Η επαρχιακή διοίκηση στην Οθωμανική Αυτοκρατορία

Δημήτρης Παπασταματίου, Φωκίων Κοτζαγεώργης, ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ ΚΑΤΑ ΤΗ ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΤΗΣ ΟΘΩΜΑΝΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑΣ, σ. 81-86.

Κείμενο: Δημήτρης Παπασταματίου

Η διοίκηση των επαρχιών για ένα προνεωτερικό κρατικό σχηματισμό όπως η Οθωμανική Αυτοκρατορία θα αποτελούσε προβληματικό πεδίο αν δεν αποτρέπονταν αποτελεσματικά οι κεντρόφυγες δυνάμεις. Θυμίζουμε ότι το μέγεθος της αυτοκρατορίας έθετε ανυπέρβλητα επικοινωνιακά ζητήματα και ο έλεγχος των τοπικών παραγόντων, τόσο των χωρικών όσο και των οικονομικά ισχυρών, αλλά και των ίδιων των εκπροσώπων του κράτους ήταν προβληματικός. Για αυτόν το λόγο, η επαρχιακή διοίκηση οργανώθηκε στη βάση του δίπολου στρατιωτικής και δικαστικής εξουσίας, διατηρώντας όμως την εδαφική ενότητά της καθώς τα χωρικά όρια της δικαιοδοσίας των δύο εξουσιών ταυτίζονταν σε κάθε επίπεδο. Οι εξουσιαστικές αρμοδιότητες και τα καθήκοντα των εκπροσώπων των δύο εξουσιών αλληλοσυμπληρώνονταν, ενώ στη θεωρία οι δύο αξιωματούχοι όφειλαν να αλληλοελέγχονται.

Κεφάλαιο 8. Τα χριστιανικά κράτη και οι υπήκοοί τους στον οθωμανικό χώ


Η επαρχιακή διοίκηση είχε κατά βάση στρατιωτικό χαρακτήρα, ο οποίος αν στις θεσμικές συγκροτήσεις του κέντρου δεν είναι τόσο διακριτός, στην περιφέρεια αποτελούσε τον κανόνα άρθρωσης της κρατικής μηχανής. Οι διοικητές όλων των βαθμίδων ήταν στρατιωτικοί, οι δε διοικητικές μονάδες και ιεραρχήσεις ακολουθούσαν πιστά τη δομή του επαρχιακού τιμαριωτικού στρατού. Κατ’ ακολουθία, η περιγραφή της επαρχιακής διοικητικής μηχανής ταυτίζεται με αυτή της δομής και λειτουργίας του τιμαριωτικού συστήματος. Ακόμη, αξίζει να αναφερθεί ότι συνήθως στη βιβλιογραφία, ειδικά στην παλαιότερη, η διοίκηση στις επαρχίες περιγράφεται ως μια αχρονική, ιδεατή και αμετάβλητη μορφή, η οποία οριστικοποιήθηκε κατά τη λεγόμενη κλασσική εποχή της βασιλείας του Σουλεϊμάν Α΄, και έκτοτε η μόνη μεταβολή της ήταν στην κατεύθυνση της απόκλισης από την αρχετυπική μορφή της και κατά συνέπεια η αποδιάρθρωσή της. Αυτή η στερεοτυπική εικόνα έχει έντονα αξιολογικό χαρακτήρα, αντανακλώντας συχνά κρίσεις των συγγραφέων της εποχής και μια μακρά φιλολογία περί θεσμικής παρακμής του οθωμανικού κόσμου από το θάνατο του Σουλεϊμάν και εξής. Δεν είναι εφικτό στα πλαίσια του παρόντος κεφαλαίου να συζητηθεί το σύνθετο ζήτημα της υποτιθέμενης διοικητικής παρακμής˙ αρκεί απλώς να αναφερθεί ότι η σύγχρονη βιβλιογραφία, στηριζόμενη περισσότερο σε τεκμήρια της εποχής από ό,τι οι παλαιότερες προσλήψεις της «παρακμής», δέχεται το διαρκή μετασχηματισμό του επαρχιακού διοικητικού συστήματος ως περισσότερο αξιόπιστο αναλυτικό σχήμα και ερμηνεύει αυτή την ευμετάβλητη φύση των θεσμών ως προσαρμογή τους στην επίσης διαρκώς μεταβαλλόμενη εξωτερική πραγματικότητα.


Ορίζουμε κάπως συμβατικά τη βασιλεία του Μεχμέτ Β΄ ως τομή στη διαδικασία συγκεντροποίησης της περιφερειακής διοίκησης για τον ίδιο λόγο που ο ίδιος σουλτάνος μετέβαλε και την κεντρική διοίκηση. Συγκεκριμένα, η χρήση αυτοκρατορικών δούλων (kapı kulları) γενικεύτηκε σε απόλυτο βαθμό σε βάρος όλων των πολιτικών ομάδων που έφεραν αξιώματα και εξουσιαστικές θέσεις είτε στην πρωτεύουσα είτε στις επαρχίες μέχρι περίπου την εποχή της Άλωσης. Η πρακτική αυτή είχε εγκαινιαστεί από τον Βαγιαζήτ Α΄, αλλά ο Μεχμέτ Β΄ ήταν ο πρώτος μονάρχης που κατόρθωσε να παρακάμψει τις αντιστάσεις των παλαιών ελίτ και να επαναθεμελιώσει την αυτοκρατορία ως μια αυστηρά συγκεντρωτική κρατική οντότητα, κάνοντας χρήση των αυτοκρατορικών δούλων σε όλα τα επίπεδα οργάνωσης και διοίκησης της κρατικής μηχανής.


Μέχρι περίπου τα μέσα του 15ου αιώνα, η περιφερειακή διοίκηση του κράτους είχε αρκετά χαλαρό χαρακτήρα αποδίδοντας μεγάλα περιθώρια αυτονομίας και σημαντικές θέσεις στη διοίκηση στις ποικίλες περιφερειακές ελίτ. Στην περίπτωση των βαλκανικών χωρών πρόκειται για τους μπέηδες των συνόρων (uç bey), αρχηγούς άτακτων ένοπλων ομάδων, οι οποίοι δρούσαν στρατιωτικά στα διαρκώς μεταβαλλόμενα και επεκτεινόμενα σύνορα της υπό διαμόρφωση αυτοκρατορίας. Αυτοί οι πολέμαρχοι, εκπρόσωποι της ηρωικής εποχής του οθωμανικού κόσμου, εκφραστές των ιδανικών του Ιερού Πολέμου – αν και συνήθως οι ίδιοι μέλη αιρετικών σιιτικών ταγμάτων – και θεματοφύλακες των πολιτικών αρχών του τουρκικού κόσμου της κεντροασιατικής στέπας, διατηρούσαν μεγάλη ανεξαρτησία πολιτικής δράσης.


Παράλληλα, στα Βαλκάνια διατηρήθηκε περίπου μέχρι την Άλωση ένα στρώμα χριστιανικών δυναστειών και άλλων ισχυρών τοπικών γαιοκτητικών ελίτ, στα πλαίσια δημιουργίας μιας ζώνης φόρου υποτελών αυτόνομων χριστιανικών ηγεμονιών, η οποία περιέβαλλε και προστάτευε από τις εχθρικές Δυτικές χώρες τις οθωμανικές κτήσεις. Ανάλογη κατάσταση επιβλήθηκε και στις μουσουλμανικές ηγεμονίες της Μικράς Ασίας. Με άλλα λόγια, η Οθωμανική Αυτοκρατορία συγκροτήθηκε τον πρώτο ενάμιση αιώνα της ύπαρξής της από μια περιφερειακή ομοσπονδία αυτόνομων χριστιανικών και μουσουλμανικών πριγκιπάτων, με επικεφαλείς απείθαρχους και απρόβλεπτους δεσπότες, η πίστη των οποίων στο σουλτάνο ήταν πάντοτε υπό αίρεση, και ένα κέντρο αρκετά αναιμικό ως προς την επιβολή πολιτικών αποφάσεων στην περιφέρεια.


Η διαδικασία κατάργησης όλων των αυτόνομων περιφερειακών εξουσιαστικών κέντρων και ενσωμάτωσής τους σε μια ενιαία διοικητική μηχανή ελεγχόμενη από το Παλάτι ήταν αργή και διήρκεσε περίπου έναν αιώνα. Βασικό μέσο εδραίωσης της αυτοκρατορικής εξουσίας στην περιφέρεια ήταν η εγκαθίδρυση του τιμαριωτικού συστήματος, η πλήρης εφαρμογή του οποίου ταυτιζόταν με την ολοκληρωτική ενσωμάτωση του χώρου στο οθωμανικό διοικητικό και δικαιικό σύστημα. Προνομιακό πεδίο εφαρμογής του συστήματος αποτέλεσαν οι δύο κεντρικές ζώνες της αυτοκρατορίας, τα Βαλκάνια και η Μικρά Ασία.


Το τιμαριωτικό σύστημα δεν ίσχυε στο σύνολο των υπολοίπων οθωμανικών κτήσεων. Οι εξαιρέσεις μπορούν να διακριθούν σε τρεις κατηγορίες. Είναι οι επαρχίες salıaneli eyaleti, για παράδειγμα η Αίγυπτος, η Βαγδάτη, η Βασόρα, και η Αβησσυνία, επαρχίες όπου η εγκατάσταση του οθωμανικού διοικητικού μηχανισμού εξαντλούνταν αποκλειστικά στα υψηλά κλιμάκια. Βασική υποχρέωση του διορισμένου διοικητή ήταν η αποστολή στο Παλάτι μιας προκαθορισμένης δημοσιονομικής επιβάρυνσης, την οποία επωμίζονταν οι ντόπιοι πληθυσμοί. Το σύστημα αυτό εφαρμόστηκε σε αραβόφωνες περιοχές όπου οι ισλαμικοί κρατικοί θεσμοί είχαν μακρά παράδοση, και κατά συνέπεια, η εφαρμογή των περσικής προέλευσης θεσμικών αρθρώσεων ήταν δυσχερής. Σε αυτές τις περιπτώσεις τα σημαντικά περιθώρια αναγνωρισμένης αυτονομίας και η απλή ψιλή κυριότητα ήταν η καλύτερη λύση. Περισσότερο αυτονομημένες ήταν περιοχές κυρίως στην περιοχή του Κουρδιστάν, όπου η Πύλη δεν έστελνε εκπροσώπους της, αλλά διόριζε τοπικούς φυλάρχους ως Οθωμανούς τιτλούχους αξιωματούχους. Η τρίτη κατηγορία οθωμανικών κτήσεων χωρίς τιμάρια αποτελείται από αυτόνομες φόρου υποτελείς ηγεμονίες, είτε χριστιανικές όπως η Μολδαβία, η Βλαχία, η Τρανσυλβανία, η Γεωργία, και η Ραγούζα, είτε μουσουλμανικές, όπως το χανάτο της Κριμαίας το σεριφάτο της Μέκκας και το Γκολάν, όπου ο ηγεμόνας, κατά βάση ντόπιος, κατέβαλε ετησίως προκαθορισμένη εισφορά ως φόρο υποτέλειας, σε αντάλλαγμα πλήρους εσωτερικής αυτονομίας, και συχνά και απαγόρευσης εγκατάστασης μουσουλμάνων ή οθωμανικών φρουρών.


Το τιμαριωτικό σύστημα εξυπηρετούσε τόσο δημοσιονομικές όσο και στρατιωτικές σκοπιμότητες σε υψηλό βαθμό αλληλεξάρτησης. Η γενεαλογία του είναι προβληματικό ερευνητικό πεδίο, αν και φαίνεται να αντλεί θεσμικά στοιχεία από τη βυζαντινή πρόνοια, και τον σελτζουκικό θεσμό του ikta. Αποτελούσε αποτελεσματική μέθοδο συντήρησης μόνιμου στρατού στα πλαίσια μιας οικονομίας με περιορισμένες χρηματικές δυνατότητες και υψηλό βαθμό αυτάρκειας των τοπικών αγροτικών κοινωνιών. Βάση του τιμαριωτισμού ήταν η παραχώρηση εισοδηματικών πόρων, των λεγόμενων «τιμαρίων», σε ένοπλους ως αντάλλαγμα για την παροχή στρατιωτικών υπηρεσιών εκ μέρους τους σε μόνιμη βάση. Αν και θεωρητικά το τιμάριο μπορούσε να είναι κάθε είδους εισοδηματική πηγή, αφορούσε κατά βάση, και στην περίπτωση των απλών τιμαρίων σχεδόν αποκλειστικά, αγροτικές εκτάσεις γύρω ή κοντά σε μια οικιστική συγκέντρωση χωρικών. Έτσι, ο τιμαριωτισμός αποτέλεσε όχι μόνο ένα στρατιωτικό σύστημα αλλά και τρόπο οργάνωσης της αγροτικής παραγωγής της υπαίθρου. Επιπλέον, το σύστημα εξυπηρετούσε αστυνομικές σκοπιμότητες, καθώς οι ίδιοι στρατιωτικοί αναλάμβαναν το ρόλο χωροφυλακής στην επαρχία τους.

Οθωμανοί σπαχήδες: Οι έφιπποι αντίπαλοι των χριστιανών - slpress.gr

Οι στρατιωτικοί, οι σπαχήδες (sipahi), ήταν μεσαιωνικού τύπου ιππείς οι οποίοι συγκροτούσαν τον κύριο όγκο του μόνιμου οθωμανικού στρατού έως περίπου τα μέσα του 17ου αιώνα. Στη συνέχεια, ο αριθμός και η στρατιωτική αξία τους συρρικνώνονταν σταθερά, αν και σπαχήδες και τιμάρια έπαψαν να υπάρχουν μόνο στα 1839. Ο σπαχής ήταν απόλυτα αυτοσυντηρούμενος, άρα όφειλε να εκχρηματίσει το παραχωρούμενο εισόδημα, δηλαδή τη δεκάτη στην αγροτική παραγωγή του τιμαρίου του, και να επιμεληθεί προσωπικά τον εξοπλισμό και την εκπαίδευσή του. Κάθε προσαύξηση 3.000 άσπρων (akçe) στο υπολογιζόμενο εισόδημά του σήμαινε τον εξοπλισμό και τη συντήρηση ενός μάχιμου ακολούθου (cebeli). Ως στελέχη του μόνιμου τακτικού στρατού είχαν την υποχρέωση να συμμετέχουν στα πολεμικά εγχειρήματα της αυτοκρατορίας κάθε φορά που καλούνταν. Εντούτοις, ένας αριθμός αυτών παρέμενε στα τιμάριά τους ως φύλακες της δημόσιας τάξης και συλλέκτες των δεκατών για λογαριασμό των στρατευμένων συναδέλφων τους. Ακόμη, πιθανόν από τους πρώτους αιώνες εφαρμογής του συστήματος, σημαντικός αριθμός σπαχήδων δεν μετείχε στις στρατιωτικές επιχειρήσεις εξαιτίας της μεγάλης απόστασης του τόπου διαμονής τους από το θέατρο των επιχειρήσεων και αναλάμβανε δράση αποκλειστικά όταν η στρατιωτική σύγκρουση λάμβανε χώρα στην επαρχία της. Σε αυτή την περίπτωση, η συμμετοχή τους στον πόλεμο αναπληρωνόταν με την καταβολή ενός αντισηκώματος. Οι τιμαριώτες της Πελοποννήσου αποτελούν παράδειγμα αυτής της κατηγορίας σπαχήδων στον ελλαδικό χώρο.


Τα τιμάρια τοποθετούνταν κατά μήκος μιας κλίμακας υπολογιζόμενης χρηματικής αξίας της δεκάτης που απέδιδε η παραγωγή τους και η οποία όριζε τις υποχρεώσεις των νομέων τους˙ αν η υπολογιζόμενη αξία ήταν ως 20.000 άσπρα, τότε η εισοδηματική πηγή αποδιδόταν σε απλό σπαχή. Αυτή η κατηγορία αποτελούσε το αρχέτυπο της τιμαριωτικής μονάδας και αποτελούσε τη ραχοκοκαλιά του επαρχιακής διοίκησης έως το τέλος του 16ου αιώνα. Οι τιμαριώτες πύκνωναν αριθμητικά στο χαμηλό άκρο αυτής της κατηγορίας παρά προς την κορυφή της, καθώς τα τιμάρια κατά κανόνα ήταν χαμηλής εισοδηματικής αξίας. Αν η αξία των αποδιδόμενων εισοδημάτων ήταν ανάμεσα στα 20.000 και στα 100.000 άσπρα, θεωρούνταν ζεαμέτια (zeamet) και παραχωρούνταν σε υψηλούς αξιωματούχους της επαρχιακής διοίκησης. Αν το εισόδημα υπερέβαινε το όριο των 100.000 άσπρων, ήταν χας (hass) και δικαιούχος μπορούσε να είναι αξιωματούχος της κεντρικής διοίκησης, μέλη της οικογένειας του σουλτάνου ή ο ίδιος ο αυτοκράτορας.


Υπό την αυστηρά νομική έννοια, το τιμάριο ήταν δικαίωμα κάρπωσης μέρους του προϊόντος εισοδηματικής πηγής (hakk-ı tasarruf) και όχι κυριότητα επί της ίδιας της πηγής. Αν περιγραφεί με σημερινούς νομικούς όρους, ο τιμαριώτης ήταν επικαρπωτής και όχι πλήρης κύριος επί της πηγής. Το κράτος διατηρούσε την ψιλή κυριότητα (rakabet) της τιμαριωτικής γης και επιμέριζε την επικαρπία ανάμεσα στον τιμαριώτη και στον χωρικό-καλλιεργητή της γης. Ο σπαχής έφερε τον τίτλο του «κυρίου της γης» (sahib-i arz), ο οποίος αντιστοιχούσε στο δικαίωμα είσπραξης προκαθορισμένης ποσόστωσης επί της παραγωγής των χωρικών του, συγκεκριμένων προστίμων-ποινών, και στο δικαίωμα παραχώρησης αγρών του τιμαρίου του σε χωρικούς προς καλλιέργεια.

Η εξουσία του, αν και περιλάμβανε αστυνομικά καθήκοντα που τον καθιστούσαν ουσιαστικό κυβερνήτη της περιοχής του τιμαρίου του και τον υποχρέωναν να διαμένει μόνιμα εκεί, γνώριζε σειρά σημαντικών περιορισμών, οι οποίες αποσκοπούσαν στην προστασία των χωρικών και στην ανάσχεση της προσωπικής του επιρροής σε τοπικό επίπεδο. Έτσι, το τιμάριό του αποτελείτο από δύο μέρη, ένα μικρό πυρήνα, το κιλίτς (kılıç) ή «ξίφος», και τις προσθήκες (terakki), οι οποίες συχνά ήταν εδαφικά διασπασμένες σε περισσότερους του ενός οικισμούς, και μάλιστα όχι γειτνιάζοντες. Επιπλέον, ο σπαχής δεν είχε δικαίωμα αποπομπής των χωρικών του, παρά μόνο αν άφηναν ακαλλιέργητη τη γη τους για τριετία˙ επίσης δεν είχε δικαίωμα τροποποίησης της καλλιέργειας, ιδιοποίησης, πώλησης, δωρεάς, υποθήκευσης ή κληροδότησης της τιμαριωτικής γης, επιβολής αυθαίρετων αγγαρειών ή επέμβασης στον ιδιωτικό βίο των χωρικών.


Η κατοχή τιμαρίου είχε ως αναγκαίο όρο τη στρατιωτική ιδιότητα. Η τελευταία ήταν κληρονομική, αν και μπορούσαν να την αποκτήσουν μουσουλμάνοι διακριθέντες σε στρατιωτικές επιχειρήσεις, και χριστιανοί τοπάρχες – ως τα τέλη του 15ου αιώνα. Ο σπαχής δεν κληροδοτούσε το τιμάριο του στα τέκνα του, αλλά το δικαίωμα σε τιμαριωτικό εισόδημα. Η ανάληψη του τιμαριωτικού δικαιώματος ήταν υποκείμενη σε μια σύνθετη διαδικασία, η οποία από το 1530 και εξής προϋπέθετε την ύπαρξη κενών αγροτεμαχίων, τη σύνταξη και αποστολή σχετικής θετικής αναφοράς του μπεηλέρμπεη προς την Υψηλή Πύλη, και την έκδοση αντίστοιχου αυτοκρατορικού μπερατίου. Αυτή η διαδικασία στην πράξη εκτροχιαζόταν, καθώς οι μπεηλερμπέηδες μοίραζαν τιμάρια με έκνομο τρόπο σε ακατάλληλα άτομα και μη-στρατιωτικούς. Ακόμη και η ίδια η Υψηλή Πύλη, ειδικά μετά τον 16ο αιώνα, απέδιδε τιμαριωτικά δικαιώματα σε ζεαμέτια και χάσια σε αυλικούς, μέλη της οικογένειας του σουλτάνου, ή συνταξιούχους ανώτατους αξιωματούχους.


Αν ο σπαχής ήταν απλός επικαρπωτής του τιμαριωτικού προϊόντος, ο χωρικός αποτελούσε οργανικό μέρος του ίδιου του τιμαρίου, αναγκαίο συμπλήρωμα της αγροτικής εκμετάλλευσης. Αυτή η κεντρική θέση του στην τιμαριωτική δομή όριζε τις υποχρεώσεις και τα δικαιώματά του. Έτσι, είχε την υποχρέωση συνεχούς καλλιέργειας της γης και απόδοσης στο σπαχή της δεκάτης από το αγροτικό προϊόν, ενώ και για αυτόν ίσχυαν οι απαγορεύσεις τροποποίησης της καλλιέργειας της γης, και διάθεσης, πώλησης ή υποθήκευσης του εδάφους. Ο βασικότερος περιορισμός της προσωπικής ελευθερίας του ήταν η απαγόρευση μετακίνησής του και εγκατάλειψης της καλλιέργειας, αν και στην πράξη η μετεγκατάσταση χωρικών σε άλλα τιμάρια ή στις πόλεις ήταν αρκετά σύνηθες φαινόμενο. Σε αυτές τις περιπτώσεις, ο τιμαριώτης μπορούσε να επιβάλει τη βίαιη επιστροφή του χωρικού μέχρι την παρέλευση δεκαπέντε ετών, ενώ ο τελευταίος είχε τη δυνατότητα αποδέσμευσής του καταβάλλοντας ειδικό τέλεσμα (çift-i bozan). Από την άλλη, ο χωρικός δεν ήταν υπόφορος προσωπικών υποχρεώσεων προς τον σπαχή, τελούσε υπό την προστασία του κράτους και διατηρούσε την προσωπική και νομική ελευθερία του. Τέλος, απολάμβανε το δικαίωμα κληροδότησης της επικαρπίας της γης στους γιους του ως αδιαίρετο δικαίωμα καλλιέργειάς της.


Το σύστημα τελούσε υπό τον αυστηρό έλεγχο του κράτους, με στόχο την καταγραφή του πραγματικού αριθμού των σπαχήδων και την ανάσχεση της αναπόφευκτης τάσης ιδιοποίησης εκ μέρους τους των παραχωρημένων προς επικαρπία εισοδηματικών πηγών. Ο έλεγχος στην πράξη σήμαινε καταγραφή όλων των αγροτικών εισοδηματικών πηγών, των χρηματικών ισοδυνάμων τους, των χωρικών και της παραγωγής και (ανα)διανομή των τιμαρίων στους ενδιαφερόμενους τιμαριώτες. Η καταγραφή περιλάμβανε τη σύνταξη ενός αναλυτικού κατάστιχου (mufassal defter) των οικισμών της περιοχής, στο οποίο εγγράφονταν όλοι οι άρρενες αρχηγοί εστιών, οι χήρες και οι άγαμοι άρρενες ανά οικιστική εγκατάσταση, η οικονομία του χωριού, η δεκάτη που βάρυνε κάθε καλλιέργεια και άλλες φορολογικές επιβαρύνσεις. Ακόμη, συντασσόταν ένα συνοπτικό κατάστιχο (icmal defter) όπου εγγράφονταν οι δικαιούχοι τιμαρίου και οι χρηματικές αξίες των αντίστοιχων εισοδημάτων. Αντίγραφο και των δύο καταστιχώσεων διατηρούσε τόσο η κεντρική όσο και η επαρχιακή διοίκηση.

Η καταστιχωτική διαδικασία λάμβανε χώρα μετά την ενσωμάτωση μιας περιοχής στην οθωμανική επικράτεια, και κάθε περίπου τριάντα χρόνια σε όλη τη διάρκεια του 16ου αιώνα, ώστε να καταγραφούν οι μεταβολές στην πληθυσμιακή σύνθεση των τιμαριωτών και των χωρικών και οι επιβεβλημένες μεταβολές στην παραγωγή και στη φορολόγηση. Επιπλέον μορφή κρατικού ελέγχου αποτελούσε ο kanunnname, το συντακτικό κείμενο κάθε επαρχίας που όριζε με ακρίβεια τον τρόπο διοίκησής του, τους τιτλούχους αξιωματούχους με τιμαριωτικά δικαιώματα, την ποσόστωση αυτών των δικαιωμάτων σε χρηματικές αξίες και τα χρηματικά πρόστιμα.


Εποπτικό και ελεγκτικό ρόλο στο σύστημα έπαιζαν μια σειρά επαρχιακών εξουσιαστικών παραγόντων, οι οποίοι εξυπηρετούσαν τις κρατικές θεωρήσεις˙ πρώτος και σημαντικότερος ο ήταν ιεροδίκης, ο οποίος διατηρούσε την αυτονομία του από την πολιτικο-στρατιωτική διοίκηση της επαρχίας, αναφερόταν απευθείας στην Υψηλή Πύλη και γινόταν δέκτης των παραπόνων των χωρικών για φορολογικές παραβάσεις και καταχρήσεις, ακόμη και εναντίον των τιμαριωτών. Ανάλογη με τον ιεροδίκη αυτονομημένη θέση και δικαίωμα άμεσης αναφοράς στην Πύλη διατηρούσε ο ανώτατος οικονομικός αξιωματούχος της επαρχίας, ο χαζινέ ντεφτερντάρ (hazine defterdar). Τέλος, να τονιστεί ότι ο τιμαριωτισμός δεν αποτελούσε το μοναδικό τρόπο οργάνωσης του αγροτικού βίου και της περιφερειακής διοίκησης, καθώς μεγάλες εδαφικές ζώνες της υπαίθρου ήταν βακουφικές ή ιδιωτικές και κατά συνέπεια δεν υπόκεινταν στον έλεγχο των τιμαριωτών.


Το σύνολο των τιμαρίων μιας εδαφικής ζώνης συγκροτούσε ένα σαντζάκι ή λιβά (sancak ή liva) επικεφαλής του οποίου ήταν ο σαντζάκμεπης (sancakbeyi ή mutasarrıf). Πρόκειται για το στρατιωτικό αρχηγό των τιμαριωτών της περιοχής, κάτω από τη σημαία του οποίου συγκεντρώνονταν όταν διατάσσονταν να λάβουν μέρος σε εκστρατευτική επιχείρηση. Ο στρατιωτικός χαρακτήρας της διοικητικής αυτής μονάδας αντανακλάται στην ονομασία της, καθώς sancak ή liva σημαίνει «σημαία» στα τουρκικά και αραβικά αντίστοιχα. Οργανωτική υποδιαίρεσή του ήταν το σουμπασιλίκι (subaşılık), ζώνη διοικητικής ευθύνης επικεφαλής της οποίας ήταν ο σούμπασης (subaşı) με υφιστάμενό του τον τσερίμπαση (çeribaşı)˙ και οι δύο αξιωματούχοι είχαν στρατιωτικά καθήκοντα που πύκνωναν γύρω από την οργάνωση των τιμαριωτών σε περιόδους πολέμου. Παρόμοια καθήκοντα είχε και ο αλάϊμπεης (alay beyi), ο οποίος προερχόμενος από τις τάξεις των τιμαριωτών της περιοχής, και εκπροσωπώντας τα συμφέροντά τους έναντι των αξιωματούχων της Υψηλής Πύλης, βαθμιαία αναδείχθηκε ιεραρχικά ανώτερος του σούμπαση. Τα καθήκοντα του τελευταίου μετασχηματίστηκαν σε καθαρά αστυνομικά, ως όργανο επιβολής των ποινών που επιδίκαζε ο ιεροδίκης.


Αν και το σαντζάκι αποτελούσε τη βασικότερη οργανωτική μονάδα του τιμαριωτικού ιππικού, η συγκρότησή του και η εδαφική οριοθέτησή του εξυπηρετούσαν τόσο διοικητικές όσο και οικονομικές σκοπιμότητες. Τελικά, οι οικονομικές και διοικητικές θεωρήσεις είχαν προτεραιότητα σε σχέση με τις στρατιωτικές στη βάση της διαχείρισης της υπαίθρου. Έτσι, το σαντζάκι ως εδαφική μονάδα αρθρωνόταν γύρω από την πρωτεύουσά του, κέντρο ενός ενιαίου παραγωγικού χώρου, ο οποίος, θεωρητικά έστω, είχε δυνατότητες συντήρησης μιας αυτοκαταναλωτικής οικονομίας. Εντούτοις, πολλά σαντζάκια είχαν συγκροτηθεί πριν από τα μέσα του 15ου αιώνα, στη βάση των προσωπικών κτήσεων Βαλκάνιων φεουδαρχών που προσχώρησαν στην οθωμανική υπηρεσία, ή Τουρκομάνων μπέηδων των συνόρων, δηλαδή πριν το τιμαριωτικό σύστημα αποκτήσει σταθερά χαρακτηριστικά.

Εγιαλέτι της Ρούμελης - Βικιπαίδεια
Με κόκκινο το εγιαλέτι της Ρούμελης (1365-1867)


Ανώτατη εδαφική διοικητική μονάδα ήταν το μπεηλερμπεηλίκι (beylerbeylik), στην αρχική του ονομασία, ή εγιαλέτι (eyalet) όπως μετονομάστηκε αργότερα, το σύνολο των σαντζακίων μιας ευρύτερης εδαφικής ζώνης. Ένα από αυτά ήταν το «σαντζάκι του πασά», δηλαδή η έδρα του διοικητή του, η δε πρωτεύουσά του ήταν και πρωτεύουσα του μπεηλερμπεηλικίου. Ο μπεηλέρμπεης (beylerbeyi) ή μιριμιράν (mir-i miran) ή βαλής (vali) ήταν ο στρατιωτικός αρχηγός των σπαχήδων της περιφέρειάς του και ανώτατος εκπρόσωπος του αυτοκράτορα. Το πρώτο μπεηλερμπεηλίκι δημιουργήθηκε το 1361, περιλάμβανε όλες τις ευρωπαϊκές κτήσεις της αυτοκρατορίας και διατηρήθηκε με το όνομα της Ρούμελης έως τον 19ο αιώνα. Σταδιακά και ως τα μέσα του επόμενου αιώνα, τα μπεηλερμπεηλίκια αυξήθηκαν σε τρία, με την προσθήκη δύο νέων στην περιοχή της Μικράς Ασίας.

Η εδαφική επέκταση της αυτοκρατορίας δεν σήμαινε την αντίστοιχη αύξηση του γεωγραφικού μεγέθους των τριών αυτών επαρχιών, αλλά αύξηση του αριθμού τους, κυρίως στις συνοριακές ζώνες. Ως αποτέλεσμα, στα τέλη του 16ου αιώνα ο αριθμός τους έφτασε στα τριάντα εννιά. Η έκταση των καινούργιων αυτών επαρχιών ποικίλε ανάλογα με τους γεωγραφικούς περιορισμούς και τη συγκυρία της κατάκτησης. Επιπλέον, οι ποικίλες διοικητικές ανακατατάξεις σήμαιναν διάσπαση παλιών μπεηλερμπεηλικίων και σχηματισμό νέων, όπως και δημιουργία νέων σαντζακίων, μετακίνησή τους στα πλαίσια των ήδη υπαρχόντων μπεηλερμπεηλικίων ή μεταβολή των ορίων τους. Η τελική εικόνα του διοικητικού χάρτη της αυτοκρατορίας είναι πολύ ρευστή με διοικητικές μονάδες να καταργούνται ή να δημιουργούνται διαρκώς, τα δε όριά τους συχνά να μεταβάλονται.


Στον ελλαδικό χώρο ο αριθμός των μπεηλερμπεηλικίων εξαρτήθηκε από την επέκταση της οθωμανικής επικράτειας σε βάρος της βενετικής. Από τα μέσα του 17ου αιώνα, όταν σε γενικές γραμμές είχε ολοκληρωθεί η ενσωμάτωση των ελληνικών χωρών στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, οι περιοχές με ελληνόφωνο πληθυσμό παρέμειναν ενταγμένες σε έξι εγιαλέτια και ένα περισσότερο μεταβλητό αριθμό σαντζακίων. Το μεγαλύτερο μέρος του ελλαδικού χώρου ανήκε στο ευμέγεθες εγιαλέτι της Ρούμελης ενώ διακριτά εγιαλέτια ήταν η Πελοπόννησος, η Κρήτη, η Κύπρος, τα νησιά του Αιγαίου και ο Πόντος.

Εγιαλέτι του Μοριά - Βικιπαίδεια


Παράλληλα με το στρατιωτικό χαρακτήρα όλων των προαναφερθέντων αξιωματούχων, η πολιτική διάσταση των εξουσιαστικών καθηκόντων τους ήταν εξίσου σημαντική. Σε αυτή την περίπτωση, οι σαντζάκμπεηδες και οι μπεηλερμπέηδες ενεργούσαν ως εκπρόσωποι του σουλτάνου, φορείς των συμβόλων της εξουσίας του, δηλαδή της σημαίας, του τύμπανου και της στρατιωτικής μπάντας του, και αντανακλάσεις του τρόπου οργάνωσης του Παλατιού του. Από τα μέσα του 17ου αιώνα και εξής, οι μπελερμπέηδες έφεραν τους τιμητικούς τίτλους του βεζίρη και του πασά και, όπως προαναφέρθηκε, ως τις αρχές του 18ου αιώνα, είχαν δικαίωμα να παρευρίσκονται στο αυτοκρατορικό συμβούλιο˙ από την άλλη, και οι σαντζάκμπεηδες ενίοτε ήταν βεζίρηδες.

Τα τιμαριωτικά εισοδήματά τους ήταν ανάλογα του αξιώματός τους˙ έτσι, οι σαντζάκμπεηδες και οι μπεηλερμπέηδες ήταν επικαρπωτές τιμαρίου χας. Και οι δύο κατηγορίες επαρχιακών διοικητών προέρχονταν από τις τάξεις των αυτοκρατορικών δούλων και μέχρι τα τέλη του 16ου αιώνα διατηρούσαν τη θέση τους για μεγάλες χρονικές περιόδους. Από τον επόμενο αιώνα και εξής η διάρκεια της θητείας τους μειώθηκε σε τρία και αργότερα στο ένα έτος, σε μια προσπάθεια της Υψηλής Πύλης να ελέγξει τις κεντρόφυγες τάσεις τους και τη συγκρότηση πελατειακών δικτύων. Οι βεζίρηδες που αναλάμβαναν τη διοίκηση επαρχιακής μονάδας, μετέφεραν ή συγκροτούσαν οίκο σύμφωνα με το αυλικό πρωτόκολλο και την εξουσιαστική ιεραρχία των υπηρεσιών του Παλατιού, φυσικά προσαρμοσμένα στο βαθμό και την εισοδηματική τους ικανότητά τους. Έτσι, όλοι οι αξιωματούχοι της αυτοκρατορικής εξωτερικής και εσωτερικής υπηρεσίας είχαν τον ομόλογό τους, αν και χαμηλότερης ιεραρχικής αξίας, στις αυλές των σαντζακμπέηδων και μπεηλερμπέηδων. Σε κάθε περίπτωση οι μπεηλερμπέηδες, παρά τον ανακλητό και προσωρινό χαρακτήρα της θέσης τους, και κατά συνέπεια και των εισοδηματικών πόρων τους, αποτελούσαν έως τον 18ο αιώνα τη σημαντικότερη πολιτικά και οικονομικά ιθύνουσα ομάδα στις επαρχίες.


Σημαντικό μέρος της διεθνούς βιβλιογραφίας έχει αναλωθεί σε μια όχι ιδιαίτερα γόνιμη και συχνά καθαρά θεωρητικού χαρακτήρα συζήτηση, όπου οι αντίθετες απόψεις εκπροσωπούν διακριτές ιστοριογραφικές θεωρήσεις, σχετικά με το φεουδαλικό χαρακτήρα του τιμαριωτικού συστήματος. Εδώ θα επισημανθεί μόνο ότι, σε αντίθεση με τη δυτική φεουδαρχική θεσμική οργάνωση, στον οθωμανικό κόσμο το σύνολο των εισοδηματικών πόρων, και κυρίως η καλλιεργήσιμη γη, ήταν κρατική ιδιοκτησία (miri), με την έννοια της ψιλής κυριότητας˙ οι σπαχήδες διατηρούσαν απλό δικαίωμα επικαρπίας επί των τιμαρίων τους, το οποίο με τη σειρά του ήταν ανακλητό σε περίπτωση μη εκπλήρωσης των υποχρεώσεών τους. Οι χωρικοί, σε αντίθεση με τους δουλοπάροικους στη Δύση, απολάμβαναν πλήρη νομική και προσωπική αυτονομία, συμμετείχαν σχεδόν ισομερώς με τον τιμαριώτη στον επιμερισμό της νομής της κρατικής γης, ενώ η προστασία τους αποτελούσε θεμελιώδη προτεραιότητα και βασικό νομιμοποιητικό ιδεολογικό στοιχείο της Υψηλής Πύλης.

Το σύστημα ήταν συγκεντρωτικό και είχε ως θεμελιώδη στοχοθεσία την ανάσχεση κεντρόφυγων περιφερειακών δυνάμεων, και υπό αυτή την έννοια ήταν απόλυτα επιτυχές, καθώς υπηρέτησε αποτελεσματικά την κεντρική εξουσία στις αντιπαραθέσεις της τόσο με εξωτερικές όσο και εσωτερικές προκλήσεις. Σε αυτό το πλαίσιο είναι ενδιαφέρον ότι όλες οι υπονομευτικές προσπάθειες εξουσιαστικής αυτονόμησης περιφερειακών κέντρων δεν περιλάμβαναν τιμαριώτες˙ οι σημαντικότεροι αμφισβητίες του αυτοκρατορικού κέντρου ήταν ετερόδοξες ισλαμικές αγροτικές πληθυσμιακές ομάδες, συχνά με την υποκίνηση του σιιτικού Ιράν, κατά τον 17ο αιώνα υψηλόβαθμοι αξιωματούχοι, οι οποίοι παρά την θεσμική παρουσία τους στην επαρχία δεν αντλούσαν από αυτήν τις αυτονομιστικές αξιώσεις τους, και κατά τον επόμενο αιώνα οι τοπικές προυχοντικές ελίτ των αγιάνηδων, ντερεμπέηδων και κοτζαμπάσηδων.


Το τιμαριωτικό σύστημα είχε προβληματικές όψεις, αλλά η παρεμβατική λειτουργία του κράτους περιόριζε αποτελεσματικά τις εκτροπές του. Η αποχή των σπαχήδων από τα στρατιωτικά καθήκοντά τους σήμαινε την έκπτωσή τους σε καθεστώς ραγιά και φυσικά απώλεια του τιμαρίου τους, η παραχώρηση τιμαρίων σε μη-στρατιωτικούς, και η έκνομη ιδιοποίηση τους από στρατιωτικούς επέφερε δήμευση του αγροτεμαχίου, οι καταχρήσεις των σπαχήδων σε βάρος των χωρικών καταγράφονταν από τους ιεροδίκες σε αναφορές τους προς στην Κωνσταντινούπολη. Φυσικά, όπως είναι αναμενόμενο, οι επικοινωνιακές δυσκολίες που αντιμετώπιζε το οθωμανικό κράτος, αλλά και η πολιτική δυναμική σε τοπικό επίπεδο δημιουργούσαν κωλύματα στην επιβολή ενός απόλυτα επιτυχούς ελέγχου. Εντούτοις, το σύστημα λειτούργησε χωρίς ισχυρές εσωτερικές εντάσεις και κλυδωνισμούς μέχρι τα τέλη του 16ου αιώνα, ευνοώντας τον ομαλό αγροτικό βίο και τη δημογραφική ανάπτυξη της υπαίθρου.


Οι προκλήσεις κατά του τιμαριωτισμού ήταν κυρίως εξωτερικές και συμφυείς με βασικά γνωρίσματα των προκαπιταλιστικών προνεωτερικών κοινωνικών σχηματισμών και αγροτικών οικονομιών. Στο τέλος του 16ου αιώνα οι δραστικοί μετασχηματισμοί της ευρωπαϊκής οικονομίας κλόνισαν τη σταθερότητα του οθωμανικού κόσμου. Ο καλπάζων πληθωρισμός και η νόθευση του νομίσματος εκ μέρους του κράτους εξανέμισαν τα τιμαριωτικά εισοδήματα, αναγκάζοντας και τους ίδιους τους δικαιούχους τους να τα εγκαταλείψουν και να στραφούν είτε στην έκνομη ένοπλη δράση είτε στον αστικό βίο. Η λεηλατική προοπτική, η οποία εξισορροπούσε σε σημαντικό βαθμό τα ελλειμματικά τιμαριωτικά εισοδήματα στο παρελθόν, ήταν πλέον ανύπαρκτη λόγω της ανάσχεσης των οθωμανικών επιθετικών στρατιωτικών πρωτοβουλιών στα τέλη του 16ου αιώνα. Όμως, η σημαντικότερη αποδιαρθρωτική μεταβολή ήταν η υποχώρηση της στρατιωτικής αξίας του οθωμανικού τιμαριωτικού ιππικού εξαιτίας του νέου τρόπου διεξαγωγής των πολεμικών επιχειρήσεων, ο οποίος στηριζόταν στο οπλισμένο με φορητά πυροβόλα όπλα πεζικό. Οι επιχειρήσεις του αυστρο-οθωμανικού πολέμου του 1593-1606 κατέδειξαν τον απαρχαιωμένο χαρακτήρα των ιππέων τιμαριωτών και κινητοποίησαν την Υψηλή Πύλη στην κατεύθυνση της σταδιακής αντικατάστασης τους με γενίτσαρους και μισθοφορικό πεζικό, και κατά συνέπεια στην κατάργηση του τιμαριωτισμού ως δημοσιονομικής μεθοδολογίας.


Ταυτόχρονα, η ανάγκη για αυξημένες χρηματικές ροές προς το κρατικό θησαυροφυλάκιο ώθησαν την Υψηλή Πύλη να γενικεύσει τη φοροενοικίαση των κρατικών εισοδηματικών πόρων στα τιμάρια που έμεναν κενά και να τα μετατρέψει σε δημοσιονομικές μονάδες προς ενοικίαση σε ιδιώτες (iltizam). Στο ίδιο πνεύμα, αυξήθηκε ο αριθμός των τιμαρίων που παραχωρούνταν από την Υψηλή Πύλη σε αυλικούς, αξιωματικούς των γενιτσάρων, γυναίκες του Παλατιού και άλλους μη στρατιωτικούς ως μέσο συντήρησής τους, ενώ οι μπεηλερμπέηδες διατηρούσαν τα χάσια τους και μετά τη λήξη της θητεία τους στην επαρχία. Εντούτοις, το σύστημα συνέχισε να υπάρχει ως τις μεταρρυθμίσεις του 1839˙ αν και οι σπαχήδες αποτελούσαν μη-μάχιμο απολίθωμα του ένδοξου παρελθόντος, ο τιμαριωτισμός εξακολούθησε να καθορίζει την επαρχιακή διοίκηση θέτοντας τα όρια των διοικητικών μονάδων, την τιτλοφορία των αξιωματούχων, το πρωτόκολλο και ποικίλες τυπικές αλλά και ουσιαστικές όψεις της οθωμανικής θεσμικής παρουσίας στην επαρχία.

, , , , , , , , ,

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *