του Ανδρέα Κοκκινόφτα*
Το ιστορικό πλαίσιο της ελληνικής ταυτότητας
Η ιστορική συνέχεια του Ελληνισμού ανά τους αιώνες και οι διάφορες εκφάνσεις της ελληνικής πολιτισμικής ταυτότητας, σε σχέση με τις κατά περιόδους έντονες αλλαγές στην πολιτική, κοινωνική και θρησκευτική ζωή, αποτελούσε πάντοτε πολυσυζητημένο θέμα σε ιστοριογραφικούς και φιλολογικούς κύκλους. Πάντως, η σύνδεση με το Βυζαντινό παρελθόν και την πλούσια κληρονομιά του, ιδιαίτερα σε γλωσσικές εκφράσεις, θρησκευτικά έθιμα, κοινωνικές αντιλήψεις και συμπεριφορές, είναι εμφανής στις ελληνικές κοινότητες μέχρι και σήμερα. Παραδοσιακές ενδυμασίες, σύμβολα, είδη φαγητών και παιχνιδιών, το τάβλι, το κομπολόι, το έμβλημα του δικέφαλου αετού, αναρίθμητες λέξεις και εκφράσεις, όπως «πορφυρός», «ασπροπρόσωπος», «ηλιοβασίλεμα», «λαβώνω», «σκουλαρίκι» και πληθώρα άλλων περιπτώσεων, προέρχονται κατευθείαν από τα Βυζαντινά χρόνια και μαρτυρούν την άμεση σχέση των Ελλήνων της σύγχρονης εποχής με τους Ρωμιούς της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Αλλά και η πνευματική διασύνδεση της Αρχαίας Ελλάδας με τον σύγχρονο Ελληνισμό παρέμεινε επίσης ζωντανή, όπως ο εμβληματικός φιλόλογος Κωνσταντίνος Δημαράς, ο οποίος θέσπισε τον όρο «Νεοελληνικός Διαφωτισμός», διατύπωσε: «Πάντως και της λαϊκής παράδοσης και της καλλιεργημένης παιδείας τα μνημεία όσα διασώθηκαν, είναι αρκετά για να μην υπάρχει αμφιβολία ως προς την διπλή αυτήν αλήθεια: ο μεταγενέστερος Ελληνισμός δεν απέβαλε την συνείδηση των δεσμών του με τους αρχαίους, η οποία εκδηλώνεται, στον μεν λαό με μύθους, στους δε λογίους με κατηγορηματικές βεβαιώσεις.»[1] Με την Οθωμανική κατάκτηση και τη πτώση της Βασιλεύουσας το 1453, η πολιτισμική επιβίωση του Ελληνισμού απειλήθηκε και ο κίνδυνος πνευματικής υποδούλωσης των Ελλήνων αυξήθηκε δραματικά, με τους μαζικούς εξισλαμισμούς και την έκλειψη της φιλοσοφίας και της εκπαίδευσης. Ωστόσο, η πολυετής προσπάθεια για διατήρηση της ελληνικής διανόησης και των Ελληνικών Γραμμάτων, σε συνάρτηση με την πολιτισμική κληρονομιά του Ελληνισμού και την επιρροή από την Ευρώπη του Διαφωτισμού, συνέτειναν στην πνευματική ζύμωση και ιδεολογική ενίσχυση των Ελλήνων, και δημιούργησαν τις συνθήκες που ευνόησαν την έκρηξη της Επανάστασης και την αναγέννηση του Ελληνισμού.
Οι απαρχές της σύγχρονης ελληνικής ταυτότητας εντοπίζονται στην Υστεροβυζαντινή εποχή, όταν η Βυζαντινή Αυτοκρατορία έχασε την πλειονότητα των μη ελληνικών εδαφών της. Ως αποτέλεσμα, ο όρος «Έλλην» έπαυσε οριστικά να έχει παγανιστικές αποχρώσεις, που διαδόθηκαν αρχικά επί αυτοκρατορίας Θεοδόσιου Α’ (379-395), και άρχισε να χρησιμοποιείται από τους κατοίκους του Βυζαντίου με ελληνική συνείδηση, ως εθνικός αυτοπροσδιορισμός. Είχε προηγηθεί η Τέταρτη Σταυροφορία (1201-1204) και η κατάληψη της Αυτοκρατορίας από τους Φράγκους, κατά την οποία «αποδεσμεύεται το Βυζάντιο από την Ρωμαϊκή καταβολή και αποβλέπει στο ελληνικό παρελθόν».[2] Παρομοίως, η Ορθοδοξία τείνει να θεωρείται ως μία φυσική συνέχεια του αρχαίου Ελληνικού πνεύματος περίπου τον 11ο αιώνα μ.Χ., από Βυζαντινούς λόγιους και φιλόσοφους, με σημαντικότερο τον Μιχαήλ Ψελλό. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτού του ανασχηματισμού της εθνικοπολιτισμικής ταυτότητας, και της τροφοδότησης της μέσω στοιχείων του ιστορικού παρελθόντος, ήταν η επονομασία των Τουρκομανικών φυλών, που είχαν μέχρι τότε εξαπλωθεί εκτεταμένα στη Μικρά Ασία, ως «Πέρσες», από τους ντόπιους κατοίκους, και η παρομοίωσή τους με τους εισβολείς της Αχαιμενιδικής Αυτοκρατορίας στην Αρχαία Ελλάδα. Εξίσου χαρακτηριστικά ήταν τα εμψυχωτικά λόγια του τελευταίου Αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Παλαιολόγου στην ομιλία του προς τους Έλληνες και Βενετούς υπερασπιστές της Βασιλεύουσας, λίγο πριν την πτώση της στους Οθωμανούς το 1453: «ἵνα γνώσωσιν οἱ ἀσεβεῖς ὅτι οὐ μετὰ ἀλόγων ζῴων ὡς αὐτοί, παράταξιν ἔχουσιν, ἀλλά μετά κυρίων καί αὐθεντῶν αὐτῶν καί ἀπογόνων Ἑλλήνων καί Ῥωμαίων».[3]
Το ιδεολογικό κίνημα του Βυζαντινού φιλόσοφου Γεώργιου-Πλήθωνος Γεμιστού (1355-1452) μπορεί να θεωρηθεί ως ορόσημο αυτής της εθνικής αναγέννησης και υψίστης σημασίας ιστορικός σταθμός στην εξέλιξη της ελληνικής ταυτότητας, ο οποίος σηματοδότησε τις απαρχές της Νεοελληνικής εθνικής συνείδησης. Ήταν μια αντίστοιχη τάση με την εμφάνιση εθνικών πυρήνων στην Ευρώπη κατά την περίοδο, μια πρώιμη μορφή των εθνικών κοινοτήτων της Βρετανίας, της Γαλλίας και της Ισπανίας. Αξιοσημείωτη είναι η αναφορά του Πλήθωνος, σε επιστολή του προς τον Αυτοκράτορα Μανουήλ Β’ Παλαιολόγο, στο πολιτιστικό χρέος των Λατίνων προς τους Αρχαίους Έλληνες. Ως ένθερμος υποστηρικτής της ιστορικής συνέχειας του Ελληνισμού, υπογράμμιζε το γνωστό «Εσμέν… Έλληνες το γένος, ως η τε φωνή και η πάτριος παιδεία μαρτυρεί».[4]
Λαμβάνοντας υπόψη την ταύτιση των Ευρωπαίων του Διαφωτισμού και της Αναγέννησης, καθώς και των υποδουλωμένων Ελλήνων μετά τη πτώση της Αυτοκρατορίας, με το αρχαίο ελληνικό παρελθόν και την ελληνορωμαϊκή κληρονομιά, ενδιαφέρον προκαλεί η αλληλεπίδραση Ευρωπαϊκών ιδεολογικών κινημάτων με τον Ελληνισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ωστόσο, ιδιαίτερη σημασία έχει η ανάλυση τόσο της επίδρασης του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού, όσο και της συνεισφοράς των ενδογενών πολιτισμικών στοιχείων και πολιτιστικών θεσμών, που διατηρήθηκαν από το ιστορικό παρελθόν, στην πνευματική ζύμωση και αφύπνιση των Ελλήνων, που τροφοδότησε ιδεολογικά την Επανάσταση του 1821.
Τα Ελληνικά Γράμματα κατά τον Διαφωτισμό του 18ου αιώνα
Η Οθωμανική κατάκτηση έφερε τεράστιο πλήγμα στην ελληνική παιδεία με σχεδόν ολική εξαφάνιση της φιλοσοφίας, της λογιοσύνης, της συγγραφής και της εκπαίδευσης από τον ελληνικό χώρο για 150 χρόνια μετά από την άλωση της Κωνσταντινούπολης, όπως μαρτυρεί και η απουσία φιλοσοφικών χειρόγραφων από τη συγκεκριμένη περίοδο.[5] Έτσι ο υπόδουλος Ελληνισμός έμεινε εκτός της Ευρωπαϊκής Αναγέννησης και υπό την κυριαρχία ενός Ασιάτη κατακτητή. Οι σημαντικότεροι Έλληνες διανοούμενοι κατέφυγαν στη δυτική Ευρώπη, συνεχίζοντας εκεί το έργο τους σε σχολές και πανεπιστήμια, συμβάλλοντας εκτεταμένα στην Αναγέννηση της Δύσης, την ώρα που στην ελληνική Ανατολή επικρατούσε έντονη ύφεση στην εκπαίδευση, στη φιλοσοφία και γενικώς σε πνευματικά θέματα. Oι Έλληνες της διασποράς και των παροικιών θα διαδραμάτιζαν σημαντικό ρόλο στην εθνική και πνευματική αναγέννηση αργότερα, διατηρώντας και εξελίσσοντας την Ελληνική διανόηση με εκτενή συγγραφική και εκδοτική δράση, ίδρυση σχολών και επιστημονικό διάλογο. Προς το παρόν όμως, η πλειοψηφία του υπόδουλου Ελληνικού πληθυσμού κατέληξε σταδιακά αναλφάβητη, κατά τη διάρκεια των επόμενων αιώνων.
Το μόνο ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα στον ελληνικό χώρο μέχρι το τέλος του 17ου αιώνα, με τεράστια προσφορά στην παιδεία, ήταν η Μεγάλη του Γένους Σχολή στην Κωνσταντινούπολη, γνωστή και ως Πατριαρχική Ακαδημία. Επανιδρύθηκε από τον Πατριάρχη Γεννάδιο το 1454, ως συνέχεια της Οικουμενικής Πατριαρχικής Σχολής που ίδρυσε ο Μέγας Κωνσταντίνος τον 4ο αιώνα, και πρόκειται για το παλαιότερο ελληνικό εκπαιδευτήριο. Εκεί διδάσκονταν κατά την περίοδο, κυρίως, μαθήματα θεολογίας, ρητορικής, φιλοσοφίας και άλλες κλασσικές σπουδές. Αργότερα προσφέρονταν πληθώρα άλλων θεμάτων, όπως Λατινική και ελληνική ιστορία, μαθηματικά, πολιτική ιστορία, φυσική, νομικό δίκαιο, ξένες γλώσσες, αρχαιολογία και ελληνική φιλολογία. Στην Ακαδημία επίσης φοίτησαν και δίδαξαν και πολλοί Κύπριοι, όπως οι καθηγητές Ονούφριος Μικελλίδης (1822-1830) και Κωνσταντίνος Φωτιάδης (1851-1867), o Ηλίας ο Κύπριος, σχολάρχης και καθηγητής κατά περιόδους μεταξύ 1769-1786, και ο Φώτιος ο Κύπριος, επίσης σχολάρχης και καθηγητής μεταξύ 1793-1803. Οι σημαντικότεροι από τους Κύπριους κληρικούς που αποτέλεσαν προσωπικό της Σχολής θα αναφερθούν αργότερα.
Ωστόσο από τον 18ο αιώνα παρατηρήθηκε ευρεία ίδρυση εκκλησιαστικών εκπαιδευτηρίων και κοσμικών σχολών, στο εσωτερικό και στο εξωτερικό, από ευεργέτες, εμπόρους, κληρικούς και λόγιους. Αυτή η έντονη στροφή προς την εκπαίδευση έδωσε νέο έναυσμα στα Ελληνικά Γράμματα, διαδίδοντας και πολλές από τις ιδέες του Διαφωτισμού. Εδώ να αναφερθεί το γεγονός ότι πολλοί Ευρωπαίοι φιλόσοφοι της εποχής αυτοπροσδιορίζονταν ως Αριστοτελικοί, ή ως Πλατωνικοί και Σωκρατικοί, λόγω και της κεντρικής θέσης που κατείχε κατά την περίοδο η λογική, ο ορθολογισμός και η Αρχαία Ελληνική Γραμματεία. Σε ακμάζουσες πόλεις του υπό Οθωμανική κυριαρχία ελληνικού χώρου, παρατηρείτο έντονη φιλολογική και εκπαιδευτική δραστηριότητα, σαφώς επηρεασμένη από την υλική και πνευματική διασύνδεση με την Ευρώπη, λόγω και των εμπορικών διασυνδέσεων. Λαμπρό παράδειγμα αποτελεί το Φιλολογικό Γυμνάσιο Σμύρνης, όπου φοιτούσαν διαχρονικά και Κύπριοι, με Διευθυντή για μια περίοδο τον Κωνσταντίνο Κούμα, ίσως τον σημαντικότερο λόγιο του Νεοελληνικού Διαφωτισμού. Κύπριοι φοιτούσαν επίσης και στην Ακαδημία Κυδωνίων στο Αϊβαλί, κορυφαίο εκπαιδευτικό ίδρυμα, το οποίο ανέδειξε σπουδαίες μορφές των Γραμμάτων.
Επιπρόσθετα, περιοχές που παρέμειναν εκτός άμεσης ή έμμεσης Οθωμανικής διοίκησης, όπως τα υπό Βενετική κυριαρχία Επτάνησα και η αυτόνομη Μολδοβλαχία, καθώς και ελληνικές παροικίες στην Ευρώπη, ανέπτυξαν πολύμορφη πολιτιστική δραστηριότητα με ίδρυση σπουδαίων ακαδημιών και ήταν σε συνεχή επαφή με την Ευρωπαϊκή παιδεία και την πνευματική ζωή της Δύσης. Μερικές από αυτές ήταν η Αυθεντική Ακαδημία Ιασίου (1709-1821) και το Λύκειο Βουκουρεστίου (1679-1821, γνωστό και ως Ηγεμονική Ακαδημία) στη Μολδοβλαχία, η Φλαγγίνειος Σχολή (1662-1905, γνωστή και ως Ελληνομουσείο Φλαγγίνη) στη Βενετία και η Νέα Ακαδημία Μοσχοπόλεως στην Ήπειρο (1700-1769, γνωστή και ως Ελληνικό Φροντιστήριο). Η τελευταία αποτελούσε ένα από τα πιο λαμπρά κέντρα του Νεοελληνικού Διαφωτισμού τον 18ο αιώνα, προσφέροντας, μεταξύ άλλων, μαθήματα γραμματικής, φιλοσοφίας, ποίησης και θεολογίας. Εκεί, επίσης, λειτούργησε το δεύτερο ελληνικό τυπογραφείο στα Βαλκάνια. Τέλος, Έλληνες σπουδαστές, κυρίως σε πανεπιστήμια της Ιταλίας, της Αγγλίας, της Γερμανίας και της Γαλλίας, καθώς και διανοούμενοι και επιφανείς έμποροι των παροικιών του εξωτερικού, διοχέτευαν στον ελληνικό χώρο τις διαφωτιστικές ιδέες της κοινωνικοπολιτικής αλλαγής, και ιδιαίτερα το δικαίωμα στην παιδεία, στην εκπαίδευση και στην εθνική και ατομική ελευθερία.
Ωστόσο, έχοντας αποκλειστεί από το ρεύμα της Αναγέννησης του 15ου-17ου αιώνα και την επακόλουθη Επιστημονική Επανάσταση του 16ου-18ου αιώνα, η υποδουλωμένη Ελλάδα παρέμενε αρκετά απομακρυσμένη από το φιλοσοφικό και κοινωνικοπολιτικό κίνημα του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού και τις ιδέες του ορθολογισμού, της επιστημονικής προόδου και της εκκοσμίκευσης που προήγαγε. Στην Ευρώπη, αυτό το νέο ιδεολογικό ρεύμα σήμανε την έναρξη μίας τάσης αμφισβήτησης προς την απόλυτη εξουσία της μοναρχίας και της Καθολικής Εκκλησίας, αλλά και την εδραίωση των εθνικών κοινοτήτων και της ελευθερίας των εθνών, ουσιαστικά θέτοντας τα θεμέλια για τις εθνικοπολιτικές επαναστάσεις του 18ου και 19ου αιώνα. Στην υπόδουλη Ελλάδα όμως οι κοινωνικοπολιτικές δομές δεν είχαν αλλάξει ιδιαίτερα κατά τους τελευταίους αιώνες, ούτε είχε μεταρρυθμιστεί η Εκκλησία, ή η παιδεία, και, γενικότερα, η παραδοσιακή τάξη παρέμενε ουσιαστικά ανεπηρέαστη, κυρίως λόγω της ύπαρξης ξένου κατακτητή.
Εντούτοις, η ξένη κατάκτηση δεν συνεπαγόταν έλλειψη πνευματικών δεσμών με τη Δύση. Λόγω της πλούσιας Ελληνορωμαϊκής και Χριστιανικής κληρονομιάς, καθώς και μιας κοινής Ευρωπαϊκής παρακαταθήκης, Έλληνες λόγιοι διατηρούσαν διαχρονικά επαφές με Ευρωπαίους διανοούμενους, τη Δυτική παιδεία, την φιλοσοφία και τις τέχνες. Αυτές οι πνευματικές διασυνδέσεις σταδιακά διοχέτευσαν στις εκπαιδευτικές παραδόσεις του ελληνικού χώρου, αλλά και της Μεσογείου γενικότερα, θεωρήματα και συζητήσεις προερχόμενα από το ρεύμα του Διαφωτισμού. Ως αποτέλεσμα, διάφοροι διανοούμενοι άρχισαν να κατανοούν την κατάσταση της κοινωνίας τους με διαφωτιστικούς όρους, γεγονός που οδήγησε σταδιακά στη σύσταση ενός πνευματικού επαναστατικού πυρήνα, με μορφές όπως ο Ρήγας Φεραίος (1757-1798), ο Αδαμάντιος Κοραής (1748-1833), ο Ευγένιος Βούλγαρης (1716-1806) και ο Δημήτριος Καταρτζής (1730-1807), που προετοίμαζε ιδεολογικά τους Έλληνες, μέχρι τον γενικό ξεσηκωμό τους.
Επιπρόσθετα, ο οθωμανικός ζυγός δεν συνεπαγόταν ούτε απουσία θεωρητικής αμφισβήτησης προς την παραδοσιακή ελληνική τάξη, από Έλληνες διανοούμενους. Όπως ήταν φυσικό, με τον ερχομό νέων ιδεών, δημιουργήθηκαν ιδεολογικές διαμάχες και μια αναταραχή στις συντηρητικές πνευματικές παραδόσεις του μεσογειακού κόσμου.[6] Ορισμένες εκκλησιαστικές σχολές εισήγαγαν νεωτερικές και ορθολογιστικές ιδέες του Διαφωτισμού, καθώς και νέα μαθήματα, εναρμονίζοντάς τις με την εγχώρια διδασκαλία της θεολογίας και της εκκλησιαστικής ιστορίας, και γενικότερα τις παραδοσιακές αρχές και προσεγγίσεις σε ό,τι αφορούσε την παιδεία. Άλλες θρησκευτικές σχολές, όμως, επιδείκνυαν ακριβώς το αντίθετο, την υπερσυντηρητική και αδιάκριτη απόρριψη οποιωνδήποτε νέων ιδεών, λόγω της απόλυτης πεποίθησης ότι οι θεολογικές και φιλοσοφικές αρχές, οι εθνικές, κοινωνικές και θρησκευτικές παραδόσεις, δεν έπρεπε ποτέ να γίνονται θέμα διαφωνιών και αμφισβήτησης. Αποτέλεσμα αυτής της, συχνά, υπέρμετρης συντηρητικότητας, ήταν η περιστασιακή πρόκληση συγκρούσεων μεταξύ των δύο προσεγγίσεων.
Ωστόσο, αρκετές φορές υπήρξε σύμπτυξη ιδεών του Διαφωτισμού με τη Βυζαντινή παράδοση και η αναπροσαρμογή τους στη Νεοελληνική πραγματικότητα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο προαναφερθείς δικαστής και συγγραφέας Δημήτριος Καταρτζής, από τις σημαντικότερες προσωπικότητες του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, ο οποίος θεωρούσε την ορθόδοξη πίστη ως καθοριστική αρχή για την πνευματική απελευθέρωση του ατόμου, ενώ την αθεΐα την εκλάμβανε ως δεισιδαιμονία, σε πλήρη αντίθεση με αρκετούς από τους Άγγλους, Γάλλους και Γερμανούς διαφωτιστές. Αυτή η στάση του προερχόταν από το σεβασμό που έτρεφε προς τις παραδόσεις της Ορθοδοξίας, αλλά και από την πεποίθησή του για την «διαχρονική ενότητα του έθνους».[7] Ακόμη και πολλοί άνθρωποι των Γραμμάτων που υποστήριζαν την ανεξιθρησκία στην ελληνική διανόηση και την κοσμική ζωή, ήταν ένθερμοι υποστηρικτές των Χριστιανικών διδαχών. Εξέχουσες πνευματικές μορφές των, υπό Βενετική κυριαρχία, Επτανήσων, όπως ο Ευγένιος Βούλγαρης (1716-1806) και ο Νικηφόρος Θεοτόκης (1731-1800), αμφότεροι ιερωμένοι από την Κέρκυρα, λειτούργησαν καταλυτικά στην διάδοση των διαφωτιστικών ιδεών του ρεαλισμού και της φιλελεύθερης σκέψης στην Ελλάδα⸱ τόσο πολύ, μάλιστα, ώστε ο πρώτος να αναγνωρισθεί ως ο ηγέτης του Διαφωτισμού στην Νοτιοανατολική Ευρώπη. Βαθιά επηρεασμένος από τον Christian Wolff και την ιδέα του περί απόλυτης ελευθερίας στην φιλοσοφική σκέψη, ο Βούλγαρης ήταν και ο πρώτος που εδραίωσε την ιδέα της ανεξιθρησκείας στον ελληνικό πνευματικό χώρο, προσδιορίζοντας παράλληλα τον εαυτό του ως έναν «θεολογών φιλόσοφο».[8] Αξίζει να αναφερθεί εδώ, ότι ήταν επίσης ο πρώτος μεταφραστής των έργων του Βολτέρου στα ελληνικά. Αναμφίβολα, το πιο σημαντικό γεγονός είναι ότι αυτοί οι λόγιοι, οι διδάσκαλοι, οι έμποροι και οι κληρικοί διατήρησαν με τη συμβολή τους τα Ελληνικά Γράμματα και την πολιτισμική ταυτότητα γενικότερα, διοχετεύοντας παράλληλα τις νέες ιδέες του Διαφωτισμού σε ολόκληρο τον Ελληνισμό, προετοιμάζοντας το έδαφος για μια εθνικοαπελευθερωτική επανάσταση.
Κύπριοι λόγιοι και ευεργέτες των Γραμμάτων: Η συμβολή τους στην αναγέννηση του Ελληνισμού
Η ευθύνη για τη διατήρηση της πίστης, της παράδοσης, της Ελληνικότητας και των Γραμμάτων, περιήλθε στα λίγα άτομα που είχαν την οικονομική και πολιτική ευχέρεια να στηρίξουν το εν λόγω εγχείρημα⸱ κυρίως εύποροι και λόγιοι έμποροι, διδάσκαλοι και κληρικοί. Από ανεγέρσεις σχολών και ιδρυμάτων, μέχρι προσλήψεις εκπαιδευτικών και επιχορηγήσεις για συγγραφή, μετάφραση και έκδοση βιβλίων, η πνευματική συνεισφορά των φιλομαθών εμπορικών και εκκλησιαστικών κύκλων, και κάθε μορφής λογίων, ήταν ανεκτίμητη ως προς τη διατήρηση της πολιτισμικής ταυτότητας των Ελλήνων. Ένα απαράμιλλης σημασίας γεγονός, λόγω του διαχρονικά υψηλού αριθμού των εξισλαμισμών, της γενικής απουσίας της εκπαίδευσης και της μακράς περιόδου υποδούλωσης και αφελληνισμού.
Κληρικοί στο εξωτερικό και η συμβολή τους στα Γράμματα
Όπως και πολλοί άλλοι Έλληνες, οι Κύπριοι μετείχαν άμεσα στην πνευματική αναγέννηση του Γένους, στη διάδοση του επαναστατικού και διαφωτιστικού πνεύματος και σε αυτόν τον επαναπροσδιορισμό της ελληνικής ταυτότητας. Το παρόν κείμενο είναι πολύ μικρό για να εξιστορήσει ολόκληρη τη συμβολή τους και την σημασία της, και για αυτόν το λόγο αναφέρονται μόνο τα κυριότερα στοιχεία της μακράς πνευματικής πορείας σημαντικών προσωπικοτήτων. Τον 18ο αιώνα, αρκετοί Κύπριοι κληρικοί και ιερομόναχοι που δραστηριοποιούνταν στις μητροπόλεις της Ορθόδοξης Εκκλησίας, μετείχαν ενεργά στην διατήρηση των Ελληνικών Γραμμάτων, είτε ως διδάσκαλοι, είτε ως ευεργέτες και προστάτες της παιδείας, ιδρύοντας και στελεχώνοντας σχολεία και ενισχύοντας γενικότερα την εκπαίδευση.
Ένας από αυτούς ήταν ο Πατριάρχης Αλεξάνδρειας (1766-1783) Κυπριανός, ο οποίος διεκπεραίωσε σπουδαίο εκπαιδευτικό έργο στην Αίγυπτο, σε μια πολύ δύσκολη περίοδο για το Πατριαρχείο και την ελληνική παροικία, μεταξύ άλλων, ιδρύοντας τη Σχολή Ελληνικών Μαθημάτων στο Κάιρο το 1785.[9] Άλλοι Κύπριοι κληρικοί διετέλεσαν καθηγητές και σχολάρχες στην Μεγάλη του Γένους Σχολή στην Κωνσταντινούπολη, με σημαντικότερους τον Οικουμενικό Πατριάρχη (1794-1797) Γεράσιμο Γ’, ο οποίος διετέλεσε σχολάρχης το 1767-1769, πριν την ανάληψη του Οικουμενικού Θρόνου, και τον Μητροπολίτη Μεσημβρίας (1835-1836) Σαμουήλ, σχολάρχη μεταξύ 1820-1847. Πολλοί από αυτούς τους διδασκάλους αργότερα συνέχισαν το εκπαιδευτικό τους έργο σε Μητροπόλεις του ελληνικού χώρου, ή σε Ορθόδοξες κοινότητες και σχολές του εξωτερικού. Επίσης, την εν λόγω περίοδο Κύπριοι δραστηριοποιούνταν στο συγγραφικό, αντιγραφικό και εκδοτικό έργο στα διάφορα Πατριαρχεία και Μονές, όπως οι Ιερομόναχοι Νεόφυτος, Σαμουήλ και Γεδεών του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων. Ο τελευταίος αργότερα εργάστηκε ως επιμελητής θεολογικών βιβλίων και ως εφημέριος στην Ελληνορθόδοξη εκκλησία του Αγίου Γεωργίου στη Λειψία της Γερμανίας, στα μέσα του 18ου αιώνα. Επιπρόσθετα, αξίζει να αναφερθεί ο Πατριάρχης Αντιοχείας (1791-1813) Ανθέμιος, ο οποίος ανάμεσα σε άλλες δραστηριότητές του με σκοπό την προώθηση της παιδείας, προσκάλεσε τον γνωστό Κύπριο αγωνιστή του 1821 και λόγιο Χαράλαμπο Μάλη, για να ασκήσει καθήκοντα διδασκάλου στην ελληνική σχολή του εν λόγω Πατριαρχείου.
Αρχιεπίσκοπος Νικομήδειας Αθανάσιος Καρύδης
Γόνος εύπορης και σημαντικής οικογένειας στα Κυπριακά δρώμενα, ο Μητροπολίτης Λιβύης (1783-1791) και μετέπειτα Νικομήδειας (1791-1821) Αθανάσιος Καρύδης, αφού ολοκλήρωσε τις σπουδές του στη Βενετία, αποδέχθηκε την πρόσκληση του Μητροπολίτη Αθηνών Βαρθολομαίου, για να αναλάβει εκεί καθήκοντα γραμματέα και ιεροκήρυκα. Παράλληλα, στην Αθήνα δίδασκε και στην ιδιωτική σχολή του Ιωάννη Ντέκα. Στη συνέχεια, μετά από πρόταση του Πατριάρχη Αλεξανδρείας Κυπριανού, ανέλαβε Μητροπολίτης Λιβύης το 1783, και το 1791 Μητροπολίτης Νικομήδειας. Στη Μικρασιατική πόλη αναδείχθηκε σε προστάτη της παιδείας, ιδρύοντας ελληνική σχολή το 1800, με οικονομική εισφορά του ιδίου και των κατοίκων, φροντίζοντας παράλληλα για την πρόσληψη διδασκάλου και την κάλυψη των δαπανών λειτουργίας. Επιπρόσθετά, μερίμνησε για την άνευ διδάκτρων φοίτηση άπορων μαθητών και έστελνε κατά περιόδους σπουδαστές σε ανώτερα εκπαιδευτικά κέντρα, όπως την Μεγάλη του Γένους Σχολή. Επιθυμώντας όμως την ευρύτερη διάδοση των Ελληνικών Γραμμάτων σε ολόκληρο τον πληθυσμό, όρισε εκπαιδευτικό ρόλο σε μορφωμένους ιερείς, οι οποίοι δρούσαν ως διδάσκαλοι στα χωριά της Νικομήδειας, καθιστώντας τον ιδιαίτερα αγαπητό στο λαό. Με την έκρηξη της Επανάστασης στη Μολδοβλαχία, ο Σουλτάνος προχώρησε στη σύλληψη και εκτέλεση πολλών αρχιερέων και προκρίτων στην Κωνσταντινούπολη και σε πόλεις της Μικράς Ασίας, ανάμεσά τους και τον Αθανάσιο. Αφού φυλακίσθηκε μαζί με άλλους αρχιερείς και κατανοώντας ότι πλησιάζει το τέλος, αλληλοεξομολογήθηκαν και κοινώνησαν μυστικά στις φυλακές με τη βοήθεια ενός διάκου, ο οποίος τους μετέφερε τη Θεία Κοινωνία. Μετά από άρνησή τους σε πρόταση των Οθωμανών να αλλαξοπιστήσουν, βασανίστηκαν και εκτελέσθηκαν σε διάφορα σημεία της πόλης.[10]
Αρχιεπίσκοπος Δημητσάνης Φιλόθεος Χατζής
Ο Κύπριος Αρχιεπίσκοπος Δημητσάνης Φιλόθεος Χατζής (1795-1821) είναι άλλη μια προσωπικότητα, που ξεχωρίζει για την προσφορά του στην εκπαίδευση, σε μια περίοδο ακραίας φτώχειας και εξαθλίωσης της περιοχής, λόγω των Αλβανών επιδρομέων που παρέμειναν εκεί μετά το τέλος της εξέγερσης των Ορλοφικών (1770-1774). Ο Φιλόθεος, φρόντισε να ενισχυθεί η Σχολή της Δημητσάνας, γνωστό τότε εκπαιδευτικό κέντρο, παρέχοντας οικονομική βοήθεια για τη λειτουργεία της από την τοπική εκκλησία και ζητώντας αργότερα τη βοήθεια του Πατριαρχείου. Επιπρόσθετα, ενίσχυσε τις σχολές των γειτονικών κωμοπόλεων Στεμνίτσας και Βυτίνας, αναλαμβάνοντας εκεί καθήκοντα εφόρου και προσφέροντας βιβλία και οικονομική υποστήριξη. Ένα από τα κύρια μελήματά του ήταν η προώθηση συνεννόησης και υγιούς διάλογου μεταξύ Εκκλησίας και λογίων, ένα πολύ σημαντικό βήμα προς τον εκσυγχρονισμό της ελληνικής κοινωνίας. Η επαναστατική του δράση υπήρξε επίσης εξαιρετικά σημαντική, αφού μυήθηκε αμέσως στη Φιλική Εταιρεία και ήταν κεντρική προσωπικότητα της Ιεράς Αδελφότητας, η οποία ήταν υπεύθυνη για τη λειτουργεία των μπαρουτόμυλων της Δημητσάνας, απ’ όπου προμηθεύονταν πολεμοφόδια οι επαναστάτες. Κατά τη διάρκεια της Επανάστασης φυλακίσθηκε για μήνες σε άθλιες συνθήκες μαζί με άλλους κληρικούς και απεβίωσε από τις κακουχίες. Ένδειξη της βαθιάς αγάπης του για τα Ελληνικά Γράμματα και για την πόλη στην οποία δραστηριοποιήθηκε ήταν ότι, ενώ βρισκόταν στις φυλακές και πλησίαζε το τέλος του, μερίμνησε να δοθούν 5,000 γρόσια από την περιουσία του στη Σχολή της Δημητσάνας.[11]
Κύπριοι της διασποράς
Ιωάννης Καρατζάς
Οι Κύπριοι που διέμεναν στην Ευρώπη και συνεπώς βρίσκονταν πιο κοντά στις ιδέες του Διαφωτισμού, γενικά παρήγαγαν κοσμικό έργο, με αρκετούς να έχουν όμως και την Ελληνορθόδοξη παράδοση ως κατευθυντήρια γραμμή. Ο γεννημένος στη Λευκωσία το 1767, λόγιος και νεωκόρος της ελληνικής Εκκλησίας της Πέστης το 1790, Ιωάννης Καρατζάς, ο οποίος είχε εκδώσει, μεταξύ άλλων, και αρχαία ελληνικά κείμενα φιλοσοφίας, αποτελεί σημαντικότατη προεπαναστατική μορφή Κύπριου διανοούμενου της διασποράς. Δυστυχώς, κανένα από τα έργα του δεν σώζεται σε Κυπριακή βιβλιοθήκη και δεν είναι γνωστό εάν κάποιο από τα συγγράμματά του κυκλοφόρησε και στην Κύπρο. Είχαν όμως ιδιαίτερη απήχηση ανάμεσα στους Έλληνες της διασποράς και ιδιαίτερα στους μαθητές ελληνικών σχολών και εκπαιδευτηρίων σε Ευρωπαϊκές πόλεις. Εικάζεται ότι ο Καρατζάς ίσως να φοίτησε στην Ελληνική Σχολή της Λευκωσίας. Κυρίως, καταπιανόταν με θέματα Αρχαίας Γραμματείας και φιλοσοφίας, πίνακες για εύκολη κατανόηση της αρχαίας ελληνικής, ενώ εξέδωσε και ένα τόμο για την ιστορία της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης. Επιπρόσθετα, κυκλοφόρησε και το πρώτο πεζογράφημα Νεοελληνικής λογοτεχνίας, που είχε θέμα τον έρωτα και τον γάμο, εμφανώς επηρεασμένο από τις ιδέες του Διαφωτισμού. Σκοπός της πλειοψηφίας αυτών των εκδόσεων, όπως ο ίδιος δήλωνε στον πρόλογό τους, ήταν η συμβολή του στην πνευματική αναγέννηση του έθνους. Η αρμονική σύζευξη των ιδεών του Διαφωτισμού με την Αρχαία Ελλάδα και την Ορθοδοξία στα συγγράμματά του είναι αξιοσημείωτη, καθώς και το γεγονός ότι η βιβλιοθήκη του αποτελείτο σχεδόν εξ ολοκλήρου από εκπαιδευτικά βιβλία.
Η παρουσία του στον επαναστατικό κύκλο του Ρήγα και η έντονη συγγραφική του δραστηριότητα, αποδεικνύει την έμπρακτη συμμετοχή του στην προώθηση των Γραμμάτων, στον εκσυγχρονισμό της ελληνικής σκέψης και στον μετέπειτα εθνικό ξεσηκωμό. Ούτως ή άλλως, η βαρύτατη συνεισφορά των συγγραμμάτων και της Χάρτας του Φεραίου, όπως και των συνεργατών του, στην αφύπνιση της ελληνικής συνείδησης ήταν καταλυτική και δύσκολα μπορεί να αποτιμηθεί σε μερικές γραμμές. Αρκεί να αναφερθούν τα χαρακτηριστικά λόγια του Γάλλου διπλωμάτη Φρανσουά Πουκεβίλ, ότι «οι Έλληνες πολεμούσαν έχοντας στο στόμα τους τις τρομερές στροφές του Ρήγα», και του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, ότι «Εστάθη ο μεγαλύτερος ευεργέτης της φυλής μας. Το μελάνι του θα είναι πολύτιμο ενώπιον του Θεού, όσο το αίμα του άγιο». Με παρόμοιο τρόπο, ο λογοτέχνης Δημήτριος Φωτιάδης αναφέρει ότι «όσοι από τους Ιερολοχίτες στο Δραγατσάνι δεν βρήκαν το θάνατο στη μάχη παρά πέσανε στα χέρια των τυράννων, τραγουδάγανε το Θούριο, όταν τους οδηγούσαν να τους σφάξουν».[12] Με τον θάνατό του, ο Καρατζάς σφράγισε την επαναστατική του προσφορά στηνελληνική ιστορία. Είχε προηγουμένως συλληφθεί έχοντας στην κατοχή του επαναστατικές προκηρύξεις του Ρήγα και ήταν μεταξύ των επτά συντρόφων του σπουδαίου οραματιστή, οι οποίοι βασανίστηκαν και στραγγαλίστηκαν από τις Τουρκικές Αρχές στις φυλακές του Βελιγραδίου.[13]
Νικόλαος Θησέας
Μια ιδιαίτερη περίπτωση Κύπριου της διασποράς, ο οποίος ανέπτυξε έντονη εκδοτική αλλά και επαναστατική δράση, είναι αυτή του Νικόλαου Θησέα. Από τους πρώτους Κύπριους που μυήθηκαν στη Φιλική Εταιρία, μαζί με τους αδερφούς του Κυπριανό και Αρχιμανδρίτη Θεόφιλο, διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην προετοιμασία της Επανάστασης. Ήταν συγγενής του Αρχιεπισκόπου Κυπριανού (1810-1821) και απόφοιτος της προαναφερθείσας Ακαδημίας Κυδωνίων, όπου διδάσκονταν εκτενώς η Αρχαία Γραμματεία. Εργάστηκε για ένα διάστημα στη Λαυρεντιανή Βιβλιοθήκη της Φλωρεντίας και εξέδωσε σε τέσσερις τόμους την Ομήρου Ιλιάδα από τον Λαυρεντιανό Κώδικα, με σκοπό τη βελτίωση της διδασκαλίας στις σχολές, αφού το θέμα αποτελούσε μέρος της διδακτικής ύλης. Η αγάπη του για τα Ελληνικά Γράμματα αποδεικνύεται και από την συμμετοχή του ως μέλος στο «Ελληνόγλωσσο Ξενοδοχείο», μυστική οργάνωση που ιδρύθηκε το 1809 στο Παρίσι με σκοπό την πνευματική αφύπνιση και επανάσταση των Ελλήνων, καθώς και από το γεγονός ότι επικοινωνούσε τακτικά με Έλληνες διανοούμενους. Οι τελευταίοι είχαν διασυνδέσεις με το κορυφαίο φιλολογικό περιοδικό της περιόδου «Ερμής ο Λόγιος», όπου και δημοσιεύθηκε το 1821 άρθρο του Θησέα με θέμα το δοκίμιο του Γάλλου Ελληνιστή διδασκάλου Ιούλιου Δαυίδ (Jules David) για τηνελληνική γλώσσα, που κυκλοφόρησε στο Παρίσι το 1820.[14]
Αρχικά, διετέλεσε διδάσκαλος στην Ελληνική Σχολή της Τεργέστης και αργότερα επιτυχημένος μεγαλέμπορος στη Μασσαλία, όπου και μετέτρεψε το γραφείο του σε κέντρο στρατολόγησης φιλελλήνων και συλλογής πολεμοφοδίων, όταν ξεκίνησε η Επανάσταση. Στη συνέχεια, μετέβηκε ο ίδιος στην Πελοπόννησο για να πολεμήσει και εν τέλει δαπάνησε την τεράστια περιουσία του στον αγώνα. Ήταν μέλος του στρατιωτικού σώματος του Δημήτριου Υψηλάντη και, λόγω της διπλωματικής του ικανότητας, βοήθησε καταλυτικά στην επίλυση διαφορών μεταξύ των επαναστατών, κερδίζοντας έτσι τον σεβασμό στρατιωτών και οπλαρχηγών. Αυτό αναφέρουν και τα έγγραφα των Θεόδωρου Κολοκοτρώνη και Νικήτα Σταματελόπουλου, που κάνουν λόγο για άτομο με μέγιστη συνεισφορά σε πολεμικές επιχειρήσεις και στον αγώνα γενικότερα, με ηθικές αρχές και κεντρικό ρόλο στην επικράτηση ομοψυχίας και του ηθικού των επαναστατών. Η πολύμορφη και εκτεταμένη δράση του κατά τη διάρκεια της Επανάστασης δεν θα αναφερθεί περεταίρω, αφού δεν αποτελεί το αντικείμενο του παρόντος κειμένου, ωστόσο πρέπει να σημειωθεί ότι ο Νικόλαος Θησέας ξεκίνησε τον Αγώνα ως εύπορος λόγιος που πρόσφερε απλόχερα όλη την περιουσία του, πολεμιστής και στρατολόγος-εκπαιδευτής φιλελλήνων, και στο τέλος απεβίωσε «επί ψάθης και υπό πείνης κατατρυχόμενος», το 1854.[15]
Κύπριοι της διασποράς που επίσης συνέβαλαν στην διάδοση των Ελληνικών Γραμμάτων και του επαναστατικού πνεύματος ήταν, μεταξύ άλλων, ο Χριστόφορος Κόκκαλης, έμπορος στη Τεργέστη, ο Άνθιμος Βέρας, διορθωτής βιβλίων στο τυπογραφείο του Νικόλαου Γλυκή στη Βενετία και ο Ιεροδιάκονος Ιλαρίων Πασχαλίδης. Ο πρώτος εξέδωσε βιβλίο κανόνων καλής συμπεριφοράς (Τεργέστη, 1806), σε μετάφραση από τα Ιταλικά, και ο δεύτερος εξέδωσε επιστολές του Επισκόπου Κυρήνης Συνεσίου (Βενετία, 1782). Ο Ιλαρίων, που υπηρέτησε ως εφημέριος στην Ορθόδοξη εκκλησία του Άμστερνταμ (1822-1849), αλληλογραφούσε με τον Νικόλαο Θησέα για εκπαιδευτικά θέματα και δώρισε, σε μεταγενέστερο χρόνο, την πλούσια βιβλιοθήκη του στην Ελληνική Σχολή Λευκωσίας. Επιστολή του δημοσιεύθηκε και στο περιοδικό Ερμής ο Λόγιος το 1820.[16]
Τα Ελληνικά Γράμματα στην Κύπρο και ο ρόλος της Εκκλησίας
Ο λόγιος Αρχιεπίσκοπος Κύπρου (1734-1759) Φιλόθεος ίδρυσε την Ελληνική Σχολή στη Λευκωσία, την οποία διεύθυνε από το 1742 ο μετέπειτα Πατριάρχης Ιεροσολύμων (1766-1770) Εφραίμ ο Αθηναίος, και την επανίδρυσε το 1812 ο Αρχιεπίσκοπος Κυπριανός (1810-1821). Ο Εφραίμ ήταν απόφοιτος της Πατμιάδας Σχολής, με πολύμορφο συγγραφικό έργο και εκδόσεις για την διδασκαλία των Ελληνικών Γραμμάτων, την Ορθόδοξη πίστη, την εκκλησιαστική παράδοση και την ιστορία της Κύπρου, προσφέροντας χρήσιμο υλικό μόρφωσης και πνευματικής ανέλιξης.[17] Ανέδειξε επίσης αρκετούς διακεκριμένους μαθητές, ανάμεσά τους ο Σεραφείμ Πισσίδειος από την Μικρά Ασία, Πρωτοσύγκελος της Μονής Κύκκου και μετέπειτα Μητροπολίτης Άγκυρας, ο οποίος επιμελήθηκε και πολλά από τα κείμενα του Εφραίμ. Παλαιότερα μαθητής του λόγιου ιερομόναχου Ιερόθεου Δενδρινού στη Σμύρνη, διατήρησε επαφές με τη Μονή Κύκκου και μετά την ανάληψη του μητροπολιτικού θρόνου στην Άγκυρα, μέσω και του Μετοχίου της στην Κωνσταντινούπολη. Πρωτοστάτησε στην διάδοση των Γραμμάτων στην Μικρά Ασία, μεταφράζοντας και εκδίδοντας θρησκευτικά, κυρίως, βιβλία στα Καραμανλίδικα.[18] Αρκετές από τις εκδόσεις του χρηματοδοτούνταν από την Μονή Κύκκου, όπως ο μεταφρασμένος από τα Λατινικά τόμος «Θέατρον Πολιτικόν» (Λειψία, 1758), ο οποίος ήταν αφιερωμένος στον ηγεμόνα της Μολδοβλαχίας Κωνσταντίνο Μαυροκορδάτο.[19] Όπως αναφέρει συχνά ο ίδιος, κίνητρό του ήταν η πνευματική στήριξη των τουρκόφωνων Χριστιανών της Μικράς Ασίας, οι οποίοι ζούσαν σε συνθήκες αμορφωσιάς και πνευματικού σκότους, λόγω και της γλωσσικής και γεωγραφικής εγγύτητας με τους κατακτητές. Ως ιστορική προσωπικότητα, αποτελεί σημαντικό παράδειγμα της πνευματικής κινητικότητας σε ολόκληρο το φάσμα του ελληνικού χώρου και της προστασίας των ελληνικών Γραμμάτων από λόγιους ιερωμένους. Με παρόμοιο τρόπο, στην Κύπρο κατέρχονται κατά περιόδους διακεκριμένοι διδάσκαλοι και λόγιοι κληρικοί από τον ελληνικό χώρο, όπως ο Προκόπιος Πελοποννήσιος και ο Γεράσιμος ο Κρητικός, τους οποίους κάλεσε ο Αρχιεπίσκοπος Χρύσανθος (1767-1810) για να διδάξουν στην Ελληνική Σχολή Λευκωσίας.
Αρχιμανδρίτης Κυπριανός
Άλλος διαπρεπής μαθητής του Εφραίμ με ιδιαίτερα αξιόλογο συγγραφικό έργο, ήταν ο Αρχιμανδρίτης Κυπριανός, σπουδαία μορφή του Νεοελληνικού Διαφωτισμού στην Κύπρο. Από νεαρή ηλικία έτρεφε μεγάλο θαυμασμό για το αρχαίο ελληνικό παρελθόν και λόγω των σπουδών του στην Πάδοβα και γενικότερα των εργασιών του στην Ευρωπαϊκή Δύση, ανέπτυξε μια πρωτοποριακή διαφωτιστική σκέψη σε φιλοσοφικά, θεολογικά και εθνικά θέματα. Μεταξύ άλλων, εξέδωσε στη Βενετία τα βιβλία φιλοσοφίας του σπουδαίου ιερέα-φιλόσοφου, και πατέρα του Νεοαριστοτελισμού, Θεόφιλου Κορυδαλέα, με οικονομική χορηγία του Αρχιεπισκόπου Χρύσανθου και του Μητροπολίτη Πάφου (1767-1790) Αγίου Πανάρετου. Συγκεκριμένα, οι εκδόσεις ήταν «Είσοδος Φυσικής Ακροάσεως κατ’ Αριστοτέλην» το 1779, «Περί Γενέσεως και Φθοράς κατ’ Αριστοτέλην» το 1780 και «Τύποι επιστολών ή τε περί Ρητορικής» το 1786. Αυτά τα κείμενα χρησιμοποιήθηκαν κυρίως ως διδακτικά εγχειρίδια φιλοσοφίας για να συνοδεύουν την παραδοσιακή θρησκευτική εκπαίδευση που λάμβαναν οι μαθητές στον ελληνικό χώρο, σε μια προσπάθεια που αντανακλά το διαφωτιστικό πνεύμα της εποχής. Όπως τονίζεται στους προλόγους των εγχειριδίων, σκοπός τους ήταν η επανασύνδεση των Νεοελλήνων με τους προγόνους τους και το αρχαίο παρελθόν.
Μια άλλη απαράμιλλης σημασίας έκδοση του Κυπριανού ήταν η πρώτη ιστοριογραφική και επιστημονική έρευνα σε ολόκληρο τον ελληνικό χώρο κατά την Τουρκοκρατία, η «Ιστορία Χρονολογική της Νήσου Κύπρου» (Βενετία, 1788). Για αυτή χρησιμοποίησε πρωτοποριακή επιστημονική προσέγγιση για την εποχή και στήριξε τα γραφόμενά του σε προηγούμενους συγγραφείς, από αρχαίους μέχρι και σύγχρονους, διαχωρίζοντας ωστόσο τα μυθολογικά στοιχεία. Εφαρμόζοντας ακαδημαϊκή μεθοδολογία, μεταξύ άλλων άντλησε στοιχεία για σημαντικά γεγονότα της εποχής του από αυτόπτες μάρτυρες, ή παρέθεσε πληροφορίες από τη δική του εμπλοκή, όπως στην περίπτωση της εξέγερσης Ελλήνων και Τούρκων το 1764 που κατέληξε στη θανάτωση του Οθωμανού διοικητή Τζηλ Οσμάν.[20] Με αυτή την έκδοση ο Κυπριανός καθιερώθηκε ως ένας από τους κυριότερους Έλληνες ιστορικούς της εποχής, καθώς και ως ένας από τους κορυφαίους Κύπριους λόγιους κατά την περίοδο του Διαφωτισμού. Ο ίδιος αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα διανοούμενου που ενστερνίζεται τις προοδευτικές ιδέες της εποχής και τις εναρμονίζει με την πολιτισμική και πολιτιστική παράδοση του τόπου του. Όπως αναφέρει ο Κύπριος ιστορικός Πασχάλης Κιτρομηλιδης για την «Ιστορία», «η Ορθόδοξη πνευματική παρακαταθήκη της Ανατολής συναντάται με το επιστημονικό πνεύμα του Διαφωτισμού».[21] Η περίπτωση του Κυπριανού αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα του σημαντικού εκπαιδευτικού και πνευματικού ρόλου που είχαν οι κληρικοί στη διάδοση των Ελληνικών Γραμμάτων και κατ’ επέκταση στη διατήρηση του εθνοθρησκευτικού και πολιτισμικού χαρακτήρα των ελληνικών κοινοτήτων. Με τον θάνατό του στη Βενετία στις αρχές του 19ου αιώνα, η βιβλιοθήκη και η περιουσία του κληροδοτήθηκε από την Μονή Κύκκου, η οποία εμπλούτησε έτσι σημαντικά την αρχειακή της συλλογή και επανέκδωσε τόμο για την ιστορία της.[22]
Αρχιεπίσκοπος Κυπριανός
Μια από τις κορυφαίες μορφές του Ελληνισμού της εποχής, ήταν αυτή του Εθνομάρτυρα Αρχιεπισκόπου Κυπριανού. Γεννημένος στον Στρόβολο το 1756, εντάχθηκε ως δόκιμος μοναχός στη Μονή Μαχαιρά σε νεαρή ηλικία, όπου και έμαθε τα πρώτα του γράμματα στην σχολή του μοναστηριού, ενώ πολύ πιθανόν να φοίτησε και στην Ελληνική Σχολή Λευκωσίας το 1769, για τρία έτη. Διέμεινε από το 1783 μέχρι το 1802 στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες, οι οποίες συνδέονταν και επηρεάζονταν άμεσα από τα Ευρωπαϊκά ρεύματα του Διαφωτισμού. Εκεί φοίτησε στη γνωστή Ηγεμονική Ακαδημία του Ιασίου και ήρθε σε επαφή με νεωτεριστικές ιδέες, τις οποίες αργότερα συνδύασε επιτυχημένα με την πολιτιστική πραγματικότητα και την εθνοθρησκευτική ταυτότητα του Ελληνισμού. Αυτό φαίνεται και από την ισχυρή του πίστη στον θεσμό της παιδείας, ως το υπέρτατο αγαθό για τον άνθρωπο, ένα από τα κυριότερα χαρακτηριστικά του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, αφού πίστευε πως μπορεί να τον οδηγήσει στην πίστη στο Θεό, στην αγάπη για τον συνάνθρωπο, την πατρίδα και την ελευθερία. Το 1810 ενθρονίστηκε Αρχιεπίσκοπος Κύπρου και υπηρέτησε με σύνεση, ανθρωπισμό και φιλοπατρία μέχρι τον μαρτυρικό του θάνατο το 1821.
Ανάμεσα στις σημαντικότατες προσφορές του στην εκπαίδευση, περιλαμβάνεται η επανίδρυση της Ελληνικής Σχολής Λευκωσίας το 1812, όπου εφάρμοσε ένα υψηλό και σύγχρονο μορφωτικό επίπεδο, συνδυάζοντας τη θρησκευτική εκπαίδευση της Ορθοδοξίας και την ιστορία του Ελληνισμού με ένα ευρύ και σύγχρονο πρόγραμμα μαθημάτων με επιστημονική προσέγγιση.[23] Επιπρόσθετα, προσέφερε το μεγάλο ποσό των 6,000 γροσίων για την ίδρυση της Ελληνικής Σχολής στη Λεμεσό και ενίσχυσε, γενικώς, ναούς με εκκλησιαστικά βιβλία και άλλες εισφορές. Πίστευε ότι η ελευθερία μπορεί να επέλθει μόνο με την πνευματική καλλιέργεια των υπόδουλων Κυπρίων, και όλου του Ελληνισμού. Γι’ αυτό και σκοπός του ήταν η ίδρυση εκπαιδευτηρίων, αλλά και η ανάδειξη μορφωμένων κληρικών, για να λειτουργήσουν ως διαπαιδαγωγικά πρότυπα και στηρίγματα για τους κατοίκους.
Αφομοίωσε πολύ αποτελεσματικά νέες διαφωτιστικές ιδέες στον θεσμό της Εκκλησίας, καθιστώντας πολύ πιο εύκολο τον εκπαιδευτικό της ρόλο. Ήταν γνώστης και λάτρης της Βυζαντινής μουσικής και παρακολουθούσε στενά την εκδοτική δραστηριότητα του ευρύτερου Ελληνισμού, συλλέγοντας αρκετά βιβλία. Έδρασε τα μέγιστα για βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης των Κυπρίων, χρησιμοποιώντας τον ορθολογισμό και τη φαναριώτικη διπλωματία, που έμαθε στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες, προς επίλυση των διαφόρων προβλημάτων που προέκυπταν στο νησί. Μερικά από αυτά ήταν η διάδοση της ευλογιάς, που αντιμετωπίστηκε με την εκπαίδευση συγκεκριμένων ατόμων στον εμβολιασμό παιδιών, και η μάστιγα της ακρίδας, που καταπολεμήθηκε, μεταξύ άλλων, απορρίπτοντας τις προκαταλήψεις που υπήρχαν για το θέμα. Μυήθηκε στη Φιλική Εταιρία μαζί με άλλους προύχοντες και ανώτερους κληρικούς του νησιού και, σύμφωνα με την προφορική παράδοση, συναντούσε άλλους Φιλικούς με άκρα μυστικότητα, σε κρύπτη στην Ελληνική Σχολή δίπλα από την Αρχιεπισκοπή, όπου και υπάρχει αναμνηστική επιγραφή, την οποία ανάρτησε ο Ελληνικός Πνευματικός Όμιλος Κύπρου, το 1954.
Παρόλο που η Κύπρος δεν θα επαναστατούσε, αφού σύμφωνα με τους σχεδιασμούς των Φιλικών το νησί θα απέστελλε μόνο οικονομική βοήθεια λόγω της γεωγραφικής του απομόνωσής, με την έναρξη των συγκρούσεων το 1821, Οθωμανοί στρατιώτες υπό τις διαταγές του διοικητή του νησιού Κιουτσούκ Μεχμέτ, προέβησαν σε βιαιότητες κατά των αμάχων και των επικεφαλής τους. Ο Κιουτσούκ μάλιστα, χρησιμοποίησε ως αφορμή για τη σύλληψη και εκτέλεση εκατοντάδων επιφανών κληρικών και προυχόντων, προκηρύξεις που διένειμε στη Λάρνακα ο αδερφός του Νικόλαου Θησέα, Αρχιμανδρίτης Θεοφύλακτος Θησέας. Ο Αρχιεπίσκοπος Κυπριανός με αυτοθυσία επέλεξε να μην διαφύγει και ούτε να αλλαξοπιστήσει για να σώσει τη ζωή του, κάτι που του προσφέρθηκε, θεωρώντας καθήκον του να θυσιαστεί ως προκαθήμενος των Ελλήνων της Κύπρου, σε μια προσπάθεια για την προστασία τους. Αυτά είπε και στον Άγγλο περιηγητή John Carne, όταν συναντήθηκαν στη Λευκωσία. Ο τελευταίος επισήμανε την αξιοπρέπεια και την αυταπάρνηση του Αρχιεπισκόπου στα συγγράμματά του.[24]
Ο Αρχιεπίσκοπος Κυπριανός, όπως και ο Αρχιμανδρίτης Κυπριανός, αποτελούν ιδιαίτερες περιπτώσεις λαμπρών προσωπικοτήτων για τα Γράμματα και την πνευματική ανέλιξη των Κυπρίων, και, ίσως πιο σημαντικό, αποδεικνύουν την έμπρακτη και ωφέλιμη εναρμόνιση των αξιών του Διαφωτισμού με την παράδοση της Ορθοδοξίας και του Ελληνισμού.[25]
Επίλογος
Ο Νεοελληνικός Διαφωτισμός χαρακτηρίζεται από το πανελλήνιο αίτημα για παιδεία και δεν παρουσιάζει μόνο χαρακτηριστικά επανεμφάνισης ενός αρχαιοελληνικού παρελθόντος, επηρεαζόμενος από τον Ευρωπαϊκό Διαφωτισμό, αλλά και μια αναβίωση του συνόλου της ελληνικής πολιτισμικής οντότητας. Εξάλλου, η Βυζαντινή κληρονομιά συχνά παρέπεμπε από μόνη της στην Αρχαία Ελλάδα, αφού, για παράδειγμα, η Αρχαία Ελληνική Γραμματεία είχε διαχρονικά κεντρική θέση στην εκπαίδευση των μαθητών της Αυτοκρατορίας. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με τον επαναπροσδιορισμό της εθνικής ταυτότητας του Βυζαντίου κατά τους τελευταίους αιώνες της ύπαρξής του, υποδεικνύει τη συνέχιση και την εξέλιξη της Ελληνικότητας, εν μέσω σφοδρών κοινωνικοπολιτικών και θρησκευτικών αλλαγών και υποδούλωσης από τον ξένο κατακτητή. Ακόμη πιο σημαντικό, ίσως, είναι το γενικό συμπέρασμα ότι ο Νεοελληνικός Διαφωτισμός δεν βασίστηκε μόνο στην Ευρωπαϊκή επιρροή των νέων ιδεών, οι οποίες εξάλλου εμπνέονταν από την Αρχαία Ελληνική διανόηση, αλλά αρκετές φορές τις εναρμόνιζε με την Βυζαντινή παράδοση. Αυτό οφείλεται κυρίως στην αξιόλογη εκπαιδευτική και φιλολογική δράση αρκετών κληρικών λογίων και λαϊκών διδασκάλων, που αναγνώριζαν την τεράστια σημασία του Ελληνορθόδοξου παρελθόντος, αλλά και ταυτόχρονα δεν ήταν υπερσυντηρητικοί και εχθρικοί εναντίον οποιασδήποτε κοινωνικοπολιτικής αναπροσαρμογής, ή κάποιας εισαγωγής νέων ωφέλιμων ιδεών, που προέκυψαν από την πνευματική, την ανθρωπιστική ή και επιστημονική πρόοδο. Όπως και σε όλα τα σημαντικά γεγονότα στην ιστορία του Ελληνισμού, η Κύπρος ήταν ολοκληρωτικά παρούσα στην εθνική πνευματική αναγέννηση. Μάλιστα, η αδιάκοπη προσφορά των Κυπρίων στον Νεοελληνικό Διαφωτισμό σφραγίστηκε, με άλλο τρόπο, και από τα βιβλία του Πασχάλη Κιτρομηλίδη των τελευταίων δεκαετιών, ο οποίος θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους σύγχρονους συγγράφεις για τον εν λόγω θέμα.
Μπορεί να θεωρηθεί δεδομένο ότι, σε περιόδους εθνικής επανάστασης λαοί αναζητούν και οραματίζονται ένα ένδοξο ιστορικό παρελθόν, πολλές φορές αναπροσαρμόζοντας τα ιστορικά γεγονότα προς όφελος της σύγχρονης ταυτότητάς και κατάστασής τους, επηρεαζόμενοι και από υπερεθνικά ρεύματα. Ωστόσο, και ειδικότερα σε ότι αφορά τη διάδοση των Ελληνικών Γραμμάτων και την πνευματική αναγέννηση των Ελλήνων, η οποία δημιούργησε τις συνθήκες που επέτρεψαν την εθνεγερσία, ο Νεοελληνικός Διαφωτισμός και, ως επακόλουθο, η Ελληνική Επανάσταση του 1821, ενδυναμώθηκαν εκτενώς από την πλουσιότατη ιστορική, πνευματική, φιλοσοφική, θεολογική και φιλολογική παρακαταθήκη του Βυζαντίου και της Αρχαίας Ελλάδας. Οι επαναστάσεις πριν την Επανάσταση δείχνουν ακριβώς ότι προϋπήρχε ισχυρή εθνική ταυτότητα και επαναστατικό πνεύμα, απλά δεν ήταν διάσπαρτο στον Ελληνικό χώρο, και για αυτό το λόγο οι πλείστες από αυτές ήταν τοπικές εξεγέρσεις. Ο Νεοελληνικός Διαφωτισμός και η επιρροή των Ευρωπαϊκών τάσεων ήταν μια εξαίρετη συγκυρία για καλλιέργεια και ανατροφοδότηση της προϋπάρχουσας Ελληνικότητας, ιδιαίτερα μέσω της εκπαίδευσης, με φιλοσοφικές ιδέες για κοινωνικοπολιτική και εθνική ελευθερία, ατομική και συλλογική, και για αντίσταση ενάντια σε οποιαδήποτε μορφή τυραννίας, γεγονότα που κατέστησαν εφικτή μια γενική επανάσταση όλων των Ελλήνων.
Είναι πασιφανές ότι ο Ευρωπαϊκός Διαφωτισμός έδωσε το κίνητρο για ανάπτυξη της παιδείας και την εισαγωγή του ορθολογισμού, της εκκοσμίκευσης και της επιστημονικής μεθοδολογίας στην ελληνική διανόηση. Γενικά, ανατροφοδότησε τον ελληνικό πνευματικό χώρο με μια τάση για κοινωνικοπολιτική αλλαγή, εθνική αναγέννηση και ελευθερία, η οποία στράφηκε εναντίον των τότε δυναστών του, της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Αυτές οι ιδέες, όμως, εναρμονίστηκαν και συνδυάστηκαν σε πολλές περιπτώσεις με θεολογικές και φιλοσοφικές σχολές σκέψης, θρησκευτικές παραδόσεις, καθώς και κοινωνικές αξίες και εθνικές αρχές, που πηγάζουν από την παράδοση της Ορθοδοξίας, το Βυζαντινό παρελθόν και την κληρονομιά της Αρχαίας Ελλάδας, αφού, εν μέρει, εμπεριέχονταν ήδη στην πνευματική και πολιτισμική ταυτότητα του Ελληνισμού. Μπορεί αυτές οι αξίες, τα Γράμματα και η εθνική συνείδηση να είχαν μερικώς ξεχαστεί κατά την μακρά περίοδο υποδούλωσης, διατηρήθηκαν όμως ασβέστες καθόλη τη διάρκεια της Οθωμανικής κατοχής σε εκπαιδευτικούς, φιλολογικούς και εκκλησιαστικούς κύκλους, οι οποίοι ανατροφοδότησαν αργότερα τον λαό με την πνευματική του παρακαταθήκη.
Βιβλιογραφία
Carne, John, Letters from the East: Written during a recent tour through Turkey, Egypt, Arabia, the Holy Land, Syria and Greece (Λονδίνο: Colburn, 1826)
Αγάθωνος, Παρασκευάς, «Το υμνογραφικό και εκδοτικό έργο του Αρχιμανδρίτη Κυπριανού», Κληρονομιά, 30 (1999), σσ. 9-28
Αρχιμανδρίτης Κυπριανός, Ιστορία Χρονολογική της Νήσου Κύπρου (Ενετία, 1788)
Γλυκατζή-Αρβελέρ, Ελένη, Πόσο Ελληνικό ήταν το Βυζάντιο, Πόσο Βυζαντινοί είναι οι Νεοέλληνες; (Gutenberg, 2016)
Δανιήλογλου, Δ. Ε., Πρόδρομοι της Αναγεννήσεως των Γραμμάτων εν τη Ανατολή (κυρίως Μ. Ασία). Σεραφείμ Μητροπολίτης Αγκύρας Ατταλεύς (Κωνσταντινούπολη, 1865)
Δημαράς, Κωνσταντίνος, Νεοελληνικός Διαφωτισμός (Αθήνα: Εκδόσεις Ερμής, 2009)
Ζαχαριάδης, Ηρακλής, «Ο Κύπριος Μητροπολίτης Δημητσάνης Φιλόθεος Χατζής. Ο αναμορφωτής της Παιδείας και ο Μάρτυρας της Πίστεως και της Πατρίδος», Απόστολος Βαρνάβας, 76 (2015), σσ. 434-45
Θησέας, Νικόλαος, «Συνοπτικός παραλληλισμός της Ελληνικής και Γραικικής ή Απλοελληνικής γλώσσης, συντεθείς υπό Ιούλιου Δαυιδ», Ερμής ο Λόγιος, 11 (1821), σσ. 155-65
Ιλαρίωνας Κύπριος, Ιεροδιάκονος, «Προς τον λόγιον κύριον Νικόλαον Θησέα», Ερμής ο Λόγιος, 10 (1820), σσ. 519-21
Κιτρομηλίδης, Πασχάλης, Κυπριακή Λογιοσύνη 1571-1878: Προσωπογραφική Θεώρηση (Λευκωσία: Κέντρο Επιστημονικών Ερευνών, 2002)
Κιτρομηλίδης, Πασχάλης, Νεοελληνικός Διαφωτισμός (Αθήνα: ΜΙΕΤ, 2000)
Κοκκινόφτας, Κωστής, Κύπρος και 1821 (Λευκωσία: Κέντρο Μελετών Ιεράς Μονής Κύκκου, 2021)
Κώστας Στεφάνου, Αρχιμανδρίτου Κυπριανού: Ιστορία Χρονολογική της Νήσου Κύπρου (Λευκωσία: Κυπριολογική Βιβλιοθήκη, 1971)
Λάμπρος, Σπυρίδων, Παλαιολόγεια και Πελοποννησιακά, τμ. Γ’ (Αθήνα: Επιτροπή Εκδόσεως των Κατάλοιπων Σπυρίδωνος Λάμπρου, 1926)
Μιτσίδης, Ανδρέας, «Ο Κύπριος την καταγωγή Μητροπολίτης Νικομηδείας Αθανάσιος Καρύδης ο Εθνομάρτυς», στο Τόμος Αναμνηστικός επί τη 50ετηρίδι του περιοδικού «Απόστολος Βαρνάβας» (1918-1968) (Λευκωσία, 1975), σσ. 339-60
Μύαρης, Γεώργιος, «Ο λόγιος του Νεοελληνικού Διαφωτισμού Ιωάννης Καρατζάς ο Κύπριος», Δωδώνη, 32 (2003), σσ. 299-325
Περσιάνης, Παναγιώτης, «Η ιδεολογία του Αρχιεπισκόπου Κυπριανού, όπως φαίνεται από την ιδρυτική πράξη της Ελληνικής Σχολής», Απόστολος Βαρνάβας, 49 (1988), σσ. 223-8
Φιλίππου, Λοίζου, Κύπριοι Αγωνισταί (Λευκωσία, 1953)
Φωτιάδης, Δημήτρης, Η Επανάσταση του 1821 (Αθήνα: Μέλισσα, 1972)
Χατζηστεφάνου, Κώστας, «Θέατρον Πολιτικόν», Κυπριακαί Σπουδαί, 25 (1961), σσ. 131-45.
[1] Κωνσταντίνος Δημαράς, Νεοελληνικός Διαφωτισμός (Αθήνα: Ερμής, 2009), σ. 3.
[2] Ελένη Γλυκατζή-Αρβελέρ, Πόσο Ελληνικό ήταν το Βυζάντιο, Πόσο Βυζαντινοί είναι οι Νεοέλληνες; (Gutenberg, 2016), σ. 34
[3] Από το Χρονικόν του Μεγάλου Λογοθέτη Γεωργίου Σφραντζή ή Φραντζή, Κέρκυρα, 1477.
[4] Σπυρίδων Λάμπρος, Παλαιολόγεια και Πελοποννησιακά, τμ. Γ’ (Αθήνα: Επιτροπή Εκδόσεως των Κατάλοιπων Σπυρίδωνος Λάμπρου, 1926), σ. 247.
[5] Πασχάλης Κιτρομηλίδης, Νεοελληνικός Διαφωτισμός (Αθήνα: ΜΙΕΤ, 2000), σσ. 28-9.
[6] Κιτρομηλίδης, Νεοελληνικός Διαφωτισμός, σσ. 19-20.
[7] Δημαράς, σ. 143.
[8] Κιτρομηλιδης, Νεοελληνικός Διαφωτισμός, σσ. 64-5.
[9] βλ. Πασχάλης Κιτρομηλίδης, Κυπριακή Λογιοσύνη 1571-1878: Προσωπογραφική Θεώρηση (Λευκωσία: Κέντρο Επιστημονικών Ερευνών, 2002), σσ. 180-2.
[10] Για τη ζωή και το έργο του βλ. Ανδρέας Μιτσίδης, «Ο Κύπριος την καταγωγή Μητροπολίτης Νικομηδείας Αθανάσιος Καρύδης ο Εθνομάρτυς», στο Τόμος Αναμνηστικός επί τη 50ετηρίδι του περιοδικού «Απόστολος Βαρνάβας» (1918-1968) (Λευκωσία, 1975), σσ. 339-60.
[11] Για τη ζωή και το έργο του Φιλόθεου βλ. Ηρακλής Ζαχαριάδης, «Ο Κύπριος Μητροπολίτης Δημητσάνης Φιλόθεος Χατζής. Ο αναμορφωτής της Παιδείας και ο Μάρτυρας της Πίστεως και της Πατρίδος», Απόστολος Βαρνάβας, 76 (2015), σσ. 434-45 και Λοίζος Φιλίππου, Κύπριοι Αγωνισταί (Λευκωσία, 1953), σσ. 140-1.
[12] Δημήτρης Φωτειάδης, Η Επανάσταση του 1821 (Αθήνα: Μέλισσα, 1972), σ. 209.
[13] Για τη ζωή και το έργο του βλ. Γεώργιος Μύαρης, «Ο λόγιος του Νεοελληνικού Διαφωτισμού Ιωάννης Καρατζάς ο Κύπριος», Δωδώνη, 32 (2003), σσ. 299-325 και Κιτρομηλίδης, «Κυπριακή Λογιοσύνη», σσ. 163-4.
[14] Νικόλαος Θησέας, «Συνοπτικός παραλληλισμός της Ελληνικής και Γραικικής ή Απλοελληνικής γλώσσης, συντεθείς υπό Ιούλιου Δαυιδ», Ερμής ο Λόγιος, 11 (1821), σσ. 155-65.
[15] Βλ. Κιτρομηλίδης, «Κυπριακή Λογιοσύνη», σσ. 146-8.
[16] Ιεροδιάκονος Ιλαρίων Κύπριος, «Προς τον λόγιον κύριον Νικόλαον Θησέα», Ερμής ο Λόγιος, 10 (1820), σσ. 519-21.
[17] Κιτρομηλίδης, «Κυπριακή Λογιοσύνη», σσ. 135-9.
[18] Δ. Ε. Δανιήλογλου, Πρόδρομοι της Αναγεννήσεως των Γραμμάτων εν τη Ανατολή (κυρίως Μ. Ασία). Σεραφείμ Μητροπολίτης Αγκύρας Ατταλεύς (Κωνσταντινούπολη, 1865), σ. 24.
[19] Κώστας Χατζηστεφάνου, «Θέατρον Πολιτικόν», Κυπριακαί Σπουδαί, 25 (1961), σσ. 131-43.
[20] Αρχιμανδρίτης Κυπριανός, Ιστορία Χρονολογική της Νήσου Κύπρου (Ενετία, 1788), σσ. 318-21.
[21] Κιτρομηλίδης, «Κυπριακή Λογιοσύνη», σ. 54.
[22] Για τη ζωή και το έργο του Αρχιμανδρίτη Κυπριανού βλ. Κώστας Στεφάνου, Αρχιμανδρίτου Κυπριανού: Ιστορία Χρονολογική της Νήσου Κύπρου (Λευκωσία: Κυπριολογική Βιβλιοθήκη, 1971) και Παρασκευάς Αγάθωνος, «Το υμνογραφικό και εκδοτικό έργο του Αρχιμανδρίτη Κυπριανού», Κληρονομιά, 30 (1999), σσ. 9-28.
[23] Παναγιώτης Περσιάνης, «Η ιδεολογία του Αρχιεπισκόπου Κυπριανού, όπως φαίνεται από την ιδρυτική πράξη της Ελληνικής Σχολής», Απόστολος Βαρνάβας, 49 (1988), σσ. 223-8.
[24] John Carne, Letters from the East: Written during a recent tour through Turkey, Egypt, Arabia, the Holy Land, Syria and Greece (Λονδίνο: Colburn, 1826), σσ. 162-6, 173-4.
[25] Κωστής Κοκκινόφτας, Κύπρος και 1821 (Λευκωσία: Κέντρο Μελετών Ιεράς Μονής Κύκκου, 2021), σσ. 21-116.
*Ο Ανδρέας Κοκκινόφτας είναι Ιστορικός (BA, MA) με σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Πόρτσμουθ (University of Portsmouth) και στο Πανεπιστήμιο του Γουόρικ (University of Warwick), της Μεγάλης Βρετανίας. Ακαδημαϊκά ασχολείται κυρίως με τη μελέτη της παγκόσμιας απήχησης του Ενωτικού Κινήματος, στα πλαίσια των ερευνών του στην Παγκόσμια και Συγκριτική Ιστορία και στις Αποικιακές Σπουδές. Διεξάγει επίσης έρευνα για την προσφορά της Κύπρου στους Εθνικούς αγώνες. Μεταξύ άλλων υπήρξε συνεργάτης του Ιστορικού Αρχείου Τράπεζας Κύπρου και του Υπουργείου Παιδείας.