Περί Εθνικών μύθων… και άλλων μυθολογιών

από Αντώνης  Σμυρναίος 

πηγή: antifono.gr

Μέλος ανεκτίμητο μιας εθνικής ταυτότητας είναι οι λεγόμενοι «εθνικοί μύθοι», δηλαδή οι σύντονες αφηγήσεις λογίων συνήθως ανδρών του παρελθόντος, οι οποίες οικοδόμησαν την έννοια της εθνικής ταυτότητας ως διαχρονικού ιδιώματος. Κι είναι γνωστό ότι μια ηγεμονική σήμερα ακαδημαϊκή και δημοσιογραφική γραφή καταφέρεται συστηματικά εναντίον της, χρησιμοποιώντας ευρύτατα την απαξίωση αυτών των μύθων. Επισείοντας μάλιστα τη σημαία του σολωμικού προτάγματος  ότι «το έθνος πρέπει να μάθει να θεωρεί εθνικό ό,τι είναι αληθές», ισχυρίζεται ότι έχει πλέον απεμπλακεί από αντι-επιστημονικά σχήματα ερμηνειών, κατηχώντας με τη σειρά της συστηματικά την εκπαιδευτική και όχι μόνο κοινότητα στα υποτιθέμενα θέσφατα της ιστοριογραφικής επιστήμης, που ευνοούν, το λιγότερο, έναν «νέο πατριωτισμό», μακριά από «νατιβιστικές» προκαταλήψεις…

Δεν θα ασχοληθούμε εδώ με την ανασκευή της απαξίωσης αυτών των μύθων, αλλά θα στρέψουμε την προσοχή μας σε μια αποσιωπημένη διάσταση του ζητήματος, που αποτελεί και το θεωρητικό του υπόβαθρο: τον υποχρεωτικά ανθρώπινο χαρακτήρα της μυθοπλασίας και τη θετικιστική ιστοριογραφική αντίληψη που εμφιλοχωρεί πίσω από την προγραμματική άρνησή της.

1. Όταν κατά το 19ο αιώνα αποφάσισαν οι ιστορικοί ότι η ιστοριογραφία πρέπει επιτέλους να περιβληθεί την τήβεννο μιας επιστημονικής «πειθαρχίας» (discipline), το πλέον πρόσφορο παράδειγμα που είχαν ήταν αυτό των φυσικών επιστημών που άρχιζε με τα συναρπαστικά τότε επιτεύγματά του να επιβάλλεται στις συνειδήσεις, αλλά και στο ίδιο το ασυνείδητο των ανθρώπων. Η εποχή του ατμού και του ηλεκτρισμού «γέννησε» μια θετικιστική ιστοριογραφία, η οποία ήταν βέβαιη ότι, αν μελετούσε εξαντλητικά τις ιστορικές πηγές και αν ευφυώς τις συνέδεε, θα μπορούσε να αποτυπώσει τα έργα του παρελθόντος «όπως πραγματικά συνέβησαν» («wie es eigentlich gewesen», κατά τη διάσημη έκφραση του Leopold von Ranke). Αυτή η αντίληψη περί της άκρως εφικτής δυνατότητας να υπάρξει αντικειμενικότητα και απροσωποληψία στην ιστοριογραφία άρχισε να αμφισβητείται ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα, παρ’ όλα αυτά παραμένει μέχρι σήμερα για τους ιστορικούς «το ευγενές όνειρό» τους (P. Novick), αν και είναι «ένας διάσημος κόμβος» (E. Carr).

2. Όσοι λοιπόν μάχονται σήμερα με θετικιστικό τρόπο τους «εθνικούς μύθους» αποκαλύπτουν το κραταιό απωθημένο της αμετάκλητης κρυστάλλωσης, της ακινητοποίησης, της ιστορικής αλήθειας, του πλήρους δηλαδή και ακριβούς κατοπτρισμού του παρελθόντος στον ιστοριογραφικό λόγο, αυτοθεωρούμενοι προκαταβολικά ως «ειλικρινείς» και «ουδέτεροι» ιστορικοί. Διότι έχουν εντωμεταξύ μεσολαβήσει η ψυχανάλυση, η ανθρωπολογία,  η εθνολογία, η γλωσσολογία, η σημειολογία κλπ., επιστήμες δηλαδή που εξέφρασαν σοβαρές επιφυλάξεις για τη δυνατότητα του υποκειμένου να εκφράσει με απόλυτη πιστότητα τον λόγο του πάνω στην πραγματικότητα παρελθόντος και παρόντος. Αλλά οι ιστοριολογούντες αυτοί επιμένουν ότι, ανακαλύπτοντας λ.χ. μια-δυο καινούργιες ιστορικές πηγές ή συνδυάζοντας ευλογοφανώς τις παλιές με τις καινούργιες, απέδειξαν τελεσίδικα την απάτη της αντίπαλης παραδοσιακής ιστοριογραφίας. Η ακριβόλογη αποτύπωση των ενεργειών του παρελθόντος είναι όμως ένα εγγενώς ανέφικτο εγχείρημα, διότι είναι οι παραπάνω επιστήμες που υπέδειξαν ότι ο ανθρώπινος λόγος περισσότερα αποκρύπτει από όσα εντέλει εκφέρει, εφόσον «μια ολόκληρη μυθολογία είναι εγκατεστημένη στη γλώσσα μας» (L. Wittgenstein), και μέσα σε κάθε ιστορική ερμηνεία εμφιλοχωρεί ένα «σύστημα αναφοράς», το οποίο συνιστά την «άρρητη φιλοσοφία» του ιστορικού (Michel De Certeau), με βάση την οποία επιλέγει με ποιον τρόπο θα συνθέσει τελικά την ιστορία του. Η στάση τους αυτή δείχνει λοιπόν μια παρωχημένη, καθαρολογική-πουριτανική αντίληψη περί ιστορίας και ιστοριογραφίας, η οποία αναβλύζει από τον αποκλειστικά πολεμικό της χαρακτήρα.

3. Συνεπώς, επειδή ακριβώς η ιστορία υπερβαίνει κατά πολύ τον σκελετό ενός χρονολόγιου γεγονότων, μιας απαρίθμησης πρωταγωνιστών και μιας ντετερμινιστικής σχέσης αιτιών και αποτελεσμάτων, κάθε ιστορική περιγραφή/ερμηνεία αφήνει μέσα της και γύρω της έναν ευρύτατο χώρο για να συνοικιστεί η εντελώς ανθρώπινη μυθοπλασία. Το ίδιο το ιστορικό γεγονός, λ.χ. ο Εθνικός Διχασμός,  πάλλεται, «ανασαίνει», συστέλλεται και διαστέλλεται μέσα από τις συχνά αντικρουόμενες αφηγήσεις του, αλλά δεν μπορεί να υπάρξει δίχως αυτές. Γνωρίζουμε δηλαδή τα γεγονότα αποκλειστικά μέσω των μυθοπλαστικών αφηγημάτων τους που έφτιαξαν οι υποκειμενικότητες του παρελθόντος, όμως ένα γεγονός πάντα περισσεύει, ξεχειλίζει των περιγραφών του, όπως και ο άνθρωπος των λόγων του. Κάθε λόγος λοιπόν «παίζει» με τις τέσσερις αριθμητικές πράξεις πριν κρυσταλλωθεί.

4. Στη γραφίδα όμως των παραπάνω καθαρολόγων αυτή η εγγενής μυθοπλασία μεταμφιέζεται πάντοτε ως απάτη, ψεύδος, προπαγάνδα, παραχάραξη κλπ. Δεν είναι όμως, κατ’ αποκλειστικότητα, αυτή η σημασία του μύθου. Ο μύθος είναι ουσιαστικά μια οικεία αφήγηση που σου επιτρέπει να ζεις: ένας λόγος που σε απαρτίζει, σε οικοδομεί και σε στηρίζει ως άνθρωπο και ως ανθρώπινη κοινότητα, που σε βοηθά να προχωρήσεις παρακάτω στη ζωή και το μέλλον της, αντλώντας από αυτόν ένα νόημα, δηλαδή μια βεβαιότητα. Γι’ αυτό και είναι, κατ’ αρχήν, πέρα από το καλό και το κακό. Υπάρχουν αφηγήματα ευεργετικά και αφηγήματα ολέθρια, τα οποία όμως οι άνθρωποι εξίσου αδράχνουν με πάθος, έτσι ώστε να πορευτούν στη ζωή, ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα. Άνθρωπος χωρίς μύθο, δηλαδή χωρίς ένα προσφιλές σε αυτόν συγκροτητικό και δεσμευτικό αφήγημα, υπάρχει μόνο όταν εκείνος είναι έτοιμος να αφουγκραστεί τα κράσπεδα της κατάθλιψης ή της αυτοκτονίας.

5. Μύθος λοιπόν και άνθρωπος αλληλο-συγκροτούνται. Ο Claude Levi-Strauss περιέγραφε μάλιστα ως στόχο της επιστημονικής του έρευνας «το να δείξει, όχι ότι οι άνθρωποι σκέπτονται με μύθους, αλλά πώς οι μύθοι λειτουργούν στα μυαλά των ανθρώπων χωρίς εκείνοι να το ξέρουν». Έτσι, η άρνηση της μυθοπλασίας στον χώρο της ιστορίας και της ιστοριογραφίας κυμαίνεται απλώς μεταξύ της άγνοιας και της σκοπιμότητας. Όταν ακόμη και ο αυτόπτης μάρτυρας ενός γεγονότος του παρόντος δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θα καταφέρει να αποτυπώσει πλήρως όλες τις διαστάσεις του και μπορεί συχνά να εξαπατηθεί (όπως καθημερινά παρατηρούμε), ακόμη περισσότερο είναι αβέβαιο ότι θα εκφράσουν την «αλήθεια» του παρελθόντος οι αυτόπτες ή αυτήκοοι μάρτυρες των γεγονότων του. Το ίδιο επισφαλής θα είναι συνεπώς και η αφήγηση όλων όσων οικοδόμησαν κατόπιν την ιστοριογραφική τους σύνθεση πάνω στις πρώτες εκείνες μαρτυρίες, που αποκαλούμε σήμερα «πρωτογενείς ιστορικές πηγές». Κι αυτή μετέχει μυθοπλασίας-σκηνοθεσίας, μετέχει δηλαδή του ιδιάζοντος σε αυτούς συγγραφικού ύφους. Ακόμη και οι ίδιες οι λέξεις που χρησιμοποιούν, καθώς και η συντακτική τους διάταξη, είναι προϊόντα υποκειμενικών και δραματοποιημένων επιλογών, που προσπαθούν να δώσουν αποκλειστική έμφαση σε μια ουσιαστικά «επίφαση της πραγματικότητας» («L’ Effet de Réel», κατά την έκφραση του Roland Barthes).  Το γνωστό παράδειγμα του «συνωστισμού» κατέναντι της «σφαγής» είναι ενδεικτικό. Κάθε λόγος λοιπόν δεν αποκρυσταλλώνει, αλλά γεφυρώνει, απλοποιεί, εκλαϊκεύει, περιπλέκει, επιλέγει, μετασχηματίζει κλπ. τα αισθήματα και τις σκέψεις του φορέα του. Γι’ αυτό και ο λόγος των ιστορικών πηγών είναι ήδη μυθοπλαστικός, εφόσον προέρχεται από ανθρώπους που είναι όντα με πάθος/η και θέλουν να «αποδείξουν» λ.χ. μόνο τη δική τους, σημαντική συμβολή στην ιστορική διαδικασία (πρβλ. τα Απομνημονεύματα). Συνεπώς, «η ιστορία θα όφειλε να είναι μια πάλη ενάντια στην οπτική που επιβάλλουν οι ιστορικές πηγές» (Paul Veyne), εφόσον «βλέπομεν άρτι εν εσόπτρω και εν αινίγματι»…

6. Έτσι, ο Luciano Canfora θα εναντιωθεί σε αυτήν την «ευλάβεια προς την αυτοψία», καθόσον συγκροτεί «μια αβάσιμη φιλοδοξία από τη στιγμή που ακόμη και ο ιστορικός που ‘βρίσκεται επί τόπου’ δεν μπορεί στην πραγματικότητα να δει παρά ένα ελάχιστο μέρος του γεγονότος που πιστεύει πως είδε». Από την άλλη μεριά, ο Ed. Carr θα πλέξει έναν αλλόκοτο για τα θετικιστικά μάτια βρόγχο, ξεδιπλώνοντας τις δυνατότητες ζωής μιας ιστορικής μαρτυρίας: «κανένα ντοκουμέντο δεν μπορεί να μας πει κάτι περισσότερο από αυτό που σκέφτηκε ο συγγραφέας του – από αυτό που νόμισε ότι είχε συμβεί, από αυτό που νόμισε ότι όφειλε να συμβεί ή θα συνέβαινε ή ίσως μόνο αυτό που ήθελε οι άλλοι να νομίσουν ότι σκέφτηκε ή ακόμη μόνο αυτό που νόμισε ο ίδιος ότι σκέφτηκε…». Η προσπάθεια του ιστορικού δεν μπορεί να προχωρήσει πέρα από την «αλήθεια του μάρτυρα», θα τονίσει και ο G. Duby, ενώ η Jacqueline de Romilly θα παρομοιάσει τον ιστορικό με ένα φωτογράφο «από τον οποίο θα ζητούσαμε απόλυτη ακρίβεια στο έργο του, ενώ θα του αναθέταμε να φωτογραφίζει ένα αδιάκοπα μεταβαλλόμενο αντικείμενο χίλιες φορές πιο μεγάλο από το πεδίο του φακού του». Γι’ αυτό και οι περισσότεροι σήμερα ιστορικοί προσδιορίζουν την ιστοριογραφική τους έρευνα, όχι με όρους εξήγησης, απόδειξης και τελεσίδικης «γνώσης», που προδίδει αστόχαστο θετικισμό, αλλά με όρους φωτισμού, προσέγγισης, κατανόησης, ερμηνείας, επιμένοντας στην πολυπρισματική αντιμετώπιση του παρελθόντος. Διότι η ιστορική γνώση χαρακτηρίζεται από μια «γνωστική πολυφασία» (N. Sadoun-Lautier). Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο με τους απομυθοποιητές, που επιμένουν στην ανακάλυψη/αποκάλυψη της «ιστορικής αλήθειας», υποκύπτοντας σε αυτό ακριβώς που καταγγέλλουν στους αντιπάλους τους: την ιδεολογική χρήση της ιστορίας. 

7. Η τελευταία αυτή έκφραση, τόσο κοινόχρηστη σήμερα, ξεκίνησε ως πολεμικό εργαλείο κατέναντι των αντιφρονούντων για να καταλήξει απλώς σε ένα ιστοριογραφικό ναυάγιο. Ο λόγος είναι ότι στοιχειοθετεί μια αναίρεση της σύγχρονης ιστοριογραφίας.  Διότι υπάρχει άραγε ιστοριογραφία χωρίς να έχει διαποτιστεί από την ιδεολογία/κοσμοθεωρία του ιστορικού; Μπορεί να διαχωριστεί η ιστορική γραφή, όπως και κάθε γραφή, από τη βαθιά οντολογία του ανθρώπου που την επιχειρεί, από ό,τι δηλαδή τον συγκροτεί ως άνθρωπο; Κι όλα αυτά παραμένουν, κατ’ αρχήν, ανεξάρτητα από την, πραγματική ή πλασματική, ειλικρίνεια ή ανειλικρίνεια του ιστορικού ή του μάρτυρα, την ικανότητα ή την ανικανότητά του, αν ασκεί ή όχι προπαγάνδα. Διότι είναι εξαιρετικά δύσκολο «να μετακινήσουμε τους εαυτούς μας από τους εαυτούς μας – ούτε τους προσωπικούς ούτε τους κοινωνικούς και πολιτικούς εαυτούς μας» (Beverley Southgate), εφόσον «οποιεσδήποτε πράξεις εξαγνισμού και αν εφαρμόσει ο ιστορικός, παραμένει ωστόσο άνθρωπος, ένα δημιούργημα του χρόνου, του τόπου, των ενδιαφερόντων, των προτιμήσεών του, χωρίς καμιά ελπίδα να λειτουργήσει ως ουδέτερος καθρέφτης» (Charles Beard).  Έτσι, η ιδεολογική χρήση της ιστορίας, καθώς και η καταγγελία της, αποτελούν μια πολεμική, εξίσου μυθοπλαστική, ταυτολογία… Όπως θα επισημάνει και ο R. Koselleck, πριν από το βασικό έργο του ιστορικού που είναι η μελέτη και ερμηνεία των ιστορικών πηγών, προϋποτίθεται πάντοτε «μια θεωρητική προ-απόφαση… Αφού πρώτα ληφθεί αυτή η απόφαση, αρχίζουν οι πηγές να μιλούν». Έτσι, «χρειάζεται μια θεωρία ‘πιθανής’ ιστορίας για να κάνει τις πηγές να μιλήσουν».

8. Πολλοί λοιπόν σύγχρονοι ιστορικοί τονίζουν ότι η ιστορική ακρίβεια είναι πάντοτε εκκρεμής, αμφίσημη και υποκείμενη σε μια ατέλεστη ουσιαστικά νοηματοδοσία, που υπερβαίνει το, αυστηρά ορθολογιστικής κοπής, στερεότυπο σχήμα μύθος/αλήθεια. Αν όμως ισχύει αυτό, τότε και η ίδια η έννοια του «εθνικού μύθου» είναι εξίσου διφορούμενη και η εργώδης αναζήτηση «αποδείξεων» για την αποδόμησή του δείχνει απλώς τη φιλοπόλεμη, μεροληπτική τάση των εκάστοτε δημοσιολογούντων. Επεξηγεί απλώς την ανορθολογική, ιδεολογική τους «προ-απόφαση» να ερμηνεύσουν τις πηγές με τρόπο που να ταιριάζει σε αυτήν, έστω και με κάποιες παραλλαγές.

9. Αλλά τι αποσιωπάται εντέχνως σε κάθε παρόμοια απο-μυθοποιητική βουλιμία; Αποκρύπτεται ότι αποτελεί και αυτή μέρος μιας νέας μυθοπλασίας που απαιτεί, πολεμώντας, τη νομιμοποίησή της. Ο άνθρωπος μυθοπλάττει-σκηνοθετεί τον εαυτό του, το λόγο του, τη γραφή του, κάνει μοντάζ με τις σχέσεις του και το περιβάλλον του συναρμολογώντας τα γεγονότα του, ηθελημένα ή αθέλητα, χωρίς να έχει όμως πάντα ως σκοπό την πανουργία. Έτσι, κάθε μυθοποίηση είναι πιθανό να ελκύσει κάποτε την απο-μυθοποίησή της, αλλά είναι πάντοτε βέβαιο ότι η τελευταία θα λειτουργήσει ως ανα-μυθοποίηση, ως μια νέα δηλαδή μυθοπλασία, η οποία θα παρουσιαστεί μάλιστα ως αδυσώπητη πραγματικότητα. Δεν υπάρχει μυθολογικό κενό στη διαρκή προσπάθεια του ανθρώπινου όντος να παράγει νόημα από τον εγκόσμιο βίο του και να ζήσει από αυτό.

10. Μόνο λοιπόν μετά από αυτή την μυθοπλαστική θεμελίωση κάθε λόγου ίσως φανεί εναργέστερα πώς η ρητορική περί έθνους και εθνικής ταυτότητας, την οποία στηρίζουν οι εκάστοτε «εθνικοί μύθοι», δεν είναι τίποτε περισσότερο από ό,τι είναι όλες οι ρητορικές, παντού στον κόσμο και πάντοτε στο χρόνο. Είναι δηλαδή προϊόντα της απόφασης να οικοδομηθεί μια κοινότητα συνεκτική, δεσμευτική και δυναμική κατέναντι άλλων ρητορικών που επιχειρούν κι αυτές να συγκροτήσουν τη δική τους κοινότητα. Κάθε είδους κοινότητα, για να κρατήσει ζωντανή και λειτουργική την έννοια του συν-ανήκειν, κατασκευάζει αυτονόητα το αφήγημά της, τον μύθο της, μέσω ακριβώς της ρητορικής λειτουργίας. Και «η ρητορική αποσκοπεί πάντα στο να αποσπάσει συναίνεση» (Umberto Eco). Μήπως και η σύγχρονη προσπάθεια κατάλυσης των εθνικών ταυτοτήτων ως μυθικών, δηλαδή ως απατηλών «φαντασιακών κοινοτήτων» (B. Anderson), δεν γίνεται στο όνομα μιας νέας, παγκόσμιας, εξίσου φαντασιακής, μυθοπλασίας, που ο J. Derrida αποκάλεσε κάποτε «ομο-ηγεμονικο-ποίηση»; Και δεν είναι αυτή που ζητά εναγωνίως να νομιμοποιηθεί στη θέση των παλαιών, με τρόπους όμως περισσότερο εκμαυλιστικούς από ό,τι συνέβαινε στο παρελθόν;

11. Μήπως όμως και ο κόσμος σήμερα, ο ιλιγγιωδώς καταναλωτικός και τεχνολογικός, έπαψε άραγε να είναι μυθοπλαστικός; Και μόνο η παγκυριαρχία του διπλού καταναλωτικο-τεχνολογικού μύθου και η αποίκηση του ασυνειδήτου μας από αυτόν, μέσω λ.χ. της διαφήμισης, αρκεί για να υποδείξει την εκκρεμότητα κάθε άκαμπτου ορθολογιστικού λόγου. Μήπως, επίσης, η γιγαντιαία σήμερα χειραγώγηση των μαζών με σκοπό την επιτήρησή τους δεν συγκροτείται από μυθοπλασίες; Αν λοιπόν κάποτε είχε γίνει λόγος για μια «μικροφυσική της εξουσίας» (M. Foucault), είναι πλέον καιρός να συγκροτηθεί και ένας λόγος για τη μικροφυσική της μυθοπλασίας: της μυθοπλασίας δηλαδή ως συγκολλητικής ουσίας που «γεμίζει» τους αρμούς κάθε περιοχής του επιστητού.

12. Ολοκληρώνοντας αυτή τη μικρή θεωρητική περιήγηση πάνω στο ζήτημα των «εθνικών μύθων», ας συνοψίσουμε το βασικό της πρόταγμα. Η μυθοπλασία είναι εγγενές και συνεπώς διαχρονικό ιδίωμα των ανθρώπων και δεν πρέπει να συγχέεται αποκλειστικά με την παραποίηση της αλήθειας. Κάνει τον κόσμο τους οικοδίαιτο, πανάξιο δηλαδή να κατοικηθεί/βιωθεί από αυτούς, διότι τον εμφανίζει ως πλήρη νοήματος, δηλαδή βεβαιότητας. Οι «εθνικοί μύθοι» αποτελούν κι αυτοί βιοπάροχες μυθοπλασίες, νομιμοποιημένες από τις «ερμηνευτικές κοινότητές» τους, ενώ οι εκάστοτε θετικιστικές, απο-μυθοποιητικές προσπάθειες είναι αναπόφευκτα ανα-μυθοποιητικές. Έτσι, η έρευνα για το πόση αλήθεια/ακρίβεια κρύβει εντός της η κάθε μυθοπλασία, σε σχέση με το ανεπίσκεπτο πάντοτε παρελθόν, δεν πρέπει να προηγείται αλλά να έπεται αυτής της παραδοχής. Εξάλλου, στην ιστορία «το μόνο που έχουμε είναι κείμενα»και«μπορούμε να συγκρίνουμε μόνο κείμενα με κείμενα», χωρίς να «έχουμε τη δυνατότητα να επαληθεύσουμε τα συμπεράσματά μας συγκρίνοντας τα προς μελέτη κείμενα με το ίδιο το παρελθόν» (F.R. Ankersmit). Μακάρι οι πολεμικές, αποδομητικές αντιπαραθέσεις να αποτελούσαν ένα ευγενές καρύκευμα της συντετμημένης, εγκόσμιας ύπαρξής μας και όχι αφορμές για την προγραμματική εξουθένωση των αλληλοσυγκρουόμενων μυθοπλασιών, αλλά είναι μάλλον απίθανο να το επιτρέψει ποτέ η εγγενώς φιλοπόλεμη φύση της ιστοριογραφίας…

* Αναπληρωτής καθηγητής Νεοελληνικής Ιστορίας, Ιστορίας της Νεοελληνικής Εκπαίδευσης και Διδακτικής της Ιστορίας, ΠΤΔΕ, Παν. Θεσσαλίας

Δημοσιεύθηκε στο τχ 333 (Φεβρουάριος 2021) του περιοδικού “Πειραϊκή Εκκλησία”, μέσα στα πλαίσια του αφιερώματος «Η εθνική ταυτότητα σήμερα».

Ο ζωγραφικός πίνακας που πλαισιώνει τη σελίδα (σκηνή από τον Ερωτόκριτο) είναι έργο του Γεωργίου Κουνάλη, φιλοτεχνημένο το 1967.

, , , , , , ,

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *