Δημήτρης Θαλασσινός
ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ
Το πρόσωπο του Κωνσταντίνου προκάλεσε, από την ώρα που απεβίωσε, αντικρουόμενες εκτιμήσεις. Αποτέλεσε το έναυσμα για εκούσιους και μη αναχρονισμούς, καθώς και για πολλούς λογοτεχνικούς μύθους, που είτε κηλίδωναν, είτε εκθείαζαν τη μνήμη του.
Αντικρουόμενες απόψεις
Συγκρατημένοι έπαινοι των Πατέρων της Εκκλησίας. Μετά το θάνατο του Κωνσταντίνου και πριν από το 340, δημοσιεύτηκε ο Βίος του Κωνσταντίνου του Ευσέβιου της Καισαρείας. Το κείμενο αυτό είναι πολλά περισσότερα από μια απλή βιογραφία: περιλαμβάνει αγιογραφικά στοιχεία και αναμορφώνει a posteriori τη βιογραφία του Κωνσταντίνου. Ο πρίγκιπας παρουσιάζεται κατά κάποιον τρόπο υπέρ-εκχριστιανο-ποιημένος από το 312 κιόλας και ανυψωμένος σε «ολόλαμπρο πυρσό», που φανέρωσε ο Θεός στους ανθρώπους. Είναι ωστόσο αξιοσημείωτο ότι τα εγκώμια των Πατέρων της Εκκλησίας του 4ου και 5ου αιώνα προς τον πρώτο χριστιανό αυτοκράτορα υστερούν σε σχέση με αυτά του Θεοδοσίου. Στο Χρονικό του, ο Ιερώνυμος του καταλογίζει την ευθύνη για την αρειανή διαμάχη, εξαιτίας της βάπτισής του. Με άλλα λόγια, ο πρίγκιπας που επέβαλε τον καθολικισμό ως επίσημη θρησκεία κατά την περίοδο 380-392, φαίνεται να αξίζει περισσότερο τα εγκώμια απ’ ό,τι ο Κωνσταντίνος.
Οι αιχμές του Ιουλιανού
Ο Ιουλιανός, αυτοκράτορας από το 361 έως το 363, δεν έτρεφε αισθήματα συμπαθείας για τον θείο του. Στα γραπτά του συναντάμε μια ανηλεή περιφρόνηση, ενώ ο πρίγκιπας-υπόδειγμα κατ’ αυτόν είναι ο Μάρκος Αυρήλιος. Πλάθει την εικόνα ενός πρίγκιπα απασχολημένου με τον καλλωπισμό και την κόμμωσή του. Του καταλογίζει έλλειψη ενδιαφέροντος για τον πόλεμο και τον γελοιογραφεί ως μάγειρα, τραπεζίτη και καμαριέρη.
Η μεροληπτικότητα του Ιουλιανού είναι ολοφάνερη. Δεν συμπαθούσε τον ξάδελφό του, Κωνστάντιο. Υπήρχαν υποψίες ότι ο τελευταίος είχε υποθάλψει τη δολοφονία του πατέρα του, Ιουλίου Κωνστάντιου και είχε εκτελέσει τον αδελφό του, Γάλλο. Από την άλλη, ο γιος του Κωνσταντίνου τον είχε γαλουχήσει με μια σκληρή χριστιανική ανατροφή με στενή επιτήρηση.
Ο Ιουλιανός ήταν επτά ετών όταν πέθανε ο Κωνσταντίνος, το 337. Όσα γνώριζε για εκείνον ήταν προϊόντα διαδόσεων και αναγνώσματα. Οι κριτικές του είναι υπό τη μορφή εκδικητικών επιγραμμάτων.
Το κατηγορητήριο του Ζωσίμου
Στην Κωνσταντινούπολη, στα τέλη του 5ου αιώνα, ένας φορολογικός δικηγόρος, ο Ζώσιμος, δημοσίευσε τη Νέα Ιστορία. Αφηγείται στα ελληνικά την ιστορία της ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας από την εποχή του Αυγούστου έως το 410. Στα κείμενα που είναι αφιερωμένα στη βασιλεία του Κωνσταντίνου, ο Ζώσιμος τον κατηγορεί ότι επέσπευσε την παρακμή της Ρώμης και ότι δημιούργησε ένα σκοτεινό θρύλο γύρω από το όνομά του.
Συνδέει τον εκχριστιανισμό του με το αίσθημα ενοχής μετά τη δολοφονία του Κρίσπου. Δεν φείδεται κατηγοριών για την εγκατάλειψη των παραδόσεων, όπως οι εκατονταετείς Αγώνες ή η άνοδος στο Καπιτώλιο μετά από τη νίκη του. Τον κατηγορεί ότι άδειασε τα δημόσια ταμεία και καταλογίζει στη στρατιωτική του μεταρρύθμιση τις μετέπειτα συμφορές της ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Τον κατηγορεί ακόμα ότι ξεγύμνωσε τα σύνορα και κατέστρεψε τις ενδότερες πόλεις, με την εγκατάσταση φρουρών που ζούσαν εις βάρος τους.
Κωνσταντίνεια ζητήματα
Η ημερομηνία εκχριστιανισμού
Ο Κωνσταντίνος βαπτίστηκε το 337, στην επιθανάτια κλίνη του, από τον Ευσέβιο της Νικομήδειας. Δεν θα πρέπει να υπάρχει σύγχυση ανάμεσα στην ημερομηνία βάπτισης και προσηλυτισμού του. Στις χριστιανικές Εκκλησίες του 4ου αιώνα, οι βαπτισμένοι αποτελούσαν ένα μόνο μέρος των πιστών. Ασπασμός του χριστιανισμού ισοδυναμούσε με δημόσια ομολογία πίστης. Το μεταγενέστερο στάδιο αφορούσε την προετοιμασία για το βάπτισμα, μέσω μιας εκπαίδευσης, που περιελάμβανε και μια δοκιμασία. Δεν συνηθιζόταν λοιπόν να βαπτίζονται τα νεογέννητα, αλλά οι ενήλικες, οι οποίοι είχαν ομολογήσει την πίστη τους και αποδείξει την επιθυμία τους να φτάσουν μέχρι τη βάπτιση. Από το 312 μέχρι την ημερομηνία θανάτου του, ο Κωνσταντίνος υπήρξε επομένως κατηχούμενος, δηλαδή χριστιανός εν αναμονή του βαπτίσματος. Και έλαβε τελικά αρειανό βάπτισμα, από τον άνθρωπο που ο ίδιος είχε εξορίσει μετά τη λήξη της συνόδου της Νίκαιας.
Το «κωνσταντίνειο ζήτημα»
Ο εκχριστιανισμός του Κωνσταντίνου προκάλεσε μια σειρά αντιπαραθέσεων ανάμεσα στους ιστορικούς, σε σημείο που το «κωνσταντίνειο ζήτημα» (die Konstantinische Frage των Γερμανών) έγινε το μείζον ιστοριογραφικό πρόβλημα της εποχής. Έφτασε σε σημείο μάλιστα να καλύψει άλλα σημαντικά προβλήματα.
Τα στάδια της διαμάχης ήσαν περιγραμματικά τα ακόλουθα:
– Ο Κωνσταντίνος δεν υπήρξε ποτέ χριστιανός (Α. Γκ., 1930).
Ο Ανρί Γκρεγκουάρ υποστηρίζει την πιο ακραία υπόθεση. Κατ’ αυτόν, η αλλαγή θρησκεύματος του Κωνσταντίνου ήταν μονάχα φαινομενική και το προσωπείο αυτό δεν ήταν παρά ένας ξεκάθαρος κερδοσκοπικός πολιτικός υπολογισμός.
– Ο Κωνσταντίνος ήταν χριστιανός από την παιδική του ηλικία (H. Lietzmann, 1941• T. G. Elliott, 1996).
Ο Lietzmann εκφράζει την υπόθεση ότι στην οικογένεια του Κωνσταντίνου ήταν χριστιανοί, προβάλλοντας το επιχείρημα ότι είχε μια αδελφή με το όνομα Αναστασία (Ανάσταση, στα ελληνικά). Μπορεί κανείς να προσθέσει και το κείμενο, όπου ο Αυρήλιος Βίκτωρ λέει ότι ο Γαλέριος κράτησε τον Κωνσταντίνο κοντά του για θρησκευτικούς λόγους: χριστιανός όμηρος ενός αντιχριστιανού αυτοκράτορα; Είναι πραγματικά δύσκολο να συνδυαστεί αυτή η υπόθεση με τα γεγονότα του 306-312. Αν και έξυπνο και συχνά δελεαστικό, το πρόσφατο διάβημα του Τ. G. Elliott δεν είναι λιγότερο αμφισβητήσιμο: δεν λαμβάνει υπόψη του όλες τις πηγές.
– Η υπόθεση του συγκρητισμού (A. Πιγκανιόλ, 1947).
Για τον Πιγκανιόλ, ο Κωνσταντίνος είχε πραγματοποιήσει ένα συγκρητισμό ανάμεσα στη νεοπλατωνική ηλιακή φιλοσοφία και το χριστιανισμό.
– Αλλαγή θρησκεύματος από το 312 (J. Vogt, 1949 και J.-R. Palanque, 1952).
Η υπόθεση αυτή επιβεβαιώνει τις αφηγήσεις του Λακταντίσυ και του Ευσεβίου, οι οποίοι συνδέουν τον ολικό προσηλυτισμό του Κωνσταντίνου με τη νίκη του επί του Μαξεντίου.
– Αλλαγή θρησκεύματος από το 312 έως το 324 (Α. Alföldi, 1948• W. Seston, 1955 και J. Vogt, 1955).
H υπόθεση ενός προσηλυτισμού, που επιβεβαιώθηκε σταδιακά κατά την επόμενη δωδεκαετία, είναι σήμερα η επικρατέστερη.
Είναι πράγματι άξιο απορίας εάν ο προσηλυτισμός του 312 και οι επιλογές που επακολούθησαν τα επόμενα χρόνια ήταν αποτέλεσμα πολιτικής σκοπιμότητας ή ειλικρινής θρησκευτικός ταυτισμός. Γιατί όμως να θέσουμε αυτό το δίλημμα; Μπορούμε να πούμε ότι ο Κωνσταντίνος είχε μια οξυδέρκεια σχετικά με τις πολιτικές εξελίξεις που θα απέρρεαν από τον προσηλυτισμό του• χωρίς να συμπεράνουμε ότι δεν ήταν ειλικρινής. Σύμφωνα με τον Ζώσιμο, ο Κωνσταντίνος στράφηκε προς το χριστιανισμό μετά τη δολοφονία του Κρίσπου και της Φαύστας (326), γιατί η θρησκεία αυτή έσβηνε τις κακές πράξεις. Πολλά στοιχεία μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι ο προσηλυτισμός είχε γίνει νωρίτερα. Να υποθέσουμε τότε ότι αποφάσισε να ακολουθήσει δυναμικά μια θρησκεία που τον απάλλασσε από τις εκτελέσεις που είχε διατάξει; Είναι πιθανό.
Τα στοιχεία που έχουμε στη διάθεσή μας επιτρέπουν να υποστηρίξουμε ότι ο Κωνσταντίνος ασπάστηκε ειλικρινά το χριστιανισμό από το 312, διατηρώντας παράλληλα δεσμούς με την ηλιακή λατρεία και το νεο-πλατωνισμό, τους οποίους έκοψε στη συνέχεια σταδιακά.
Από το χριστόγραμμα στο labarum (λάβαρο)
Από τις διηγήσεις του Λακταντίου και Ευσεβίου, έχουν γίνει πολλές επικρίσεις σχετικά με το σημάδι του οράματος του Κωνσταντίνου. Ήταν άραγε ένας αιγυπτιακός σταυρός; Ο Λακτάντιος περιγράφει ένα μονόγραμμα. Ο Μαρρού συμφωνεί μαζί του. Επρόκειτο μήπως για ένα Χ (χι) και ένα Ρ (ρο) συμπεπλεγμένα, που αντιπροσώπευαν τα δύο πρώτα γράμματα του ονόματος του Χριστού; Με άλλα λόγια ένα χριστόγραμμα. Ή πρόκειται, όπως δηλώνουν κάποιοι άλλοι, για ηλιακό σύμβολο;
Οι πρώτες απεικονίσεις του χριστογράμματος πάνω στα νομίσματα -που ήταν εντούτοις ολιγάριθμες- χρονολογούνται στα τέλη του 312. Το σύμβολο εμφανίστηκε λίγο αργότερα στο κράνος του Κωνσταντίνου. Οι αναπαραστάσεις αυξήθηκαν από το 315 και μετά, ημερομηνία εορτασμού της δεκαετούς επετείου βασιλείας και των θριάμβων του. Εξαπλώθηκαν στη συνέχεια παράλληλα με την πορεία του Κωνσταντίνου: το 317 στα νομίσματα της σημερινής Σισάκ, το 325-326 σε αυτά της Κωνσταντινούπολης.
Το θέμα είναι να μάθουμε εάν μπορεί να θεωρηθεί η αναπαράσταση του χριστογράμματος ως απόδειξη του προσηλυτισμού του Κωνσταντίνου στο χριστιανισμό. Δεν θα μπορούσε να είναι απλά η υιοθέτηση ενός νικηφόρου και ήδη γνώριμου signum; Ανάμεσα στο 312 και 315, είναι πολύ πιθανό. Προφανώς, το 312, ο Κωνσταντίνος δεν ασπάστηκε τη θρησκεία για τις δογματικές της θέσεις. Προσκολλήθηκε στη θεότητα που του έδωσε τη νίκη, για να μάθει αργότερα και σταδιακά τη θεολογία της. Με άλλα λόγια, ο προσηλυτισμός του Κωνσταντίνου ήταν διπλός: ένας άμεσος τυπικός προσηλυτισμός, το 312, που προηγήθηκε του διανοητικού και πνευματικού προσηλυτισμού, ο οποίος επιτεύχθηκε με την πάροδο των χρόνων.
Το λάβαρο είναι μια σταυροειδής σημαία του ιππικού, που έφερε το σύμβολο του χριστογράμματος και ένα ύφασμα με το αυτοκρατορικό έμβλημα. Απεικονίστηκε για πρώτη φορά σε νομίσματα της περιόδου 327-328, να τρυπά ένα φίδι και η πρώτη αναφορά με το όνομα λάβαρο χρονολογείται από τη δεκαετία του 360. Παρά τον ισχυρισμό του Ευσεβίου, ο οποίος τοποθετεί την κατασκευή του στο 312, η καθιέρωσή του στο στρατό έγινε αργότερα, ίσως και μετά τη βασιλεία του Κωνσταντίνου. Ο Ευσέβιος το περιγράφει όπως το είχε παραγγείλει ο Κωνσταντίνος στους χρυσοχόους, ένα υψηλό και περίχρυσο δόρυ με ένα κέρας που στην άκρη του υπήρχε ένας στέφανος χρυσός και λιθοκόλλητος. Μέσα στον κύκλο του στεφάνου υπήρχαν τα δύο πρώτα ελληνικά γράμματα του ονόματος του Χριστού (Χ και Ρ). Από το κέρας κρεμόταν ένα χρυσοϋφαντο ύφασμα, διακοσμημένο με πολύτιμους λίθους, πάνω στο οποίο ήταν ζωγραφισμένο το «τρόπαιο του Σταυρού» και στις άκρες, οι χρυσοϋφαντες προτομές των αυτοκρατόρων.
Tι είδους χριστιανισμός;
Ο Κωνσταντίνος φημίζεται για τη σύγκληση της συνόδου της Νίκαιας, η οποία έθεσε τους πρώτους κανόνες του τριαδικού καθολικού δόγματος. Τα τελευταία δώδεκα χρόνια ηγεμονίας του όμως μαρτυρούν μια βέβαιη επιρροή των επισκόπων του αρειανισμού στον αυτοκράτορα.
Ήταν ο Κωνσταντίνος αρειανός αυτοκράτορας; Μπορούμε να πούμε επίσης ότι μετά το 331, έδειχνε ξεκάθαρη εύνοια για τους υποστηρικτές του αρειανισμού.
Αλήθεια είναι ότι το δόγμα του αρειανισμού ενθάρρυνε την αντίληψη του περί μοναρχικής ηγεμονίας. Μέσα στην Τριάδα, οι αρειανοί θεωρούσαν τον γιο γέννημα του Πατρός, που ήταν ο μόνος άπλαστος. Υπήρχε μια εποχή, έλεγαν, που ο Πατέρας δεν ήταν ακόμη πατέρας. Ήταν δελεαστικό για τον Κωνσταντίνο να το παρομοιάσει με τη δύναμη τη δική του και των γιων του, που είχαν χριστεί Καίσαρες ο ένας μετά τον άλλο. Είδαμε ήδη ότι ένα χρυσό μενταγιόν τον απεικονίζει να κάθεται μεγαλοπρεπώς, περιστοιχισμένος από τους δύο όρθιους γιους του. Μπορούμε ίσως να παρομοιάσουμε αυτή την απεικόνιση των Καισάρων που περιστοιχίζουν τον Αύγουστο, με τον γιο και Άγιο Πνεύμα στα δεξιά και στα αριστερά του Πατρός.
Αν και ο Κωνσταντίνος υπήρξε ειλικρινής χριστιανός, φαίνεται ότι αργότερα, η ροπή του προς τον αρειανισμό -θα ήταν υπερβολικό να μιλήσουμε για προσχώρηση- συμβάδιζε με τις πολιτικές του βλέψεις. Το δόγμα του αρειανισμού τον εξυπηρετούσε. Η σύζευξη των δύο ιδεολογιών σε μία σχετική με την αυτοκρατορική δύναμη αποτέλεσε, στα τέλη της βασιλείας, το έργο του Ευσεβίου της Καισαρείας στον Τριακονταετή Λόγο.
Ας μην ξεχνάμε ότι ο Κωνσταντίνος αυτοαποκαλούνταν, από το 310 έως το 324, «σύντροφος του ανίκητου Ηλίου». Επίσης, η περιγραφή του Σωζομενού για τη σύνοδο της Νίκαιας παρουσιάζει τον Κωνσταντίνο ως ένθερμο υποστηρικτή της ενότητας. Ίσως η λογική ιεραρχικοποίηση που ορίζει ο αρειανισμός μέσα στην Τριάδα, να του επέτρεψε να βρει τη συνοχή με τη Μονάδα, με την οποία ήταν σε μεγάλο βαθμό ταυτισμένος.
Ο μύθος μιας δεύτερης χριστιανικής Ρώμης
Όταν ο Κωνσταντίνος αποφάσισε να ιδρύσει μια νέα πόλη στην τοποθεσία της παλαιάς ελληνικής πόλης του Βυζαντίου, τα δεδομένα της πολιτικής κατάστασης είχαν αλλάξει. Στην πραγματικότητα, μετά από σαράντα χρόνια συλλογικής εξουσίας -δυαρχία και τετραρχία- η ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ανασυνδεόταν με τη μονοκέφαλη μοναρχία. Επιπλέον, η νίκη του Κωνσταντίνου επί του Λικινίου ήταν η νίκη του αυτοκράτορα της Δύσης επί αυτού της Ανατολής.
Από το 306 έως το 324 ο Κωνσταντίνος είχε μείνει σε πολλές πόλεις: Τρεβήροι, Αρλ, Μιλάνο, Σίρμιο, Σαρδική και Θεσσαλονίκη. Οι βραχύβιες διαμονές του στη Ρώμη το 312 και 315, δήλωναν με εύγλωττο τρόπο ότι δεν επιθυμούσε να μείνει εκεί μόνιμα. Το 321, ο Ναζάριος λυπόταν γι’ αυτό και εξέφραζε τον ευσεβή πόθο της επιστροφής του στον Παλατίνο. Χωρίς να είναι πραγματικά ένας πρίγκιπας νομάς, ο Κωνσταντίνος αναζητούσε την κατοικία του. Η αποφασιστική του νίκη επί του Λικινίου του επέτρεψε να συνειδητοποιήσει τα στρατηγικά πλεονεκτήματα του Βυζαντίου, πραγματικό σταυροδρόμι ανάμεσα σε Δύση και Ανατολή και προικισμένο, χάρη στο Χρυσό Κέρας, με ένα περίφημο φυσικό λιμένα.
Ο Γκίλμπερτ Ντάγκρον το είχε αποδείξει με εύγλωττο τρόπο: ο Κωνσταντίνος δεν προσπάθησε να αντικαταστήσει την παλιά Ρώμη με μια άλλη. Ήθελε να τη συμπληρώσει με μια γεωγραφική τοποθεσία, που να εξυπηρετεί καλύτερα τους σημαντικότατους εμπορικούς δρόμους και τις απαιτήσεις της υπεράσπισης του Δούναβη. Αυτό που επιθυμούσε, γράφει, ήταν «μια πιο στενή επανασύνδεση ανάμεσα σε Ανατολή και Δύση».
Η Ρώμη αναπαράχθηκε στο Βόσπορο. Ο Κωνσταντίνος είδε εκεί επτά μεγάλους λόφους, χώρισε το έδαφος της νέας πόλης σε 14 περιοχές, της παραχώρησε το προνόμιο του ius italicum. Για να προσελκύσει εύπορους κατοίκους, χορήγησε σιτηρά στους κατόχους καινούριων κτιρίων και χρησιμοποίησε ως παράδειγμα την Πόλη για τη διοίκηση. Κατά τη διάρκεια της μεγαλοπρεπούς τελετής των εγκαινίων, στις 11 Μαΐου 330, η Τύχη της Ρώμης τοποθετήθηκε στην αγορά του Κωνσταντίνου. Ωστόσο, πολλά στοιχεία δείχνουν ότι ο Κωνσταντίνος δεν επιθυμούσε να κάνει την Κωνσταντινούπολη αντίγραφο της Ρώμης. Η κυβέρνηση της πόλης δεν ανατέθηκε σε έναν έπαρχο της πόλης, αλλά σε έναν ανθύπατο. Η βουλή ονομάστηκε Σύγκλητος, αλλά είχε λιγότερα μέλη από τη ρωμαϊκή• επιπλέον, τα μέλη της έλαβαν τον τίτλο του clari, ενώ τα μέλη της ρωμαϊκής συγκλήτου ήταν clarissimi.
Η ίδρυση της Κωνσταντινούπολης υλοποίησε λοιπόν την επανένωση Δύσης και Ανατολής. Επικύρωσε το μύθο της Ρώμης, αλλά έδειξε παράλληλα ότι η Ρώμη είχε γίνει μια απόκεντρη πρωτεύουσα μέσα στην Αυτοκρατορία:
τόσο σε σχέση με τα ευάλωτα σύνορα, όσο και σε σχέση με τη μεγάλη εμπορική οδό που ένωνε τη Μικρά Ασία με το Μιλάνο και τους Τρεβήρους. Αποτέλεσε όμως πολιτιστικό συνδετικό κρίκο ανάμεσα στην ελληνόφωνη Ανατολή και τη λατινόφωνη Δύση; Το Βυζάντιο είχε σαφώς ελληνικές πολιτιστικές επιρροές και η ίδρυση της Κωνσταντινούπολης στη θέση του έκανε και αυτή μια πρωτεύουσα απόκεντρη. Όχι όσο η Ρώμη βέβαια, αλλά όντως απόκεντρη. Τα ρωμαϊκά χαρακτηριστικά που της δόθηκαν ήταν μοσχεύματα, όπως και η χρήση των λατινικών από τη διοίκηση του παλατιού. Αποτέλεσε ένα είδος προμαχώνα του λατινισμού στον ελλαδικό χώρο, απ’ όπου εξαπλώθηκε στη συνέχεια, κατά τη διάρκεια του 4ου αιώνα, μόνο, ένα νέο κύμα λατινοποίησης της Ανατολής.
ΕΠΙΜΕΤΡΟ
Από την ειδωλολατρεία στον Χριστιανισμό
Στην εξέλιξη της παγκόσμιας ιστορίας δύο κυρίως άνδρες κατόρθωσαν με την δράση τους να ανοίξουν νέες μεγάλες λεωφόρους στον πολιτισμό της ανθρωπότητας και να δώσουν νέα μορφή στον κόσμο, ο Μέγας Αλέξανδρος και ο Μέγας Κωνσταντίνος.
Συνδέονται και οι δύο με μεγάλες τύχες του Ελληνισμού. Ο Μέγας Αλέξανδρος με τις κατακτήσεις του έκανε παγκόσμιο τον αρχαίο Ελληνικό πολιτισμό και «παρασκεύασε» την μεγάλη Ελληνιστική περίοδο, κινείται όμως ακόμη μέσα στον κύκλο του αρχαίου κόσμου.
Ο Μέγας Κωνσταντίνος είναι ο ένδοξος πρωταγωνιστής, ο οποίος κατέλυσε τον αρχαίο ειδωλολατρικό κόσμο και έβαλε τα θεμέλια ενός νέου κόσμου και νέου πολιτισμού.
Τα αποτελέσματα του έργου του Μεγάλου Κωνσταντίνου υφίστανται ακόμα. Του μεγάλου ιστορικού δράματος, το οποίο εξελίχθη κατά τον 4ον αιώνα και του οποίου πρωταγωνιστής είναι ο Μέγας Κωνσταντίνος η υψηλή κάθαρση υπήρξε η κατακρήμνιση των ειδώλων και ο θρίαμβος της Εκκλησίας.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
• ANDRE PIGANIOL, L’ EMPEREUR CONSTANTIN, 1932.
• V.SCHULTZE, GESCHICHTE DES UNTERGANGS DES GRIECHISCHROEMISCHEN HEIDENTUMS, TΟΜΟΣ 2, 1887 & 1892.
• G. BOISSIER, LA FIN DU PAGANISME, 1891.
• GEFFCKEN, DER AUSGANG DES GRIECHISCH- ROEMISCHEN HEIDENTUMS, 1920.
• GEFFCKEN, DAS CHRISTENTUM, 1920.
• J. BURCKHARDT, DIE ZEIT KONSTANTINS DES GROSSEN, 1853, B΄ EKΔΟΣΗ 1880.
• ERNST STEIN, GESCHICHTE DES SPAETROEMISCHEN REICHES, TΟΜΟΣ I.,1928.
• J. MAURICE, CONSTANTIN LE GRAND & PONGINE DE LA CIVILISATION CHRÉTIENNE.
• F. W. UNGER, DIE BAUKUNST KONSTANTIN DES GROSSEN, 1866.
• W. SCHULTZE, KONSTANTINOPEL (324-450), 1913.
• H.G. BECK, H BYZANTINH XIΛIETIA, EKΔΟΣΕΙΣ MIET, AΘHNA 1990.
• G. DAGRON, H ΓENNHΣH MIAΣ ΠΡΩTEYOYΣΑΣ: H KΩNΣTANTINOYΠΟΛΗ KAI OI ΘEΣMOI THΣ AΠO TO 330 ΩΣ TO 451, EKΔΟΣΕΙΣ MIET, AΘHNA 2000.
• G. FLOROVSKY, XPIΣTIANIΣMOΣ KAI ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ, EKΔΟΣΕΙΣ ΠOYPNAPAΣ, ΘΕΣΣΑΛONIKH 2000.
• A. GUILLIOU, O BYZANTINOΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ, EKΔΟΣΕΙΣ EΛΛHNIKA ΓPAMMATA, ΑΘHNA 1998.
• C. MANGO, BYZANTIO: H AYTOKPATOPIA THΣ NEAΣ PΩΜΗΣ, EKΔΟΣΕΙΣ MIET, AΘHNA 1998.
• G. ΟSTRΟGΟRSKY, ΙΣΤΟΡΙΑ TOY ΒYZANTINOY KPATΟΥΣ, ΤΟΜΟΣ Α΄, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΟΣ, ΑΘΗΝΑ 1978.
• R. TOMLINSON, FROM MYCENAE TO CONSTANTINOPLE, LONDON, NEW YORK 1992.
• Δ.Α. ΖΑΚΥΘΗΝΟΣ, ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ 324-1071, 2Η ΕΚΔΟΣΗ, ΑΘΗΝΑ 1977.
• ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ, ΤΟΜΟΣ Ζ΄, ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ – ΠΡΩΤΟΒΥΖΑΝΤΙΝΟΙ ΧΡΟΝΟΙ, Ε.Ε/ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΑΘΗΝΩΝ, ΑΘΗΝΑ 1978.
• Ι.Ε. ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ, ΙΣΤΟΡΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ, ΤΟΜΟΣ Α΄, ΙΣΤΟΡΙΑ ΠΡΩΙΜΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΠΕΡΙΟΔΟΥ (324-565), (ΑΝΑΤ. Β΄), ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΒΑΝΙΑΣ, ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 1988.
• Φ. ΚΟΥΚΟΥΛΕΣ,, ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ, ΤΟΜΟΙ 1-6, ΑΘΗΝΑΙ 1948-1955.
• Α.Γ.Κ. ΣΑΒΒΙΔΗΣ, ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ ΜΕ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΙΣ ΠΗΓΕΣ, ΤΟΜΟΣ Α΄ 248-717 Μ.Χ., 3Η ΕΚΔΟΣΗ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΑΤΑΚΗΣ, ΑΘΗΝΑ 2001.
• ΑΙ. ΧΡΙΣΤΟΦΙΛΟΠΟΥΛΟΥ, ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ, ΤΟΜΟΣ Α΄ 324-610, 2Η ΕΚΔΟΣΗ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΒΑΝΙΑΣ, ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 1992 & ΤΟΜΟΣ Β΄ 1610-867, 2Η ΕΚΔΟΣΗ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΒΑΝΙΑΣ, ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 1993.
• ΑΔ. ΑΔΑΜΑΝΤΙΟΥ, ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ, ΑΘΗΝΑΙ 1923.
• ΤΗΕ CAMBRIDGE MEDIEVAL HISTORY IV, ΤΗΕ ΒΥΖΑΝΤΙΝΕ ΕΜΡΙRΕ, ΤΟΜΟΙ Ι-ΙI, CAMBRIDGE 1966 – 1967.
• Α.Η.Μ. JOΝΕ5, ΤΗΕ LATER RΟΜΑΝ ΕΜΡΙRΕ 284 – 602, Α SOCIAL ΕCΟΝΟΜΙC ΑΝD ADMINISTRATIVE SURVEY, TOMOI Ι-III. OXFORD 1964.
• Ι. ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ, Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΑΠΟ ΤΑΣ ΠΗΓΑΣ, ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 1974.
• Ι. ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ, ΙΣΤΟΡΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ, ΤΟΜΟΙ Ι-ΙΙ (324-565, 565-1081), ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΒΑΝΙΑΣ, ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 1981.
• Γ. ΚΟΡΔΑΤΟΣ, ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ, ΤΟΜΟΙ Ι-ΙΙ, ΑΘΗΝΑ 1959.
• G. OSTROGORSΚΥ, ΙΣΤΟΡΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ, ΤΟΜΟΣ Α΄, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΟΣ, ΑΘΗΝΑ 1978.
• Α. ΣΑΒΒΙΔΗΣ, ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ, ΤΟΜΟΣ Α΄ 284-717, 3η ΕΚΔΟΣΗ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΑΤΑΚΗΣ, ΑΘΗΝΑ 2001.
• Ε. SΤΕΙΝ, ΗΙSΤΟΙRΕ DU BΑS ΕΜΡΙRΕ, ΤΟΜΟΙ Ι-ΙΙ, BRUXELLES 1959.
• Α. VΑSILIEV, ΙΣΤΟΡΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΜΠΕΡΓΑΔΗ, ΑΘΗΝΑ 1954 (ΑΝΑΤΥΠΩΣΗ 1973).
• ΑΙ. ΧΡΙΣΤΟΦΙΛΟΠΟΥΛΟΥ, ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ, Α 324-610, 2Η ΕΚΔΟΣΗ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΒΑΝΙΑΣ, ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 1992.
• M.C. ΒΙSΗΟΡ (ΕDΙΤ.), ΤΗΕ ΡRODUCΤΙΟΝ AND DISTRIBUTION OF RΟΜΑΝ ΜΙLΙΤΑRΥ ΕQUIΡΜΕΝΤ (ΒΑR ΙΝΤΕRΝΑΤ. SΕRΙΕS 275, ΟΧFORD 1985).
• Α.Ε.R. ΒΟΑΚ, MANPOWER SHORTAGE AND THE FALL OF THE ROMAN EMPIRE (ANN ARBOR 1955).
• Α.Ε.R. BOAK, THE MASTER OF THE OFFICES IN THE LATER ROMAN AND BYZANTINE EMPIRES (LONDON 1919).
• Α. FERRILL, ΤΗΕ FALL OF ΤΗΕ RΟΜΑΝ ΕΜΡΙRΕ: ΤΗΕ ΜΙLΙΤΑRΥ ΕΧΡLΑΝΑΤΙΟΝ (LONDON 1986).
• Μ. GRANT, THE FALL OF THE ROMAN EMPIRE – A REAPPRAISAL (ANNENBERG 1976).
• D. ΗΑUΡΤ & Η.G. ΗΟRΝ (EDITS.), STUDIEN ZU DΕΝ ΜΙLΙΤÄRGRENZEN RΟΜS, II (COLOGΝΕ 1977).
• D.J.F. ΗILL, «SOΜΕ ΝΟΤΕS ΟΝ ΑRCHERY ΙΝ ΤΗΕ RΟΜΑΝ WORLD», JOURNAL OF ΤΗΕ SOCΙΕΤΥ ΟF ΑRCHER-ΑΝΤΙQUAIRES Ι (1958).
• Α.Η.Μ. JOΝΕ5, ΤΗΕ LΑΤΕR RΟΜΑΝ ΕΜΡΙRΕ, 284-602 ΑD (OXFORD 1964).
• W.Ε. ΚΑΕGΙ, ΑRΜΥ, SOCΙΕΤΥ ΑΝD RELIGION ΙΝ ΒΥΖΑΝΤIUM (LONDON 1982).
• Τ. ΚΟLLIAS, ΒΥΖΑΝΤΙΝΙSCHEN WAFFEM (VIΕΝΝΑ 1988).
• P. LLEWELLYN, RΟΜΕ ΙΝ ΤΗΕ DARK AGES (LONDON 1971).
• E.W. MARSDEN, GREΕΚ ΑΝD RΟΜΑΝ ARTILLERY: ΤECHNICAL TREATISES (OXFORD 1971).
• S. MITCHELL (EDIT.), ΑRMΙΕ5 ΑΝD FRONTIERS ΙΝ RΟΜΑΝ ΑΝD ΒΥΖΑΝΤΙΝΕ ΑΝΑΤΟLΙΑ (ΒΑR ΙΝΤΕRNAT. SΕRIES 156, ΟXFORD 1983).
• R. ΤΟΜLΙΝ, «ΤΗΕ LΑΤΕ-RΟΜΑΝ ΕΜΡΙRΕ», ΙΝ WARFARE ΙΝ ΤΗΕ ΑΝCΙΕΝΤ WORLD, EDIT. J. HACKETT (LONDON 1989).
• Δ. ΘΑΛΑΣΣΙΝΟΣ, ΜΕΓΑΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ – ΜΟΝΟΓΡΑΦΙΑ, ΑΘΗΝΑ 2008.
• Δ. ΘΑΛΑΣΣΙΝΟΣ, «ΕΝ ΤΟΥΤΩ ΝΙΚΑ» – Η ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΜΟΥΑΒΙΑΣ ΓΕΦΥΡΑΣ 312 Μ.Χ., ΑΡΘΡΟ ΣΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ «ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΣΕΛΙΔΕΣ», ΤΕΥΧΟΣ ΝΟ. 28, ΙΟΥΝΙΟΣ 2008.