Δημήτρης Παπασταματίου, Φωκίων Κοτζαγεώργης, ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ ΚΑΤΑ ΤΗ ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΤΗΣ ΟΘΩΜΑΝΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑΣ, σ. 23-29.
Κείμενο: Δημήτρης Παπασταματίου
Η μεσοβασιλεία και η προσωρινή ανάσχεση της οθωμανικής επεκτατικότητας
Η σύντομη αλλά καταλυτική παρουσία του Ταμερλάνου στη Μικρά Ασία κυριολεκτικά κονιορτοποίησε το οθωμανικό κράτος και φάνηκε να μεταβάλει την ιστορική μοίρα των Βαλκανίων. Οι γιοι του Βαγιαζήτ επιδόθηκαν σε ένα άγριο εμφύλιο πόλεμο μεταξύ τους, ο οποίος επέτρεψε την αποδέσμευση όλων των βαλκανικών κρατών από την οθωμανική επικυριαρχία. Εντούτοις, οι Βαλκάνιοι ηγεμόνες, συμπεριλαμβανομένου του Βυζαντινού αυτοκράτορα, δεν μπόρεσαν να εκμεταλλευτούν τη μεταβολή της πολιτικής συγκυρίας και να σταθεροποιήσουν την ανεξαρτησία τους.

Ο πρωτότοκος γιος του Βαγιαζήτ, Σουλεϊμάν, ήταν αρχικά σε θέση ισχύος καθώς βρέθηκε μόνος του στην Αδριανούπολη, κυρίαρχος των ευρωπαϊκών κτήσεων, ενώ οι αδερφοί του είχαν τις έδρες τους στη Μικρά Ασία. Το 1403 ο Σουλεϊμάν σύναψε συνθήκες συμμαχίας με το Βυζάντιο, τη Σερβία, τη Βενετία τη Γένοβα και τους Ιωαννίτες Ιππότες της Ρόδου˙ αναγνώρισε την ανεξαρτησία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, παραχωρώντας της επιπλέον τη Θεσσαλονίκη, τη Χαλκιδική, τις Σποράδες και παράλια στον Εύξεινο Πόντο και στο Μαρμαρά. Όμως, δυστυχώς για τους Βυζαντινούς, ο Σουλεϊμάν ηττήθηκε από τον αδερφό το Μουσά το 1411. Όταν ο τελευταίος πολιόρκησε την Κωνσταντινούπολη, οι Βυζαντινοί με μεγάλη διπλωματική δεξιότητα κατάφεραν να αποφύγουν την ήττα συμμαχώντας με τον τρίτο αδερφό, τον Μεχμέτ Β΄, τελικό νικητή των εμφυλίων συρράξεων.
Ο Μεχμέτ Β΄ (Mehmed II Çelebi, 1413-1421) ασχολήθηκε κυρίως με την ανασυγκρότηση του εξασθενημένου κράτους του και για αυτό το λόγο επιδίωξε τη διεθνή ειρήνη και τη σύναψη συμφωνιών με τους γείτονές του, ανεξάρτητα από το πόσο αδύναμοι ήταν. Ο Μεχμέτ τελούσε υπό την επιρροή της φιλο-σελτζουκικής και φιλειρηνικής οικογένειας των Τσανταρλί (Çandarlı) οι οποίοι θεωρούσαν αναγκαίο ένα σταθερό διακρατικό σύστημα στα Βαλκάνια και στη Μικρά Ασία. Εντούτοις, η ανοιχτή και βίαιη αμφισβήτηση της κεντρικής οθωμανικής εξουσίας από τους Μικρασιάτες και Βαλκάνιους ηγεμόνες, ανάγκασαν το σουλτάνο να αποκαταστήσει σε σημαντικό βαθμό τα σύνορα του κράτους του πατέρα του.
Όμως, ο πραγματικός κίνδυνος για την ακεραιότητα της ανασυσταθείσας αυτοκρατορίας ήταν οι κοινωνικές αναταραχές. Ένα μεγάλο ρεύμα λαϊκών και αγροτικών εξεγέρσεων σάρωσε τη Μικρά Ασία και τα Βαλκάνια και μονοπώλησε το ενδιαφέρον του Μεχμέτ τα περισσότερα χρόνια της βασιλείας του. Η πιο επικίνδυνη εξέγερση ήταν αυτή του εμβληματικού σεΐχη Μπεντρεντίν (Şeyh Bedreddin) στη δυτική Μικρά Ασία και στη Δοβρουτσά. Αναταραχή προκάλεσε και ένας Μουσταφά Τσελεμπή (Mustafa Çelebi), ο οποίος εμφανιζόμενος ως γιος του Βαγιαζήτ Α΄ ξεσήκωσε τη Θράκη και τη Θεσσαλία και αυτοαναγορεύτηκε σουλτάνος στο διάστημα 1418-1420. Όλοι αυτοί οι εσωτερικοί τριγμοί αντιμετωπίστηκαν στρατιωτικά από τον Μεχμέτ με αποφασιστικότητα, αλλά αποτέλεσαν σημαντικούς περισπασμούς που ανάγκασαν το σουλτάνο να στραφεί στην ειρηνική συνύπαρξη με το Βυζάντιο και τις άλλες βαλκανικές ηγεμονίες. Μάλιστα ο προαναφερθείς σφετεριστής Μουσταφά κατέφυγε στην Κωνσταντινούπολη, όπου και χρησιμοποιήθηκε από τη βυζαντινή πολιτική ηγεσία ως εχέγγυο τήρησης της ειρήνης εκ μέρους του σουλτάνου. Στη μετριοπαθή εξωτερική πολιτική του Μεχμέτ συνετέλεσε και η συντριβή του οθωμανικού στόλου από τον αντίστοιχο βενετικό σε ναυμαχία στην Καλλίπολη στις 29 Μαΐου 1416.
Η αποκατάσταση της οθωμανικής επιθετικότητας:ο Μουράτ Β΄
Η συνύπαρξη των μικρών βαλκανικών ηγεμονιών με το οθωμανικό κράτος τερματίστηκε με το θάνατο του Μεχμέτ και την άνοδο στο θρόνο του δεκαεπτάχρονου γιου του Μουράτ Β΄. Ο νεαρός σουλτάνος ανέλαβε το θρόνο στην Προύσα υποστηριζόμενος αποκλειστικά από τους γενιτσάρους, τους νομομαθείς και τους αξιωματούχους των ανατολικών επαρχιών, και τον πρώτο χρόνο της βασιλείας του αντιμετώπισε τον Μουσταφά Τσελεμπή, ο οποίος αφέθηκε ελεύθερος από τους Βυζαντινούς και ανακηρύχθηκε επίσης σουλτάνος από τους παραμεθόριους τοπάρχες των Βαλκανίων. Ο βυζαντινός αντιπερισπασμός δεν είχε αίσια κατάληξη καθώς τον επόμενο χρόνο ο Μουράτ νίκησε τον Μουσταφά. Όπως ακριβώς ο Μουσά είχε επιχειρήσει να τιμωρήσει τους Βυζαντινούς για τη συνεργασία τους με τον αντίπαλό του, έτσι και ο νικητής Μουράτ πολιόρκησε την Κωνσταντινούπολη από τον Ιούνιο ως το Σεπτέμβριο του 1422.

Κατά τη διάρκεια των επιχειρήσεων οι Οθωμανοί χρησιμοποίησαν για πρώτη φορά πολιορκητικό πυροβολικό. Η πόλη σώθηκε ακόμη μία φορά από νέο αντιπερισπασμό, ο οποίος πιθανόν προκλήθηκε από τους ίδιους τους Βυζαντινούς, όταν ένα άλλος Μουσταφά, νεώτερος αδερφός του Μουράτ, εξεγέρθηκε εναντίον του σουλτάνου με τη βοήθεια υποτελών ηγεμόνων της Μικράς Ασίας. Ο Μουράτ αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το εγχείρημα κατάληψης της βυζαντινής πρωτεύουσας και να στραφεί στη Μικρά Ασία κατά των αμφισβητιών της εξουσίας του.
Την επόμενη χρονιά οι Οθωμανοί επέδραμαν και πάλι στην Πελοπόννησο την οποία λεηλάτησαν άγρια αναγκάζοντας τον Μανουήλ να αποδεχθεί ξανά την επικυριαρχία τους. Το ίδιο έτος (1423) ο διοικητής της Θεσσαλονίκης Ανδρόνικος παρέδωσε την πόλη στους Βενετούς για να τη σώσει από το μακροχρόνιο οθωμανικό αποκλεισμό, με αντάλλαγμα το σεβασμό εκ μέρους των Βενετών των αυτοδιοικητικών παραδόσεων της πόλης. Αυτή η αλλαγή πολιτικής κυριότητας θεωρήθηκε απαράδεκτη από τον Μουράτ, ο οποίος σε αντίποινα εντατικοποίησε τον οικονομικό αποκλεισμό της πόλης.

Η βενετική κατοχή της Θεσσαλονίκης ήταν η αιτία διεξαγωγής του πρώτου βενετο-οθωμανικού πολέμου. Ο πόλεμος είχε μακρά διάρκεια, αλλά ελάχιστες επιχειρήσεις, κυρίως εξαιτίας της διαφορετικής κατάστασης των δύο εμπολέμων: οι Βενετοί διέθεταν αποκλειστικά ναυτικές δυνάμεις ενώ οι Οθωμανοί σχεδόν καθόλου στόλο, με αποτέλεσμα να είναι αδύνατη μια αποφασιστική σύγκρουση ανάμεσα στους δύο εμπολέμους. Η μόνη σοβαρή επιχείρηση ήταν η άλωση της Θεσσαλονίκης το Μάρτιο του 1430. Ο πόλεμος έληξε με συνθήκη ειρήνης ανάμεσα στα δύο μέρη, πρότυπο για όλες τις επόμενες βενετο-οθωμανικές συνθήκες, σύμφωνα με την οποία τα εδάφη τα οποία κατέλαβαν οι Οθωμανοί περνούσαν στη σουλτανική κυριότητα, ενώ οι υπήκοοι της Γαληνότατης Δημοκρατίας διατηρούσαν δικαιώματα ελεύθερου εμπορίου στην οθωμανική ανατολική Μεσόγειο.
Την ίδια εποχή, μια τελευταία βυζαντινή αναλαμπή ήταν η ενοποίηση της Πελοποννήσου υπό το σκήπτρο των τριών αδερφών Θεόδωρου, Κωνσταντίνου και Θωμά Παλαιολόγων, όταν το 1432 ο Κωνσταντίνος ενσωμάτωσε το πριγκιπάτο της Αχαΐας στο δεσποτάτο του Μιστρά. Η χερσόνησος, με εξαίρεση ορισμένα λιμάνια που παρέμειναν βενετικές κτήσεις, ήταν ολοκληρωτικά βυζαντινή, τελευταίο κέντρο αναλαμπής του βυζαντινού πνεύματος και πολιτισμού.
Η οθωμανική πολιτική στα Βαλκάνια διατήρησε την επιθετικότητά της και στα επόμενα χρόνια. Το 1438 τα οθωμανικά στρατεύματα αφού κατέλαβαν το φρούριο της Σεμένδριας, για πρώτη φορά πέρασαν το Δούναβη και την επόμενη χρονιά, αν και δεν κατάφεραν να καταλάβουν το Βελιγράδι, κατέλυσαν το δεσποτάτο της Σερβίας μεταβάλλοντας το σε απλή οθωμανική επαρχία. Ο Σέρβος δεσπότης Γεώργιος Μπράνκοβιτς κατέφυγε στην ουγγρική αυλή. Σε αυτή την καταθλιπτική ατμόσφαιρα οι Βυζαντινοί αντέδρασαν ενεργοποιώντας ακόμη μια φορά το δέλεαρ της ένωσης των δύο Εκκλησιών ώστε να κινητοποιήσουν Δυτική σταυροφορία. Ο Ιωάννης Η΄ με τη συνοδεία υψηλόβαθμων εκκλησιαστικών παραγόντων, μετέβη στην Ιταλία το διάστημα 1437-1439 και διαπραγματεύτηκε το ζήτημα με εκπροσώπους της παπικής εκκλησίας στη Φερράρα και στη Φλωρεντία.
Τελικά, στις 6 Ιουλίου 1439 κηρύχθηκε η ένωση, υπογεγραμμένη από τον καρδινάλιο Νίκαιας Βησσαρίων εκ μέρους των Βυζαντινών. Σύμφωνα με το κείμενο της συμφωνίας οι Ορθόδοξοι διατηρούσαν το τυπικό της Εκκλησίας τους αλλά αναγνώριζαν το πρωτείο το πάπα. Εντούτοις, οι αποφάσεις της συνόδου έμειναν νεκρό γράμμα, καθώς το λαϊκό στοιχείο και οι περισσότεροι εκκλησιαστικοί παράγοντες στην Κωνσταντινούπολη τις απέρριψαν με ιδιαίτερα βίαιο τρόπο. Έτσι, το εγχείρημα της ανεύρεσης συμμάχων, παρά τη σύναψη της σχετικής συμφωνίας, κατέληξε σε διπλή αποτυχία, διότι ο μεν βυζαντινός λαός διχάστηκε, ο δε πάπας δεν μπορούσε στην πράξη να κινητοποιήσει τους Δυτικοευρωπαίους σε στρατιωτική επιχείρηση υψηλού κινδύνου και κόστους στην Ανατολή για χάρη των Βυζαντινών.

Την ίδια εποχή ο αγώνας για τα βόρεια Βαλκάνια και τον κάτω Δούναβη πήρε ιδιαίτερη οξύτητα και έγειρε προσωρινά σε βάρος των Οθωμανών. Το 1441-1442 ο Ούγγρος βοεβόδας της Τρανσυλβανίας Ιωάννης Ουνυάδης (Janos Hunyadi) απώθησε τους Οθωμανούς που είχαν εισβάλλει στη χώρα του και την επόμενη χρονιά πέρασε το Δούναβη φτάνοντας ως τον Αίμο. Οι λαμπρές επιτυχίες των Ούγγρων λειτούργησαν, με πρωτοβουλία του πάπα, ως προσκλητήριο για νέα αντι-οθωμανική σταυροφορία τον επόμενο χρόνο (1443). Περίπου 25.000 ενθουσιώδεις Ούγγροι και Πολωνοί πολεμιστές συγκεντρώθηκαν στη νότια Ουγγαρία, με επικεφαλής τον Ουνυάδη, τον Πολωνό βασιλιά της Ουγγαρίας Βλαδίσλαο Γ΄ και τον εξόριστο Σέρβο ηγεμόνα Γεώργιο Μπράνκοβιτς. Καθώς ο Μουράτ πολεμούσε στη Μικρά Ασία εναντίον του Καραμάν, οι σταυροφόροι σημείωσαν εντυπωσιακές νίκες επί των Οθωμανών, εισέβαλαν στη Βουλγαρία, κατέλαβαν τη Σόφια και ετοιμάζονταν να κινηθούν προς τη Θράκη. Αναγκάστηκαν όμως να υποχωρήσουν στις βάσεις τους εξαιτίας του σφοδρού χειμώνα του 1443-1444. Ταυτόχρονα στην Αλβανία, ο Γεώργιος Καστριώτης ξεκίνησε επανάσταση, η οποία διήρκεσε ως το τέλος της ζωής του. Την ίδια εποχή στην Πελοπόννησο ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος πέρασε στη Στερεά Ελλάδα και κατέλαβε την Αθήνα και τη Θήβα
Η δυσμενής κατάσταση στην οποία περιήλθε η Οθωμανική Αυτοκρατορία ανάγκασε τον Μουράτ να υπογράψει τον Ιούνιο του 1444 στην Αδριανούπολη συνθήκη με τους απεσταλμένους των σταυροφόρων με
την οποία συμφωνήθηκε δεκαετής εκεχειρία ανάμεσα στους εμπολέμους, η αποχώρηση των Ούγγρων πέρα από το Δούναβη, η αναγνώριση της ανεξαρτησίας της Βλαχίας, και η ανασυγκρότηση της Σερβίας ως αυτόνομο βασίλειο στα προηγούμενα εδάφη της. Το ίδιο καλοκαίρι ο Μουράτ σύναψε συμβιβαστική συμφωνία με το Καραμάν, και στη συνέχεια παραιτήθηκε από το θρόνο για χάρη του γιου του Μεχμέτ. Εντούτοις, οι παπικοί και βυζαντινοί κύκλοι, αποβλέποντας στη συνέχιση του πολέμου και τη διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, δυσαρεστήθηκαν από την υπογραφή της συνθήκης και υποδαύλισαν την επικύρωσή της από τους ηγέτες της σταυροφορίας. Ο Βλαδισλάβος αρνήθηκε να την υπογράψει, και ο χριστιανικός στρατός εισέβαλε ξανά στο οθωμανικό έδαφος, χωρίς όμως τη σερβική σύμπραξη.
Η σταυροφορική προέλαση προς την Αδριανούπολη ανάγκασε το νεαρό σουλτάνο να παραιτηθεί και τον πατέρα του να επιστρέψει στην εξουσία. Ο τελευταίος συνέτριψε στην ιστορική μάχη της Βάρνας στις 10 Νοεμβρίου 1444 το χριστιανικό στράτευμα, θέτοντας οριστικό τέλος στα σταυροφορικά εγχειρήματα για περίπου ένα αιώνα. Ο ίδιος ο Ούγγρος βασιλιάς σκοτώθηκε στο πεδίο της μάχης. Η έκβαση της μάχης έκρινε και την ιστορική μοίρα των Βαλκανίων, καθώς όλη η γεωγραφική ζώνη μέχρι το Δούναβη τελούσε πλέον υπό τον πλήρη έλεγχο των Οθωμανών. Η Κωνσταντινούπολη ήταν στην ευχέρεια των Οθωμανών, και ήταν βέβαιο ότι οι τελευταίοι θα την πολιορκούσαν σύντομα, παρά την ουδέτερη στάση του Ιωάννη Η΄ κατά τη διάρκεια της χριστιανικής εκστρατείας. Όμως η οθωμανική επεκτατική πολιτική καθοριζόταν σε μεγάλο βαθμό από τις εσωτερικές πολιτικές ισορροπίες, και αυτό έσωσε το Βυζάντιο για μια ακόμη φορά. Ο μεγάλος βεζίρης Χαλίλ Τσανταρλή (Halil Çandarlı), ο οποίος εκπροσωπούσε τη φιλειρηνική τουρκομανική ελίτ στην Αδριανούπολη αντιτάχθηκε στο σχέδιο πολιορκίας της Κωνσταντινούπολης και πέτυχε την αναστολή της, καθώς πιθανή κατάληψη της πόλης θα ενίσχυε τη σουλτανική εξουσία και τους υποστηρικτές της. Ενδεικτική των πολιτικών ανταγωνισμών στη σουλτανική αυλή ήταν η δεύτερη πραξικοπηματική εκθρόνιση του Μεχμέτ Β΄ και η επαναφορά του Μουράτ Β΄ και πάλι από τον Χαλίλ Τσανταρλή το Μάιο του 1446.

Παρά την ήττα τους οι ηγέτες της χριστιανικής αντίστασης δεν εγκατέλειψαν τον αντι-οθωμανικό αγώνα. Ο Ουνυάδης, ο Γεώργιος Καστριώτης και ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος συνέχισαν το δύσκολο αγώνα τους κατά του σουλτάνου, άλλοτε μόνοι τους, χωρίς την υλική ή οικονομική ενίσχυση συμμαχικών δυνάμεων, και άλλοτε στα πλαίσια ευρύτερων αντι-οθωμανικών συνασπισμών. Ο Κωνσταντίνος, αφού ολοκλήρωσε την ενοποίηση της Πελοποννήσου, πέρασε στη Στερεά Ελλάδα και επέκτεινε την κυριαρχία του ως την Πίνδο, δημιουργώντας ένα βραχύβιο κράτος στα όρια περίπου του πρώτου νεοελληνικού βασιλείου τέσσερις αιώνες αργότερα. Ήταν αναμενόμενο ότι η εδαφική επέκταση του δεσποτάτου θα προκαλούσε την άμεση οθωμανική αντίδραση. Το Δεκέμβριο του 1446 τα οθωμανικά στρατεύματα κατέλαβαν την οχυρή θέση του Εξαμιλίου στην περιοχή της Κορινθίας και ξεχύθηκαν στην Πελοπόννησο λεηλατώντάς την. Οι Οθωμανοί δεν προχώρησαν σε προσάρτηση του δεσποτάτου καθώς είχαν να αντιμετωπίσουν νέα συμμαχία Σέρβων, Βοσνίων και Αλβανών, οργανωμένη ξανά από τον Ουνυάδη. Η ήττα των συμμάχων ακόμη μια φορά σε μάχη στο Κόσσοβο τον Οκτώβριο του 1448 σήμαινε την κατάλυση του σερβικού δεσποτάτου. Στο εξής, μόνο ο Καστριώτης συνέχισε την ηρωική αντίστασή του αποκρούοντας από το απόρθητο φρούριο της Κρόϊας δύο οθωμανικές εκστρατείες εναντίον του στα 1448 και 1450.
Ο Μουράτ πέθανε στις 3 Φεβρουαρίου 1451. Αποτέλεσε έναν από τους σημαντικότερους σουλτάνους με σημαίνουσα συμβολή στην πορεία συγκρότησης και εδραίωσης μιας συγκεντρωτικής αυτοκρατορίας. Η διακυβέρνησή του στηρίχθηκε σε μεγάλο βαθμό στους γενιτσάρους και στους τιμαριώτες παρά την υποβόσκουσα αντίθεση της καθεστηκυίας τουρκομανικής ελίτ. Αυτά τα δύο στηρίγματα της σουλτανικής εξουσίας, αν και δεν κατάφεραν στα χρόνια του Μουράτ να επιβάλουν την πλήρη κυριαρχία τους επί της παλιάς δεσπόζουσας πολιτικής ελίτ, απέκτησαν όλα τα βασικά γνωρίσματα τα οποία θα καθορίσουν στο μέλλον αυτό που συμβατικά οι ιστορικοί ονομάζουν κλασική Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Η Άλωση και το τέλος του βυζαντινού κόσμου από τον Μεχμέτ Β΄
Στο θρόνο ανέβηκε, βάση διαθήκης, ο πρωτότοκος γιος του Μουράτ, ο Μεχμέτ Β΄ (1451-1481). Ο νέος σουλτάνος αμέσως έθεσε ως μοναδικό στόχο του την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης. Βέβαια, αυτή τη φιλοδοξία είχαν και οι Βαγιαζήτ Α΄ και Μουράτ Β΄, οι οποίοι είχαν πολιορκήσει ανεπιτυχώς τη βασιλεύουσα. Η διαφορά ήταν ότι ο Μεχμέτ ήταν αποφασισμένος να προχωρήσει στην άλωση παρά τους όποιους αντιπερισπασμούς και εμπόδια συναντούσε, και για αυτόν το λόγο προετοίμασε και σχεδίασε πολύ προσεκτικά την επιχείρηση. Ο νέος σουλτάνος θεωρούσε την κατάληψη της βυζαντινής πρωτεύουσας αναγκαία για την ολοκλήρωση της αυτοκρατορικής πολιτικής που είχαν χαράξει οι προκάτοχοί του, καθώς με αυτό τον τρόπο το οθωμανικό κράτος νομιμοποιούσε την πολιτική παρουσία του στο γεωγραφικό χώρο των Βαλκανίων και της δυτικής Μικράς Ασίας ως φυσικός διάδοχος του Βυζαντίου. Έτσι, η οθωμανική εξωτερική πολιτική εγκολπωνόταν τη ρωμαϊκή ιδέα της παγκόσμιας αυτοκρατορίας, εμπλουτισμένη φυσικά με τα ιδανικά του Ισλάμ.
Όπως είδαμε, η αρχή είχε γίνει με τον Μουράτ Α΄ στα μέσα του προηγούμενου αιώνα, αλλά η κατάληψη της βασιλεύουσας ήταν δύσκολη υπόθεση από τη μια εξαιτίας της βαριάς οχύρωσής της και της ταυτόχρονης απουσίας οθωμανικού πολιορκητικού πυροβολικού, και από την άλλη λόγω του φόβου που διακατείχε τους διαμορφωτές της οθωμανικής εξωτερικής πολιτικής ότι πιθανή κατάληψη της Κωνσταντινούπολης θα πυροδοτούσε Δυτική αντι-οθωμανική σταυροφορία.

Η άλωση της βυζαντινής πρωτεύουσας θεωρήθηκε αναγκαία από τον Μεχμέτ Β΄ και για άλλους λόγους˙ η επιτυχία στην επιχειρούμενη πολιορκία θα προσέδιδε τεράστιο κύρος στο νεαρό σουλτάνο στο εσωτερικό του μουσουλμανικού κόσμου, καθώς η άλωση της Κωνσταντινούπολης είχε αποτελέσει στόχο του Ισλάμ από τα πρώτα χρόνια εξάπλωσής του ως εκδήλωση θριάμβου της νέας θρησκείας σε βάρος του χριστιανισμού. Επιπλέον, η βυζαντινή πρωτεύουσα παρέμενε κέντρο υποδαύλισης συγκρούσεων ανάμεσα σε επίδοξους σουλτάνους, χώρος φιλοξενίας συνωμοτών κατά του Οθωμανού αυτοκράτορα και πόλος έλξης Δυτικών σταυροφόρων, με άλλα λόγια, μια μόνιμη εστία κινδύνων για την εσωτερική συνοχή και εδαφική ακεραιότητα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Τέλος, λόγοι εσωτερικής πολιτικής δυναμικής επέβαλλαν την πολιορκία της Κωνσταντινούπολης, καθώς μια στρατιωτική επιτυχία μεγάλου μεγέθους θα ισχυροποιούσε τη θέση του νεαρού Μεχμέτ στα πλαίσια της αντιπαράθεσής του με τον Χαλίλ Τσανταρλή και τους Τουρκομάνους υποστηρικτές του, οι οποίοι ευνοούσαν μια λιγότερο επιθετική εξωτερική πολιτική.
Στα πλαίσια των προετοιμασιών του για την πολιορκία, ο Μεχμέτ ανανέωσε τις συμφωνίες ειρήνης τόσο με τις εχθρικές Βενετία και Ουγγαρία όσο και με τις φόρου υποτελείς Σερβία και Βυζάντιο. Το 1452 έχτισε το Rumeli Hisarı, φρούριο το οποίο δέσποζε στο Βόσπορο, και σε συνδυασμό με το Anadolu Hisarı, απέκλεισε την ελεύθερη ναυσιπλοΐα στο Βόσπορο και στα Δαρδανέλια και έθεσε την Κωνσταντινούπολη σε οικονομική απομόνωση. Παράλληλα, το χειμώνα του 1452-1453 διέταξε τους μουσουλμάνους τοπάρχες της Μακεδονίας και της Θεσσαλίας να εκστρατεύσουν κατά του Δεσποτάτου του Μιστρά, ώστε να ακινητοποιήσουν τυχόν ενισχύσεις από εκεί προς την πολιορκημένη Κωνσταντινούπολη.

Στην Κωνσταντινούπολη αυτοκράτορας ήταν ο πρώην δεσπότης του Μιστρά Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, ο οποίος έπρεπε να αντιμετωπίσει εκτός από τη διεθνή απομόνωση του μικροσκοπικού κράτους του, ανυπέρβλητα οικονομικά και κοινωνικά ζητήματα. Το σημαντικότερο πρόβλημα για τον Κωνσταντίνο ήταν η ένωση των δύο Εκκλησιών, η οποία δίχαζε τους ελάχιστους κατοίκους της βασιλεύουσας, απειλούσε το ηθικό των πολιορκούμενων, και εξέθετε τον Κωνσταντίνο τόσο στα μάτια του λαού του ως Ενωτικό όσο και στους Δυτικούς κύκλους οι οποίοι πίεζαν για εφαρμογή της Ένωσης. Η σύγκρουση ανάμεσα στην ενωτική και στην ανθενωτική παράταξη είχε ως αποτέλεσμα την απομάκρυνση του ενωτικού Γρηγορίου Μάμα Γ΄ από τον πατριαρχικό θρόνο το 1450, την αποκήρυξη της Ένωσης από την Πατριαρχική Σύνοδο το 1450-1451, την εξορία του ανθενωτικού Σχολάριου και την ανακήρυξη του αυτοκέφαλου της μητρόπολης Μόσχας το 1448. Σε απόδειξη των καλών προθέσεων των Ενωτικών ο καρδινάλιος Ισίδωρος τέλεσε στις 12 Δεκεμβρίου 1452 την πρώτη κοινή λειτουργία καθολικών και ορθοδόξων στην Αγία Σοφία. Όμως, η έκκληση του Κωνσταντίνου προς τη Δύση για βοήθεια είχε μικρή απήχηση και μόνο περιορισμένες στρατιωτικές ενισχύσεις από τη Βενετία, τη Γένουα και το βασίλειο της Αραγονίας και Νεάπολης κατέφθασαν.

Η πολιορκία άρχισε στις 6 Απριλίου 1453 και ήταν σύντομη, καθώς η Κωνσταντινούπολη έπεσε μετά από 54 ημέρες σκληρών μαχών στα τείχη της. Η πόλη λεηλατήθηκε για τρεις μέρες σύμφωνα με τον Ιερό Νόμο, παρά την επιθυμία του σουλτάνου να τη διαφυλάξει όσο το δυνατόν πιο ακέραιη. Ο αντίκτυπος της Άλωσης ήταν τεράστιος στη Δύση, καθώς έγινε αντιληπτό πόσο λανθασμένα και επιπόλαια είχε εκτιμηθεί ο οθωμανικός κίνδυνος. Η πτώση της πόλης θεωρήθηκε κοσμοϊστορικό αλλά και δυσοίωνο για το μέλλον της Ευρώπης γεγονός. Οι παπικοί και οι λόγιοι κύκλοι της Ευρώπης αντιλαμβανόμενοι το μέγεθος του κινδύνου και γενόμενοι δέκτες εκκλήσεων για βοήθεια από τις τελευταίες χριστιανικές κρατικές οντότητες στη Ανατολή, όπως το βασίλειο της Κύπρου και το Τάγμα των Ιωαννιτών Ιπποτών, θεώρησαν επιβεβλημένη την οργάνωση μεγάλης Δυτικής σταυροφορίας για τη σωτηρία τους.
Η απόκριση των Ευρωπαίων βασιλέων σε αυτές τις εκκλήσεις για πόλεμο κατά των Οθωμανών δεν ήταν ιδιαίτερα θερμή, καθώς συχνά η συγκρουσιακή προοπτική ήταν αντίθετη στα άμεσα συμφέροντά τους. Για παράδειγμα, και οι δύο ναυτικές ιταλικές δημοκρατίες, Βενετία και Γένοβα, είχαν υπογράψει εμπορικές συμφωνίες με το Μεχμέτ και δεν επιθυμούσαν να διαταράξουν τις ευαίσθητες πολιτικές ισορροπίες στην ανατολική Μεσόγειο που επί του παρόντος ευνοούσαν τα εμπορικά συμφέροντά τους. Στις εφεκτικές πολιτικές επιλογές προστίθονταν οι αντιπαλότητες ανάμεσα στις ευρωπαϊκές δυνάμεις και η προτεραιότητα που είχαν οι διπλωματικές ισορροπίες στην ευρωπαϊκή ήπειρο σε σχέση με ουτοπικά ή στερούμενα άμεσης στρατηγικής αξίας σταυροφορικά εγχειρήματα στην Ανατολή. Για όλους αυτούς τους λόγους, οι εκστρατευτικές ή διπλωματικές πρωτοβουλίες ανήκαν στον εκάστοτε προκαθήμενο της Καθολικής Εκκλησίας και σε ιδιώτες. Αυτό έγινε φανερό ήδη αμέσως μετά την Άλωση, όταν ο πάπας Κάλλιστος Γ΄ (Callixtus III) έκανε έκκληση στους Ευρωπαίους ηγέτες για την οργάνωση σταυροφορίας. Το αποτέλεσμα ήταν ιδιαίτερα πενιχρό˙ ένας μικρός στόλος έδρασε το 1457 στο βόρειο Αιγαίο με εφήμερη επιτυχία, καθώς μετά το θάνατο του πάπα την επόμενη χρονιά, ο στολίσκος αποχώρησε και οι Οθωμανοί ανακατέλαβαν οριστικά τα νησιά του θρακικού πελάγους.
Από την άλλη, το μοναδικό κύρος και η ανυπέρβλητη αίγλη που απολάμβανε πλέον ο Μεχμέτ του επέτρεψαν να εδραιώσει την εξουσία του, εξοντώνοντας δύο αδερφούς του και τον μεγάλο βεζίρη Χαλίλ Τσανταρλή την επόμενη μέρα της Άλωσης. Με αυτό τον τρόπο, έθεσε τέλος στην πολιτική παρουσία των Τουρκομάνων αριστοκρατών και εγκαινίασε την παράδοση της μαζικής εξόντωσης όλων των αδερφών του νέου σουλτάνου με την ανάρρηση του τελευταίου στο θρόνο.
Η Άλωση είχε ιδιαίτερη ιδεολογική αξία για το οθωμανικό κράτος, διότι μετά την κατάληψη της βυζαντινής πρωτεύουσας ο Μεχμέτ μπορούσε να θεωρεί τον εαυτό του νόμιμο διάδοχο του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου. Η αξία του γεγονότος είναι μεγαλύτερη όμως διότι έθεσε τις αντικειμενικές βάσεις για την εδραίωση των αυτοκρατορικών θεσμικών οργάνων τα οποία καθόρισαν την κλασική διοικητική μορφή του οθωμανικού κράτους ως τις Μεταρρυθμίσεις του 1839. Ο Μεχμέτ απερίσπαστος από εσωτερικούς περισπασμούς και κλυδωνισμούς ασχολήθηκε με τη διαμόρφωση θεσμών οι οποίοι θα στήριζαν μια συγκεντρωτική αυτοκρατορία πολυεθνικού τύπου. Ο κλασικότερος οθωμανικός θεσμός, οι δούλοι του σουλτάνου (kapıkul), απέκτησε πλήρη πολιτική βαρύτητα και πρωτοκαθεδρία μόνο μετά την Άλωση.
Στο εξής η στρατιωτικο-διοικητική μηχανή του κράτους, συμπεριλαμβανομένης και της θέσης του μεγάλου βεζίρη, επανδρωνόταν από τέκνα του παιδομαζώματος. Μαζικές δημεύσεις ιδιωτικών και βακουφικών περιουσιών αποδυνάμωσαν περαιτέρω την τουρκομανική αριστοκρατία, τα δε δημευθέντα κτήματα μετατράπηκαν σε τιμάρια και διανεμήθηκαν στους σπαχήδες, τον άλλο ισχυρό πυλώνα στήριξης της σουλτανικής εξουσίας. Σημαντική θέση στο νέο θεσμικό σχήμα είχε η Ορθόδοξη Εκκλησία. Ο ίδιος Μεχμέτ διόρισε πρώτο πατριάρχη τον φανατικό ανθενωτικό Γεννάδιο Σχολάριο με διευρυμένες θρησκευτικές και πολιτικές αρμοδιότητες. Ο οικουμενικός πατριάρχης ήταν ο εκπρόσωπος όλων, ανεξάρτητα από γλωσσική ή φυλετική ένταξη, των ορθοδόξων χριστιανών της αυτοκρατορίας και πιστός συνεργάτης της σουλτανικής εξουσίας. Εξίσου σημαντικά μέτρα ελήφθησαν από το νέο σουλτάνο για τον ανασυνοικισμό και την ανοικοδόμηση της καταληφθείσας πρωτεύουσας, την ανάπτυξη της οικονομίας, του εμπορίου, της βιοτεχνίας και του αστικού βίου εν γένει.
H ανασύσταση μιας παγκόσμιας αυτοκρατορίας στα χνάρια της βυζαντινής άρθρωσε το κατακτητικό πρόγραμμα του Μεχμέτ στη συνέχεια της βασιλείας του. Η ενοποίηση του βαλκανικού και μικρασιατικού χώρου, η εξόντωση όλων των πιθανών φορέων νόμιμων διεκδικήσεων επί της ρωμαϊκής ιδέας και η επέκταση του κράτους στον κεντροευρωπαϊκό, αραβικό και ιταλικό χώρο καθόρισαν τις στρατηγικές επιλογές και τις τακτικές κινήσεις των Οθωμανών τα επόμενα εκατό έτη. Επικεφαλής του οθωμανικού στρατού ετίθετο σχεδόν πάντοτε ο ίδιος ο Μεχμέτ, και όλες οι κρίσιμες αποφάσεις ήταν προσωπικά δικές του.
Στο Βορρά ο κύριος αντίπαλος της αυτοκρατορίας παρέμεινε η Ουγγαρία και οι χώρες που μπορούσε να κινητοποιήσει ως συμμάχους της, δηλαδή η Σερβία, η Βλαχία και η Μολδαβία. Αρχικά, περισσότερο επικίνδυνη ήταν η αυτόνομη Σερβία, ως πιθανή δίοδος ουγγρικής εισβολής στα κεντρικά Βαλκάνια. Για την αποφυγή αυτού του ενδεχόμενου, οι Οθωμανοί συνέτριψαν τους Σέρβους σε δύο αλλεπάλληλες εκστρατείες κατά τη διετία 1454-1455, και παρά την ήττα που υπέστησαν από τον Ουνυάδη κατά την ιστορική πολιορκία του Βελιγραδίου το 1456, κατέλυσαν το σερβικό κράτος το 1459. Την ίδια εποχή, σε σημαντικό σύμμαχο των Ούγγρων αναδείχθηκε ο πρίγκιπας της Βλαχίας Βλαντ Δ΄ Τέπες (Vlad IV Tepeş) ο οποίος το 1461 σημείωσε σειρά στρατιωτικών νικών επί των Οθωμανών.
Άλλος αντίπαλος του Μεχμέτ παρέμεινε ο Γεώργιος Καστριώτης, ο οποίος το 1462 εξεγέρθηκε για ακόμη μία αφορά αναγκάζοντας το σουλτάνο να ηγηθεί ο ίδιος της καταστολής του αλβανικού κινήματος. Ο Καστριώτης παρέμεινε μέχρι το θάνατό του το 1468 ένας επικίνδυνος και ανυπότακτος υποτελής ηγεμόνας, έτοιμος να αποκηρύξει την επιβληθείσα οθωμανική επικυριαρχία με την πρώτη ευκαιρία. Οι καλύτεροι σύμμαχοι στον αγώνα του ήταν οι γείτονές του Βενετοί, πάντοτε πρόθυμοι να του παρέχουν κάποια υλική βοήθεια και τεράστια ηθική στήριξη, και φυσικά να τον χρησιμοποιήσουν ως αντιπερισπασμό στις οθωμανικές επιθέσεις εναντίον δικών τους κτήσεων. Οι Οθωμανοί χρειάστηκε να περιμένουν το θάνατό του για να εδραιώσουν τις θέσεις τους στην Αλβανία και να την οργανώσουν ως επαρχία οργανικά ενταγμένη στην αυτοκρατορία.
Από την έβδομη δεκαετία επικεφαλής του αντι-οθωμανικού αγώνα στα βόρεια Βαλκάνια τέθηκε ο βασιλιάς της Μολδαβίας Στέφανος με έναν εξαιρετικά αποτελεσματικό στρατό αγροτών, ο οποίος παρά την ταυτόχρονη αντιπαράθεσή του με την Ουγγαρία, συνέτριψε τους Οθωμανούς στη μάχη της Rakovitsa. Ο Μεχμέτ εκστράτευσε ο ίδιος εναντίον του Μολδαβού ηγεμόνα το 1476 σε μια από τις πιο δύσκολες και αμφίβολης αποτελεσματικότητας επιχειρήσεις της βασιλείας του. Παρά την τακτική νίκη των Οθωμανών επί των Μολδαβών στη μάχη της Valea Alba στις 14 Ιουλίου 1476, η αντίσταση του Στέφανου συνεχίστηκε μέχρι το θάνατό του.
Στη Μικρά Ασία ο Μεχμέτ επιδόθηκε σε ένα σκληρό και ανελέητο αγώνα για το Καραμάν κατά του ηγέτη του τουρκομανικού κράτους των Ασπροπροβατάδων Ουζούν Χασάν. Ο τελευταίος νίκησε επανειλημμένα τους Οθωμανούς στα χρόνια 1461-1473, και εκτός από την αναμενόμενη συμμαχία του με όλους τους δυσαρεστημένους παράγοντες στη Μικρά Ασία, στα 1471-1472 ήρθε σε διαπραγματεύσεις με τον πάπα, τη Βενετία, και άλλα ιταλικά κρατίδια για σύμπηξη κοινού μετώπου κατά των Οθωμανών. Οι συνεννοήσεις δεν οδήγησαν σε θετικό αποτέλεσμα και ο Μεχμέτ επιστρατεύοντας έναν ογκώδη στρατό νίκησε τον επικίνδυνο αντίπαλό του στη μάχη του Başkent στις 11 Αυγούστου 1473.
Στον ελλαδικό χώρο ο Μεχμέτ εφάρμοσε πιστά την πολιτική της εξόντωσης όσων είχαν νόμιμα δικαιώματα στο βυζαντινό θρόνο. Έτσι, μετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης σειρά είχε το δεσποτάτο του Μιστρά, προσωπική κτήση των δύο τελευταίων Παλαιολόγων, Θωμά και Δημητρίου, αδερφών του τελευταίου αυτοκράτορα Κωνσταντίνου. Η Πελοπόννησος είχε ήδη γίνει πολλές φορές το θέατρο άγριων επιδρομών του τοπάρχη της Θεσσαλίας Τουρχάν (Turhan). Ακόμη, η εσωτερική αμφισβήτηση της εξουσίας των Παλαιολόγων από το τοπικό πληθυσμιακό στοιχείο διαμόρφωνε ένα πολύ αβέβαιο πολιτικό τοπίο, όπου η δυνατότητα άμυνας σε περίπτωση μαζικής οθωμανικής εισβολής φάνταζε απίθανη. Η επέμβαση του Τουρχάν προς πολιτική υποστήριξη των Παλαιολόγων είναι ενδεικτική της εξάρτησης του δεσποτάτου από την οθωμανική διάκριση.
Τελικά, οι διπλωματικές επαφές που είχαν οι δύο Παλαιολόγοι με το βασιλιά της Γαλλίας, τον πάπα και τον δούκα του Μιλάνου ανάγκασαν τον Μεχμέτ να εισβάλλει στην Πελοπόννησο το Μάιο του 1458. Η επιδρομή επικεντρώθηκε στο βόρειο μέρος της χερσονήσου με σημαντικότερες επιχειρήσεις τις παραδόσεις με συνθήκη των κάστρων της Πάτρας και του Ακροκορίνθου. Η τελική συμφωνία ειρήνης προέβλεπε την παράδοση της βόρειας Πελοποννήσου στην άμεση οθωμανική κυριαρχία υπό τη διοίκηση του Ομάρ, γιου του Τουρχάν, ενώ το υπόλοιπο τμήμα της χερσονήσου παρέμεινε αυτόνομο κράτος φόρου υποτελές στο σουλτάνο. Μετά τη λήξη αυτού του σύντομου πολέμου, ο Μεχμέτ επισκέφτηκε την οθωμανική Αθήνα δείχνοντας ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τις κλασικές αρχαιότητες της Ακρόπολης.
Η εσωτερική αναρχία στο δεσποτάτο του Μορέως συνεχίστηκε και στα επόμενα δύο έτη εξαιτίας της σύγκρουσης ανάμεσα στους δύο Παλαιολόγους, τον φιλο-οθωμανό Δημήτριο και τον φιλο-λατίνο Θωμά. Το Μάιο του 1460 ο Μεχμέτ εκστράτευσε για δεύτερη φορά στην Πελοπόννησο, εναντίον του Θωμά αυτή τη φορά, και μέσα σε ένα χρόνο κατέλαβε όλες τις οχυρές θέσεις των οπαδών του, προσαρτώντας το σύνολο των εδαφών του δεσποτάτου. Ο Δημήτριος μεταφέρθηκε στην Αδριανούπολη όπου έζησε το υπόλοιπο της ζωής του ως το 1470, αρχικά ως αιχμάλωτος και στη συνέχεια ως μοναχός, ενώ ο Θωμάς κατέφυγε στη Ρώμη όπου και πέθανε το 1465.
Ο επόμενος οθωμανικός στόχος με ιδεολογική βαρύτητα ήταν η Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας, η κρατική βάση της δυναστείας των Κομνηνών, οι οποίοι θεωρούσαν τους εαυτούς τους ως τους μόνους νόμιμους εκπροσώπους της βυζαντινής κληρονομιάς και της ρωμαϊκής ιδέας. Βέβαια, το κράτος ήταν μόνο κατ’ όνομα αυτοκρατορία, καθώς ήταν περιορισμένο στην πόλη της Τραπεζούντας και σε μια επιμήκη εδαφική παράλια έκταση με ελάχιστη μεσόγεια ύπαιθρο. Όπως ακριβώς και στην περίπτωση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, η άμυνα της Τραπεζούντας εξαρτιόταν περισσότερο από διεθνείς συμμαχίες παρά από τη στρατιωτική δύναμή της. Ο σημαντικότερος και σταθερότερος σύμμαχος των Κομνηνών ήταν οι Βενετοί, λόγω των ιδιαίτερων εμπορικών συμφερόντων της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας στην περιοχή και της σημαντικής βενετικής παροικίας στην Τραπεζούντα.

Οι Οθωμανοί είχαν εκστρατεύσει πρώτη φορά κατά της Αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας το 1456, όταν η πρωτεύουσά της πολιορκήθηκε από ξηρά και θάλασσα, ενώ λιμός μάστιζε τον πληθυσμό της. Ο αυτοκράτορας Ιωάννης Δ΄ δεν είχε άλλη επιλογή από το να αποδεχτεί την επιβληθείσα συνθήκη ειρήνης σύμφωνα με την οποία η Τραπεζούντα μεταβαλλόταν σε κράτος φόρου υποτελές στην Πύλη. Εντούτοις, δεν εγκατέλειψε τα αντι-οθωμανικά σχέδιά του και προσπάθησε να συγκροτήσει μεγάλη συμμαχία αποτελούμενη από τον Ουζούν Χασάν, τους χριστιανούς πρίγκιπες της Γεωργίας και Μιγκρελίας και τους μουσουλμάνους πρίγκιπες του Κασταμονής και του Καραμάν. Ο θάνατος εμπόδισε τον Ιωάννη να ολοκληρώσει το σχέδιό του. Ο νέος αυτοκράτορας Δαβίδ, θείος του ανήλικου νόμιμου διαδόχου Ιωάννη Ε΄, προσπάθησε να διατηρήσει επαφή με τον Ουζούν Χασάν, αλλά ήταν αργά. Ο Μεχμέτ την άνοιξη του 1461 εκστράτευσε εναντίον όλων των κρατών της βορειανατολικής Μικράς Ασίας σε ένα από τα πλέον λαμπρά στρατιωτικά εγχειρήματά του. Με μια εκπληκτικά γρήγορη πορεία ο οθωμανικός στρατός διέσχισε τις Ποντιακές Άλπεις και στρατοπέδευσε μπροστά στην Τραπεζούντα τον Αύγουστο του 1461. Παράλληλα, έκανε την εμφάνισή του στα ποντιακά παράλια και ο οθωμανικός στόλος και απέκλεισε από την πλευρά της θάλασσας την πόλη.
Οι υπερασπιστές της πόλης ήταν τελείως απροετοίμαστοι για πολιορκία, γεγονός το οποίο ανάγκασε τον Δαβίδ να συνθηκολογήσει. Ο ίδιος, μαζί με την οικογένειά του, μεταφέρθηκαν στην Αδριανούπολη, όπου έζησε για ένα διάστημα ως τιμαριώτης˙ το 1462 φυλακίστηκε αρχικά στην Αδριανούπολη και στη συνέχεια στην Κωνσταντινούπολη πριν εκτελεστεί μαζί με τρεις γιους του. Με αυτό τον τρόπο, μετά τους Παλαιολόγους, ακόμη ένα φορέας νόμιμων δικαιωμάτων στο βυζαντινό θρόνο εξέλειψε, επιτρέποντας τον Μεχμέτ να οραματίζεται μια παγκόσμια αυτοκρατορία χωρίς εσωτερικές αμφισβητήσεις.
Το Σεπτέμβριο του 1462 καταλαμβάνεται εύκολα η Μυτιλήνη η οποία ανήκε από το 1355 στη γενουατική οικογένεια Gattilusio. Κυβερνήτης του νησιού και επικεφαλής της μικρής φρουράς του αποτελούμενης από Δυτικούς μισθοφόρους ήταν ο Niccolò Gattilusio, ο οποίος το παρέδωσε με συνθήκη στον ογκώδη οθωμανικό στρατό. Παρά τη συμφωνία, ακολούθησε γενική σφαγή των Δυτικών αιχμαλώτων συμπεριλαμβανομένου και του Niccolò Gattilusio. Κακή μεταχείριση επιφυλάχθηκε και στους Έλληνες κατοίκους του νησιού˙ πολλοί νέοι στρατολογήθηκαν σε παιδομάζωμα, σημαντικός αριθμός αμάχων και ανδρών πουλήθηκαν ως δούλοι, ενώ πολλοί Μυτιληναίοι μεταφέρθηκαν υποχρεωτικά ως έποικοι στην Κωνσταντινούπολη