Θρησκευτικός ανθρωπισμός στον Ελληνισμό της Τουρκοκρατίας (Α’ Μέρος)

της Ελένης Χατζόγλου, από το περιοδικό Νέος Ερμής ο Λόγιος τ. 11, Χειμώνας 2015

Ἡ εὐ­ρύ­τα­τη ἔν­νοι­α τοῦ ὅ­ρου «ἀν­θρω­πι­σμὸς» ἔ­χει ἐ­πι­κρα­τή­σει νὰ χρη­σι­μο­ποι­εῖ­ται –συ­νο­δευ­ό­με­νη μά­λι­στα ἀ­πὸ τὸν προσ­δι­ο­ρι­σμὸ «θρη­σκευ­τι­κὸς»– γιὰ νὰ πε­ρι­γρά­ψει τὴν πνευ­μα­τι­κὴ ἀ­φύ­πνι­ση ποὺ ση­μει­ώ­θη­κε στὴν ἑλ­λη­νι­κὴ ἐ­πι­κρά­τεια κα­τὰ τὴν πε­ρί­ο­δο τῆς τουρ­κο­κρα­τί­ας, μὲ τὰ συ­να­κό­λου­θα ἐκ­παι­δευ­τι­κά, μορ­φω­τι­κὰ κ. ἄ. «ἐ­πι­τεύγ­μα­τά» της. Θε­ω­ρεῖ­ται μά­λι­στα ὅ­τι τὸ πνευ­μα­τι­κὸ αὐ­τὸ φαι­νό­με­νο προ­η­γή­θη­κε τοῦ νε­ο­ελ­λη­νι­κοῦ Δι­α­φω­τι­σμοῦ, μιᾶς ἄλ­λης παι­δευ­τι­κῆς «κί­νη­σης» μὲ ἐ­πί­σης ἰ­δι­αί­τε­ρα γνω­ρί­σμα­τα. Τὰ χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὰ τοῦ «θρη­σκευ­τι­κοῦ ἀν­θρω­πι­σμοῦ» γί­νε­ται προ­σπά­θεια νὰ κα­τα­γρα­φοῦν ἁ­δρο­με­ρῶς στὴν πα­ροῦ­σα ἐρ­γα­σί­α, ἂν καὶ εἶ­ναι κοι­νὴ δι­α­πί­στω­ση ὅ­τι ἡ πνευ­μα­τι­κὴ αὐ­τὴ ἔκ­φαν­ση συν­δέ­ε­ται μὲ τὸ κα­θη­με­ρι­νὸ βί­ω­μα τῶν ἀν­θρώ­πων, μὲ τὴν ἀ­νάγ­κη ἐ­πι­βί­ω­σής τους, καὶ δὲν ὑ­πῆρ­ξε συ­νει­δη­τὴ καὶ στο­χευ­μέ­νη προ­σπά­θεια. Προ­η­γου­μέ­νως εἶ­ναι ἀ­ναγ­καῖ­ο νὰ γί­νει μί­α σύν­το­μη ἱ­στο­ρι­κὴ πα­ρου­σί­α­ση τοῦ ὅ­ρου «ἀν­θρω­πι­σμὸς» γε­νι­κά, ἀλ­λὰ καὶ σὲ ἀν­τι­δι­α­στο­λὴ μὲ τὸν «θρη­σκευ­τι­κὸ» ἢ «χρι­στι­α­νι­κό».

Ἔ­χει ὑ­πο­στη­ρι­χθεῖ ὅ­τι «ὁ ἀν­θρω­πι­σμὸς δὲν εἶ­ναι σχο­λὴ σκέ­ψης ἀλ­λὰ μᾶλ­λον μί­α προ­ο­πτι­κὴ θέ­α­σης τοῦ κό­σμου»1. Σὲ μί­α ἀ­να­δρο­μὴ τῶν ἐ­πι­βι­ώ­σε­ων τοῦ πνευ­μα­τι­κοῦ αὐ­τοῦ «φαι­νο­μέ­νου» πα­ρα­τη­ροῦ­με ὅ­τι ἡ ἀν­θρω­πι­στι­κὴ κο­σμο­αν­τί­λη­ψη τῆς Ἀ­να­γέν­νη­σης προ­έ­βαλ­λε τὴν με­λέ­τη τῶν κλασ­σι­κῶν γραμ­μά­των2 καὶ ἰ­δι­αι­τέ­ρως τὴν ὑ­ψη­λὴ ἀ­ξί­α τοῦ ἀν­θρώ­που3.

Στὴν ἀρ­χαι­ό­τη­τα θε­με­λι­ώ­δη ρό­λο ὡς πρὸς τὴν ἑ­δραί­ω­ση μιᾶς ἀν­θρω­πι­στι­κῆς κο­σμο­θε­ω­ρί­ας ἔ­παι­ξε ὁ Πρω­τα­γό­ρας καὶ ἡ δι­α­τύ­πω­σή του ὅ­τι «πάν­των χρη­μά­των μέ­τρον ἄν­θρω­πος»4, ἡ ὁ­ποί­α πάν­τως δὲν φαί­νε­ται νὰ ἀ­σκοῦ­σε ξε­κά­θα­ρα κρι­τι­κὴ τῆς με­τα­φυ­σι­κῆς ἢ νὰ θε­με­λί­ω­νε ἕ­να αὐ­το­νο­μη­μέ­νο Ἐ­γώ. Ὁ ἀν­θρω­πι­σμός, ὅ­πως κα­τα­νο­εῖ­ται στὸ πλαί­σιο τῆς Ἀ­να­γέν­νη­σης καὶ τοῦ Δι­α­φω­τι­σμοῦ, ἐ­ξαί­ρει τὸ ἀ­το­μι­κὸ Ἐ­γὼ –ἐν ἀν­τι­θέ­σει πρὸς τὸ συλ­λο­γι­κὸ Ἐ­γὼ– καὶ τὶς «ἀ­πό­λυ­τες» δυ­να­τό­τη­τες ποὺ αὐ­τὸ δι­α­θέ­τει. Ἀ­κρι­βῶς αὐ­τὸ ἐ­ξέ­φρα­ζαν οἱ ἰ­δέ­ες τοῦ Φραγ­κί­σκου Πε­τράρ­χη (1304-1374), διὰ τῶν ὁ­ποί­ων προ­βάλ­λον­ταν ἡ ἀ­ξί­α καὶ τὰ δι­και­ώ­μα­τα τοῦ ἀν­θρώ­που καὶ καλ­λι­ερ­γοῦν­ταν ὁ ἀ­το­μι­κι­σμός, ὁ φι­λε­λευ­θε­ρι­σμὸς καὶ ἡ χει­ρα­φέ­τη­ση ἀ­πὸ κά­θε αὐ­θεν­τί­α5. Ἂν καὶ ὑ­πο­στη­ρί­ζε­ται ὅ­τι ὁ Πε­τράρ­χης δὲν ἀ­πο­μα­κρύν­θη­κε ἀ­πὸ τὴν δυ­τι­κὴ Ἐκ­κλη­σί­α6, εἶ­ναι βέ­βαι­ο ὅ­τι οἱ ἰ­δέ­ες του ὁ­δή­γη­σαν σ’ ἐ­κεῖ­νον τόν ἀν­θρω­πο­λο­γι­κὸ τύ­πο, τὸν ὁ­ποῖ­ο ἑ­δραί­ω­σε ἐν συ­νε­χεί­ᾳ ὁ Δι­α­φω­τι­σμὸς7 ἢ ὅ,τι συ­νή­θως ἀ­πο­κα­λεῖ­ται «Νε­ω­τε­ρι­κό­τη­τα».

Τὸ Ἐ­γὼ τῆς Νε­ω­τε­ρι­κό­τη­τας δὲν χρει­ά­ζε­ται τὴν θρη­σκευ­τι­κὴ ἀ­να­ζή­τη­ση ἢ βε­βαι­ό­τη­τα, ἀλ­λὰ κι­νεῖ­ται σὲ μί­α αὐ­τό­νο­μη προ­ο­πτι­κή, ἀ­να­ζη­τών­τας τὴν γνώ­ση καὶ τὴν ἀ­το­μι­κὴ ἠ­θι­κὴ τε­λει­ό­τη­τα. Εἰ­ση­γεῖ­ται τὴν ἀ­πο­μά­κρυν­ση τοῦ Θε­οῦ τό­σο ἀ­πὸ τὰ πράγ­μα­τα ὅ­σο καὶ ἀ­πὸ τὸν ἴ­διο τὸν ἄν­θρω­πο. Στὴν κα­λύ­τε­ρη πε­ρί­πτω­ση, δι­α­κρί­νει κα­νεὶς μί­α τυ­πι­κὴ ἐκ­δή­λω­ση ἠ­θι­κῆς συμ­πε­ρι­φο­ρᾶς πρὸς τοὺς συ­ναν­θρώ­πους ὡς ἐ­πι­βε­βαί­ω­ση τοῦ ἀ­το­μι­κοῦ Ἐ­γώ. Ἀλ­λὰ μί­α τέ­τοι­α ἐκ­δή­λω­ση δὲν πη­γά­ζει κα­τ’ ἀ­νάγ­κην ἀ­πὸ ὁ­ρι­σμέ­νη θρη­σκευ­τι­κό­τη­τα. Ἐ­πί­σης, ἀ­κό­μα κι ἂν ἀ­να­γνω­ρί­σει κά­ποι­ος στὸν ἀν­θρω­πι­σμὸ τὸν χα­ρα­κτή­ρα τῶν ἠ­θι­κῶν ἰ­δε­ω­δῶν τῶν κλασ­σι­κῶν γραμ­μά­των καὶ κυ­ρί­ως τῆς σύ­ζευ­ξης τοῦ ἀν­θρω­πι­σμοῦ καὶ τοῦ χρι­στι­α­νι­σμοῦ, τό­τε ἐν­δέ­χε­ται νά ἀ­πο­γο­η­τευ­θεῖ, δι­ό­τι ἡ κυ­ρι­αρ­χί­α τῶν θε­τι­κῶν ἐ­πι­στη­μῶν καὶ τῆς τε­χνο­λο­γί­ας (ἰ­δι­αι­τέ­ρως κα­τὰ τὶς τε­λευ­ταῖ­ες δε­κα­ε­τί­ες τοῦ 20οῦ αἰ.) εἶ­ναι ὁ­λο­κλη­ρω­τι­κή.

Κυ­ρί­ως με­τὰ τὸν 18ο αἰ­ώ­να ἡ ἔν­νοι­α τοῦ ἀν­θρω­πι­σμοῦ βι­ώ­θη­κε ὡς ἐ­πι­δί­ω­ξη γιὰ τὴν τε­λει­ο­ποί­η­ση τῆς ἀν­θρώ­πι­νης φύ­σης καὶ ὡς δυ­να­τό­τη­τα προ­ό­δου8, πα­ρό­λες τὶς ἐ­πι­φυ­λά­ξεις ποὺ δι­α­τύ­πω­σε ὁ Ἰ. Κὰντ (1724-1804) ὅ­τι «ἐ­ὰν εἴ­χα­με τὸ δι­καί­ω­μα νὰ ἀ­πο­δώ­σου­με στὸν ἄν­θρω­πο μιὰ ἔμ­φυ­τη καὶ ἀ­με­τά­βλη­τα ἀ­γα­θή, ἂν καὶ πε­ρι­ο­ρι­σμέ­νη, βού­λη­ση, τό­τε θὰ μπο­ρού­σα­με νὰ προ­λέ­γου­με μὲ βε­βαι­ό­τη­τα τὴν πρό­ο­δο τοῦ εἴ­δους του πρὸς τὸ κα­λύ­τε­ρο»9.

Ἀρ­γό­τε­ρα, στὸν 20 αἰ. καὶ ὕ­στε­ρα ἀ­πὸ τοὺς δύ­ο φο­βε­ροὺς παγ­κο­σμί­ους πο­λέ­μους, ὁ Μ. Χά­ϊν­τεγ­κερ (1889-1976) ὁ­ρί­ζει, χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά, ὅ­τι ἀν­θρω­πι­σμὸς ση­μαί­νει τὴν μέ­ρι­μνα ὥ­στε ὁ ἄν­θρω­πος νὰ εἶ­ναι ἀν­θρώ­πι­νος καὶ ὄ­χι ἀ­πάν­θρω­πος10. Ἐ­πι­ση­μαί­νει μά­λι­στα ὅ­τι «κά­θε Ἀν­θρω­πι­σμὸς ἢ θε­με­λι­ώ­νε­ται σὲ μί­α με­τα­φυ­σι­κὴ ἢ στοι­χει­ο­θε­τεῖ ὁ ἴ­διος τὸ θε­μέ­λιο μιᾶς με­τα­φυ­σι­κῆς. Κά­θε κα­θο­ρι­σμὸς τῆς οὐ­σί­ας τοῦ ἀν­θρώ­που, ποὺ προ­ϋ­πο­θέ­τει ἤ­δη τὴν ἑρ­μη­νεί­α τοῦ ὄν­τος, χω­ρὶς νὰ ρω­τᾶ γιὰ τὴν ἀ­λή­θεια τοῦ εἶ­ναι, εἴ­τε τὸ γνω­ρί­ζει εἴ­τε ὄ­χι, εἶ­ναι με­τα­φυ­σι­κός»11. Εἶ­ναι πάν­τως πο­λὺ ἐν­δι­α­φέ­ρου­σα καὶ συ­ζη­τή­σι­μη ἡ δι­α­τύ­πω­ση τοῦ Χά­ιν­τεγ­κερ ὅ­τι «Ὁ χρι­στια­νὸς βλέ­πει τὴν ἀν­θρω­πιὰ τοῦ ἀν­θρώ­που… Στὰ πλαί­σια τῆς ἱ­στο­ρί­ας τῆς σω­τη­ρί­ας ὁ ἄν­θρω­πος εἶ­ναι ἄν­θρω­πος ὡς ‘‘παι­δὶ τοῦ Θε­οῦ­’’…»12. Ἐ­πι­πλέ­ον, εἶ­ναι ἐμ­φα­νὴς ἡ δι­α­φο­ρο­ποί­η­ση τοῦ φι­λο­σό­φου αὐ­τοῦ ἀ­πὸ τὸν ἀν­θρω­πι­στὴ τῆς Νε­ω­τε­ρι­κό­τη­τας, ποὺ το­νί­ζει ὅ­τι εἶ­ναι δυ­να­τὸν νὰ ζεῖ κα­νεὶς μὲ ἐμ­πι­στο­σύ­νη στὶς δι­κές του δυ­νά­μεις χω­ρὶς με­τα­φυ­σι­κὴ ἢ θρη­σκευ­τι­κὴ βε­βαι­ό­τη­τα13. Ἔ­τσι, δι­α­μορ­φώ­νε­ται στα­δια­κά, ἀ­πὸ τὸν 19ο αἰ. μέ­χρι καὶ σή­με­ρα στὸν χῶ­ρο τῆς Δύ­σης, μί­α ἰ­δι­ά­ζου­σα μορ­φὴ «ἄ­θε­ου ἀν­θρω­πι­σμοῦ»14, ὅ­πως ἔ­χει ἀ­πο­κλη­θεῖ15, σὲ ἀν­τί­θε­ση προ­φα­νῶς μὲ ἕ­ναν ἀν­θρω­πι­σμὸ θρη­σκευ­τι­κοῦ πε­ρι­ε­χο­μέ­νου καὶ προ­σα­να­το­λι­σμοῦ.

Οἱ ἄ­με­σες συ­νέ­πει­ες μιᾶς αὐ­το­νο­μη­μέ­νης ἀ­το­μι­κό­τη­τας πα­ρου­σι­ά­ζον­ται, κα­τὰ τὸν κα­λύ­τε­ρο τρό­πο, ἀ­πὸ τὸν Ρῶ­σο φι­λό­σο­φο Ν. Μπερ­ντι­ά­γι­εφ (1874-1948) σ’ ἕ­να ἀ­ξι­ο­πρό­σε­κτο κεί­με­νό του: «Ἡ κα­τά­φα­ση τῆς ἀν­θρώ­πι­νης ἀ­το­μι­κό­τη­τας προ­ϋ­πο­θέ­τει τὴν συ­νεί­δη­ση τοῦ δε­σμοῦ ποὺ συν­δέ­ει τὸν ἄν­θρω­πο μὲ μί­α ἀ­νώ­τε­ρη θε­ϊ­κὴ ἀρ­χή. Καὶ ἀ­φοῦ τὸ πρό­σω­πο δὲν θέ­λει νὰ ἀ­να­γνω­ρί­σει τί­πο­τε ἔ­ξω ἀ­πὸ αὐ­τὴν (ἐνν. τὴν ἀ­το­μι­κό­τη­τα), κο­νι­ορ­το­ποι­εῖ­ται κα­τὰ κά­ποι­ον τρό­πο καὶ ὑ­πο­κύ­πτει στὴν ὁρ­μη­τι­κό­τη­τα τῶν κα­τώ­τε­ρων στοι­χεί­ων, τῶν ὁ­ποί­ων αὐ­τὸ ἔ­χει γί­νει βο­ρά. Ὁ ἄν­θρω­πος, λοι­πόν, παύ­ει νὰ αἰ­σθά­νε­ται ὅ­τι ζεῖ, ἐ­φό­σον δὲν ἀ­να­γνω­ρί­ζει τὴν ὕ­παρ­ξη τοῦ μὴ-ἐ­γώ του καὶ ἀρ­νεῖ­ται αὐ­τὸ ποὺ εἶ­ναι ἀ­ναγ­καῖ­ο γιὰ νὰ πα­ρα­μεί­νει μί­α ἀ­το­μι­κό­τη­τα, τὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα ὄ­χι μό­νον τῶν ἄλ­λων προ­σώ­πων ἀλ­λὰ καὶ τοῦ θε­ϊ­κοῦ ὄν­τος. Πράγ­μα­τι, ἡ αὐ­το­κα­τά­φα­ση ποὺ δὲν γνω­ρί­ζει ὅ­ρια καὶ δὲν ἀ­πο­δέ­χε­ται τί­πο­τε πά­νω ἀ­πὸ τὴν ἴ­δια καὶ ἡ ὁ­ποί­α ὑ­πῆρ­ξε ἐμ­πό­διο στὸν (ἐνν. γνή­σιο) ἀν­θρω­πι­σμό, ὁ­δη­γεῖ τὸν ἄν­θρω­πο στὴν κα­τα­στρο­φή, δι­ό­τι αὐ­τός, ἀρ­νού­με­νος ὅ­λες τὶς ἀρ­χές, παύ­ει νὰ ἔ­χει αὐ­το­γνω­σί­α καὶ εἶ­ναι ὑ­πο­χρε­ω­μέ­νος νὰ ὑ­πο­τάσ­σε­ται σὲ ὑ­πάν­θρω­πες καὶ ὄ­χι ὑ­πε­ράν­θρω­πες ἀρ­χές. Σ’ αὐ­τὸ τὸ ἀ­πο­τέ­λε­σμα ἔ­χουν φθά­σει, ὕ­στε­ρα ἀ­πὸ μί­α μα­κρὰ πο­ρεί­α, ὁ ἀν­θρω­πι­σμὸς (ἐνν. τῆς νε­ω­τε­ρι­κό­τη­τας) καὶ ἡ σύγ­χρο­νη ἱ­στο­ρί­α. Ἕ­νας ἀ­το­μι­κι­σμός, ποὺ δὲν γνω­ρί­ζει ὅ­ρια καὶ ποὺ δὲν ὑ­πο­τάσ­σε­ται σὲ τί­πο­τε, κλο­νί­ζει τὴν ἀ­το­μι­κό­τη­τα καὶ προ­ξε­νεῖ τὴν κα­τα­στρο­φή»16. Ἔ­τσι ὁ ἀν­θρω­πι­σμός, διὰ τοῦ ἀ­το­μι­κι­σμοῦ, ὁ­δη­γεῖ βαθ­μια­ῖα στὴν αὐ­το­κα­τα­στρο­φὴ τοῦ ἀν­θρώ­που ἀλ­λὰ καὶ στὴν κα­τα­στρο­φὴ τοῦ πε­ρι­βάλ­λον­τος χώ­ρου.

Στὸν ἀν­τί­πο­δα τῆς ἀ­θε­ϊ­στι­κῆς θε­ω­ρη­τι­κῆς προ­σέγ­γι­σης ὁ θρη­σκευ­τι­κὸς ἀν­θρω­πι­σμὸς17 ἀ­πο­κη­ρύσ­σει τὴν αὐ­το­νό­μη­ση τοῦ ἀν­θρώ­που ἀ­πὸ τὸν Θε­ὸ –φυ­σι­κὰ ἐ­ξαί­ρον­τας τὴν ἀ­ξί­α τῆς προ­σω­πι­κῆς ἐ­λευ­θε­ρί­ας– καὶ ἀ­σκεῖ κρι­τι­κὴ στὸν ἄ­θε­ο ἀν­θρω­πι­σμό18. Κυ­ρί­ως θε­με­λι­ώ­θη­κε καὶ ἐκ­φρά­στη­κε ἀ­πὸ τοὺς βυ­ζαν­τι­νοὺς Πα­τέ­ρες τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας καὶ μά­λι­στα δι­α­χρο­νι­κὰ στὸν χῶ­ρο τῆς ὀρ­θό­δο­ξης χρι­στι­α­νι­κῆς πα­ρά­δο­σης.

Ἐ­πί­σης, ἐ­πει­δὴ ἡ ἀ­το­μι­κὴ ἠ­θι­κὴ ἀ­να­δεί­χθη­κε ἰ­δι­αι­τέ­ρως στὸ πλαί­σιο τοῦ κα­θο­λι­κι­σμοῦ καὶ τοῦ προ­τε­στα­νι­σμοῦ19, ἔ­χει ἐν­δι­α­φέ­ρον ἡ δι­α­πί­στω­ση ὅ­τι «ὁ δυ­τι­κὸς χρι­στι­α­νι­σμός, εἰς τὴν οὐ­σί­αν του, εἶ­ναι ὁ πλέ­ον ρι­ζι­κὸς οὑ­μα­νι­σμός, δι­ό­τι ἀ­νε­κή­ρυ­ξε τὸν ἄν­θρω­πον ἀ­λά­θη­τον»20. Ὅ­μως, τὸ «ἀ­λά­θη­τον» τῆς ἀ­το­μι­κῆς ἠ­θι­κῆς πα­ρα­πέμ­πει σὲ μί­α ἀν­θρω­πο­κεν­τρι­κὴ ἀν­τί­λη­ψη, ἡ ὁ­ποί­α δι­α­χω­ρί­ζει τὴν ἠ­θι­κὴ συγ­κρό­τη­ση τοῦ ἀν­θρώ­που ἀ­πὸ τὴν γνή­σια θρη­σκευ­τι­κό­τη­τά του.

Ὕ­στε­ρα ἀ­πὸ τὴν ἁ­δρο­με­ρὴ πα­ρου­σί­α­ση τῶν ἐκ­φάν­σε­ων τοῦ ἀν­θρω­πι­σμοῦ ἀ­πὸ τὴν ἀρ­χαι­ό­τη­τα μέ­χρι τὸν 20 αἰ­ώ­να, ἀ­κο­λου­θεῖ ἡ ἐ­ξέ­τα­ση τοῦ λε­γο­μέ­νου «θρη­σκευ­τι­κοῦ ἀν­θρω­πι­σμοῦ», ποὺ εἶ­ναι μί­α κο­σμο­αν­τί­λη­ψη ἀν­θρω­πι­στι­κῆς ὁ­πωσ­δή­πο­τε κα­τεύ­θυν­σης, ἡ ὁ­ποί­α ὅ­μως δὲν ἀ­πο­μα­κρύ­νει τὸν Θε­ὸ ἀ­πὸ τὴν ζω­ὴ τοῦ ἀν­θρώ­που. Ἡ ἀν­τί­λη­ψη αὐ­τή, ποὺ ἔ­χει προ­τα­θεῖ ἐκ μέ­ρους τῆς πλει­ο­νό­τη­τας τῶν λο­γί­ων τῆς τουρ­κο­κρα­τί­ας, δέ­χε­ται ἐ­πί­σης τὴν ἀ­ναγ­και­ό­τη­τα υἱ­ο­θέ­τη­σης ὁ­ρι­σμέ­νων ἀ­ξι­ῶν, ὅ­πως τῆς ἐ­λευ­θε­ρί­ας, τῆς γνώ­σης, τῆς ἀ­γά­πης, τῆς συ­νερ­γα­σί­ας, ἀ­πα­ραί­τη­των γιὰ τὴν πρό­ο­δο τῆς κοι­νω­νί­ας καὶ τοῦ ἔ­θνους. Ἀλ­λὰ στὴν πε­ρί­πτω­ση τοῦ θρη­σκευ­τι­κοῦ αὐ­τοῦ ἀν­θρω­πι­σμοῦ ὁ ἄν­θρω­πος, ἂν καὶ εἶ­ναι ἕ­να δη­μι­ούρ­γη­μα ποὺ χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται ἀ­πὸ τὴν προ­σω­πι­κὴ ἐ­λευ­θε­ρί­α (αὐ­τε­ξού­σιο), δὲν αὐ­το­νο­μεῖ­ται μέ­σα στὸν κό­σμο21. Δι­ό­τι, ἐ­νῶ μπο­ρεῖ νὰ ἐ­πι­τύ­χει τὴν πρό­ο­δο στὸν γνω­στι­κὸ καὶ στὸν ἠ­θι­κὸ το­μέ­α, ὁ ἄν­θρω­πος δὲν μπο­ρεῖ νὰ κα­τα­στεῖ θε­ός22. Μὲ ἄλ­λα λό­για, ἡ δύ­να­μη τοῦ νοῦ καὶ τῆς λο­γι­κῆς τοῦ ἀν­θρώ­που κι­νεῖ­ται σὲ ὁ­ρι­σμέ­νο, πο­λὺ ὑ­ψη­λό­τε­ρο σὲ σχέ­ση μὲ τὰ ὑ­πό­λοι­πα δη­μι­ουρ­γή­μα­τα, πλαί­σιο, τὸ ὁ­ποῖ­ο πάν­τως «ὁ­ρί­ζε­ται» ἀ­πὸ τὴν θεί­α Πρό­νοι­α καὶ δὲν τὴν ὑ­περ­βαί­νει23.

Θὰ πρέ­πει λοι­πὸν νὰ ἐ­ξε­τα­στεῖ ἀ­να­λυ­τι­κό­τε­ρα ἡ συμ­βο­λὴ τοῦ «θρη­σκευ­τι­κοῦ ἀν­θρω­πι­σμοῦ» στὴν ἐ­ξέ­λι­ξη τῆς κοι­νω­νί­ας καὶ τῆς σκέ­ψης, καὶ πιὸ συγ­κε­κρι­μέ­να στὴν δυ­σχε­ρῆ γιὰ τὸν Ἑλ­λη­νι­σμὸ ἱ­στο­ρι­κὴ πε­ρί­ο­δο τῆς τουρ­κο­κρα­τί­ας, κυ­ρί­ως αὐ­τὴ τοῦ 16ου ἕ­ως καὶ τὰ μέ­σα τοῦ 18ου αἰ. Τὸ ἐγ­χεί­ρη­μα ἀ­πο­κτᾶ ἰ­δι­αί­τε­ρο ἐν­δι­α­φέ­ρον, δι­ό­τι οἱ ἐκ­πρό­σω­ποι αὐ­τῆς τῆς πε­ρι­ό­δου καὶ τὰ ζη­τή­μα­τα ποὺ ἀ­να­δει­κνύ­ουν, προ­η­γοῦν­ται τῆς κα­θα­ρὰ ἀν­θρω­πο­κεν­τρι­κῆς κο­σμο­αν­τί­λη­ψης τοῦ εὐ­ρω­πα­ϊ­κοῦ Δι­α­φω­τι­σμοῦ.

Τὸν ὅ­ρο «θρη­σκευ­τι­κὸς ἀν­θρω­πι­σμὸς» κα­τ’ οὐ­σί­αν εἰ­σή­γα­γε ὁ Κ. Θ. Δη­μα­ρᾶς24 μὲ τὴν δι­α­τύ­πω­ση «θρη­σκευ­τι­κὸς οὑ­μα­νι­σμός», πε­ρι­γρά­φον­τας «τὸ φι­λο­πρό­ο­δο καὶ γεν­ναῖ­ο πνεῦ­μα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας», σύμ­φω­να μὲ τὸ ὁ­ποῖ­ο ὁ ὀρ­θό­δο­ξος κλῆ­ρος εἶ­χε ἀ­να­λά­βει νὰ προ­ω­θή­σει τὴν παι­δεί­α καὶ νὰ τῆς δώ­σει τὴν ὁρ­μή του25. Ὁ ἴ­διος ἐ­ρευ­νη­τὴς μά­λι­στα το­πο­θε­τεῖ τὸ κί­νη­μα στὶς ἀρ­χὲς τοῦ 17ου αἰ. μὲ κύ­ριο ἐκ­φρα­στὴ τὸν Κύ­ριλ­λο Λού­κα­ρη26. Στὴν προ­σπά­θεια νὰ προσ­δι­ο­ρι­σθεῖ ἡ αἰ­τί­α τῆς συγ­κρό­τη­σης τοῦ «θρη­σκευ­τι­κοῦ ἀν­θρω­πι­σμοῦ» ἔ­χει ὑ­πο­στη­ρι­χθεῖ ὅ­τι αὐ­τὴ ἀ­νά­γε­ται στὴν πρω­το­βου­λί­α τοῦ Κύ­ριλ­λου Λού­κα­ρη νὰ ἀ­να­χαι­τί­σει τὴν ἐ­πέ­λα­ση τῶν Κα­θο­λι­κῶν στὴν Ἀ­να­το­λή27. Ἀ­πὸ τὴν ἄλ­λη με­ριά, ἔ­χουν δι­α­τυ­πω­θεῖ καὶ ἐ­πι­φυ­λά­ξεις γιὰ τὸ ὅ­τι μὲ τὸν Κύ­ριλ­λο Λού­κα­ρη ἀρ­χί­ζει ὁ θρη­σκευ­τι­κὸς ἀν­θρω­πι­σμός, ἐ­πει­δὴ οἱ ἰ­δέ­ες του ἀ­πεῖ­χαν πο­λὺ ἀ­πὸ τὰ οὑ­μα­νι­στι­κὰ ἰ­δε­ώ­δη καὶ τὴν κλα­σι­κή παι­δεί­α, μὲ τὴν ἔν­νοι­α ὅ­τι στὰ κεί­με­νά του δὲν ἀ­να­κα­λύ­πτου­με κά­ποι­ο ἴ­χνος ἀ­πὸ τὴν λα­τρεί­α γιὰ τοὺς ἀρ­χαί­ους στο­χα­στές28. Ὡ­στό­σο μὲ τὸν Λού­κα­ρη τὸ ἐν­δι­α­φέ­ρον γιὰ τὴν μόρ­φω­ση ὑ­πάρ­χει, ἀλ­λὰ δί­νε­ται ἔμ­φα­ση στὴν θρη­σκευ­τι­κὴ πλευ­ρὰ τῆς πα­ρε­χό­με­νης παι­δεί­ας29. Ἄλ­λοι ἐκ­φρα­στὲς τῆς κί­νη­σης αὐ­τῆς ὑ­πῆρ­ξαν ὁ Γα­βρι­ὴλ Σε­βῆ­ρος (περ. 1540-1616) καὶ ὁ Γε­ρά­σι­μος Βλά­χος (1605/7-1685), μη­τρο­πο­λί­τες Φι­λα­δελ­φεί­ας, οἱ πα­τριά­ρχες Ἀ­λε­ξαν­δρεί­ας Με­λέ­τιος Πη­γᾶς (1551-1601) καὶ Γε­ρά­σι­μος Παλ­λα­δᾶς (περ. 1630-1714), ὁ ἐ­πί­σκο­πος Κυ­θή­ρων Μά­ξι­μος Μαρ­γού­νιος (1549-1602), οἱ πα­τριά­ρχες Ἱ­ε­ρο­σο­λύ­μων Δο­σί­θε­ος (1641-1707) καὶ Χρύ­σαν­θος Νο­τα­ρᾶς (1655/60-1731), ὁ ἐ­πί­σκο­πος Κερ­νί­τσης Ἠ­λί­ας Μη­νιά­της (16-1714) κ. ἄ. Τὰ ἔρ­γα τους πα­ρου­σιά­ζουν ἀν­θρω­πο­λο­γι­κὸ ἐν­δι­α­φέ­ρον, κα­θὼς πραγ­μα­τεύ­ον­ται θέ­μα­τα ὅ­πως τὸ αὐ­τε­ξού­σιο τοῦ ἀν­θρώ­που, ἡ φθο­ρὰ καὶ ὁ θά­να­τος κ. ἄ., ἰ­δω­μέ­να ὅ­μως ὅ­λα ὑ­πὸ τὸ πρί­σμα τῆς ὀρ­θό­δο­ξης χρι­στι­α­νι­κῆς ἀν­θρω­πο­λο­γί­ας30.

«Ὁ ἱ­ε­ρω­μέ­νος οὐ­μα­νι­στὴς ἀ­πο­τε­λεῖ μί­α δι­α­κε­κρι­μέ­νη κα­τη­γο­ρί­α στὴν ἱ­στο­ρί­α τῶν ἰ­δε­ῶν τῆς Ἑλ­λη­νι­κῆς Ἀ­να­το­λῆς, ἀ­φοῦ ἡ παι­δεί­α του καὶ ἡ ἰ­δε­ο­λο­γί­α του τὸν δι­α­φο­ρο­ποι­εῖ ἀ­πὸ τοὺς ὑ­πό­λοι­πους ἱ­ε­ρω­μέ­νους τῆς ἐ­πο­χῆς του. Εἶ­ναι ὁ κλη­ρι­κὸς πού, χω­ρὶς νὰ πά­ψει νὰ εἶ­ναι δε­μέ­νος μὲ τὴν Ἐκ­κλη­σί­α, ἀ­σχο­λεῖ­ται καὶ μὲ ἄλ­λες δρα­στη­ρι­ό­τη­τες ἔ­ξω ἀ­πὸ ἐ­κεῖ­νες ποὺ συ­νι­στοῦν τὰ ἱ­ε­ρα­τι­κά του κα­θή­κον­τα. Εἶ­ναι ἡ δι­δα­σκα­λί­α σὲ σχο­λεῖ­α, ἡ συγ­γρα­φή, ἡ ἀ­πα­σχό­λη­σή του στὴν τυ­πο­γρα­φί­α, ἡ ἀν­τι­γρα­φὴ χει­ρο­γρά­φων, ἡ γλωσ­σο­μά­θεια καὶ ὅ­λες ἐ­κεῖ­νες οἱ ἀ­πα­σχο­λή­σεις ποὺ προ­βλη­μα­τί­ζουν τὸ λα­ϊ­κὸ λό­γιο. Εἶ­ναι ἀ­λή­θεια, ἄλ­λω­στε, ὅ­τι οἱ πε­ρισ­σό­τε­ροι ἀ­πὸ αὐ­τοὺς τοὺς ἐκ­κλη­σι­α­στι­κοὺς δι­α­νο­ού­με­νους, τοὺς ἐκ­κλη­σι­α­στι­κοὺς οὐ­μα­νι­στές, ὅ­πως συ­νη­θί­στη­κε νὰ ἀ­πο­κα­λοῦν­ται, ἔ­χουν σπου­δά­σει στὴν Πα­τρι­αρ­χι­κὴ Ἀ­κα­δη­μί­α ἢ ἀ­κό­μη καὶ στὴν Πάν­το­βα καί, κα­θὼς εἶ­ναι φυ­σι­κό, ἐ­πη­ρε­ά­ζον­ται ἀ­πὸ τὸ νέ­ο πνεῦ­μα ποὺ κυ­ρια­ρχεῖ στοὺς κύ­κλους τῆς λο­γι­ο­σύ­νης τῆς ἐ­πο­χῆς τους. Δὲν εἶ­ναι ἀ­κό­μη ὁ τύ­πος τοῦ ἱ­ε­ρω­μέ­νου ποὺ μέ­νει στὸ μο­να­στή­ρι, ἁ­πλὸς ἴ­σως μο­να­χός, ἀλ­λὰ ἀ­πο­βλέ­πει στὴν προ­ώ­θη­σή του σὲ ἀ­νώ­τε­ρους βαθ­μοὺς ἱ­ε­ρο­σύ­νης, σὲ μί­α δι­α­κε­κρι­μέ­νη ἐκ­κλη­σι­α­στι­κὴ στα­δι­ο­δρο­μί­α μὲ ση­μαί­νον­τα ρό­λο στὶς ἐ­ξε­λί­ξεις τοῦ Με­τα­βυ­ζαν­τι­νοῦ Ἑλ­λη­νι­σμοῦ»31. Ση­μει­ω­τέ­ον ὅ­τι ὁ τύ­πος αὐ­τὸς λο­γί­ου ἐ­πι­τε­λεῖ πλού­σιο κοι­νω­νι­κὸ ἔρ­γο καὶ δὲν ἀ­φί­στα­ται ἀ­πὸ τὶς ἀ­νάγ­κες τοῦ λα­οῦ, πνευ­μα­τι­κὲς καὶ μορ­φω­τι­κές, τὶς ὁ­ποῖ­ες ἐ­πι­δι­ώ­κει νὰ κα­λύ­ψει, ὅ­πως θὰ φα­νεῖ καὶ στὴν συ­νέ­χεια.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1 Τὸ φιλοσοφικὸ Λεξικὸ τοῦ Cambridge, ἐπιμ. R. Audi, ἐκδ. Κέδρος, 2011, σ. 101.

2 Βλ. σχετικῶς Μ. Α. Σιώτου, Χριστιανισμὸς καὶ ἀνθρωπισμός, Ἑλληνικὴ Ἀνθρωπιστικὴ Ἑταιρεία, Ἀθῆναι 1967, σσ. 3, 8-14.

3 E. Panofsky, «Ἡ ἱστορία τῆς Τέχνης ὡς ἀνθρωπιστικὴ ἐπιστήμη», μετ. Π. Καλλιγᾶς, Δευκαλίων 25/1, ἐκδ. Στιγμή, Ἀθήνα 2007, σ. 6.

4 Πλάτωνα, Θεαίτητος 161c.

5 Μ. Α. Σιώτου, ὅπ. π.,σ. 5.

6 Ν. Π. Βασιλειάδη, Χριστιανισμὸς καὶ ἀνθρωπισμός, ἐκδ. «Ὁ Σωτήρ», Ἀθῆναι 1986, σ. 143.

7 Βλ. ἀναλυτικῶς Ν. Π. Βασιλειάδη, ὅπ. π., σσ. 177-180.

8 Βλ. Τὸ φιλοσοφικὸ Λεξικό, ὅπ. π., σ. 102.

9 Ἰμμ. Κάντ, Δοκίμια, εἰσαγωγὴ – μετάφραση – σχόλια Ε. Π. Παπανούτσου, ἐκδ. Δωδώνη, Ἀθήνα 1971, σ. 183.

10 Μ. Heidegger, Ἐπιστολὴ γιὰ τὸν ἀνθρωπισμό, μετ. Γ. Ξηροπαΐδης, ἐκδ. Ροές, Ἀθήνα 1987, σ. 61.

11 Ὅπ. π., σ. 65.

12 Ὅπ. π., σ. 61.

13 Βλ. Τὸ φιλοσοφικὸ Λεξικό, ὅπ. π., σ. 102.

14 Ἡ θεωρητικὴ ἐκδοχὴ τοῦ ἄθεου ἀνθρωπισμοῦ στὴν φιλοσοφία τοῦ 20οῦ αἰώνα ἀποτυπώνεται ἰδιαίτερα στὸ ἔργο τοῦ Ζ. Π. Σάρτρ, Ὁ ὑπαρξισμὸς εἶναι ἕνας ἀνθρωπισμός, μετ. Κώστας Σταματίου, ἐκδ. Ἀρσενίδη, Ἀθήνα 2012,σ. 87: «ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶναι κλεισμένος στὸν ἑαυτό του, ἀλλὰ εἶναι παρὼν πάντα σ’ ἕναν ἀνθρώπινο κόσμο, αὐτὸ εἶναι ποὺ ἀποκαλοῦμε ‘‘ὑπαρξιστικὸ ἀνθρωπισμό’’. Ἀνθρωπισμό, γιατὶ θυμίζουμε στὸν ἄνθρωπο πὼς δὲν ὑπάρχει νομοθέτης ἄλλος ἀπ’ τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό του καὶ πὼς ἐγκαταλειμμένος, μόνος, θ’ ἀποφασίσει γιὰ τὴ μοίρα του· γιατὶ δείχνουμε πὼς ὄχι στρεφόμενος πρὸς τὰ μέσα, πρὸς ἑαυτόν, ἀλλὰ ψάχνοντας πάντα ἔξω ἀπὸ τὸν ἑαυτό του γιὰ ἕνα σκοπὸ ποὺ νά’ ναι ἀπελευθέρωση, συγκεκριμένη πραγματοποίηση, μόνον ἔτσι ὁ ἄνθρωπος θὰ πραγματωθεῖ, ἀκριβῶς σὰν ἀνθρώπινο ὄν».

15 H. de Lubac, Le drame de l’ humanisme athée, Œuvres Complètes II, Cerf, Paris, 2007, passim.

16 Ν. Μπερντιάγιεφ, «Ἡ κρίση τοῦ ἀνθρωπισμοῦ», μετ. Δημήτρης Μπαλτᾶς, Εὐθύνη 421 (2007), σ. 19.

17 Βλ. σχετικῶς J. Daniélou, Essai sur le mystère de l’ histoire, Cerf, Paris 1982, σ. 81: «l’ homme est la valeur suprême pour l’ homme…une destinée divine de l’ homme». [Τὸ πλῆρες χωρίο ἀποδίδεται στὰ νεοελληνικὰ ὡς ἑξῆς: «Δὲν πρόκειται ἐδῶ γιὰ ἕναν χυδαῖο ὑλισμό, ἀλλὰ γιὰ ἕναν ἀνθρωπισμό, μία ἀντίληψη τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ μπορεῖ νὰ εἶναι ἄθεη, δίνει ὡστόσο στὸν ἄνθρωπο τὴν πρώτη θέση. Εἶναι πραγματικὰ μία θρησκεία τοῦ ἀνθρώπου. Ὡς τέτοιος ὁ μαρξισμὸς συνιστᾶ τὸ ἀπόλυτο ἐνάντιο τοῦ χριστιανισμοῦ: ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἡ ὑπέρτατη ἀξία γιὰ τὸν ἄνθρωπο, εἶναι ὁ ἴδιος ὁ δημιουργός του. Ἡ ἀναγνώριση τοῦ Θεοῦ εἶναι ὑποβιβαστικὴ καὶ ἄρα ἡ ἀπόρριψή του εἶναι ὁ οὐσιώδης ὅρος τοῦ ἀληθινοῦ ἀνθρωπισμοῦ… (Ὅμως) γιὰ τὸν χριστιανό, αὐτὸ ποὺ οἰκοδομεῖται ἐντὸς τῆς ἱστορίας δὲν εἶναι τόσο μία κοινωνία ἀνθρώπινη, ἀλλὰ μία θεϊκὴ μοίρα τοῦ ἀνθρώπου»].

18 Γιὰ τὴν σχετικὴ κριτικὴ τοῦ σύγχρονου ἀνθρωπισμοῦ καθὼς καὶ γιὰ τὴν φύση τῆς πνευματικῆς παράδοσης τοῦ θρησκευτικοῦ ἀνθρωπισμοῦ ἐν γένει, βλ. ἀρχικῶς τὸ ἔργο τοῦ Κυρίλλου πατριάρχη Μόσχας καὶ πάσης Ρωσίας, Ἐλευθερία καὶ εὐθύνη. Τὰ δικαιώματα τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἡ ἀξία τοῦ προσώπου, μετ. Ἀγγελικὴ Πελωριάδου, ἐκδ. Ἐν πλῷ, Ἀθήνα 2011, σ. 23: «Προερχόμενοι ἀπὸ μία θεοκεντρικὴ πνευματικὴ παράδοση, ἡ ὁποία θεωρεῖ τὸν ἀνθρωποκεντρικὸ οὐμανισμὸ ὡς ξένη γι’ αὐτὴ κοσμοθεωρία, εἴμαστε ἕτοιμοι νὰ τὸν ἀντιμετωπίσουμε μὲ σεβασμό, ὅμως δὲν θὰ μπορέσουμε νὰ τὸν δεχθοῦμε ὡς ἀπόλυτη καὶ ἀπροϋπόθετη θετικὴ ἀξία. Ἐπίσης ξεκινοῦμε ἀπὸ τὴν ἄποψη ὅτι πρότυπα, τὰ ὁποῖα, ἑκουσίως ἢ ἀκουσίως, συντελοῦν στὴν καταστροφὴ τῆς ἐθνικοπολιτισμικῆς καὶ θρησκευτικῆς ταυτότητας τῶν λαῶν, ἀναπόφευκτα θὰ ὁδηγήσουν στὴν ἀποδυνάμωση τῆς πληρότητας τοῦ κόσμου τοῦ Θεοῦ, τῆς ἑνότητός του, καὶ σὲ τελικὴ ἀνάλυση στὸν θάνατο».

19 Βλ. ἐνδεικτικῶς M. Weber, Ἡ προτεσταντικὴ ἠθικὴ καὶ τὸ πνεῦμα τοῦ καπιταλισμοῦ, μετ. Μ. Κυπραίου, ἐκδ. Gutenberg, Ἀθήνα 2003.

20 Ἀρχιμ. Ἰουστίνου Πόποβιτς, Ὀρθόδοξος ἐκκλησία καὶ οἰκουμενισμός, μετ. Ἀ. Ράντοβιτς, Ἀ. Γιέβτιτς, ἐκδ. Ὀρθόδοξος Κυψέλη, Θεσσαλονίκη 1974, σ. 177.

21 Βλ. ἀναλυτικῶς Μ. Α. Σιώτου, ὅπ. π., σσ. 19-20.

22 Γιὰ τὴν αὐτονομημένη ἀπὸ τὴν θεία πρόνοια προοπτικὴ τοῦ ἀνθρωπισμοῦ βλ. ἀρχικῶς Λ. Φώϋερμπαχ, Παραδόσεις γιὰ τὴν οὐσία τῆς θρησκείας, μετ. Γ. Καραπαπᾶς, ἐκδ. Τροπή, Ἀθήνα 2009, σ. 391. Βλ. καὶ Η. de Lubac, ὅπ. π., σσ. 15-70.

23 Στὸν ἀντίποδα, «ἡ προσπάθεια τοῦ νεωτέρου ἀνθρωπισμοῦ νὰ ὑποκαταστήσῃ τὸν χριστιανισμὸν εἰς ὅ, τι ἀφορᾶ εἰς τὴν ἀξιοπρέπειαν τοῦ ἀνθρώπου ἐπέφερε ἕνα διαχωρισμὸν τῆς ἐννοίας τοῦ προσώπου ἀπὸ τὴν θεολογίαν, καὶ τὴν συνέδεσε μὲ τὴν ἰδέαν μιᾶς αὐτονόμου ἠθικῆς ἢ μιᾶς καθαρὰ ἀνθρωπιστικῆς ὑπαρξιακῆς φιλοσοφίας» (Ἰωάννη Ζηζιούλα, «Ἀπὸ τὸ προσωπεῖον εἰς τὸ πρόσωπον. Ἡ συμβολὴ τῆς πατερικῆς θεολογίας εἰς τὴν ἔννοιαν τοῦ προσώπου», στὸ Ἡ ἰδιοπροσωπία τοῦ Νέου ἑλληνισμοῦ. Συλλογὴ κειμένων, Ἵδρυμα Γουλανδρῆ – Χόρν, Ἀθῆναι 1983, σ. 297).

24 Κ. Θ. Δημαρᾶ, Ἱστορία τῆς Νεοελληνικῆς Λογοτεχνίας. Ἀπὸ τὶς πρῶτες ρίζες ὣς τὴν ἐποχή μας, Ἀθήνα 81987, σ. 44.

25 Ὅπ. π., σ. 58.

26 Ὅπ. π.

27 Βλ. ἐνδεικτικῶς G. Hering, Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο καὶ εὐρωπαϊκὴ πολιτικὴ 1620-1638, μετ. Δ. Κουρτοβίκ, ἐκδ. Μορφωτικὸ Ἵδρυμα Ἐθνικῆς Τραπέζης (= ΜΙΕΤ), Ἀθήνα, 2003, σσ. 196, 380, 386. Μ. Πατηνιώτης, «Οἱ Pestifarae Questiones τοῦ Κυρίλλου Λουκάρεως καὶ ἡ ἀνάδυση τοῦ κορυδαλλικοῦ προγράμματος», στὸν τόμο Βυζάντιο – Βενετία – Νεώτερος Ἑλληνισμός, ἐπιμ. Γ. Βλαχάκης – Θ. Νικολαΐδης, Ἐθνικὸ Ἵδρυμα Ἐρευνῶν, Ἀθήνα 2004, σ. 212.

28 G. Hering, ὅπ. π., σσ. 193-194. Ἐπίσης βλ. G. Podskalsky, Ἡ ἑλληνικὴ θεολογία ἐπὶ τουρκοκρατίας 1453-1821. Ἡ Ὀρθοδοξία στὴ σφαῖρα ἐπιρροῆς τῶν δυτικῶν δογμάτων μετὰ τὴ Μεταρρύθμιση, μετ. Γ. Δ. Μεταλληνός, ἐκδ. ΜΙΕΤ, Ἀθήνα 2005, σ. 240.

29 Βλ. σχετικῶς Ὁμιλία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη, Κύριλλου Λούκαρη (1616), στὸ Κωνσταντίνου Β. Σκουτέρη, Κείμενα τοῦ Νέου Ἑλληνισμοῦ, Ἐκκλησιαστικαὶ ἐκδόσεις ἐθνικῆς ἑκατοντηκονταετηρίδος, ἐν Ἀθήναις 1971, σ. 63: «Τὴν σοφίαν σου (ἐνν. κοσμικὴν) δὲν ἐθέλω ἐμπρὸς εἰς τὸν σταυρὸν τοῦ Χριστοῦ· κάλλιον ἦτο νὰ ἔχῃ τινὰς καὶ τὰ δύο, δὲν τὸ ἀρνοῦμαι, πλὴν ἀπὸ τὰ δύο τὸν σταυρὸν τοῦ Χριστοῦ προτιμῶ».

30 Ἑλένης Σ. Χατζόγλου – Μπαλτᾶ, «Ἀνθρωπολογικὲς προσεγγίσεις σὲ μεταβυζαντινὰ ὁμιλητικὰ κείμενα (μέσ. ις΄ ἀρχ. – ιη΄ αἰ.)», Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς 94 (2011), τεῦχ. 840, σσ. 303-344 καὶ τεῦχ. 841, σσ. 415-476.

31 Ἀθανασίου Ε. Καραθανάση, Οἱ Ἕλληνες λόγιοι στὴ Βλαχία (1670-1714). Συμβολὴ στὴ μελέτη τῆς ἑλληνικῆς πνευματικῆς κίνησης στὶς παραδουνάβιες ἡγεμονίες κατὰ τὴν προφαναριωτικὴ περίοδο, Ἵδρυμα Μελετῶν Χερσονήσου τοῦ Αἴμου 194, Θεσσαλονίκη 1982, σ. 225.

, , , , , , , , ,

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *