίασαν για να αποφασίσουν πως θα διαμοιράσουν τα λάφυρα από την πιθανολογούμενη κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης. H πτώση της Κωνσταντινούπολης δεν θα σήμαινε μόνο την πτώση μίας μεγάλης πόλης αλλά και την κατάληψη της πρωτεύουσας της μεγαλύτερης χριστιανικής αυτοκρατορίας. Η συμφωνία στην οποία κατέληξαν έμεινε γνωστή ως το Σύμφωνο του Μαρτίου. Τα κύρια σημεία του συμφώνου ήταν τα ακόλουθα:
1. Όλα τα λάφυρα σε χρυσό, ασήμι, κοσμήματα και πολυτελή ιματισμό θα έπρεπε να συγκεντρωθούν σε ένα σημείο της πόλης.
2. Οι Ενετοί θα λάμβαναν τα ¾ των λαφύρων έως ότου καλυφθεί το χρηματικό ποσό που τους όφειλαν οι σταυροφόροι.
3. Το συμβούλιο που θα εξέλεγε τον πρώτο Λατίνο Αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης θα απαρτιζόταν από έξι Ενετούς και έξι Φράγκους. Η πλευρά, από την οποία δεν θα προερχόταν ο νέος αυτοκράτορας, είχε το δικαίωμα να ορίσει τον πρώτο Λατίνο Πατριάρχη της Κωνσταντινούπολης.
4. Όλοι θα έμεναν στην περιοχή ως τον Μάρτιο του 1205 ώστε να εδραιωθεί η κυριαρχία τους στη Βυζαντινή επικράτεια, διότι ήταν σίγουροι ότι οι Έλληνες δεν θα αποδέχονταν εύκολα την ξένη κυριαρχία.
5. Οι ηγέτες των Σταυροφόρων ορκίστηκαν ότι θα κατέβαλλαν κάθε προσπάθεια για να παρεμποδίσουν τους πολεμιστές τους από τη διάπραξη φόνων, βιασμών, ληστειών και κάθε είδους λεηλασιών.
Η ΤΕΛΙΚΗ ΕΠΙΘΕΣΗ ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΗΝ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ
Την αυγή της 9ης Απριλίου ο ενετικός στόλος προσέγγισε την παραθαλάσσια πλευρά των τειχών της Κωνσταντινούπολης και ξεκίνησε την επίθεση. Οι Ενετοί αποβιβάστηκαν σε μία στενή λωρίδα γης, κοντά στο τμήμα των τειχών που προστάτευε το Παλάτι των Βλαχερνών. Ένα σύννεφο από πέτρες και φλεγόμενα βέλη τους υποδέχτηκε. Οι υπερασπιστές αυτού του τμήματος στόχευαν και τα ενετικά πλοία αλλά ήταν δύσκολο να τα κάψουν, διότι οι Ενετοί τα είχαν καλύψει με δέρματα βουτηγμένα σε ξύδι.
Οι επιτιθέμενοι τοποθέτησαν σκάλες στους τοίχους και προσπάθησαν να σκαρφαλώσουν στα τείχη. Όμως οι Βυζαντινοί ήταν πανέτοιμοι και υπό την εμπνευσμένη ηγεσία του Αλέξιου Μουρτζουφλού τους απώθησαν πίσω στα καράβια τους, ενώ οι ιαχές θριάμβου των υπερασπιστών της πόλης σκορπούσαν κύματα ενθουσιασμού σε όλη την Κωνσταντινούπολη.
Η αποτυχία της επίθεσης προκάλεσε απογοήτευση και δυσαρέσκεια στις τάξεις των σταυροφόρων. Πολλοί απαίτησαν την άμεση αναχώρηση για την Ιερουσαλήμ. Όμως εκείνη την κρίσιμη στιγμή, οι επίσκοποι ανέλαβαν να ανυψώσουν το ηθικό των αποκαρδιωμένων στρατιωτών. Στις 11 Απριλίου, συγκέντρωσαν τα στρατεύματα και έβγαλαν πύρινους λόγους για να τονώσουν το μαχητικό τους πνεύμα και να δικαιολογήσουν τον σκοπό της επίθεσης στην Πόλη. Αποκάλεσαν τους Βυζαντινούς ”Έλληνες προδότες”, ”δολοφόνους του αυτοκράτορά τους”, ”χειρότερους από Εβραίους” και ”αιρετικούς”. Πρόσθεσαν ”ο Θεός δοκιμάζει την πίστη μας τώρα, αλλά η αποστολή μας έχει την έγκριση Του”.
Αυτή η ομιλία έδωσε κουράγιο στις καρδιές των σταυροφόρων. Όλοι συμμετείχαν στη Θεία Λειτουργία, και στα μυστήρια της εξομολόγησης και Θείας Κοινωνίας. Επιπρόσθετα, για να διασφαλιστεί η αγνότητα του πνεύματος των μαχητών, οι ιερείς διέταξαν την απομάκρυνση όλων των πόρνων από το στρατόπεδο.
Το επόμενο πρωί, οι σταυροφόροι εξαπέλυσαν νέα επίθεση από ξηρά και θάλασσα, αλλά οι Βυζαντινοί αντιστάθηκαν με απαράμιλλη αποφασιστικότητα, καθοδηγούμενοι από τον Αλέξιο Μουρτζουφλό. Όλα έδειχναν ότι και αυτή η επίθεση θα αποτύχαινε, αλλά το απόγευμα ο άνεμος άλλαξε κατεύθυνση. Πλέον φυσούσε από τα βόρεια, φέρνοντας τα ενετικά πλοία όλο και πιο κοντά στα τείχη. Δύο ενετικά πλοία, ο ”Παράδεισος” και η ”Προσκυνήτρια” προσέγγισαν τα τείχη και οι στρατιώτες, που επέβαιναν σε αυτά, έβαλαν σκάλες και σκαρφάλωσαν αποφασισμένοι να δώσουν ένα τέλος στην αντίσταση των Βυζαντινών. ”100 μάρκα για όποιον ανέβει πρώτος στα τείχη” ακούστηκε μια φωνή δίνοντας κουράγιο στους επιτιθέμενους.
Ο πρώτος στρατιώτης ήταν ένας Ενετός, ο οποίος πετσοκόπηκε αμέσως από τους Βαράγγους. Ο δεύτερος, ονόματι Αντρέ του Ντουρεμπουά, χτυπήθηκε αμείλικτα με σπαθιά και τσεκούρια και έπεσε στα γόνατα. Όμως η πανοπλία του άντεξε όλα τα χτυπήματα. Στάθηκε ξανά στα πόδια του και κραδαίνοντας το σπαθί του, όρμησε εναντίον των εμβρόντητων εχθρών του, που δεν μπορούσαν να πιστέψουν στα μάτια τους ότι ο αντίπαλός τους εξακολουθούσε να ζει, παρά τις αλλεπάλληλες επιθέσεις τους. Το ηθικό τους κατέπεσε τόσο πολύ ώστε εγκατέλειψαν τις θέσεις τους πανικόβλητοι. Οι σταυροφόροι δεν έχασαν καιρό και εκμεταλλεύτηκαν την ευκαιρία που τους παρουσιαζόταν. Πολλοί στρατιώτες όρμησαν, διεύρυναν την παρουσία τους πάνω στα τείχη της Κωνσταντινούπολης και κατέλαβαν έναν πύργο, καθοδηγούμενοι από τον Φράγκο ιππότη, Πιέρ Μπρασιέ.
Σε άλλο τμήμα των τειχών διαδραματίστηκε ένα από τα πιο δραματικά γεγονότα της Δ’ Σταυροφορίας. Ο Πιέρ της Αμιένης, ο Αλεόμ (ένας ιππότης – μοναχός και αδερφός του Ροβέρτου του Κλάρι, ο οποίος έγραψε ένα σπουδαίο χρονικό για την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους σταυροφόρους και συμμετείχε στην Δ’ Σταυροφορία) και άλλοι Φράγκοι στρατιώτες προσπάθησαν να εισέλθουν στον περίβολο των τειχών. Οι Βυζαντινοί αντιστέκονταν σθεναρά και κατάφεραν να τους απωθήσουν. Όταν είδε ο Αλεόμ ότι οι σταυροφόροι υποχωρούσαν, ύψωσε το σπαθί του και ετοιμάστηκε να εφορμήσει μόνος του εναντίον των αμυνομένων. Ο αδερφός του έπεσε στα πόδια του και τον τράβαγε απελπισμένος μακριά από την μάχη, αλλά ο Αλεόμ αγνόησε τις παρακλήσεις του αδερφού του και ξεχύθηκε εναντίον των εχθρών του αποφασισμένος για όλα. Μπροστά στην επίδειξη τέτοιας αποφασιστικότητας οι Βυζαντινοί στρατιώτες δείλιασαν και εγκατέλειψαν τις θέσεις τους. Μάταια ο Αλέξιος Μουρτζουφλός προσπαθούσε καλπάζοντας στους δρόμους της Κωνσταντινούπολης να τους συγκρατήσει. Σύντομα τα τείχη πλημμύρισαν από Φράγκους στρατιώτες, επιτρέποντας στον Ροβέρτο του Κλάρι να γράψει στο χρονικό του ”Η Πόλις επάρθη”.
Οι Φράγκοι σκότωσαν πολλούς Βυζαντινούς καθ’ οδόν προς το κέντρο της πόλης και το Παλάτι των Βλαχερνών. Αρχικά, οι σταυροφόροι ήταν προσεχτικοί και δεν προήλαυναν με γρήγορους ρυθμούς, φοβούμενοι βυζαντινή αντεπίθεση. Περιορίστηκαν στη λεηλασία και καταστροφή της περιοχής που είχαν υπό τον έλεγχό τους ως εκείνη τη στιγμή. Ο Βαλδουίνος της Φλάνδρας κατέλαβε την αυτοκρατορική σκηνή, ενώ ο αδερφός του Ερρίκος συγκέντρωσε μερικούς άντρες και κίνησε για το Παλάτι των Βλαχερνών.
Κατά τη διάρκεια της νύχτας, ξέσπασε πυρκαγιά κοντά στην περιοχή που ήταν υπό τον έλεγχο του Βονιφάτιου, μαρκήσιου του Μονφερά. Οι άντρες του πυρπόλησαν τα γειτονικά κτήρια για να δημιουργήσουν μία νεκρή ζώνη ανάμεσα σε αυτούς και τους αντιπάλους τους. Όμως οι φλόγες εξαπλώθηκαν γρήγορα στην υπόλοιπη πόλη: η Κωνσταντινούπολη καιγόταν για τρίτη φορά μέσα σε ένα χρόνο (είχαν προηγηθεί άλλες δύο πυρκαγιές κατά τη διάρκεια της πρώτης πολιορκίας και της παραμονής των Σταυροφόρων στην Κωνσταντινούπολη).
Ο Αλέξιος Μουρτζουφλός αντιλήφθηκε ότι όλα πλέον είχαν χαθεί. Διέφυγε από την πόλη δια θαλάσσης, παίρνοντας μαζί του την αυτοκράτειρα Ευφροσύνη, την σύζυγο του Αλέξιου Γ’ Άγγελου και τις κόρες της (υπήρχαν φήμες ότι διατηρούσε σχέσεις με μία από αυτές, την Ευδοκία). Όταν έγινε γνωστό ότι ο αυτοκράτορας εγκατέλειψε την πόλη, η αριστοκρατία της Κωνσταντινούπολης συνεδρίασε για να εκλέξει νέο αυτοκράτορα για να συνεχίσει τον αγώνα. Δύο ήταν οι υποψήφιοι – ο Κωνσταντίνος Δούκας και ο Κωνσταντίνος Λάσκαρης – και οι δύο, άνδρες γενναίοι και ικανοί. Για να αποφευχθούν διαμάχες, έγινε κλήρωση από την οποία νικητής βγήκε ο Κωνσταντίνος Λάσκαρης. Ο νέος αυτοκράτορας αντιλήφθηκε ότι ο στρατός του είχε χάσει κάθε διάθεση για αντίσταση και εγκατέλειψε με τη σειρά του την Κωνσταντινούπολη. Κατόπιν, αποτέλεσε έναν από τους επιφανέστερους ηγέτες της βυζαντινής αντίστασης και των προσπαθειών για την απελευθέρωση της Κωνσταντινούπολης από τη φράγκικη κατοχή.
Όσοι απέμειναν στην πόλη κατάλαβαν ότι είχε χαθεί κάθε ελπίδα και ότι βρίσκονταν στο έλεος των εχθρών τους. Ελπίζοντας να συγκινήσουν τους ηγέτες της Σταυροφορίας, οι Ορθόδοξοι επίσκοποι βάδισαν προς το μέρος τους, κρατώντας εικόνες του Χριστού, της Παναγίας και άλλων αγίων καθώς και κειμήλια της Χριστιανοσύνης. Αλλά οι επικλήσεις τους απέβησαν μάταιες.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1) A. J. Andrea: CONTEMPORARY SOURCES FOR THE FOURTH CRUSADE, Brill, Leiden, 2000.
2) M. Angold: THE FOURTH CRUSADE: EVENT AND CONTEXT, Longman, Harlow, 2003.
3) W.B. Bartlett: AN UNGODLY WAR: THE SACK OF CONSTANTINOPLE & THE FOURTH CRUSADE, Sutton, Stroud, 2000.
4) N. Choniates: O CITY OF BYZANTIUM: ANNALS OF NIKETAS CHONIATES, ed. by H. J. Margoulias, Wayne State University Press, Detroit, 1984.
5) R. Clari: THE CONQUEST OF CONSTANTINOPLE, University of Toronto Press, Toronto, 1996.
6) U. Eco: BAUDOLINO, Secker and Warburg, London, 2002.
7) T. E. Gregory: A HISTORY OF BYZANTIUM, Blackwell Pub., Malden, 2005.
8) J. Godfrey: 1204, THE UNHOLY CRUSADE, Oxford University Press, Oxford, 1980.
9) J. Harris: BYZANTIUM AND THE CRUSADES, Hambledon and London, London, 2003.
10) A. Maalouf: ΟΙ ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΙΕΣ ΑΠΟ ΤΗ ΣΚΟΠΙΑ ΤΩΝ ΑΡΑΒΩΝ, Λιβάνης, Αθήνα, 1983.
11) J. J. Norwich: BYZANTIUM – THE DECLINE AND FALL, Penguin, London, 1996.
12) N. Oikonomides: BYZANTIUM FROM THE NINTH CENTURY TO THE FOURTH CENTURY: STUDIES, TEXTS, MONUMENTS, Variorum, Croft Road, Hants, 1992.
13) G. Pairis: THE CAPTURE OF CONSTANTINOPLE: THE ”HYSTORIA CONSTANTINOPOLITANA”, Univeristy of Pennsylvania Press, Philadelphia,1997.
14) R. Payne: THE CRUSADES: Wordsworth Editions, Hertfordshire, 1998.
15) E. Pears: THE FALL OF CONSTANTINOPLE: BEING THE STORY OF THE FOURTH CRUSADE (1885), Kessinger Publishing, Montana, 2008.
16) J. Phillips: THE FOURTH CRUSADE AND THE SACK OF CONSTANTINOPLE, Penguin, London, 1204.
17) D. E. Queller: THE FOURTH CRUSADE: THE CONQUEST OF CONSTANTINOPLE, Univeristy of Pennsylvania Press, Philadelphia,1997.
18) S. Runciman: A HISTORY OF THE CRUSADES: VOLUME 3, The KINGDOM OF ACRE AND THE LATER CRUSADES, Cambridge University Press 1954, Cambridge, 1994.
19) S. Runciman: THE EASTENR SCHISM: A STUDY OF THE PAPACY AND THE EASTERN CHURCHES DURING THE XIth AND XIIth CENTURIES, Wipf & Stock, Eugene, Oregon, 2005.
20) Joinville and G. Villehadrouin: CHRONICLES OF THE CRUSADES, Penguin, Middlessex, 1976