Δύο ενδιαφέροντα άρθρα από την Καθημερινή του 2005, για ένα ενδιαφέρον στιγμιότυπο στα τέλη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Γράφει ο Richard Clogg (επίτιμος καθηγητής του Κολεγίου του Αγίου Αντωνίου της Οξφόρδης)
H Ευρώπη γιόρτασε το 2005 την 60ή επέτειο της λήξης του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Για την Ελλάδα, βέβαια, ο πόλεμος έληξε τον Οκτώβριο του 1944 με τη γερμανική αποχώρηση, παρ’ ότι η χώρα έμενε να βιώσει ακόμη τη φρίκη των Δεκεμβριανών και του Εμφυλίου. H γερμανική αποχώρηση δεν σήμανε, όμως, και το τέλος των φιλοδοξιών των ναζί για συνέχιση του πολέμου στη χώρα. Το γεγονός αυτό αποδεικνύεται από περίεργο περιστατικό: τη ρίψη με αλεξίπτωτο, στην Πελοπόννησο του 1945, ομάδας δολιοφθορέων, με στόχο την εκμετάλλευση από τη Γερμανία της πολιτικής κρίσης που ακολούθησε τα Δεκεμβριανά. H αποστολή, θλιβερή και αποτυχημένη εκ προοιμίου, αποτελείτο από ελληνόφωνους Βλάχους, που είχαν στρατολογηθεί από τις τάξεις όσων είχαν μεταναστεύσει στη Ρουμανία μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Ρουμανικός φασισμός
Αρκετοί από αυτούς τους νεοαφιχθέντες Βλάχους μετανάστες είχαν συγκινηθεί από τον μυστικιστικό και βασισμένο στη θρησκεία ρουμανικό φασισμό, τον οποίο εξέφραζε η παραστρατιωτική πολιτική οργάνωση Σιδηρά Φρουρά. Αυτό ήταν μακράν το μεγαλύτερο και ισχυρότερο φασιστικό κόμμα των Βαλκανίων, ενώ στα τέλη της δεκαετίας του 1930, η οργάνωση είχε καταστεί υπολογίσιμη δύναμη στα πολιτικά πράγματα της Ρουμανίας. Το 1940, ιδρύεται το «Εθνος των Λεγεωναρίων», με τον αυταρχικό εθνικιστή ηγέτη στρατάρχη Ιον Αντονέσκου να συνεργάζεται δύσκολα με τη Σιδηρά Φρουρά του Χόρια Σίμα, ηγέτη του κινήματος μετά τη δολοφονία του ιδρυτή του, Ζελέα Κοδρεάνου.
Αν και η Σιδηρά Φρουρά αποτελούσε φυσική ιδεολογική συνέχεια του ναζισμού, το κίνημα αποδείχθηκε υπερβολικά απρόβλεπτο για τα γερμανικά σχέδια. H Γερμανία υποστήριξε έτσι ενεργά τον Αντονέσκου στην αντιπαράθεσή του με τη Σιδηρά Φρουρά στις αρχές του 1941. Οι ναζί, όμως, γνωρίζοντας ότι η Φρουρά θα μπορούσε να αποδειχθεί χρήσιμη κάποια στιγμή στο μέλλον, προσέφεραν καταφύγιο στον Σίμα και σε μερικές εκατοντάδες οπαδούς του στη Γερμανία. Μεταξύ των μελών της Φρουράς στη Γερμανία, υπήρχαν και αρκετοί Βλάχοι ελληνικής καταγωγής.
Η προνοητικότητα των Γερμανών ανταμείφθηκε, όταν ο Χόρια Σίμα και οι άνδρες του αξιοποιήθηκαν μετά το πραξικόπημα του βασιλέα Μιχαήλ στις 23 Αυγούστου 1944, κατά του στρατάρχη Αντονέσκου. Το πραξικόπημα οδήγησε τη Ρουμανία στο πλευρό των Συμμάχων. Οι Γερμανοί έσπευσαν τότε να ανακηρύξουν τον Σίμα ηγέτη φιλοναζιστικής εξόριστης κυβέρνησης στη Βιέννη, όπου μεταφέρθηκαν και τα μέλη της Σιδηράς Φρουράς.
«Ρωμαϊκή Λεγεώνα»
Λίγο πριν από τα Χριστούγεννα του 1944, καθώς τα Δεκεμβριανά μαίνονταν στην Αθήνα, οι Γερμανοί απηύθυναν έκκληση στους ελληνόφωνους εθελοντές της Σιδηράς Φρουράς, για την πραγματοποίηση μυστικής αποστολής επί ελληνικού εδάφους. Τρεις ελληνόφωνοι Βλάχοι εθελοντές απεστάλησαν έτσι στο Γκούντραμσντορφ, κοντά στη Βιέννη. Εκεί, στρατοπέδευσαν με έντεκα Βλάχους, που είχαν υποχωρήσει από την Ελλάδα μαζί με τα γερμανικά στρατεύματα. Οι έντεκα αυτοί άνδρες ίσως να είχαν εμπλακεί στη δημιουργία της βλαχικής «Ρωμαϊκής Λεγεώνας», την οποία είχαν δημιουργήσει οι Ιταλοί στη Θεσσαλία και την Ηπειρο. Οι 14 εθελοντές εκπαιδεύθηκαν για την αποστολή τους από τον λοχαγό Πριντς και τον υπολοχαγό Λόρε. H εκπαίδευσή τους διήρκεσε τρεις εβδομάδες και αφορούσε τη χρήση αυτόματων όπλων και πιστολιών και την αξιοποίηση τεχνικών απόκρυψης και δολιοφθοράς, όπως ωρολογιακοί μηχανισμοί και παγίδες. Δύο μέλη της ομάδας εκπαιδεύθηκαν στις διαβιβάσεις και τη χρήση ασυρμάτου στο Μουράου. H ομάδα εκπαιδεύθηκε επίσης στη χρήση αλεξιπτώτου, αν και εξαιτίας της κατάρρευσης του Ράιχ και της ένδειας ιπτάμενων μέσων, δεν μπόρεσαν να πραγματοποιήσουν εκπαιδευτικό άλμα.
Η αποστολή επρόκειτο αρχικά να πέσει στην Ελλάδα τη νύχτα μεταξύ 30 και 31 Δεκεμβρίου 1944, νύχτα πανσελήνου. H πτήση ακυρώθηκε, όμως, εξ αιτίας των κακών καιρικών συνθηκών πάνω από τον στόχο. Δεκαπέντε ημέρες αργότερα, στις 13 Φεβρουαρίου, η ομάδα σύρθηκε κυριολεκτικά από το εσωτερικό κινηματογράφου, όπου παρακολουθούσαν ταινία, από τη στρατιωτική αστυνομία της Βέρμαχτ για να μάθει ότι θα πετούσε το ίδιο βράδυ για την Ελλάδα. Ελαβαν τις τελευταίες οδηγίες τους εκείνο το βράδυ από τον υπολοχαγό Λόρε. Οπως αργότερα ομολόγησαν στους Βρετανούς ανακριτές τους, η αποστολή είχε λάβει συνολικά 700 στερλίνες σε βρετανικό νόμισμα και δολάρια, καθώς και 52 χρυσές λίρες Αγγλίας. Μαζί τους μετέφεραν δύο ασυρμάτους με τους κατάλληλους κώδικες, δύο ελαφρά πολυβόλα, δύο αυτόματα τουφέκια, δύο μικρά αυτόματα, καθώς και εκρηκτικές ύλες, πυροκροτητές και χρονοδιακόπτες, συσκευασμένα σε τέσσερα ειδικά δοχεία, που επρόκειτο να τους συνοδεύσουν με αλεξίπτωτο. H ομάδα ήταν ντυμένη με πολιτικό ρουχισμό, καθώς δεν ανήκαν σε στρατιωτικό σχηματισμό της Βέρμαχτ ούτε και του ρουμάνικου στρατού, ενώ κάθε μέλος της εφοδιάσθηκε με περίστροφο προτού σκαρφαλώσει στο Γιούνκερς 52 στο αεροδρόμιο Βίνερ Νόισταντ.
Αποστολή τους ήταν η παροχή πληροφοριών για την πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα μέσω ασυρμάτου τρεις φορές την εβδομάδα, ενώ το γερμανικό επιτελείο έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στην ανάγκη παροχής πληροφοριών για τις κινήσεις του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ, τις στρατιωτικές δυνάμεις των Βρετανών και τη διάταξή τους στην Ελλάδα, για τη δημοτικότητα, την ισχύ και τις στρατιωτικές δυνάμεις στη διάθεση της ελληνικής κυβέρνησης. Χρησιμοποιώντας τις μεθόδους της πολιτικής παρανομίας και της προπαγάνδας, σκόπευαν να δημιουργήσουν συνθήκες εμφύλιας σύρραξης και μισαλλοδοξίας, όπου και όποτε θα έκριναν αυτό εφικτό. Αργότερα, η αποστολή τους θα περιελάμβανε και τη δολιοφθορά οδών και γεφυρών. O ανεφοδιασμός τους θα γινόταν από αέρος με αλεξίπτωτα. Οι Γερμανοί ευελπιστούσαν ότι ορισμένα τουλάχιστον μέλη της ομάδας θα πετύχαιναν να στρατολογηθούν από τον ΕΛΑΣ. Παρ’ όλα αυτά, δεν διέθεταν κανέναν σύνδεσμο επί ελληνικού εδάφους, ενώ καμία μέριμνα δεν είχε ληφθεί για την εκκένωσή τους. Αντίθετα, οι εντολές τους ήταν να περιμένουν την επάνοδο των γερμανικών δυνάμεων στην Ελλάδα… H μακρά παραμονή τους σε στρατόπεδα των Γερμανών τους είχε αποκόψει εντελώς από την ελληνική πραγματικότητα, αλλά και από τις αρνητικές για τους Γερμανούς εξελίξεις στα μέτωπα του B΄ Παγκοσμίου Πολέμου. H ρίψη της ομάδας πάνω από την Πελοπόννησο στις 14 Φεβρουαρίου 1945 έγινε με κακούς οιωνούς, καθώς τα μέλη της βρέθηκαν διασκορπισμένα σε μεγάλη απόσταση το ένα από το άλλο, όπως συμβαίνει συχνά σε άπειρους αλεξιπτωτιστές. Ομάδα επτά Βλάχων αποκόπηκε εντελώς και δεν κατάφερε να έλθει σε επαφή με τα άλλα μέλη. Οι άνδρες δεν κατάφεραν επίσης να εντοπίσουν τα δοχεία που περιείχαν τον εξοπλισμό τους, διότι κάτοικοι της περιοχής έφθασαν πρώτοι σε αυτά. Οι επτά άνδρες διαπίστωσαν γρήγορα ότι η κατάστασή τους ήταν απελπιστική και αποφάσισαν να ξεκινήσουν τον μακρύ και επικίνδυνο επίγειο δρόμο, που θα τους έφερνε πίσω στη Ρουμανία.
Μέχρι να συλληφθούν
Δεν έφθασαν μακριά, μέχρι να συλληφθούν. Το σημείο προσγείωσής τους ήταν κοντά στην Κερπινή. Αφού ξεκουράσθηκαν για μία ημέρα, ξεκίνησαν την πορεία προς τα βόρεια, μέσα από το Βαλτετσίνικο, το Καρβούνι και την Κάτω Κλειτορία έως τα Καλάβρυτα, όπου έφθασαν το μεσημέρι της 17ης Φεβρουαρίου. Από εκεί, πήραν το τρένο για Διακοφτό, όπου έφθασαν το βράδυ της ίδιας ημέρας. Το ίδιο απόγευμα, δύο μέλη της ομάδας πήγαν σε καφενείο του χωριού, όπου έκαναν το λάθος να πληρώσουν με χρυσή λίρα. O καφετζής τους είπε ότι δεν έχει να τους χαλάσει το πολύτιμο νόμισμα. Οι Βλάχοι προσπάθησαν τότε να τον πληρώσουν με αμερικανικό ασημένιο δολάριο, καθώς δεν είχαν μαζί τους ελληνικό νόμισμα. H συμπεριφορά τους γέννησε υποψίες, που οδήγησαν στη σύλληψή τους από δύο Ελληνες στρατιώτες. Οι συλληφθέντες αποκάλυψαν γρήγορα την κρυψώνα των άλλων πέντε μελών της ομάδας τους. Ενα από τα μέλη της δεύτερης ομάδας συνελήφθη και αυτός την 1η Φεβρουαρίου στο Δαφνί της Αττικής, ενώ υπήρξαν αναφορές ότι άλλος Βλάχος αλεξιπτωτιστής κρατείτο στα Καλύβια. Το αλεξίπτωτο άλλου μέλους της δεύτερης ομάδας πιάστηκε σε κλαδιά δέντρου στη Μουριά, επιτρέποντας τη σύλληψη του επίδοξου δολιοφθορέα.
Απόρρητη αναφορά της αποτυχημένης αποστολής περιέχεται σε έκθεση του Βρετανού λοχαγού Π. M. Γκάρντνερ από τις 20 Φεβρουαρίου 1945. O Γκάρντνερ είχε συμμετάσχει στην ανάκριση του επικεφαλής της ομάδας, Ιον Αντανούτσου, και ενός εκ των ραδιοτηλεγραφητών, του Γκεόργκε Βαρντούλι. Τα υπόλοιπα μέλη της ομάδας ήταν ο υπαρχηγός Ζορζ Γκεαγκέα, ο Βασίλε Τσιούνγκα, ο δεύτερος τηλεγραφητής Νικολάε Αναγκνόστα, ο Ακίλε Γκουλέα, ο Αντόν Γιανκούλι, ο Μιλτιάντι Ζεανά, οι αδελφοί Γκεόργκε και Βασίλε Ντίκα, ο Παναϊότ Σίμου, ο Στέριε Κούτοβα, ο Ναούμ Κολιμίτρα και ο Σπίρου Χασιότι.
Η αποστολή, η οποία ίσως να μην ήταν η μοναδική που επιχείρησε να δράσει στην Ελλάδα εκείνης της εποχής, έλαβε το «πράσινο φως» μόλις δύο μήνες προτού η Βιέννη απελευθερωθεί από τον Κόκκινο Στρατό. H τύχη της ομάδας παραμένει άγνωστη. Επαναπατρίσθηκαν στη Ρουμανία; Εκεί, όμως, η μοίρα δεν θα μπορούσε να επιφυλάσσει τίποτε καλό για τους Βλάχους, την ώρα που το Κομμουνιστικό Κόμμα του Γκεργκίου Ντεζ ισχυροποιούσε τον έλεγχό του πάνω στην εξουσία. Την ίδια μακάβρια τύχη θα είχαν, όμως, και εάν κατέληγαν στην κατεχόμενη από τους Σοβιετικούς Βιέννη. Εξαφανίσθηκαν μήπως στον ωκεανό των προσφύγων, που δημιούργησε η ήττα του ναζισμού; Ή, μήπως, όπως και πολλά μέλη της Σιδηράς Φρουράς, κατέληξαν στην Ισπανία του Φράνκο ή τη Λατινική Αμερική;
Από τις πιο ανούσιες
Το μόνο ξεκάθαρο είναι πως αυτή ήταν μία από τις τελευταίες μυστικές επιχειρήσεις των Γερμανών και μία από τις πιο ανούσιες, καθώς δεν εκπλήρωσε κανέναν στρατιωτικό στόχο. Παρ’ όλα αυτά, η αποστολή αποδεικνύει ότι, ακόμη και κατά τις τελευταίες χαώδεις ημέρες του Τρίτου Ράιχ, οι ναζί παρέμεναν αποφασισμένοι να προκαλέσουν αναταραχή και καταστροφές ακόμη και σε χώρες από τις οποίες είχαν προ πολλού αποσυρθεί.
Τι απέγιναν οι Αλεξιπτωτιστές;
Γράφει ο Σταύρος Αστέριος Παπαγιάννης (επί τιμή δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω και συγγραφέας.)
Στην «Καθημερινή» της 8ης Οκτωβρίου τρέχοντος έτους έχει δημοσιευθεί άρθρο του Αγγλου καθηγητή Richard Clogg, με τίτλο, «Οι ναζί συνέχισαν τον πόλεμο και το ’45», με το οποίο για πρώτη φορά δημοσιοποιείται, ότι στην περίοδο της Κατοχής είχε συγκροτηθεί από τους Γερμανούς και ομάδα Βλάχων αλεξιπτωτιστών, από τους οποίους μερικοί είχαν ριχθεί στην Ελλάδα, στις 14 Φεβρουαρίου 1945.
Εχω ερευνήσει τη δράση των Βλάχων στη χώρα μας κατά την περίοδο της Κατοχής (1941-1944) και ας μου επιτραπεί, για την ενημέρωση των αναγνωστών να παραθέσω μερικά στοιχεία, τα οποία συμπληρώνουν κενά και απαντούν στα ερωτήματα που θέτει στο άρθρο του ο καθηγητής Clogg.
1.Στο βιβλίο μου «Τα παιδιά της λύκαινας» (σ. 231) των εκδόσεων «Σοκόλης», αναφέρεται ότι στη Θεσσαλονίκη είχε συγκροτηθεί ξεχωριστή μονάδα -τάγμα- από Βλάχους, οι οποίοι είχαν εξοπλιστεί από τους Γερμανούς, με διοικητή Γερμανό. Τη συγκρότησή της την είχαν ζητήσει με επιστολή τους, από τον δικτάτορα της Ρουμανίας Ιον Αντονέσκου, σπουδαστές των ρουμανικών σχολείων, τα οποία λειτουργούσαν προπολεμικώς στη χώρα μας, για να πολεμήσουν με τον ρουμανικό στρατό στο ανατολικό μέτωπο. H απάντηση του Αντονέσκου ήταν να ενταχθούν στον γερμανικό στρατό «διότι ήταν το ίδιο». Τρεις αξιωματικοί, ένας Γερμανός και δύο Ρουμάνοι, που είχαν αφιχθεί στη Θεσσαλονίκη, σε συνεργασία με τους Βλάχους Βιργίλιο Πούπη και K. Καλόγυρο, ρύθμισαν τα της συγκρότησης της μονάδας των Βλάχων.
2.Το τάγμα των Βλάχων, όπως είχε ονομασθεί, αριθμούσε 75 περίπου νέους στην ηλικία Βλάχους, κυρίως από τη Βέροια. Είχε διοικητή του τον φον Κάντεμπερκ και έδρα του το Καραμπουρνάκι. Οι άνδρες του είχαν εκγυμναστεί επί εξάμηνο από τον Γερμανό αξιωματικό Φρανκ Κράους Μπέργκερ, ως τμήμα της Βέρμαχτ. Από τη δύναμη αυτή είχαν επιλεγεί 15 για να συγκροτήσουν μονάδα αλεξιπτωτιστών, οι οποίοι και είχαν εκγυμναστεί από Γερμανούς αξιωματικούς στο Καραμπουρνάκι για τις μεθόδους ανορθόδοξου πολέμου και στο νησί Σκόπελος στη χρήση αλεξιπτώτου, όπου και πραγματοποίησαν 15 περίπου «εκπαιδευτικά άλματα».
3. Μετά το πέρας της εκπαίδευσής τους, η ομάδα των Βλάχων αλεξιπτωτιστών από βάσεις της Θεσσαλονίκης, του Βελιγραδίου, της Βουδαπέστης και της Βιέννης χρησιμοποιήθηκε από τους Γερμανούς σε πολλές, από αέρος, επιδρομές -σε εδάφη που, με την προέλασή του είχε κατακτήσει ο σοβιετικός στρατός- για την απελευθέρωση εγκλωβισμένων Γερμανών στρατιωτικών, για σαμποτάζ και άλλες αποστολές.
4. Μετά το πραξικόπημα του βασιλέως Μιχαήλ στη Ρουμανία και την ανατροπή του Αντονέσκου στις 23-8-1944, οι Γερμανοί σχεδίασαν μια επιχείρηση εναντίον του νέου καθεστώτος με στόχο την ανατροπή του. Τη διοργάνωση της επιχείρησης την ανέθεσαν στον Φρανς Κράους Βέργκεν, τον αξιωματικό που είχε εκπαιδεύσει το Τάγμα των Βλάχων στη Θεσσαλονίκη, ενώ την επίτευξη των επιζητούμενων στόχων την εμπιστεύτηκαν σε μια ομάδα 15 αλεξιπτωτιστών.
5. Καθώς ο εναέριος χώρος της Βουλγαρίας, της Ρουμανίας και της Γιουγκοσλαβίας, όπως και τα χερσαία τους σύνορα με την Αυστρία ελέγχονταν από τη συμμαχική αεροπορία και τον στρατό των χωρών αυτών που είχαν πλέον κηρύξει και τον πόλεμο κατά της Γερμανίας, είχε προκριθεί η ρίψη της ομάδας να γίνει στην ορεινή περιοχή της Δυτικής Ελλάδας και για την προσγείωση των αλεξιπτωτιστών η τοποθεσία «Πλαλίστρα» κοντά στη Βέροια, από όπου χωρίς πολλές δυσκολίες θα έφταναν στην πόλη Κόλιβε της Βουλγαρίας. Από του σημείου αυτού και πέρα η πορεία προς τα σύνορα και η διείσδυσή τους στη Ρουμανία ήταν εξασφαλισμένη.
6. H ομάδα αποτελούνταν από 3 άνδρες της Σιδηράς Φρουράς, δύο Ρουμάνους, Βλάχους, 6 από την ομάδα των αλεξιπτωτιστών της Θεσσαλονίκης και οι υπόλοιποι από τους Λεγεωναρίους Των Γκαρνάτσια – Παπανάτσια, 15 τον αριθμό, όλοι τους Βλάχοι, οι περισσότεροι καταγόμενοι από τη Βέροια και την Εδεσσα. H ομάδα συγκεντρώθηκε στο Γκουντραντόρφ, κοντά στη Βιέννη. Τα μέλη της επί ένα μήνα συμπλήρωσαν την εκπαίδευσή τους με έναν Βλάχο εκπαιδευτή, προερχόμενο από την ομάδα των 15 αλεξιπτωτιστών της Θεσσαλονίκης, ενώ από τον Γερμανό ανθυπολοχαγό Λορ ενημερώθηκαν για τον προορισμό της αποστολής τους: δημιουργία συνθηκών για την ανατροπή της νέας πολιτικής κατάστασης που δημιούργησε στη Ρουμανία το πραξικόπημα του βασιλέως Μιχαήλ κατά του στρατάρχη Αντονέσκου, με τη διαφώτιση και τον προσεταιρισμό των αξιωματικών των ενόπλων δυνάμεων, τη διάβρωση του ηθικού των Ρουμάνων και τη διενέργεια σαμποτάζ.
7. H ρίψη έγινε τη νύχτα της 13-14 Φεβρουαρίου 1945. Δεκατέσσερις Βλάχοι αλεξιπτωτιστές έπεσαν στην Κερπινή Αρκαδίας με εξοπλισμό τα πιστόλια τους, λίγα χρήματα και έναν ασύρματο. Μετά την προσγείωσή τους, όταν αντελήφθησαν πού βρίσκονταν, ήταν ήδη αργά. Σε λίγο έπεσαν στα χέρια των ελληνικών αρχών, αφού προηγουμένως είχαν απαλλαγεί από τα πιστόλια τους και τον ασύρματο. Μία ημέρα μετά τη σύλληψή τους, Αγγλοι τους ανέκριναν στην Αθήνα, παρουσία και του στρατηγού Ντόνοβαν των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών. Τον Ion Αdanucu-Αντανούτσου ή Ανταμίκου, που φερόταν ως αρχηγός, και τον Georgo Varduli, ως πρώτος ασυρματιστής, τους ανέκρινε ο ίδιος ο Ντόνοβαν. Επειτα από την ανάκριση, ο Αντανούτσου μεταφέρθηκε στην Αγγλία, ίσως για εξειδικευμένη ανάκριση από την οποία επέστρεψε έπειτα από ένα και πλέον μήνα.
8. Οι συλληφθέντες αλεξιπτωτιστές παραπέμφθηκαν στο στρατοδικείο και καταδικάστηκαν: οι Ιον Ανταμίκος, Νικόλαος Αναγνώστου και Γεώργιος Τζιατζιάς σε θάνατο, ο Γεώργιος Βαρδούλης σε ισόβια δεσμά, και σε μικρότερες ποινές οι υπόλοιποι 11. Οι τρεις πρώτοι εκτελέστηκαν στην Αίγινα το 1947, ο τέταρτος, έχοντας μετριαστεί η ποινή του, αφέθηκε ελεύθερος το 1952, όπως και οι υπόλοιποι. Ολοι τους, μετά την αποφυλάκισή τους παρέμειναν στη χώρα μας. Από την ομάδα τους, στην οποία περιλαμβάνω και τον επίσης Βλάχο εκπαιδευτή τους στο Γκούντραμντορφ, επιζούν δύο: ο ένας στη χώρα μας και ο άλλος σε χώρα της Ευρώπης.
9. H Λεγεώνα της Ρουμανίας ήταν η οργάνωση που συνέδραμε τον Αντονέσκου στην κατάκτηση και διατήρηση της αυταρχικής και φασιστικής εξουσίας του. H Ρωμαϊκή Λεγεώνα, που εμφανίστηκε στη χώρα μας στις αρχές της Κατοχής, ήταν δημιούργημα του διαβόητου Αλκιβιάδη Διαμάντη και του ανερμάτιστου δικηγόρου της Λάρισας Νικολάου Ματούση και των Ιταλών κατακτητών για την εξυπηρέτηση των αυτονομιστικών τους σχεδίων εις βάρος της χώρας μας με ίδρυση βλαχικού κράτους.
10. H Ελλάδα, στην επιχείρηση αυτή, επελέγη ως ενδιάμεσος σταθμός για να φθάσουν οι αλεξιπτωτιστές ασφαλέστερα στον τελικό προορισμό τους (Ρουμανία) και όχι για να συνεχίσουν τον πόλεμο κατά της χώρας μας με δολιοφθορές. Το λάθος του κυβερνήτη του αεροσκάφους στην επισήμανση του πεδίου προσγείωσης των αλεξιπτωτιστών, από απειρία ίσως ή λόγω καιρικών συνθηκών, ματαίωσε εν τη γενέσει της την επιχείρηση και την ολοκλήρωση της αποστολής τους.