π. Ανανίας Κουστένης: «Ἡ Βασιλική δρῦς» της Ορθοδοξίας-ο πιό ανυπεράσπιστος άνθρωπος του κόσμου

από Μαντώ Μαλάμου 

Πηγή: antifono.gr

«Βασιλική Δρῦς»! Έτσι τον χαρακτήρισα πριν πολλά χρόνια. Δεν το κατάλαβε και νομίζοντας ότι μιλάω για το περίφημο παπαδιαμαντικό διήγημα μού λέει εμφατικά: «Αριστούργημα, κόρη μου, αριστούργημα!». Και του ξαναλέω: «Εσείς είστε η Βασιλική Δρῦς!». Γέλασε και με…έδιωξε με τον αμίμητο τρόπο του…Αλλά «ἐπειδήπερ πολλοί τε ἐπεχείρησαν (και θα επιχειρούν συνεχώς στο μέλλον) ἀνατάξασθαι διήγησιν» περί τοῦ ἄρτι κοιμηθέντος πατρὸς ἡμῶν, αισθάνομαι την ανάγκη να καταθέσω τη δική μου άποψη για τα πολλά χρόνια που ευλογήθηκα να είναι πνευματικός μου πατέρας.

Για πολλούς που τον γνώρισαν παλαιότερα ή και τα τελευταία χρόνια ο πατήρ Ανανίας είναι ό «αναρχικός παππάς» των Εξαρχείων με την καλύτερη σημασία του όρου: αντισυμβατικός με άφθονα στοιχεία σαλότητος, τα οποία πολλούς -ειδικά στον χώρο των εκκλησιαστικών- σοκάρουν ως έκφραση κυρίως. Αγνοώντας ίσως ότι ο πατήρ Ανανίας με τον τρόπο αυτόν ασκούσε ποιμαντική με σύγχρονη μέθοδο, αφού ήταν ο άνθρωπος που γέγονε τοῖς πᾶσι τὰ πάντα ἵνα πάντας ἐλκύσει εἰς Χριστόν. Ο παππούλης, όπως τον αποκαλούμε οι περισσότεροι, είναι ο στύλος της Ορθοδοξίας, ο άνθρωπος με την απέραντη αγάπη και το αστείρευτο χιούμορ, ο επιεικής πνευματικός που συγκαταβαίνει στα πάθη μας και τα παίρνει όλα επάνω του: «σάς έχω κρεμασμένους όλους στο πετραχήλι μου» έλεγε, όπως κάθε ιερέας άξιος του ονόματος. Επιπλέον είναι ο λαμπρός φιλόλογος, ο μοναδικός μεταφραστής του Αγίου Ρωμανού και του Θεοφάνους, ο λάτρης της ελληνικής γλώσσας και της ιστορίας του διαχρονικού ελληνισμού, ο αγαπημένος του Θοδωράκη (έτσι τον έλεγε πάντα) Κολοκοτρώνη και του πρώτου Κυβερνήτη της πατρίδος -μερικές φορές του ξέφευγε κι έλεγε «του αγίου Ιωάννη Καποδίστρια». Και μετά το διόρθωνε…Για άλλους ήταν ίσως και λίγο γραφικός… Κατανοητό εν μέρει, γιατί το βάθος του π. Ανανία ήταν απέραντο και εκείνος το έκρυβε επιμελέστατα. «Άλλωστε ποιος μπορεί να μιλήσει για έναν άγιο; Μόνο ένας άγιος!» Για τον Άγιο Πορφύριο ειδικά έλεγε «Πώς μπορεῖ κανείς να περιγράψει την αύρα; Γίνεται; Δεν γίνεται!». Εδώ θα έπρεπε συνεπώς να σταματήσω κι εγώ να γράφω. Αλλά δεν γίνεται… Γιατί ακούω συνεχώς τη φωνή του όταν αναφερόταν στους μάρτυρες και στους Νεομάρτυρες  της Εκκλησίας μας: «Παιδιά, προσέξτε: Δεν άντεξαν το μαρτύριο οι άγιοι μάρτυρες επειδή είχαν απάθεια στον πόνο! Δεν ήταν φακίρηδες!… Πονούσαν και παραπονούσαν!… Άλλο αν στη συνέχεια τους επεσκίαζε η Θεία Χάρις και το άντεχαν. Αλλά πονούσαν απερίγραπτα, πονούσαν όπως κάθε κοινός άνθρωπος. Μην το ξεχνάμε αυτό! Μην το ξεχνάμε!…». (Οι επαναλήψεις του ήταν μουσική!) Γι’ αυτό κι εγώ -ίσως υπακούοντας στην προτροπή του, δυστυχώς μετά από πολλά χρόνια -όταν του έλεγα να καταγράψει τις δικές του “παπαδιαμαντικές” ιστορίες που μάς αφηγείτο με το απαράμιλλο ύφος του, επαναλάμβανε «εσύ να τις γράψεις!». Ισως να ήταν μοιραίο να καταγράψω κάτι από την τραγική, αθέατη και άγνωστη εν πολλοίς πλευρά του, όπως μπόρεσα να τη διακρίνω μέσα από κάποιες ρωγμές.

Για μένα ο πατήρ Ανανίας είναι ο λεβέντης του Θεού! Ο Άνθρωπος της Ελευθερίας του Χριστού! Ολόκληρη η ζωή του υπήρξε διηνεκής θυσία για την αγάπη του Χριστού και τη διακονία του ανθρώπου. «Δεν του περίσσευε κανένας», όπως έλεγε ο ίδιος για τον Χριστό. Ήταν ο πνευματικός πατέρας του οποίου η αγάπη ξεπερνούσε φαινομενικά τα όρια. Όπως λέει ο Άγιος Παΐσιος «ο καλός πνευματικός πρέπει να είναι αποφασισμένος να πάει στον πάτο της κολάσεως ο ίδιος προκειμένου να σωθούν τα παιδιά του». Με την απέραντη διάκρισή του μάς παραχωρούσε τόση ελευθερία ώστε δεν χρειαζόταν τις περισσότερες φορές να τη χρησιμοποιήσουμε…Ασκούσε διακριτική ποιμαντική με τόσο μυστικό και ανεπαίσθητο τρόπο που κάποιες φορές φαινόταν σκανδαλώδης. Σ’ αυτό το πλαίσιο εντάσσεται και ο ιδιαίτερος τρόπος που εκφραζόταν. Πολλοί δεν μπορούσαν να το αντέξουν και αποχωρούσαν… Τους κατανοώ απολύτως γιατί κάποια φορά, για ένα βράδυ μόνο, έπεσα και η ίδια θύμα αυτού του μεγάλου πειρασμού. Εγώ, η αθυρόστομη, ενοχλήθηκα τάχα μου από ορισμένες λέξεις και έγινα ξαφνικά σεμνότυφη και πουριτανή!!! Εκείνη τη νύχτα έζησα οντολογικά την Κόλαση… Όταν ξημέρωσε του τηλεφωνώ. Πριν προλάβω να πω οτιδήποτε τον ακούω να μού λέει: «Έλα αμέσως!» Με το που μπαίνω με ρωτάει χωρίς περιστροφές «Τί σού είπε; Ξέρεις Ποιος!!! Γιατί αυτό δεν είναι δικό σου! Ο ανθρωποκτόνος από καταβολής κόσμου σου το σφύριξε για να σε διώξει από δω’ και να σε τρελλάνει τελείως!…».Όταν του περιέγραψα επιγραμματικά την εφιαλτική νύχτα που πέρασα, με κοίταξε αμίλητος και μετά είπε: «Αυτό, κόρη μου, είναι το αρχέγονο αίσθημα της εξορίας του Αδάμ…».

Τον γνώρισα στα 23 μου χρόνια, ανήμερα της αγαπημένης του εορτής της Παναγίας των Βλαχερνών. Είναι η Παναγία του Ακαθίστου Ύμνου, που της έχτισε εκκλησία στην ιδιαίτερη πατρίδα του, κι όπου τώρα αναπαύεται το μαρτυρικό του σώμα. Εξέφρασε έτσι την άφατη αγάπη του για κείνην, «την “ιδιαιτέρα” του Κολοκοτρώνη», όπως την έλεγε. Aλλά μάλλον έπρεπε να πει την δική του “ιδιαιτέρα”! Δεν το έλεγε  όμως ακολουθώντας το παράδειγμα του Ευαγγελιστή Ιωάννη. Ερμήνευε άλλωστε το Ευαγγέλιο «σαν μεγάλος βιρτουόζος της Θεολογίας», κατά την προσφυή παρομοίωση φίλης μουσικού για κείνον: «Ο πατήρ Ανανίας είναι όπως οι μεγάλοι δεξιοτέχνες: παίζουν ένα πολύ δύσκολο κομμάτι και νομίζεις ότι παίζουν κάτι εύκολο, καθώς δεν προβάλλεται καθόλου η προσπάθεια. Έτσι και ο πατήρ Ανανίας: σού λέει τις πιο βαθειές δογματικές αλήθειες με τρόπο απλό, κατανοητό και βιωματικό». Γιατί ο π. Ανανίας “κατανοούσε” τα μυστήρια του Θεού όχι με το μυαλό, την ψυχολογία  ή τον φιλοσοφικό στοχασμό, αλλά με την προσευχή και την ταπείνωση. Αναφερόμενος λοιπόν συχνά στον Ευαγγελιστή Ιωάννη και στον αυτοχαρακτηρισμό του «ὁ μαθητὴς ὅν ἠγάπα ὁ Ἰησοῦς», ερμήνευε τη φράση αυτή αντίστροφα: «ὁ μαθητὴς ὅς ἠγάπα τὸν ’Ιησοῦν», έλεγε, γιατί, ο Χριστός όλους τους αγαπούσε το ίδιο, αλλά από ταπείνωση λέει αυτό που λέει ο Ιωάννης. Και επειδή τον αγαπούσε τόσο, γι’ αυτό και τού αποκάλυψε τα περισσότερα ο Ιησούς. Κατά το μέτρο της Αγάπης γνωρίζουμε». Ή για να θυμίσω μια ακόμα προσφιλή του διαπίστωση: «ό, τι αισθάνεσαι εσύ για τον άλλον, αργά-γρήγορα θα αισθανθεί κι αυτός για σένα! Τηρουμένων των αναλογιών βγάλτε τα συμπεράσματά σας!…». Και κάτι ακόμα για την ερμηνεία του Ευαγγελίου: θυμάμαι όταν μού ερμήνευσε με την ιδιαίτερη ματιά του την ευαγγελική περικοπή της μοιχαλίδος γυναικός. «Νομίζω πως ο Χριστός λέγοντας “ὁ ἀναμάρτητος πρῶτος τὸν λίθον βαλέτω” εννοεί “ὁ ἀναμάρτητος ἀπέναντι τῶν γυναικῶν” …Γιατί κανένας  μας  δεν είναι αναμάρτητος απέναντί σας…». Αχ, πατέρα Ανανία, πόσο συχνά επαναλάμβανες την διαπίστωση του Ναζιανζηνού «ἄνδρες εἰσίν οἱ κατὰ γυναικῶν νομοθετήσαντες!»…

Ο πατήρ Ανανίας, για να έρθω σ’ αυτό που προεξανήγγειλα στον τίτλο του κειμένου μου, ήταν «ο πιο ανυπεράσπιστος άνθρωπος στον κόσμο». Τού το είπα στο τηλέφωνο ένα χειμωνιάτικο απόγευμα του 2007. «Είμαι, κόρη μου… Είμαι…Σε ευχαριστώ που το κατάλαβες…» μού είπε… Ήταν η μοναδική φορά που του τηλεφώνησα τέτοια ώρα κινούμενη από ακαταμάχητη ανάγκη «να τού εκφράσω την συμπαράστασή μου», όπως τού είπα, απορώντας κι εγώ εκ των υστέρων γι’ αυτή την παιδική έκφραση. Για πολλά χρόνια συνέβαινε να του χτυπούν την πόρτα οποιαδήποτε ώρα της μέρας. Ή να του τηλεφωνούν οποιαδήποτε ώρα της νύχτας. Αυτά συνέβαιναν τα παλαιότερα χρόνια, στην απέραντα μοναχική περίοδο της ζωής του. Δεν κοιμήθηκε και δεν έφαγε ποτέ σαν όλους μας: «Έφτιαξα ένα χαμομήλι, το ήπια και κοιμήθηκα…», είπε σε κάποιον δικό μου για τη νύχτα της Αναστάσεως. «Της Αναστάσεως» επέμεινε και όχι «της Ανάστασης», που ακούω συνεχώς και από κληρικούς ακόμα, για να μην υστερήσουν σε προοδευτισμό με τη «δημοκρατία των τριτοκλίτων», όπως χαρακτήριζε το φαινόμενο καθηγητής της Γλωσσολογίας. Ο πατήρ Ανανίας επαναλάμβανε συχνά το μάλωμα του Αγίου Πορφυρίου στον ίδιο: «Μού ξέφυγε κάποτε και είπα μπροστά στον Γέροντα Πορφύριο τη γενική «της φύσης». Και πώς νομίζετε αντέδρασε ο άγιος Γέροντας; “Τον κακό σου τον καιρό! Εσύ, το λές έτσι; «τῆς φύσεως» είναι το σωστό και το ωραίο. Αυτή είναι ή άγια γλώσσα μας!”. Ακούτε τί μού είπε ο άγιος; “Τον κακό σου τον καιρό”! Τί ωραίος που ήταν ο Γέροντας!».

Ο πατήρ Ανανίας υπήρξε ασκητικότερος πολλών ασκητών της ερήμου. Κατοικούσε σε 30 τετραγωνικά, στο ισόγειο μιας πολυκατοικίας που δεν έβλεπε ποτέ τον ήλιο, αν και γεννήθηκε «πτωχό βοσκόπουλο εις τα όρη», για να θυμηθούμε τον αγαπημένο του Κυρ -Αλέξανδρο. «Ήμουν μικρός ποιμήν αλόγων προβάτων», μού είπε κάποτε, «και ο Κύριος με αξίωσε να γίνω ποιμήν λογικών προβάτων». Τον διέκοψα σχεδόν: «παραλόγων ἐριφίων»  θέλετε να πείτε, Γέροντα!  Πού την είδατε τη λογική σε μάς;». Με κοίταξε αμίλητος… Έζησε το μέγιστο μέρος της ζωής του «στο καμίνι των Εξαρχείων». Έτσι μού χαρακτήρισε επιγραμματικά ο ίδιος τη βιωτή του, όταν κάποτε του εξέφρασα την απορία: «Πώς μπορείτε, γέροντα, και μάς κρατάτε  όλους -και ειδικά εμάς τις γυναίκες, σ’ αυτή τη θαυμαστή απόσταση και ισορροπία στην κόψη του ξυραφιού; Χωρίς συναισθηματισμούς και αρρωστημένες προσκολλήσεις, ενώ εισπράττουμε την αγάπη σας όλοι σαν να είμαστε ο καθένας και η κάθε μία ο απόλυτος αποδέκτης; Πώς γίνεται;» Αφού με κοίταξε για λίγο αμίλητος, μου είπε με σιγανή φωνή: «Αν είσαι συνεχώς στο καμίνι, κόρη μου… Γίνεται…».

Πάντα αισθανόμουνα τη βαθειά του ευγνωμοσύνη, όταν υποψιαζόμασταν κάτι ελάχιστο από τον αγώνα του, ή αν τον βλέπαμε και λίγο ανθρώπινα. Αν δηλαδή δεν είμασταν συνεχώς «από την …Πάρο», όπως συχνά πυκνά επαναλάμβανε. Θυμάμαι πώς αντέδρασε όταν του σχολίασα  την περίπτωση ενός ξένου συγγραφέα, δεδηλωμένα άθεου ώς τότε, που είχε γνωρίσει. «Ο Ολλανδός σάς αγαπά πολύ» του είπα γυρίζοντας από τον γάμο του με την αδελφική μου φίλη στο Άμστερνταμ. Σημειωτέον ότι εκείνος, ενώ πρώτη φορά στη ζωή του έβλεπε Ορθόδοξο ιερέα, είπε μετά τη συνάντηση μαζί του στην Ελληνίδα γυναίκα του: «Να ξέρεις ότι από ένα σημείο και μετά ήσουν περιττή ως μεταφράστρια! Ο πατήρ Ανανίας με καταλάβαινε ενώ εγώ μιλούσα τη γλώσσα μου κι εκείνος τη δική του!» Χαρούμενος ο παππούλης αντέδρασε αυθόρμητα: «Το ξέρω, κόρη μου! Κι εγώ τον έχω στην καρδιά μου! Αυτός ο άνθρωπος με το που με είδε, με αγάπησε! Ξένος αυτός, χωρίς λέξη ελληνικά! Κι εγώ άνθρωπος είμαι!… Υπάρχει εδώ κόσμος και κοσμάκης που έχουν ευεργετηθεί ώς τα μαλλιά… Κι όμως δεν αιστάνθηκαν ποτέ τόση δα αγάπη για μένα (μού έδειξε στην άκρη του νυχιού) …». Καταλαβαίνω…» είπα. «Όχι», συνεχίζει με έντονη άρνηση του κεφαλιού, «Δεν μπορείς να καταλάβεις…». Είχε δίκιο! Αργότερα θα αντιλαμβανόμουνα κάτι ελάχιστο, μαθαίνοντας πάντα από πρώτο χέρι: Άλλος μού ομολογούσε ότι όταν επί δύο χρόνια ήταν άνεργος, ο πατήρ Ανανίας τού πλήρωνε το ενοίκιο. Άλλος ότι έστελνε κάποιον δικό του άνθρωπο να συντροφεύει ή να νοσηλεύει τους άρρωστους γονείς του, όσο εκείνος εργαζόταν…Και πόσα άλλα που δεν μπορώ όχι να περιγράψω, αλλά ούτε καν να φανταστώ…

Τα πάντα στον πατέρα Ανανία ήταν Θεολογία. Ενθυμούμενος τα γενέθλιά μας σε μένα ερμήνευσε το “ζώδιό” μου με ένα εύγλωττο παράδειγμα που παρέλκει να το αναφέρω: «Ζυγός σημαίνει δικαιοσύνη. Και δικαιοσύνη σημαίνει αποκατάσταση ισορροπίας». Αξίζει να αναφέρω -από αφήγηση άλλης φίλης- ότι σε συζήτηση νεολαίας «χωρίς θέμα», όπως θα ’λεγε κι ο  ίδιος, στο κελί του, κάποιοι επέμεναν ότι τα γενέθλια δεν έχουν έχουν καμμία σημασία. Μόνο η ονομαστική εορτή μετράει! Ο παππούλης που δεν είχε μιλήσει καθόλου ώς τότε, στρέφεται στη φίλη και την ρωτάει: «Πόσες χιλιάδες είναι, κόρη μου, οι δισμύριοι;» «Δέκα», απάντησε εκείνη. «Άντε που ξέρεις και αρχαία ελληνικά! Είκοσι χιλιάδες είναι!». Επιστρέφοντας στο σπίτι της, προβληματισμένη με την ερώτηση του Γέροντα, έψαξε στον Συναξαριστή τη λέξη. Και ανακαλύπτει ότι στις 28 Δεκεμβρίου είναι η μνήμη των Δισμυρίων μαρτύρων των εν Νικομηδεία κααίντων. Αυτή είναι η μέρα των γενεθλίων της την οποία αγνοούσε ωστόσο ο πατήρ Ανανίας.

Δεν θα αναφερθώ στον καιρό που «όλο το σύμπαν είχε πέσει επάνω του» (δικά του λόγια σε μένα) και κάθε τρίτη σχεδόν μέρα πάθαινε γαστρορραγία…Εἰρήσθω ἐν παρόδῳ ότι κάποτε, παρόντος του μακαριστού πατρός Πορφυρίου Δελλή («ο λεβέντης που τα άφησε όλα για τον Χριστό», όπως τον χαρακτήριζε ο ίδιος π. Ανανίας) θυμάμαι και τους δύο να ακούνε πολύ προσεκτικά το εκκλησιαστικό ραδιόφωνο να μεταδίδει  σε συνεχή ροή ειδήσεων κάποιο εκκλησιαστικό “σκάνδαλο”, που αργότερα αποδείχτηκε μεγάλη ευλογία. Βλέποντάς τους έτσι, αποτολμώ μια παρατήρηση: «Απορώ με μάς τους λεγόμενους Χριστιανούς», λέω, «που, όταν διαβάζουμε στα Συναξάρια και στο Γεροντικό ιστορίες για τους μεγάλους πειρασμούς των αγίων, ενθουσιαζόμαστε! Όταν όμως συμβεί κάτι ανάλογο στην πραγματικότητα που ζούμε εμείς, όπως τώρα παραδείγματος χάριν, αδυνατούμε να το κατανοήσουμε. Σκανδαλιζόμαστε και είμαστε έτοιμοι να κατασπαράξουμε τους πάντες…». Με κοίταξαν και οι δύο με πολλή μεγάλη σοβαρότητα και ο π. Ανανίας συμφώνησε επιλέγοντας: «Είπες μια πολύ μεγάλη αλήθεια αυτή τη στιγμή, κόρη μου! Δυστυχώς αυτοί είμαστε οι ταλαίπωροι…». Θα καταθέσω λοιπόν μια δική μου εμπειρία από τα ανείπωτα δύσκολα χρόνια του Γέροντα. Ένα περιστατικό που με σημάδεψε για μια ζωή και βρήκε μέσα μου δικαίωση τη μεγάλη μέρα της εκφοράς του, στη ανεπανάληπτη ατμόσφαιρα της χαρμολύπης μας. Είναι τον Νοέμβρη του 1987, όταν για πρώτη φορά βγαίνει από το Άγιον Όρος η εικόνα του «Άξιον Εστί». Την υποδέχονται στην Αθήνα με τιμές αρχηγού κράτους και την μεταφέρουν στην Μητρόπολη. Στα πλήθη του κόσμου που συρρέουν στην οδό Μητροπόλεως είμαι και εγώ στη δεκαετία των είκοσι ακόμα, και όπως θα ’λεγε και ο παππούλης, κάθε άλλο παρά «να με βλέπουν τα παιδιά και να τρώνε όλο το φαΐ τους!» Στο πεζοδρόμιο που αντιστοιχεί στο ιερό του μητροπολιτικού ναού συναντώ τον αδελφό μου. Στεκόμαστε να βλέπουμε τους ιερείς που, αφού προηγήθηκαν των λαϊκών στην προσκύνηση της Εικόνας, βγαίνουν από τον ναό κατευθυνόμενοι προς το Σύνταγμα. Για πρώτη φορά τώρα, στην πιο ανελέητη δεκαετία της αθεΐας των Ελλήνων, έχουν οι καημένοι την τιμητική τους. Περνούν ανά τριάδες και τετράδες συνομιλώντας μεταξύ τους χαρούμενοι. Ξαφνικά ο αδελφός μου τον διακρίνει και μού τον δείχνει σοκαρισμένος: «Ο πατήρ Ανανίας!» Γυρίζω και τον βλέπω. Μόνος του, ολομόναχος, με σκυμμένο το κεφάλι προχωρούσε αργά… Πήγε κι εκείνος να προσκυνήσει. Και τον είδαν…Όλος ο κλήρος παρών και η αρνητική φήμη πλανιόταν ακόμα στα στόματα και καθρεφτιζόταν στα μάτια των περισσοτέρων… (Υπήρχαν ακόμα τότε ιερείς που …απειλούσαν τις πνευματικές τους κόρες, ειδικά τις νεώτερες, με επιτίμια και «καλημέρα» αν τού λέγανε…). Τρέχουμε και τον προλαβαίνουμε ζητώντας συγγνώμη και σπρώχνοντας σχεδόν ιερείς και λαϊκούς. Τού φιλάμε το χέρι, του μιλάμε. «Ευχαριστώ, παιδιά. Χαίρομαι που σάς βλέπω. Η ευχή της Παναγίας μας να σάς σκέπει πάντοτε!» Είναι περίλυπος άχρι θανάτου…Μάς αποχαιρετά και χάνεται στο σκοτεινό δρομάκι. Αλλά για ένα πράγμα είμασταν εκείνη τη στιγμή βέβαιοι: Από όλους όσοι προσκύνησαν την Αγία Εικόνα αυτόν η Κυρία των Αγγέλων ξεχώρισε…

Αυτό το ανείπωτα λυπημένο του πρόσωπο έμεινε αδικαίωτο μέσα μου όλα αυτά τα χρόνια. Μέχρι την περασμένη Δευτέρα. Ως την ώρα που το πλήθος με ουρανομήκεις φωνές επαναλάμβανε «Άγιος, Άγιος, Άγιος» καθώς το τίμιο σκήνωμά του, τυλιγμένο με τη σημαία, εφέρετο για την οριστική κατοικία του και ο δρόμος είχε στρωθεί με ροδοπέταλα…Κατευόδιο για το ταξείδι του στα «Ρόδινα ακρογιάλια της Θείας Βασιλείας».

, , , ,

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *