Οι διωγμοί των Ποντίων βάσει των Αυστροουγγρικών αρχείων (Β’ Μέρος)

Γράφει ο Πολυχρόνης Κ. Ενεπεκίδης, από το περιοδικό Ελλοπία τ. 9, Φεβρουάριος-Μάρτιος 1992, σελ. 42-45

Εδώ το Α’ Μέρος

Η στάση της Ελλάδας

Καί τώρα τό ερώτημα: Πώς έχειρίσθη πράγματι ή ελληνική κυβέρνησις της εποχής τοϋ Γούναρη καί τών άλλων άντιβενιζελικών πρωθυπουργών τό έθνικόν αύτό ζήτημα;

Τά σχετικά έγγραφα, ιδίως τοϋ ύπουργείου τών Εξωτερικών τοϋ Βερολίνου, μάς όμιλοϋν γιά ελληνικά διαβήματα στήν Κωνσταντινούπολι μέ άσήμαντα άποτελέσματα, διότι τα διαβήματα ήσαν χλιαρά. Ό ίδιος ό βασιλεύς Κωνσταντίνος καλεί συχνά τόν έν ‘Αθήναις Γερμανό προσβευτή Μίρμπαχ κοντά του καί τόν κεραυνοβολεί γιά τίς τουρκικές βαρβαρότητες της Ασίας. Καμμιά φορά βλέπομε στά έγγραφα ότι οί Έλληνες βασιλείς στέλνουν προσωπικές έπιστολές πρός τόν ισχυρό συγγενή τους τόν Κάιζερ, μέ άποτέλεσμα μάλιστα νά σώσουν κάποτε άπό τήν κρεμάλα κανένα Έλληνα κληρικό. Άλλά οί διωγμοί συνεχίζονται, διότι είναι ζήτημα υψηλής πολιτικής όπως θά ιδούμε άμέσως. Έδώ θά χρειαστή νά κάνουμε μιά παρένθεσι: Τόν Μάρτιο τοϋ 1915 ό Κάιζερ άνταποκρίνεται στίς έλληνικές βασιλικές έπιθυμίες καί δίδει στόν βασιλέα Κωνσταντίνο τίς περιβόητες γερμανικές εγγυήσεις, οί όποιες, έφόσον είχαν χαθή τά σχετικά μυστικά έγγραφα στό έλληνικό υπουργείο τών Εξωτερικών, είχαν κατά τόν Ίωάννην Μεταξά μεγίστη σημασία, διά νά άποκαλυφθή ότι δέν είχαν σχεδόν καμμιά σημασία όταν τά πρωτότυπα τών έγγράφων αύτών βρέθηκαν στήν Βιέννη καί δημοσιεύθηκαν στήν εφημερίδα «Βήμα». Εις ένα άρθρο τών γερμανικών αύτών έγγυήσεων έναντι της έλληνικής ούδετερότητος άναφέρεται, ότι ή γερμανική κυβέρνησις θά προσπαθήση νά άσκήση τήν έπιρροή της στήν Κωνσταντινούπολι διά νά βελτιωθή ή μοίρα τοϋ έλληνικοϋ στοιχείου τής τουρκικής έπικρατείας. Ή έπιρροή όμως αύτή άσκεϊται κατά ένα τέτοιο τρόπο, ώστε ό βασιλεύς Κωνσταντίνος νά τήν αισθάνεται ως έμπαιγμό καί τόν Σεπτέμβριο τοϋ 1915, όταν άναγκάζεται νά παραιτηθή γιά δεύτερη φορά ό Βενιζέλος, νά λέη θυμωμένος ό Έλλην βασιλεύς στόν Γερμανό πρεσβευτή Μίρμπαχ ότι: «οίέν Τουρκία Γερμανοί διπλωμά-ται δέν κάνουν τίποτε γιά τόν υπό διωγμόν Ελληνισμό».

Made in Germany

Ότι πράγματι δέν έκαναν σχεδόν τίποτε, διότι είχαν τήν έντολή νά μήν κάνουν περισσότερο άπό τίποτε, άποδεικνύει τό έξής έγγραφο τοϋ αύστριακοϋ πρέσβεως στήν Κωνσταντινούπολι μαρκησίου ΠαλλαβΓΓσίνι, ύπό ημερομηνία 17 Φεβρουαρίου 1917, όταν δηλαδή τό μακελιό είχε φθάσει ο’ ένα άπό τά πολλά του άπόγεια. Γράφει ό Παλλαβιτσίνι:

«Αί πληροφορία/ εις τό μνημόνιον τοϋ μητροπολίτου Άμα-οείας Γερμανοΰ περί τών διωγμών τής περιοχής του ταυτίζονται άπολύτως μέ τάς ειδήσεις τών ιδικών μάς προξένων, οί όποιοι έπανειλημμένως ομιλούν εις τάς έκθέσεις των περί άγριοτήτων, έκτοπισμών τοϋ έλληνικοϋ στοιχείου καί τής δι ‘ έμπρησμοϋ έξαφανίσεως τών έλληνικών χωρίων (…). Ό έδώ Γερμανός πρέσβυς δέν έθιξε τό θέμα εις τάς τουρκικός άρ-χάς κατά τρόπον έντονον, περιορισθείς άπλώς νά όμιλήση μέ τόν Τοϋρκον ϋπουργόν τών Εξωτερικών κατά πολύ φιλικόν τρόπον διά τάς λυπηρός καίέντελώς περιττός σκληρός συνεπείας τών μέτρων τιμωρίας καθώς καί διά τήν πολύ κακήν έντύπωσιν πού πρέπει νά προκαλέσουν τά μέτρα αύτό εις όλόκληρον τόν κόσμον (…). Ό κύριος φόν Κύλμμαν, ό Γερμανός πρέσβυς, είναι τής γνώμης ότι δέν είναι δυνατόν νά έπιτύ-χωμεν τίποτε περισσότερον, διότι δικαίως δύνανται νά ειπούν at τουρκικοί άρμόδιαι ύπηρεσίαι, ότι λόγοι στρατιωτικής ασφαλείας καί έκτεταμένης άντικατασκοπείας τάς άναγκάζουν νά προσφύγουν εις τά έν λόγω μέτρα. Έπί τοϋ προκειμένου συμφωνώ δυστυχώς με τον Γερμανόν συνάδελφόν μου. Παρ’ όλα αύτό θά συνεχίσω δεδομένης εύκαιρίας, τουλάχιστον νά προκαλώ τήν έντύπωσιν πλησίον τών τουρκικών άρχών, ότι όχι μόνον ήμεϊς άλλ ‘ ό κόσμος ολόκληρος γνωρίζει πράγματι τί συμβαίνει εις τάς έν λόγω περιοχάς, καί ότι θά έλθη ή στιγμή καθ’ ην θά γίνη μομφή κατά τής Τουρκίας διά τάς άσιατιικάς αύτάς μεθόδους κυβερνήσεως».

Ότι όμως αί μέθοδοι αύταί δέν ήσαν καθαρώς άσιατικαί άλλά γνήσιο εύρωπαϊκό πνεύμα made in Germany, άποδεικνύει νομίζω τό έξης έγγραφο τής αυστριακής πρεσβείας στήν Πόλη μέ ήμερομηνία 3 Απριλίου 1917. Γράφει ό έπιτετραμμένος κόμις Τροϋτμάνσντορφ:

« Ο μέγας βεζύρης καίό υπουργός τών Εξωτερικών παρε-κάλεσαν έμέ καί τόν Γερμανόν πρέσβυν νά φέρωμεν εις γνώσιν τών κυβερνήσεών μας, ότι στρατιωτικοί λόγοι μεγίστης σημασίας άναγκάζουν τήν τουρκικήν κυβέρνησιν νά έκτοπί-σουνάπό τό Αίβαλί καί τά περίχωρα τόν πληθυσμόν άποτελού-μενονέκ 10 έως 15.000 κατοίκωνέλληνικής έθνικότητος. Ή τουρκική κυβέρνησις έδήλωσεν ότι διά τήν έκτέλεσιν τοΰ έν λόγω μέτρου έπιμένει ό στρατάρχης Λίμαν Φόν Σάντερς. Οί κάτοικοι θά πρέπη νά έγκαταλείψουν τά σπίτια των έντός ώρισμένης προθεσμίας, είναι όμως έλεύθεροι νά έκλέξουν εις τήν ένδοχώραν τόν τόπον τής νέας των κατοικίας. Ό Ταλαάτ πασάς καί ό ‘Αχμέτ Μεσσίμι μπέης τονίζουν ότι μέ πολλήν δυσπιστίαν έλαβον τήν έν λόγω άπόφασιν, καί δή εις μίαν έποχήν καθ’ ήν ή νέα κυβέρνησις έχει άναγράψει έπί τής σημαίας της τάς λέξεις «Κατευνασμός καί άνοχή». Τόσον ό Μέγας Βεζύρης, όσον και ό ύπουργός τών Εξωτερικών του, γνωρίζουν έκ τών προτέρων ότι ή Άντάντ καί οί Έλληνες θά έκμεταλλευθοϋν πολύ τήν άπήχησιν πού θά προκαλέσουν τά νέα μέτρα».

‘ Η συνέχεια τοΰ έγγράφου είναι πολύ ένδιαφέρουσα, θά έλεγα άποκαλυπτική. Γράφει ό αύστριακός διπλωμάτης πρός τόν ύπουργόν του:

«Χθές τό βράδυ ώμιλήσαμεν, έγώ και ό Γερμανός συνάδελφος μου, μέ τόν στρατάρχην Λίμαν Φόν Σάντερς έπί τών άναγγελθέντων μέτρων. Αφοϋ μάς έβεβαίωσε τήν άκρίβειαν τών σχετικών ειδήσεων, προσέθεσεν ό στρατάρχης: “Έπίμακρόν χρόνον προσεπάθησα νά άναχαιτίσω τήν άσκουμένην ζωηράν κατασκοπείαν τη έπιρροή τοϋ κλήρου κτλ, τιμωρών τούς ένοχους ώς άτομα. Ή μέθοδος αύτή ύπήρξε καθ’ ολοκληρίαν άνεπιτυχής. Έπιστολαί παρακρατηθεΤσαι εσχάτως άποδεικνύουν μεγάλας προπαρασκευάς τών “Αγγλων διά μίαν οχεδιαζομένην προσεχή άπόβασιν παρά τό Αίβαλί. Υπό τάς συνθήκας αύτάς δέν θά ήδυνάμην νά έπιφορτισθώ και περαιτέρω τήν εύθύνην, άναγκασθείς νά έπιβάλω εις τό τουρκικόν ύπσυργεϊον Πολέμου, όπου άνθίστατο εις τάς προτάσεις μου ό Έμβέρ πασάς, καθώς καί εις τήν κυβέρνησιν, τήν έκτέλεσιν τών έν λόγω μέτρων. Πάντως κατέβαλα πάσαν δυνατήν προσπάθειανώστε διά τής διαθέσεως συγκοινωνιακών μέσων, τής επιβλέψεως τών έκτοπιζομένων καί τής λειτουργίας έπιτροπών νά αποφευχθούν ή ύπερβολική σκληρότης και παρεκτροπαί”.»

Σάς ώμίλησεν προσωπικώς ό στρατάρχης Λίμαν Φόν Σάντερς, ό έμπνευστής, όπως άκούσατε, τών έκτοπισμών, άλλά καί ό φιλάνθρωπος διαθέτης τών συγκοινωνιακών μέσων διά τόν άλλον κόσμον.

“Αθλια προσχήματα!

Ότι οί έκτοπισμοί αύτοί προεκλήθησαν διά λόγους στρατιωτικούς καί διά τήν κατάπνιξιν τής άνταντικής κατασκοπείας, είναι ένα έπιχείρημα τοϋ Λίμαν Φόν Σάντερς πού θά τό μεταβάλη εις ένα άθλιον πρόσχημα ή γνώμη τοϋ αύστριακοϋ πρέσβεως εις τήν Κωνσταντινούπολι. Γράφει ό μαρκήσιος Παλλαβι-τσίνι τόν ‘Ιανουάριο τοϋ 1918: «Είναι σαφές ότι οί έκτοπισμοί τοΰ έλληνικοϋ στοιχείου δέν υπαγορεύονται ούδαμώς άπό στρατιωτικούς λόγους και έπιδιώκουν άπλώς κακώς έννοουμένους πολιτικούς σκοπούς».

Σχεδόν συγχρόνως άναφέρει ό αύστριακός πρόξενος τής Αμισού Κβιατκόβσκι:

« Όπως έπανειλημμένως έτόνισα, θεωρώ τόν έκτοπισμόν τών Ελλήνων τής ποντικής παραλίας έντώ πλαισίω τής έκτελέ-σεως τοϋ προγράμματος τών Νεοτούρκων, τό όποιον έπιδιώ-κει τήν έξασθένησιν τοϋ Χριστιανικού στοιχείου, ώς μίαν καταστροφή ν μεγίστης άπηχήσεως, ήτις θά έχη εις τήν Εύρώπη ν ζωηρότερον άντίκτυπον άπό τάς άγριότητας έναντίον τών Αρμενίων».

Καί προηγουμένως:

 «Όσον κι αν μοϋ φαίνεται άναγκαία ή καταπολέμησις τών συμμοριών καί ή έκτέλεσις τών προληπτικών τουρκικών μέτρων, έν τούτοις πρέπει νά έκφράσω έντόνως τάς άντιρρήσεις μου ώς πρός τήν τιμωρίαν τών Ελλήνων άδιακρίτως καθώς καί τόν γενικόνέκτοπισμόν των—άντιρρή-σεις ύπαγορευμένας έκ πολιτικών, οικονομικών καί καθαρώς ανθρωπιστικών λόγων».

Αλλά ήτο πλέον άργά. Τό μακελειό δέν μπορούσε νά σταματήση ούτε καί γιά οικονομικούς λόγους, πού φαίνεται νά ύπήρξε τό ισχυρό έπιχείρημα τών ξένων διπλωματών. Οί Έλληνες έφυγαν, οί άγροί έρήμωσαν, τό έμπόριο σταμάτησε, οί Τούρκοι έμειναν μεταξύ τους γιά νά έξακριβώσουν τρομαγμένοι ότι αύτό δέν ήταν άρκετό, ούτε καί πολύ παρήγορο, τό ότι έμειναν μόνοι. Ό Ελληνισμός όμως έπρεπε νά έξοντωθή τή προτροπή καί τη άνοχή δύο εύρωπαϊκών χριστιανικών δυνάμεων, άπό τίς οποίες ή μία, ή ισχυρότερη, κρατούσε τήν μη- τροπολιτική Ελλάδα μπλοκαρισμένη, διχασμένη, πεινασμένη. Σάν μιά έφιαλτική ταινία έκτυλίσσεται μπροστά μας τό δράμα τοϋ Ποντιακού ‘Ελληνισμού μέσα άπό τις έκθέσεις των διπλωματών των Κεντρικών Δυνάμεων. Στις 9 Ιανουαρίου 1917 τηλεγραφεί ό Κβιατκόβσκι: «Μέχρι σήμερον λεηλατήθησαν καί έκάησαν εις τήν περιφέρειαν της Σαμψούντος ύπό των τουρκικών στρατευμάτων 16 ελληνικά χωρία μέ 890 σπίτια, 17 έκκλησίας καί 16 σχολεία. Προηγουμένως έκαψαν και έλεηλάτησαν, τά ίδια στρατεύματα, 22 χωριά μέ 341 σπίτια καί 2 έκκλησίας. Έφονεύθησαν 75 άτομα, μεταξύ των οποίων 3 ιερείς, καί νά συγκρίνουμε τώρα τις ελληνικές θυσίες μέ τις θυσίες άλλων χωρών κατά τόν πόλεμο καί ιδιαίτερα κατά τόν τελευταίο. Καί οϋτω καθ’ έξης. Δέν θέλουμε βέβαια Άλλά δέν μπορούμε νά άντισταθοϋμε καί στήν διαπίστωσι, ότι όταν καιγόταν ένα χωριό στήν Εύρώπη, οί άρμόδιες ύπηρεσίες άναστά-τωναν τόν κόσμο μέ όλα τά μέσα της προηγμένης προπαγάνδας, τό άξιοποιούσαν τό γεγονός άκόμη καί μέ μεθόδους πού άφαιροϋν άπό τήν θυσία τό βαθύτερο της νόημα καί τόν ανθρώπινο σεβασμό άπέναντί της. Ή θυσία τού Μικρασιατικού Ελληνισμού δέν χρειάζεται βέβαια τό χειροκρότημα κανενός. Πρέπει όμως τουλάχιστον στήν ίστοριογραφίαν τοϋ μητροπολιτικού Ελληνισμού νά πάρη τήν έπίσημη έκείνη θέσι πού δέν έχει μέχρι σήμερα. Καί πρέπει αύτό νά συμβή όσο τό δυνατόν γρηγορώτερα καί μάλιστα χωρίς φόβο καί χωρίς πάθος.

Ή τύχη της Τραπεζοΰντος

Θ’ άφήσωμε τώρα τό έπίκεντρο τοϋ ομαδικού θανάτου πού ύπήρξε ή ‘Αμισός καί ή περιφέρειά της, γιά νά μετατοπισθούμε σέ άλλες έλληνικές πολιτείες τοϋ Πόντου γεμάτες ιστορία, πλούτο, αίγλη. Τό 1916 δέν είχαν άπομείνει πολλά πράγματα άπ’ αύτά. Τά είχε διώξει ό φόβος. Βρισκόμαστε στήν Τραπεζούντα. Τούς συμπατριώτες τών Κομνηνών τούς εύνόησε μιά διπλή τύχη. Αλλά προτιμώ ν’ άκούσετε τήν όλη ιστορία όπως τή διαβίβασε προς τήν Βιέννη καί τό Βερολίνο ένας αυτόπτης καί αύτήκοος μάρτυς, καί συγχρόνως ένας εύφυής διπλωμάτες ό γενικός πρόξενος της Αυστροουγγαρίας στήν Τραπεζούντα Κβιατκόβσκι. Τόν Αύγουστο τού 1918, όταν δηλαδή σχεδόν όλα είχαν περάσει, γράφει ό ξένος διπλωμάτης στήν άναφορά του πού έχει τον τίτλο: «Αί σχέσεις Τούρκων καί ‘ Ελλήνων εις τήν Τραπεζούντα»:

«Όπως έπανειλημμένως άνέφερα, αί σχέσεις μεταξύ Τούρκων καί Ελλήνων εις τήν Τραπεζούντα δέν ήσαν κακαί μέχρι της καταλήψεως της πόλεως ύπό τών Ρώσων (18 Απριλίου 1916). Ή σημαντική μωαμεθανική πλειοψηφία, τό παράδειγμα τών συνετών μητροπολιτών της πόλεως, συνεκράτουν τούς Έλληνας της Τραπεζούντος άπό άπροσεξίας, αί όποϊαι παρετηρούντοείς τήν Αμισόν. Βεβαίως έξεδηλούντοκαίεδώ κατά τήν έναρξιν τού πολέμου άνταντικαί ροπαί, άλλά όχι τόσον έντονοι όπως άλλου. Ήέπιτυχής άμυνα τών Δαρδανελίων καίαί νϊκαι τών Κεντρικών Δυνάμεων άπό της άνοίξεως τού 1915 άπήτουνέξάλλου τή νμετριοπάθειαν καί τή ν προσο-χήντών Ελλήνων. Ούχί ολίγον συνετέλεαεν εις τήν σύνεσιν αύτήν ή περιωπή καί ή εύφυής στάσις τού σημερινού μητροπολίτου Τραπεζοΰντος Χρυσάνθου, ό όποιος δέν άφηνε νά χαθή εύκαιρία διά νά φανρ χρήσιμος εις τόν πληθυσμό ν καί τήν τουρκικήν κυβέρνησιν. Όταν τό χειμώνα τού 1916 ήρχιοε ή ρωσική κατοχή νά γίνεται άπειλητική, προέτρεψε τό ποίμνιόν του νά ύποστηρίξη τόν τουρκικόν πληθυσμόν πού έμεινε πίσω, έμποδίσας μάλιστα με τά τήν κατάληψιν της πόλεως έπανειλημμένως παρεκτροπάς τών άρμενικών τμημάτων τού στρατού εναντίον τών Τούρκων κατοίκων. Ό Έλλην μητροπολίτης έθεσε μάλιστα ύπό τήν προστασίαν του τούς Τούρκους πρόσφυγας, ίδρυσε σχολεϊον μέ άνω των 200 Τούρκους μαθητάς κ.τ.λ. Δι ‘ όλα αύτά τού άπηύθυνε ό Βεχήτ πασάς (τόν περασμένον Ίανουάριον) εύχαριστήριον έπιστολήν εις τήν οποίαν σι’έφερε μέ εύγνωμοσύνην τάς ύπηρεσίας τοϋ Έλληνος ίεράρχου.

Αντιθέτως ή στάσις μιας μερίδος τού Ελληνικού πληθυσμού Τραπεζούντος προεκάλεσε ώρισμένας αμφιβολίας. Παρετηρήθη λόγου χάριν μία τάσις ύπέρ τών νέων κυριάρχων, οί όποιοι έδείκνυαν ότι θά έγκατασταθούνμονίμως, κατόπιν ώρι-σμέναι άτασθαλίαι οικονομικής φύσως, πρό παντός ή φυγή χιλιάδων Ελλήνων (εις τό Βιλαέτιον 30.000, εις τήν Τραπεζούντα 8.000) πρό τών τουρκικών στρατευμάτων άπό τόν φόβον της αντεκδικήσεως, της κατατάξεως εις τόν στρατόν, ύπό τήν έπιρροήν τών ρωσικών άπειλών καί τόν φόβον μήπως θά συνέβαιναν τά όσα συνέβησαν εις τήν Αμισόν. Όλα αύτά κατέστρεψαν τάς προγενεστέρας ικανοποιητικός σχέσεις μεταξύ Τούρκων καί Ελλήνων καίώδήγησαν εις μίαν άμοιβαίαν άποστροφήν καί δυσπιστίαν.

Ή άπό τουρκικής πλευράς εσχάτως διαταχθείσα κατάσχεσις της κινητής περιουσίας τών εις Ρωσίαν προσφύγων Ελλήνων, ώς καί ή συχνή έγκατάστασις έπιστρεψάντων Τούρκων προσφύγων εις έλληνικάς ιδιοκτησίας, ώξυναν τήν πικρίαν μεταξύ τών Ελλήνων, τήν οποίαν προσπαθεί ό τωρινός βαλής Νετζμεντίν Μπέη, ένας έχθρός πάσης πιέσεως, νά άπαμβλύνη δι’ ήπιων μέτρων».

Αύτά λέει ή άναφορά. Όποιος θέλει νά θέση ύπό δοκιμασίαν τήν κάθε είδους άρετήν καί ικανότητα του, άς μεταφερθή τουλάχιστον μέ τήν φαντασίαν στήν θέσιν ένός Έλληνος ίεράρχου τής Μικράς ‘Ασίας τήν πονηρά καί έπικίνδυνη έκείνη έποχή. Πόση ψυχική δύναμι, πόση διπλωματικότητα καί πόση πραγματική περιωπή έπρεπε νά έχη ή άποθνήσκουσα έκείνη γενεά τών κληρικών μας, γιά νά μπορούν νά σώζουν άνθρώπους και νά μένουν συγχρόνως Έλληνες με άκέραια την συνείδησι καί τό κεφάλι στόν τόπο του. Άς σκεφθούμε σιωπηλά τήν θέσι τής σημερινής κεφαλής τής Εκκλησίας μας καί τοϋ ποιμνίου του στά ίδια έκείνα μέρη.

Ο Γερμανός Καραβαγγέλης

Νά ή άλλη όψι τοΰ έθνικοΰ δράματος: Ένας άλλος μητροπολίτης, ένας άλλος παλμός, ένα άλλο μαρτύριο. Ακούστε τό έπίσημο έγγραφο τοϋ αύστριακοϋ διπλωμάτου. Είναι γραμμένο στήν ‘Αμισό στις 29 ‘Οκτωβρίου 1917 καί άπευθύνεται πρός τόν ύπουργό τών Εξωτερικών τής Αύστροουγγαρίας κόμιτα Τσέρνιν Φόν Τσούντενιτς.

«Ό μητροπολίτης Άμασείας Γερμανός έκλήθη την μεσημβρίαν τής Κυριακής νά παρουσιασθή εις τόν μουτεοαρίφην, ό όποιος καί τοΰ άνεκοίνωοε τήν έκ Κωνσταντινουπόλεως εντολήν, να μεταβή έντός δύο ώρών έκεϊσε χωρίς νά συνομιλήση προηγουμένως μέ οποιονδήποτε. Ό μητροπολίτης έπέστρεψε συνοδεία άστυνομικής φρουράς εις τήν έδραν του, όπου έπετράπη νά τόν έπισκεφθή άργότερον μόνον ένας, ό βουλευτής Αμισού ‘Οσμάνμπέης. Τήν τετάρτην άπογευματινήν ώραν έγκατέλειψεν ό μητροπολίτης μετά τής άδελφής του τήν πάλιν συνοδευόμενος ύπό ένός άστυνομικοϋ καί εξ χωροφυλάκων. Αι άμαξαι έχουν ένοικιασθή μέχρι τής ‘Αγκύρας.

Τά έν λόγω μέτρα προεκάλεσαν εις τους έλληνικούς κύκλους βαθεϊαν άπογοήτευοιν άποδιδόμενα εις τάς άκάρπους προσπαθείας τοΰ μητροπολίτου νά αναχαίτιση τό άνταρτικόν κίνημα I…]

Τον μητροπολίτην Γερμανόν περιέβαλε ή τουρκική κυβέρνησις μέ δυσπιστίαν, ένώ ένα μέρος τοΰ ποιμνίου του τόν καθίστα ύπεύθυνον διότι δέν είχε έγκαίρως άναγνωρίσει καί κα ]πολεμήσει τόν κίνδυνον, περιελθών άπό μακρού εις μίαν δυ χερή θέσιν, έκ τής όποιας τόν άπολυτρώνει τώρα ή έκτό-πισις. Ό άπερχόμενος μητροπολίτης είχε σπουδάσει εις τήν Λειψίαν, είχε γίνη ήδη νέος έπίσκοπος τοΰ Πέραν, κατόπιν μητροπολίτης Καστοριάς, έκδιωχθείς έκ τής Μακεδονίας ένεκα τών έθνικών του αγώνων τή ύποκινήσει τοΰ Ρώσου πρέσβεως. Άπό 9 έτών μητροπολίτης Άμασείας μέ έδραν τήν Άμισόν, διετήρει καλάς σχέσεις πρός τόν πρώτον μουτεοαρίφην Αμισού Σουλεϊμάν Νετζμεντίν, λαβών μάλιστα κατά τάς τελευταίας πατριαρχικός έκλογάς σημαντικόν άριθμόν ψήφων. Ήτο ένας φιλόφρων ιεράρχης, μέ τάλαντον καί εύρωπαϊ-κήν μόρφωοιν, πού έδείκνυε διά τό ποίμνιόν του, άλλά καί διά τούς άλλους, πάντοτε μ ιό ζεστή καρδιά καί ένα γενναιόδωρο χέρι. Είχε όμως παραμελήσει άπό πολύν καιρόν την άναγκαίαν πρόνοιαν διά τήν δυσχερή θέσιν του, πράγμα τό όποιον τοΰ στοιχίζει τώρα τό πολυετές του πεδίον δράσεως».

Τήν συνέχεια θά τήν γνωρίζετε. Ό Γερμανός φυλακίζεται στήν Κωνσταντινούπολι, μετά τήν ύπογραφή τής ειρήνης έρχεται στήν Βιέννη ώς Έξαρχος τοϋ Οικουμενικού Πατριαρχείου στήν άνατολικήν Εύρώπην, καί πεθαίνει στήν Αύστριακή πρωτεύουσα. Ή διακομιδή τών όστών του άπό τή Βιέννη στήν Καστοριά έγινε πριν άπό λίγο καιρό. Καί ό κύκλος τών έκτοπισμών έκλεισε. Ότι ό μητροπολίτης Τραπεζοϋντος καί ό Μητροπολίτης ‘Αμάσείας ήσαν οί δύο διαφορετικές έκφράσεις τής ίδιας καθαρής συνειδήσεως, άπέδειξε τό τέλος τής πολιτείας τοϋ Χρυσάνθου ώς άρχιεπισκόπου τών Αθηνών καί πάσης Ελλάδος κατά τήν τελευταίαν Κατοχή. Αύτό πού έπαθε ό ‘Αμασείας Γερμανός στήν ‘Αμισό άπό τούς Τούρκους, τό έπαθε μέ κάποια καθυστέρησι άπό τούς Γερμανούς ό άπό Τραπεζοϋντος Αθηνών στήν ‘Αθήνα. Έτσι καί αύτός ό κύκλος έκλεισε όπως συνειθιζόταν νά κλεινή μέ τούς ιεράρχες τοϋ Ελληνισμού, είτε στήν Πόλη, είτε στήν Σμύρνη.

Τά έγγραφα τής Βιέννης μάς έδίδαξαν πολλά καί φαίνεται ότι θά μάς διδάξουν καί στό μέλλον άκόμη περισσότερα. Εύχομαι μόνον νά μην σάς έτρόμαξα.

Τό άρθρο αύτό, πού δημοσιεύθηκε σέ δύο συνέχειες στήν «έλλοπία» άναφέρεται στήν πρώτη περίοδο τής γενοκτονίας στόν Πόντο κατά τήν όποια έξοντώθηκαν 180.000 Έλληνες. Καί στις δύο περιόδους οί θανατωμένοι Έλληνες ανέρχονται στίς 353.000.

, , , , , , ,

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *