Θανάσης Γάλλος
Οι σχέσεις των δύο τάξεων στον ευρωπαϊκό χώρο τον 19ο αιώνα, παρ’ότι ακολουθούν συγκεκριμένα πρότυπα, καθορίζονται από τα διαφορετικά χαρακτηριστικά των δύο στρωμάτων σε κάθε χώρα. Οι σχέσεις της αριστοκρατίας με την μοναρχία και την αστική τάξη είναι προϊόν της οικονομικής ανάπτυξης και των συνθηκών που αναδύθηκαν κατά τον 19ο αιώνα. Η διαμόρφωση της κάθε ομάδας είναι προϊόν αλληλεπίδρασης πολιτικών και οικονομικών παραγόντων. Πέρα από τις κατά τόπους διαφοροποιήσεις, υπάρχει μία σειρά ομοιοτήτων, που ενσωματώνονται στην ευρύτερη ιστορία των δύο τάξεων κατά τον 19ο αιώνα. Τα δύο στρώματα δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται ως στατικές οντότητες, καθώς εξελίσσονται κατά τη διάρκεια του αιώνα, επομένως υπάρχει μια δυναμική στην οικοδόμηση τους. Τα δύο στρωμάτα σε πολλές περιπτώσεις δεν ήρθαν ποτέ σε σύγκρουση. Συχνά, αντιλαμβανόμαστε τον 19ο αιώνα ως τον κατεξοχήν μιας διαρκούς σύγκρουσης μεταξύ τους. Επιπλέον, μικρό τμήμα των αστών επηρεάστηκε από αριστοκρατικά στοιχεία.
Η αλληλεπίδραση μεταξύ τους, είναι το κυρίαρχο χαρακτηριστικό, παρ’όλα αυτά και σταδιακά δημιούργησε μια σύνθετη ελίτ, στην οποία το κυρίαρχο αριστοκρατικό στοιχείο σταδιακά αποδυναμώθηκε, ενώ το αστικό ενισχύθηκε. Σε αυτήν τη νέα ελίτ, δεν ανήκε ωστόσο η πλειονότητα της αστικής τάξης. Υπάρχει διαφοροποίηση ανάμεσα στη νέα πλουτοκρατική ελίτ και το σύνολο της αστικής τάξης. Το ίδιο ισχύει και για την αριστοκρατία. Η νέα αυτή ελίτ μεγιστάνων του πλούτου ήταν σύμφυτη με την ολοένα και μεγαλύτερη καπιταλιστική συγκέντρωση. Παράλληλα αναπτύχθηκε μια νέα πολιτική άρχουσα τάξη, στενά συνδεόμενη με την νέα οικονομική ελίτ.
Με παραλλαγές, ανάλογα με την οικονομική ανάπτυξη, το πολιτικό σύστημα και τις ιδιαιτερότητες συνθήκες αυτό το μοντέλο ισχύει για όλη την Ευρώπη. Για τους Kocka και Mitchell η διαδικασία της σύνθεσης πραγματώνεται σε δύο φάσεις: H πρώτη αφορά τη διείσδυση του αστικού επιχειρηματικού πνεύματος στις αριστοκρατικές αξίες και την επικράτηση του, στο οικονομικό επίπεδο. Η δεύτερη αφορά μία βραδύτερη, πιο προβληματική και ατελώς ολοκληρωμένη ενοποίηση των βιομηχάνων και επιχειρηματιών με τους ανώτερους αστούς κρατικούς υπαλλήλους (1.), την ενοποίηση δηλαδή της πολιτικής και οικονομικής αστικής ελίτ που σήμανε την ολοκλήρωση της συγκρότησης του σύγχρονου αστικού κράτους. Οι μηχανισμοί της διαδικασίας σύνθεσης διαφέρουν σε κοινωνίες και πολιτικά συστήματα. Η αντίληψη για τον «εκφεουδαλισμό» τμημάτων της ανώτερης αστικής τάξης είναι παραπλανητική. Ο δαπανηρός τρόπος ζωής που υιοθέτησαν πολλοί αστοί είναι μάλλον πλουτοκρατικός παρά αριστοκρατικός. Η πλειοψηφία της αριστοκρατίας (gentry, γραφειοκρατική και στρατιωτική αριστοκρατία) ήταν πολύ φτωχή για να αντέξει τέτοιες απολαύσεις. Μόνο λίγοι, κάτοχοι μεγάλης ιδιοκτησίας (μεγιστάνες γης ή εκμεταλλευτές πρώτων υλών, κάτοχοι αστικής ιδιοκτησίας, ενοικιαστές γης), μπορούσαν να ζουν έτσι. Ομοίως, ο νέος πλουτοκρατικός ζωής στην Αγγλία ήταν πέρα από τις δυνατότητες της πλειοψηφίας των αστών. «Εκφεουδαλισμός» χαρακτηρίστηκε λανθασμένα η είσοδος αστών, στη νέα σύνθετη πλουτοκρατική ελίτ.
Αυτή η σύνθεση δικαιολογεί εν μέρει και την άποψη που υποστήριξε ο Αrno Mayer, ότι η Ευρώπη του 1914 κυριαρχούνταν ακόμα από προβιομηχανικούς θεσμούς, ελίτ και αξίες, κάτι που για τον ίδιο αναδεικνύει την αντίσταση του “παλαιού καθεστώτος” ενάντια στο κύμα του μοντερνισμού, θεωρώντας το “παλαιό καθεστώς” ως μια έννοια που περιλαμβάνει πολύ περισσότερα από την αριστοκρατία, η τελευταία όμως αποτελεί την πιο σημαντική του διάσταση (2.). Ο Μayer αναφέρει: “οι ιστορικοί για πολύ καιρό επικεντρώθηκαν υπερβολικά στην ανάπτυξη της επιστήμης και της τεχνολογίας, του βιομηχανικού και παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού, της αστικής και επαγγελματικής μεσαίας τάξης, της αστικής φιλελεύθερης κοινωνίας, της δημοκρατικής πολιτικής κοινωνίας και του πολιτισμικού μοντερνισμού. Έχουν δώσει βάση στις δυνάμεις της καινοτομίας και της αλλαγής παρά σε αυτές της άρνησης και της αντίστασης που επιβράδυναν το ξεθώριασμα της παλαιάς τάξης…Αυτή η πίστη στην πρόοδο συνδυάζεται με μία αρνητική αντίληψη για την ύπαρξη ιστορικής στασιμότητας ακόμη και οπισθοδρόμησης. Υπάρχει η τάση να παραμελείται ή να υποτιμάται η αντοχή των παλαιών δυνάμεων και ιδεών και η ικανότητα τους να καθυστερούν, να καθηλώνουν, να παγώνουν τον καπιταλιστικό εκμοντερνισμό, ακόμη και την εκβιομηχάνιση” (3.).Το νέο στρώμα υιοθέτησε χαρακτηριστικά που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν αριστοκρατικά (τάση επένδυσης σε ακίνητα και γη, μερική παραμονή στην ύπαιθρο). Ωστόσο, η νέα σύνθετη ελίτ ήταν αστική και στη νοοτροπία και στην τελική προοπτική. Μετά από την ανάδειξη των γενικών τάσεων θα επιχειρηθεί μία συγκριτική μελέτη των σχέσεων των δύο τάξεων στην Αγγλία και τη Γαλλία σε διάφορα επίπεδα της κοινωνικής ζωής.
Το πολιτικό οικοδόμημα: H αριστοκρατική ισχύς στην Αγγλία και η αντίστοιχη αδυναμία στη Γαλλία.
Το πολιτικό οικοδόμημα καθορίζεται από τη σχετική δύναμη της μοναρχίας και αριστοκρατίας, ως των δύο παλαιών κινητήριων μοχλών, και της αστικής τάξης, ως ανερχόμενης δύναμης. Και στις δύο χώρες, η αριστοκρατία ευνοήθηκε από τη σχετική αδυναμία των μοναρχικών θεσμών, ιδίως στην Αγγλία όπου υπήρχε ένα αντιπροσωπευτικό σύστημα οργανωμένο στα μέτρα της. Η κατάσταση ωστόσο διαφέρει ανάμεσα στις δύο χώρες. Στην Αγγλία, από τον 15ο αιώνα, κατά τη διάρκεια του Πολέμου των Ρόδων, η παλιά φεουδαρχική αριστοκρατία αυτοεξοντώθηκε. Η νέα μοναρχία των Τυδώρ δημιούργησε μία νέα αριστοκρατία, που αποτελούνταν κυρίως από μη ευγενείς, προικισμένους με μοναστική γη ή γαίες κατασχεμένες από την επαναστατημένη και ηττημένη αριστοκρατία. Έτσι, η μεσαιωνική φεουδαλική παράδοση έσβησε. Τον 17ο αιώνα, η Βουλή των Κοινοτήτων που εκπροσωπούσε την κατώτερη αριστοκρατία (gentry) και τα εμπορικά συμφέροντα άρχισε να αποτελεί απειλή για τη μοναρχική εξουσία. Στον Εμφύλιο Πόλεμο, ο Κάρολος ο Α’ εκτελέστηκε (1649) και η Αγγλία ανακηρύχτηκε Δημοκρατία (Republic) υπό στρατιωτική διοίκηση.
Με την παλινόρθωση της μοναρχίας, μια νέα σύγκρουση αναδύθηκε μεταξύ των τελευταίων βασιλέων της δυναστείας των Στιούαρτ, που ήταν απολυταρχικοί, Καθολικοί και Γαλλόφιλοι, και ενός αριθμού «κοινοβουλευτιστών», Προτεσταντών και αντί-Γάλλων, αλλά και στοιχείων της αστικής τάξης. Μετά την Ένδοξη Επανάσταση (1688), η Αγγλία εγκατέλειψε το μοντέλο της μοναρχίας, όπως αυτό είχε διαμορφωθεί στην ηπειρωτική Ευρώπη. Κατά τον 18ο αιώνα, μια μικρή ομάδα μεγιστάνων Whigs (οι αποκαλούμενοι «Venetian Oligarchy»), μοιράστηκε την εξουσία με μία ολοένα και πιο αδύναμη μοναρχία, καθώς οι μοναρχικοί θεσμοί ήταν αδύναμοι ήδη από το 1649 και αποδυναμώθηκαν ακόμη περισσότερο μετά το 1688. Η αυγή του 19ου αιώνα βρήκε την αριστοκρατική κυριαρχία αδιαμφισβήτητη. Η εθνική διοίκηση και η τοπική διακυβέρνηση παρέμεναν υπό των έλεγχο των γαιοκτητριών τάξεων κατά το τρίτο τέταρτο του 19ου αιώνα. Η δικαιοσύνη, ο στρατός, η εκκλησία, ο δικαστικός κλάδος και οι δημόσιες υπηρεσίες ήταν τα αγαπημένα επαγγέλματα των νεότερων γιων που ήθελαν μια δουλειά που να ταιριάζει στο κοινωνικό τους status. Οι πιο πολλοί που έφταναν μέχρι τα υψηλότερα κλιμάκια αυτών των επαγγελμάτων στρατολογούνταν συνήθως από τον κόσμο των ιδιοκτητών γης. Στην περίπτωση του στρατού και της εκκλησίας, αυτή η σύνδεση ενισχυόταν με την αγορά και την ιδιοκτησία των αξιωμάτων. Και στην περίπτωση του εγχώριου ή αποικιακού δημοσίου υπαλλήλου, από την άσκηση της αριστοκρατικής πατρωνίας. Τα τα πιο πολλά από αυτά τα επαγγέλματα είχαν τη βάση τους στην ύπαιθρο και ήταν οργανωμένα ιεραρχικά. Στην ύπαιθρο παρέμεναν οι αδιαμφισβήτητες αρχές. Η ιδιοκτησία μεγάλων εκτάσεων, κατοχύρωνε την εξουσία τους.
Μέχρι τη δεκαετία του 1880, η αριστοκρατία κυρίως επάνδρωνε αυτές τις θέσεις εξουσίας. Η πολιτική της κυριαρχία όμως ήταν ακόμα πιο ολοκληρωτική. Γιατί η θέση εξουσίας τους στηριζόταν και στη λαϊκή “συγκατάθεση”. Μέχρι το 1875 ιδίως, η πλειοψηφία του πληθυσμού αδιαμφισβήτητα δεχόταν το δικαίωμα της αριστοκρατίας να κυβερνά. Το επάγγελμα του γαιοκτήμονα ήταν η κυβέρνηση. Για γενιές, ακόμα για αιώνες, οι ίδιες οικογένειες ευγενών έστελναν αντιπροσώπους στο Κοινοβούλιο. Για τους περισσοτερους αυτή ήταν η φυσική τάξη πραγμάτων. Υπήρχε η κοινή αίσθηση, όχι μόνο από τους ίδιους αλλά και από τις μάζες, ότι η αξίωση τους να κυβερνούν ήταν νόμιμη. Δεν ήταν μόνο οι άρχοντες της γης, ήταν και οι δημιουργοί της ιστορίας. Η βρετανική γαιοκτητική αριστοκρατία, στις αρχές της δεκαετίας του 1870, ήταν μια σύνθεση ελέγχου και τίτλων, δύναμης και επιρροής. Με όρους οικονομικών πόρων, θέσεως και κυριαρχίας αγκάλιαζε τα βρετανικά νησιά με τα αριστοκρατικά της πλοκάμια. Με όρους πλούτου, της άνηκε περισσότερη γη στα βρετανικά νησιά από ποτέ άλλοτε. Με όρους status, είχε καταφέρει να διατηρήσει φαινομενικά την αριστοκρατική της αποκλειστικότητα. Και με όρους δύναμης, διατηρούσε μία ισχυρή επιρροή τόσο στο κέντρο όσο και στην περιφέρεια, και, είχε, στη πραγματικότητα, κάνει εκπληκτικά λίγες παραχωρήσεις τον 19ο αιώνα (4.). Σε αυτό το ιστορικό πλαίσιο αναπτύχθηκαν οι σχέσεις των δύο στρωμάτων κατά τον 19ο αιώνα. Παρά τις μεταρρυθμίσεις και τις υποχωρήσεις του τέλους του 19ου και των αρχών του 20ου αιώνα, οι Βρετανοί ευγενείς αντιστάθηκαν πολύ αποτελεσματικότερα από την ευρωπαϊκή αριστοκρατία, και έδειξαν μεγάλη ικανότητα επιβίωσης στην εξουσία (5.).
Στην Γαλλία η αριστοκρατία αποδυναμώθηκε κατά τους θρησκευτικούς πολέμους του 16ου αιώνα, και τον 17ο αιώνα χαλιναγωγήθηκε από τη μοναρχία, μια διαδικασία που ολοκληρώθηκε επί Λουδοβίκου του ΙΔ’. Από εκεί και πέρα χωρίστηκε σε τρεις ομάδες: την παλιά αριστοκρατία «του ξίφους», που επάνδρωνε τη δικαστική εξουσία, μία κατώτερη αριστοκρατία, τη νομική, γραφειοκρατική αριστοκρατία της «τηβέννου» και μία νέα αριστοκρατία των ανώτερων δημοσίων και κρατικών υπαλλήλων. Τα αποτελέσματα της Επανάστασης ήταν πολλαπλά. Η Παλινόρθωση υπήρξε κι εδώ αδύναμη και προσωρινή. Το 1815, η αριστοκρατία μπορούσε να δει ότι κάθε άλλο παρά δημόσιος επικυρίαρχος των κρατικών λειτουργών ήταν. Το αντίθετο μάλιστα, ήταν εξαρτημένοι από τους τελευταίους, αν ήθελαν να εξασφαλίσουν πλεονεκτήματα στη νέα Γαλλία. Ότι ήλπιζαν να διατηρήσουν στον ιδιωτικό βίο, ήταν ένας τρόπος ζωής και η συνεπακόλουθη μυθολογία του (6.). Η δεύτερη παλινόρθωση του 1830 ανέδειξε μία μορφή μοναρχίας που στηριζόταν στη μεσαία τάξη, ανάλογη με αυτή της Αγγλίας. Οι μοναρχικοί θεσμοί μετά την Επανάσταση, και ιδίως μετά το 1830, εξασθενούν και τελικά εξαφανίζονται. Η φυγή, ο εκτοπισμός και η εξολόθρευση του μεγαλύτερου μέρους της αριστοκρατίας του ξίφους, οδήγησε σταδιακά στην εξαφάνιση της την περίοδο 1815-1848. Καταργήθηκαν τα προνόμια της και έγινε εκτεταμένη αναδιανομή της ιδιοκτησίας γης, προς όφελος της αστικής τάξης. Η μετεπαναστατική Γαλλία κυβερνάται από μια αποδυναμωμένη μοναρχία, η οποία μετά το 1830, είναι πλέον και διαιρεμένη σε τρεις φράξιες: των Legitimists («Νομίμων»), των Βοναπαριστών και των Ορλεανιστών.
1. J. KOCKA, A.MITCHELL, Bourgeois Society in Nineteenth-Century Europe, σελ.71
2. D. LIEVEN, The Aristocracy in Europe 1815-1914, σελ. 243.
3. Α.J. MAYER, The Persistence of the Old Regime: Europe to the Great War, σελ. 4-5.
4. D. CANNADINE, Decline and Fall of British Aristocracy, σελ. 14-15.
5. ο.π., σελ. 699-700.
6. D. HIGGS, Nobles in Nineteenth Century France: the Practice of Inegaletarianism, σελ. 217.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
-David Carradine, The Decline and Fall of the British Aristocracy, New Haven, Conn. και Λονδίνο, 1990.
-David Carradine, Class in Britain, Yale University Press, New Haven and London, 1998.
-David Higgs, Nobles in Nineteenth Century France: The Practice of Inegaletarianism, Baltimore and London, 1987.
-Dominic Lieven, The Aristocracy in Europe 1815-1914, Columbia University Press, 1994.
-Arno Mayer, The Persistence of the Old Regime, Europe to the Great War, Pantheon Books, Ν. Υόρκη, 1990.
-Jurgen Kocka, Alan Mitchell (επιμ.), Bourgeois Society in Nineteenth-Century Europe, Λονδίνο, Berg Publishers, 1992.
-Werner Sombart, Ο Αστός: Πνευματικές Προϋποθέσεις και Ιστορική Πορεία του Δυτικού Καπιταλισμού, Duncker & Humblot, Βερολίνο, 1913.
-Eric Hobsbawm, Η Εποχή των Επαναστάσεων, 1789-1848, New American Library, ΗΠΑ και Καναδάς, 1962.
-G. Fagniez, L’ economie sociale de la France sous Henry IV, Paris, 1897.