Τα οθωμανικά μεταρρυθμιστικά εγχειρήματα (17ος-18ος αι.)

Δημήτρης Παπασταματίου, Φωκίων Κοτζαγεώργης, ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ ΚΑΤΑ ΤΗ ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΤΗΣ ΟΘΩΜΑΝΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑΣ, σ. 58-59.

Κείμενο: Δημήτρης Παπασταματίου

Όπως προαναφέρθηκε το δεύτερο γνώρισμα του 18ου αιώνα ήταν τα μεταρρυθμιστικά εγχειρήματα στην παραδοσιακή κατεύθυνση που είχε εγκαινιάσει ο Μουράτ Δ΄ και είχαν ακολουθήσει οι δύο πρώτοι Κιοπρουλού στον προηγούμενο αιώνα, και συνήθως σχεδιάζονταν και εκτελούνταν από φιλόδοξους, μορφωμένους και φιλοπρόοδους μεγάλους βεζίρηδες. Αυτό το μεταρρυθμιστικό ρεύμα επιδίωκε την επιστροφή στις αξίες και θεσμούς του «κλασικού» 16ου αιώνα όπως διαμορφώθηκαν από τον Σουλεϊμάν.

Μουράτ Δ΄ - Βικιπαίδεια
Μουράτ Δ΄

Οι μεταρρυθμιστές αυτής της σχολής έπαιρναν μέτρα τα οποία επαναλαμβάνονταν μονότονα και ανεπιτυχώς: εκκαθάριση του σώματος των τιμαριωτών από ανίκανα στελέχη, μείωση του αριθμού των kapıkulu, ανατίμηση του νομίσματος, αποκατάσταση της πειθαρχίας τις τάξεις των γενιτσάρων και του ναυτικού, αξιοκρατία στις δημόσιες υπηρεσίες, επιστροφή των χωρικών στη γη τους, μόνιμη εγκατάσταση νομάδων, μείωση τη αγροτικής φορολογίας, μαζικές εκτελέσεις αντιπάλων των μεταρρυθμίσεων.

Παράλληλα με αυτές τις παραδοσιακές πρακτικές αναπτύχθηκαν νέες νοοτροπίες οι οποίες εμπνέονταν από την Ευρώπη. Οι μεγάλες στρατιωτικές επιτυχίες των Δυτικών, οι οποίες οφείλονταν στους τεχνικούς και επιστημονικούς νεωτερισμούς κλόνισαν τις βεβαιότητες των Οθωμανών ιθυνόντων αναφορικά στην υπεροχή του δικού τους κόσμου. Η εφαρμογή νεωτερισμών εμπνευσμένων από τη Δύση, η υπεροχή της οποίας είχε αποδειχθεί τόσο οδυνηρά στο πεδίο της μάχης, θεωρούνταν αναπόφευκτη. Το τέλος της οθωμανικής υπεροψίας σήμαινε την προσπάθεια οικειοποίησης αυτών των νεωτερισμών και την αναγκαία έξοδο από τον πολιτισμικό και επικοινωνιακό απομονωτισμό των Οθωμανών.


Φυσικά, αυτές οι προσλήψεις δεν αφορούσαν παρά ελάχιστους, συνήθως υψηλούς αξιωματούχους, οι οποίοι είχαν τη διανοητική ικανότητα να σκεφτούν ορθολογικά σχετικά με προβλήματα και αδιέξοδα της εποχής τους. Όμως, οι θρησκευτικά μορφωμένοι ουλεμάδες και φυσικά όσοι είχαν συμφέρον από τη διατήρηση της καθεστηκυίας τάξης βρίσκονταν πάντοτε στην αντι-μεταρρυθμιστική παράταξη. Συνήθως, οι μεταρρυθμίσεις επιβάλλονταν σε περιόδους ιδιαίτερης κρίσης, όταν οι αντιστάσεις των συντηρητικών ήταν αμβλυμμένες ή δεν μπορούσαν να βρεθούν λύσεις στις αλλεπάλληλες κρατικές κακοδαιμονίες. Το τέλος της κρίσης σήμαινε την αντεπίθεση των θιγόμενων μερών και την ακύρωση όλων των μεταβολών στη διοίκηση, κοινωνία ή οικονομία, και συχνά τη φυσική εξόντωση και των εμπνευστών των αλλαγών.


Ήδη από την επόμενη ημέρα της συνθήκης του Κάρλοβιτς ο Αμτζάζαντε Χουσεΐν Πασά Κιοπρουλού (Amcazade Hüseyin Paşa Köprülü, 1699-1702) εφάρμοσε πολιτική μεταρρυθμίσεων ως απόκριση στην εμπειρία της μεγάλης ήττας. Αντίπαλος του στάθηκε ο σεϊχουλισλάμης Φεϊζουλλάχ Εφέντη ο οποίος τελικά κατάφερε να νικήσει πολιτικά τον μεγάλο βεζίρη και να κυριαρχήσει στο πολιτικό στίβο ως το 1703. Στη συνέχεια, επί Αχμέτ Γ΄ η αποκαλούμενη Εποχή της Τουλίπας (1718-1730) έγινε η κατεξοχήν μεταρρυθμιστική περίοδος με σημαντικότερους μεγάλους βεζίρηδες και εμπνευστές δυτικότροπων αλλαγών στην κοινωνία τους Τσορλουλού Αλή Πασά (Çorlulu Ali Paşa, 1708-1710) και ο Νεβτζεχιρλή Νταμάντ Ιμπραήμ Πασά (Nevcehirli Damad Ibrahim Paşa, 1718-1730). Βασικό γνώρισμα της εποχής ήταν το τολμηρό άνοιγμα στη Δύση είτε με τη μορφή διπλωματικών σχέσεων με τις ευρωπαϊκές δυνάμεις είτε ως μεταβολές στην κουλτούρα, στη διασκέδαση, στην αρχιτεκτονική και στις καλές τέχνες.

Η διαρκής επαφή με τις δυτικές πρεσβείες στην Κωνσταντινούπολη και οι αποστολές Οθωμανών λογίων σε ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, όπως αυτή του Τσελεμπή Μεχμέτ το 1720 στο Παρίσι, για τη μελέτη των δυτικών επιτευγμάτων αποτέλεσαν το μέσο επαφής του αυτάρκη ως τότε οθωμανικού κόσμου με τη μεταβαλλόμενη Ευρώπη. Το επόμενο βήμα ήταν η αποστολή επίσημων διπλωματικών αντιπροσώπων αρχικά στο Παρίσι και τη Βιέννη από τον Νεβτζεχιρλή Νταμάντ Ιμπραήμ Πασά. Παράλληλα, μεταφέρθηκε από τη Δύση στον κύκλο του παλατιού, και σε υψηλόβαθμους αξιωματούχους, εμπόρους και γαιοκτήμονες ένας φιλελεύθερος, δυτικός αυλικός τρόπος ζωής και διασκέδασης με πολλές ομοιότητες και επιρροές από την Αναγέννηση. Η Εποχή της Τουλίπας ήταν μια μύηση, έστω περιορισμένων κύκλων, στη ευρωπαϊκή νεωτερικότητα, στα μοντέρνα πνευματικά ρεύματα, στον ορθολογισμό και στη φιλελεύθερη μεταρρύθμιση. Σε αυτό πλαίσιο, το 1727 ιδρύθηκε από τον εξισλαμισθέντα Ούγγρο Ιμπραήμ Μουτεφερικά (Ibrahim Mütefferika) τυπογραφείο όπου αγγλικά και γαλλικά ιστορικά, επιστημονικά και γεωγραφικά έργα μεταφράστηκαν και εκδόθηκαν.

Το τυπογραφείο λειτούργησε ως το θάνατο του Μουτεφερικά το 1745, όταν και απαγορεύτηκε από τους ουλεμάδες η λειτουργία του. Αυτή η περίοδος διανοητικής αναγέννησης υπό την επίδραση της Ευρώπης έληξε απότομα με την εξέγερση που οργάνωσε το Σεπτέμβριο του 1730 ένας γενίτσαρος, ο Πατρονά Χαλίλ, επικεφαλής στρατιωτικών κύκλων, υπερσυντηρητικών ουλεμάδων και του μουσουλμανικού όχλου της Κωνσταντινούπολης. Ο Πατρονά Χαλίλ εκτέλεσε τον μεγάλο βεζίρη, εκθρόνισε τον Αχμέτ Γ΄ και επέβαλε δικτατορικό καθεστώς τρόμου στην πρωτεύουσα.

Μαχμούτ Α΄, Οθωμανός σουλτάνος – Times News
Μαχμούτ Α΄


Ο διάδοχος σουλτάνος Μαχμούτ Α΄ επικέντρωσε τις μεταρρυθμιστικές προσπάθειές του κυρίως στην τεχνική βελτίωση του στρατού, χρησιμοποιώντας για πρώτη φορά ξένους εκπαιδευτές. Ο εξισλαμισμένος Γάλλος κόμης de Bonneval ανέλαβε την ανασυγκρότηση του πυροβολικού δημιουργώντας ειδικό σώμα, τους χουμπαρατζήδες (humbaracı), και ιδρύοντας σχολή μηχανικών το 1734. Παρά την διοικητική ανεξαρτησία αυτών των στρατιωτικών σωμάτων και τη μη ένταξή τους στον επίσημο οθωμανικό στρατό, ο de Bonneval διώχθηκε από αντιδραστικούς κύκλους, και ο θάνατός του το 1750 σήμανε το κλείσιμο της σχολής του και τη διάλυση του στρατιωτικού σώματός του.

Η δύσκολη πορεία των μεταρρυθμίσεων καταδεικνύεται από το τριετές μεσοδιάστημα της βασιλείας του Οσμάν Γ΄ ο οποίος ανέστειλε όλα τα μεταρρυθμιστικά εγχειρήματα εφαρμόζοντας υπερσυντηρητικές σουννιτικές αρχές στη διακυβέρνηση του κράτους. Στην ίδια μεταρρυθμιστική γραμμή με τους προκατόχους του συνέχισε ο μεγάλος βεζίρης Κοτζά Ραγίμπ Πασά (Koca Rağib Paşa, 1757-1763) του νέου σουλτάνου Μουσταφά Γ΄, αν και στις αντιστάσεις των συντηρητικών κύκλων ήρθαν να προστεθούν τα κωλύματα που δημιουργούσαν οι διευρυνόμενες εξουσίες των αγιάνηδων.


Η βασιλεία του Σελήμ Γ΄ (1789-1807) αποτέλεσε το κλείσιμο της μεγάλης αυτής συντηρητικής μεταρρυθμιστικής προσπάθειας, όπου η θεσμική αναβίωση του ένδοξου παρελθόντος έπρεπε να συνδυαστεί με νεωτερισμούς στρατιωτικού χαρακτήρα. Ο Σελήμ προχώρησε στη συγκρότηση ενός νέου τύπου στρατού, (nizam-ı cedid), χωρίς όμως να καταργήσει τίποτε από τους προϋπάρχοντες στρατιωτικούς και διοικητικούς θεσμούς. Αυτός ο νέος στρατός, εκπαιδευμένος, οπλισμένος και ντυμένος σε δυτικά πρότυπα, έφτανε τους 25.000 άνδρες στα 1807. Παράλληλα, δημιουργήθηκαν εργοστάσια κατασκευής όπλων και πυρομαχικών, ο στόλος ανανεώθηκε με σύγχρονα σκάφη, και εγκαινιάστηκαν τεχνικές σχολές για την εκπαίδευση των αξιωματικών. Οι ενέργειες αυτές προκάλεσαν τη βίαιη αντίδραση όλων των συντηρητικών στρωμάτων της μουσουλμανικής κοινωνίας και κυρίως των ουλεμάδων, των γενιτσάρων και των αγιάνηδων, οι οποίοι ένιωθαν να απειλείται η ίδια η ύπαρξή τους. Στις 29 Μαΐου 1807, ο Σελήμ ανατράπηκε μετά από κίνημα του αγιάνη του Ρουστσούκ Ισμαήλ Αγά και συντονισμένο πραξικόπημα των ουλεμάδων και των γενιτσάρων της πρωτεύουσας. Τα μεταρρυθμιστικά μέτρα του ακυρώθηκαν στο σύνολό τους, ο στρατός του διαλύθηκε, ο ίδιος ο Σελήμ αντικαταστάθηκε από τον αδερφό του Μουσταφά Δ΄ και λίγο αργότερα δολοφονήθηκε.

Μια Αρμένισσα της Πόλης και οι Έλληνες ζωγράφοι των σουλτάνων - Αρχαιολογία  Online
Σελήμ Γ΄ (1789-1807)

Ο διάδοχός του ανατράπηκε επίσης πραξικοπηματικά από τον Μπαϊρακτάρ Μουσταφά Πασά, εκπρόσωπο των αγιάνηδων της Ρούμελης, και δηλωμένο υπερασπιστή της δυναστικής νομιμότητας και των μεταρρυθμίσεων του Σελήμ. Στην πραγματικότητα ο κινηματίας επιθυμούσε να εδραιώσει την πολιτική επιβολή των αγιάνηδων και να υπαγορεύσει τους όρους τους στο νέο σουλτάνο Μαχμούτ Β΄ (1808-1839). Ο τελευταίος έστρεψε τις μεταρρυθμιστικές προσπάθειες σε μια τελείως νέα κατεύθυνση. Διδασκόμενος από τα αποτυχημένα εγχειρήματα των προκατόχων του αντελήφθη ότι πρωταρχικός στόχος της εσωτερικής πολιτικής του έπρεπε να είναι η ενίσχυση της κεντρικής εξουσίας και η εξουδετέρωση όλων των κεντρόφυγων και αντιδραστικών παραγόντων της πολιτικής ζωής. Έτσι, στο στόχαστρο του Μαχμούτ από την αρχή της βασιλείας του βρέθηκαν οι αγιάνηδες, οι γενίτσαροι, οι ουλεμάδες και τα νεοεμφανιζόμενα περιφερειακά εθνικά κινήματα, η εξουδετέρωση των οποίων ήταν αναγκαίος όρος για να έχει νόημα οποιαδήποτε μεταρρυθμιστική πρωτοβουλία.

, , , , , , , ,

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *