Γράφει ο Πέτρος Πλακογιάννης
Ο Ιωάννης Β΄ Κομνηνός (ό και Καλοϊωάννης καλούμενος) ήτανε ο πρώτος γιος (και διάδοχος) του Αλέξιου Α΄ Κομνηνού. Σύμφωνα με έναν από τους γνωστότερους μεσαιωνολόγους τους 20ού αιώνα τον Γεώργιο Οστρογκόρσκι, ο Ιωάννης είναι ο κορυφαίος της δυναστείας των Κομνηνών ( Georgije Ostrogorski ,History of the Byzantine state, ew Brunswick, N.J., Rutgers University Press, 1969). Σε όλη την διάρκεια της βασιλείας του, προσπάθησε να επανακτήσει τα χαμένα εδάφη της αυτοκρατορίας στην Μικρά Ασία και να αποκρούσει τους Σελτζούκους τούρκους.
Μια από τις πιο γνωστές εκστρατείες του ήτανε αυτή στην Σαϊζάρ της κεντρικής Συρίας. Η πόλη της Σαϊζάρ βρισκόταν στην κεντρική Συρία, στις όχθες του ποταμού Ορόντη, στα βορειοδυτικά της Χάμα. Να σημειωθεί ότι στην Ελληνιστική περίοδο, οι Σελευκίδες είχανε ονομάσει την πόλη «Λάρισα της Συρίας». Ο Ιωάννης οδήγησε ο ίδιος τον στρατό του στη Σαϊζάρ και συναντήθηκε με τον Ραϊμόνδο του Πουατιέ, πρίγκιπα της Αντιόχειας και τον Ζοσλέν Β΄ από τον Οίκο του Κουρτεναί, κόμη της Έδεσσας (η σημερινή Σανλιούρφα της Τουρκίας). Ο Ραϊμόνδος και ο Ζοσλέν ήτανε απόγονοι Φραγκικών οίκων που είχανε ιδρύσει «σταυροφορικά κράτη» στην Αντιόχεια και στην Έδεσσα. Ο Γουλιέλμος της Τύρου (1130 – 29 Σεπτεμβρίου 1186) ένας από τους κυριότερους μεσαιωνικούς χρονογράφους περιγράφει με τον τρόπο με τον οποίον ο Ιωάννης διέσχισε την Συρία «Είχε έναν τεράστιο στρατό που κανένα βασίλειο της γης δεν θα μπορούσε να του αντισταθεί”. (William of Tyre, Historia rerum in partibus transmarinis gestarum, 14.24,30)
Οι συμμαχικές δυνάμεις της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, του Πριγκιπάτου της Αντιόχειας και της κομητείας της Έδεσσας πολιόρκησαν την Σαϊζάρ από τις 28 Απρίλιου έως την 21η Μαΐου του 1138. Σύμφωνα με τις Λατινικές και Μουσουλμανικές πηγές, ο Ιωάννης συμμετείχε στην πολιορκία με γενναιότητα, ζήλο και πειθαρχία. Στην πρώτη γραμμή της μάχης, περίβλεπτος, με το χρυσό του κράνος, ο Ιωάννης ενθάρρυνε τα στρατεύματά του, επόπτευε τις πολιορκητικές μηχανές και παρηγορούσε τους πληγωμένους στρατιώτες (William of Tyre, Historia rerum in partibus transmarinis gestarum, 15.1) Σύμφωνα με τον Γουλιέλμο της Τύρου, ο αυτοκράτορας “δεν αναπαυόταν ούτε καν για να φάει“(..Sic igitur vir egregia animositate insignis sine intermissione discurrens, estus belli a prima diei hora usque ad novissimam sustinens nichil sibi quietis ut vel cibum sumeret indulgeba…).
Αντιθέτως, οι σύμμαχοι του, ο Ραϊμόνδος και ο Ζοσλέν Β δεν συμμετείχαν ενεργά στην εκστρατεία και συγκεκριμένα πέρασαν τον περισσότερο χρόνο τους παίζοντας τυχερά παιχνίδια (ζάρια) στις σκηνές τους. Με αυτήν την στάση τους οι δύο πρίγκηπες έφθειραν το ηθικό των στρατευμάτων τους. Κατά τη διάρκεια της πολιορκίας, οι Βυζαντινοί αναπτύξαν δεκαέξι τεράστιους καταπέλτες γύρω από την πόλη (Crusader Castles and Modern Histories-Cambridge university press-σελ.213). To τοίχος της πόλης είχε γκρεμιστεί από του εντυπωσιακούς καταπέλτες. Ο ανιψιός του εμίρη της Σαϊζάρ, ο ποιητής, συγγραφέας και διπλωμάτης Usama ibn Munqidh, αναφέρει χαρακτηριστικά ότι οι βυζαντινοί καταπέλτες μπορούσαν να συνθλίψουν ένα ολόκληρο σπίτι με ένα μόνο βλήμα (Runciman, Steven (1952). A History of the Crusades, Volume II: The Kingdom of Jerusalem and the Frankish East, 1100-1187. Cambridge, United Kingdom: Cambridge University Press).
Οι Βυζαντινοί κατάφεραν να κατακτήσουν το μεγαλύτερο κομμάτι της πόλης αλλά όχι την ακρόπολη η οποία προστατευόταν από τεράστια απότομα βράχια. Ο Εμίρης της Σαϊζάρ σίγουρος για την ήττα του, δεν είχε άλλη λύση από το να παραδοθεί στον αυτοκράτορα. Ο Εμίρης πρόσφερε φόρο υποτέλειας στον Ιωάννη που περιλάμβανε διάφορα κοσμήματα, πετράδια αλλά και έναν σταυρό. Ο Σταυρός ήτανε επιστρωμένος από ρουμπίνια και σύμφωνα με τον Εμίρη είχε κατασκευαστεί για τον Μέγα Κωνσταντίνο ( La crose gemmata recuperata da Giovanni II Comneno ένα Shayzar (1138), Boll Grott 55 (2001), Σελίδες 63-98). Για τον σταυρό αναφέρει και ο Νικήτας Χιωνάτης «σταυρόν … λυχνίτῃ λίθῳ κεκολαμμένον» (Νικήτας Χωνιάτης, Χρονικὴ διήγησις, σελ 90-94)
Ο Ιωάννης, αηδιασμένος από την συμπεριφορά των συμμάχων του που αδιαφορούσαν για την πολιορκία δέχθηκε την προσφορά. Στις 21 Μαΐου ο Βυζαντινός στρατός αποχώρησε και κατευθύνθηκε προς την Αντιόχεια. Ο Ιωάννης έκανε μια πανηγυρική είσοδο στην πόλη. Ο Νικήτας Χωνιάτης αναφέρει χαρακτηριστικά «μετελθὼν ἐς τὴν Κοίλην Συρίαν ἄπεισι καὶ τὴν καλλίπολιν Ἀντιόχειαν εἰσιών, ἣν δίεισιν Ὀρόντης καὶ περιβομβεῖ Ζέφυρος ἄνεμος, ὑπτίαις χερσὶ παρά τε τοῦ πρίγκιπος Ῥαϊμούνδου καὶ τοῦ πλήθους παντὸς τῶν ἀστῶν προσδέχεται» (Νικήτας Χωνιάτης, Χρονικὴ διήγησις, I, σελ 25-31). Σε ελεύθερη μετάφραση : «Κάνοντας την είσοδό του στην όμορφη πόλη της Αντιόχειας, όπου ρέει ο Ορόντης ποταμός και φυσάει ο ζέφυρος άνεμος, τον υποδέχθηκε ο πρίγκιπας Ραϊμόνδος και ολόκληρος ο λαός της πόλης».