της Ελένης Χατζόγλου, από το περιοδικό Νέος Ερμής ο Λόγιος τ. 11, Χειμώνας 2015
Ἡ εὐρύτατη ἔννοια τοῦ ὅρου «ἀνθρωπισμὸς» ἔχει ἐπικρατήσει νὰ χρησιμοποιεῖται –συνοδευόμενη μάλιστα ἀπὸ τὸν προσδιορισμὸ «θρησκευτικὸς»– γιὰ νὰ περιγράψει τὴν πνευματικὴ ἀφύπνιση ποὺ σημειώθηκε στὴν ἑλληνικὴ ἐπικράτεια κατὰ τὴν περίοδο τῆς τουρκοκρατίας, μὲ τὰ συνακόλουθα ἐκπαιδευτικά, μορφωτικὰ κ. ἄ. «ἐπιτεύγματά» της. Θεωρεῖται μάλιστα ὅτι τὸ πνευματικὸ αὐτὸ φαινόμενο προηγήθηκε τοῦ νεοελληνικοῦ Διαφωτισμοῦ, μιᾶς ἄλλης παιδευτικῆς «κίνησης» μὲ ἐπίσης ἰδιαίτερα γνωρίσματα. Τὰ χαρακτηριστικὰ τοῦ «θρησκευτικοῦ ἀνθρωπισμοῦ» γίνεται προσπάθεια νὰ καταγραφοῦν ἁδρομερῶς στὴν παροῦσα ἐργασία, ἂν καὶ εἶναι κοινὴ διαπίστωση ὅτι ἡ πνευματικὴ αὐτὴ ἔκφανση συνδέεται μὲ τὸ καθημερινὸ βίωμα τῶν ἀνθρώπων, μὲ τὴν ἀνάγκη ἐπιβίωσής τους, καὶ δὲν ὑπῆρξε συνειδητὴ καὶ στοχευμένη προσπάθεια. Προηγουμένως εἶναι ἀναγκαῖο νὰ γίνει μία σύντομη ἱστορικὴ παρουσίαση τοῦ ὅρου «ἀνθρωπισμὸς» γενικά, ἀλλὰ καὶ σὲ ἀντιδιαστολὴ μὲ τὸν «θρησκευτικὸ» ἢ «χριστιανικό».
Ἔχει ὑποστηριχθεῖ ὅτι «ὁ ἀνθρωπισμὸς δὲν εἶναι σχολὴ σκέψης ἀλλὰ μᾶλλον μία προοπτικὴ θέασης τοῦ κόσμου»1. Σὲ μία ἀναδρομὴ τῶν ἐπιβιώσεων τοῦ πνευματικοῦ αὐτοῦ «φαινομένου» παρατηροῦμε ὅτι ἡ ἀνθρωπιστικὴ κοσμοαντίληψη τῆς Ἀναγέννησης προέβαλλε τὴν μελέτη τῶν κλασσικῶν γραμμάτων2 καὶ ἰδιαιτέρως τὴν ὑψηλὴ ἀξία τοῦ ἀνθρώπου3.
Στὴν ἀρχαιότητα θεμελιώδη ρόλο ὡς πρὸς τὴν ἑδραίωση μιᾶς ἀνθρωπιστικῆς κοσμοθεωρίας ἔπαιξε ὁ Πρωταγόρας καὶ ἡ διατύπωσή του ὅτι «πάντων χρημάτων μέτρον ἄνθρωπος»4, ἡ ὁποία πάντως δὲν φαίνεται νὰ ἀσκοῦσε ξεκάθαρα κριτικὴ τῆς μεταφυσικῆς ἢ νὰ θεμελίωνε ἕνα αὐτονομημένο Ἐγώ. Ὁ ἀνθρωπισμός, ὅπως κατανοεῖται στὸ πλαίσιο τῆς Ἀναγέννησης καὶ τοῦ Διαφωτισμοῦ, ἐξαίρει τὸ ἀτομικὸ Ἐγὼ –ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ συλλογικὸ Ἐγὼ– καὶ τὶς «ἀπόλυτες» δυνατότητες ποὺ αὐτὸ διαθέτει. Ἀκριβῶς αὐτὸ ἐξέφραζαν οἱ ἰδέες τοῦ Φραγκίσκου Πετράρχη (1304-1374), διὰ τῶν ὁποίων προβάλλονταν ἡ ἀξία καὶ τὰ δικαιώματα τοῦ ἀνθρώπου καὶ καλλιεργοῦνταν ὁ ἀτομικισμός, ὁ φιλελευθερισμὸς καὶ ἡ χειραφέτηση ἀπὸ κάθε αὐθεντία5. Ἂν καὶ ὑποστηρίζεται ὅτι ὁ Πετράρχης δὲν ἀπομακρύνθηκε ἀπὸ τὴν δυτικὴ Ἐκκλησία6, εἶναι βέβαιο ὅτι οἱ ἰδέες του ὁδήγησαν σ’ ἐκεῖνον τόν ἀνθρωπολογικὸ τύπο, τὸν ὁποῖο ἑδραίωσε ἐν συνεχείᾳ ὁ Διαφωτισμὸς7 ἢ ὅ,τι συνήθως ἀποκαλεῖται «Νεωτερικότητα».
Τὸ Ἐγὼ τῆς Νεωτερικότητας δὲν χρειάζεται τὴν θρησκευτικὴ ἀναζήτηση ἢ βεβαιότητα, ἀλλὰ κινεῖται σὲ μία αὐτόνομη προοπτική, ἀναζητώντας τὴν γνώση καὶ τὴν ἀτομικὴ ἠθικὴ τελειότητα. Εἰσηγεῖται τὴν ἀπομάκρυνση τοῦ Θεοῦ τόσο ἀπὸ τὰ πράγματα ὅσο καὶ ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν ἄνθρωπο. Στὴν καλύτερη περίπτωση, διακρίνει κανεὶς μία τυπικὴ ἐκδήλωση ἠθικῆς συμπεριφορᾶς πρὸς τοὺς συνανθρώπους ὡς ἐπιβεβαίωση τοῦ ἀτομικοῦ Ἐγώ. Ἀλλὰ μία τέτοια ἐκδήλωση δὲν πηγάζει κατ’ ἀνάγκην ἀπὸ ὁρισμένη θρησκευτικότητα. Ἐπίσης, ἀκόμα κι ἂν ἀναγνωρίσει κάποιος στὸν ἀνθρωπισμὸ τὸν χαρακτήρα τῶν ἠθικῶν ἰδεωδῶν τῶν κλασσικῶν γραμμάτων καὶ κυρίως τῆς σύζευξης τοῦ ἀνθρωπισμοῦ καὶ τοῦ χριστιανισμοῦ, τότε ἐνδέχεται νά ἀπογοητευθεῖ, διότι ἡ κυριαρχία τῶν θετικῶν ἐπιστημῶν καὶ τῆς τεχνολογίας (ἰδιαιτέρως κατὰ τὶς τελευταῖες δεκαετίες τοῦ 20οῦ αἰ.) εἶναι ὁλοκληρωτική.
Κυρίως μετὰ τὸν 18ο αἰώνα ἡ ἔννοια τοῦ ἀνθρωπισμοῦ βιώθηκε ὡς ἐπιδίωξη γιὰ τὴν τελειοποίηση τῆς ἀνθρώπινης φύσης καὶ ὡς δυνατότητα προόδου8, παρόλες τὶς ἐπιφυλάξεις ποὺ διατύπωσε ὁ Ἰ. Κὰντ (1724-1804) ὅτι «ἐὰν εἴχαμε τὸ δικαίωμα νὰ ἀποδώσουμε στὸν ἄνθρωπο μιὰ ἔμφυτη καὶ ἀμετάβλητα ἀγαθή, ἂν καὶ περιορισμένη, βούληση, τότε θὰ μπορούσαμε νὰ προλέγουμε μὲ βεβαιότητα τὴν πρόοδο τοῦ εἴδους του πρὸς τὸ καλύτερο»9.
Ἀργότερα, στὸν 20ὸ αἰ. καὶ ὕστερα ἀπὸ τοὺς δύο φοβεροὺς παγκοσμίους πολέμους, ὁ Μ. Χάϊντεγκερ (1889-1976) ὁρίζει, χαρακτηριστικά, ὅτι ἀνθρωπισμὸς σημαίνει τὴν μέριμνα ὥστε ὁ ἄνθρωπος νὰ εἶναι ἀνθρώπινος καὶ ὄχι ἀπάνθρωπος10. Ἐπισημαίνει μάλιστα ὅτι «κάθε Ἀνθρωπισμὸς ἢ θεμελιώνεται σὲ μία μεταφυσικὴ ἢ στοιχειοθετεῖ ὁ ἴδιος τὸ θεμέλιο μιᾶς μεταφυσικῆς. Κάθε καθορισμὸς τῆς οὐσίας τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ προϋποθέτει ἤδη τὴν ἑρμηνεία τοῦ ὄντος, χωρὶς νὰ ρωτᾶ γιὰ τὴν ἀλήθεια τοῦ εἶναι, εἴτε τὸ γνωρίζει εἴτε ὄχι, εἶναι μεταφυσικός»11. Εἶναι πάντως πολὺ ἐνδιαφέρουσα καὶ συζητήσιμη ἡ διατύπωση τοῦ Χάιντεγκερ ὅτι «Ὁ χριστιανὸς βλέπει τὴν ἀνθρωπιὰ τοῦ ἀνθρώπου… Στὰ πλαίσια τῆς ἱστορίας τῆς σωτηρίας ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἄνθρωπος ὡς ‘‘παιδὶ τοῦ Θεοῦ’’…»12. Ἐπιπλέον, εἶναι ἐμφανὴς ἡ διαφοροποίηση τοῦ φιλοσόφου αὐτοῦ ἀπὸ τὸν ἀνθρωπιστὴ τῆς Νεωτερικότητας, ποὺ τονίζει ὅτι εἶναι δυνατὸν νὰ ζεῖ κανεὶς μὲ ἐμπιστοσύνη στὶς δικές του δυνάμεις χωρὶς μεταφυσικὴ ἢ θρησκευτικὴ βεβαιότητα13. Ἔτσι, διαμορφώνεται σταδιακά, ἀπὸ τὸν 19ο αἰ. μέχρι καὶ σήμερα στὸν χῶρο τῆς Δύσης, μία ἰδιάζουσα μορφὴ «ἄθεου ἀνθρωπισμοῦ»14, ὅπως ἔχει ἀποκληθεῖ15, σὲ ἀντίθεση προφανῶς μὲ ἕναν ἀνθρωπισμὸ θρησκευτικοῦ περιεχομένου καὶ προσανατολισμοῦ.
Οἱ ἄμεσες συνέπειες μιᾶς αὐτονομημένης ἀτομικότητας παρουσιάζονται, κατὰ τὸν καλύτερο τρόπο, ἀπὸ τὸν Ρῶσο φιλόσοφο Ν. Μπερντιάγιεφ (1874-1948) σ’ ἕνα ἀξιοπρόσεκτο κείμενό του: «Ἡ κατάφαση τῆς ἀνθρώπινης ἀτομικότητας προϋποθέτει τὴν συνείδηση τοῦ δεσμοῦ ποὺ συνδέει τὸν ἄνθρωπο μὲ μία ἀνώτερη θεϊκὴ ἀρχή. Καὶ ἀφοῦ τὸ πρόσωπο δὲν θέλει νὰ ἀναγνωρίσει τίποτε ἔξω ἀπὸ αὐτὴν (ἐνν. τὴν ἀτομικότητα), κονιορτοποιεῖται κατὰ κάποιον τρόπο καὶ ὑποκύπτει στὴν ὁρμητικότητα τῶν κατώτερων στοιχείων, τῶν ὁποίων αὐτὸ ἔχει γίνει βορά. Ὁ ἄνθρωπος, λοιπόν, παύει νὰ αἰσθάνεται ὅτι ζεῖ, ἐφόσον δὲν ἀναγνωρίζει τὴν ὕπαρξη τοῦ μὴ-ἐγώ του καὶ ἀρνεῖται αὐτὸ ποὺ εἶναι ἀναγκαῖο γιὰ νὰ παραμείνει μία ἀτομικότητα, τὴν πραγματικότητα ὄχι μόνον τῶν ἄλλων προσώπων ἀλλὰ καὶ τοῦ θεϊκοῦ ὄντος. Πράγματι, ἡ αὐτοκατάφαση ποὺ δὲν γνωρίζει ὅρια καὶ δὲν ἀποδέχεται τίποτε πάνω ἀπὸ τὴν ἴδια καὶ ἡ ὁποία ὑπῆρξε ἐμπόδιο στὸν (ἐνν. γνήσιο) ἀνθρωπισμό, ὁδηγεῖ τὸν ἄνθρωπο στὴν καταστροφή, διότι αὐτός, ἀρνούμενος ὅλες τὶς ἀρχές, παύει νὰ ἔχει αὐτογνωσία καὶ εἶναι ὑποχρεωμένος νὰ ὑποτάσσεται σὲ ὑπάνθρωπες καὶ ὄχι ὑπεράνθρωπες ἀρχές. Σ’ αὐτὸ τὸ ἀποτέλεσμα ἔχουν φθάσει, ὕστερα ἀπὸ μία μακρὰ πορεία, ὁ ἀνθρωπισμὸς (ἐνν. τῆς νεωτερικότητας) καὶ ἡ σύγχρονη ἱστορία. Ἕνας ἀτομικισμός, ποὺ δὲν γνωρίζει ὅρια καὶ ποὺ δὲν ὑποτάσσεται σὲ τίποτε, κλονίζει τὴν ἀτομικότητα καὶ προξενεῖ τὴν καταστροφή»16. Ἔτσι ὁ ἀνθρωπισμός, διὰ τοῦ ἀτομικισμοῦ, ὁδηγεῖ βαθμιαῖα στὴν αὐτοκαταστροφὴ τοῦ ἀνθρώπου ἀλλὰ καὶ στὴν καταστροφὴ τοῦ περιβάλλοντος χώρου.
Στὸν ἀντίποδα τῆς ἀθεϊστικῆς θεωρητικῆς προσέγγισης ὁ θρησκευτικὸς ἀνθρωπισμὸς17 ἀποκηρύσσει τὴν αὐτονόμηση τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸν Θεὸ –φυσικὰ ἐξαίροντας τὴν ἀξία τῆς προσωπικῆς ἐλευθερίας– καὶ ἀσκεῖ κριτικὴ στὸν ἄθεο ἀνθρωπισμό18. Κυρίως θεμελιώθηκε καὶ ἐκφράστηκε ἀπὸ τοὺς βυζαντινοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας καὶ μάλιστα διαχρονικὰ στὸν χῶρο τῆς ὀρθόδοξης χριστιανικῆς παράδοσης.
Ἐπίσης, ἐπειδὴ ἡ ἀτομικὴ ἠθικὴ ἀναδείχθηκε ἰδιαιτέρως στὸ πλαίσιο τοῦ καθολικισμοῦ καὶ τοῦ προτεστανισμοῦ19, ἔχει ἐνδιαφέρον ἡ διαπίστωση ὅτι «ὁ δυτικὸς χριστιανισμός, εἰς τὴν οὐσίαν του, εἶναι ὁ πλέον ριζικὸς οὑμανισμός, διότι ἀνεκήρυξε τὸν ἄνθρωπον ἀλάθητον»20. Ὅμως, τὸ «ἀλάθητον» τῆς ἀτομικῆς ἠθικῆς παραπέμπει σὲ μία ἀνθρωποκεντρικὴ ἀντίληψη, ἡ ὁποία διαχωρίζει τὴν ἠθικὴ συγκρότηση τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὴν γνήσια θρησκευτικότητά του.
Ὕστερα ἀπὸ τὴν ἁδρομερὴ παρουσίαση τῶν ἐκφάνσεων τοῦ ἀνθρωπισμοῦ ἀπὸ τὴν ἀρχαιότητα μέχρι τὸν 20ὸ αἰώνα, ἀκολουθεῖ ἡ ἐξέταση τοῦ λεγομένου «θρησκευτικοῦ ἀνθρωπισμοῦ», ποὺ εἶναι μία κοσμοαντίληψη ἀνθρωπιστικῆς ὁπωσδήποτε κατεύθυνσης, ἡ ὁποία ὅμως δὲν ἀπομακρύνει τὸν Θεὸ ἀπὸ τὴν ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ ἀντίληψη αὐτή, ποὺ ἔχει προταθεῖ ἐκ μέρους τῆς πλειονότητας τῶν λογίων τῆς τουρκοκρατίας, δέχεται ἐπίσης τὴν ἀναγκαιότητα υἱοθέτησης ὁρισμένων ἀξιῶν, ὅπως τῆς ἐλευθερίας, τῆς γνώσης, τῆς ἀγάπης, τῆς συνεργασίας, ἀπαραίτητων γιὰ τὴν πρόοδο τῆς κοινωνίας καὶ τοῦ ἔθνους. Ἀλλὰ στὴν περίπτωση τοῦ θρησκευτικοῦ αὐτοῦ ἀνθρωπισμοῦ ὁ ἄνθρωπος, ἂν καὶ εἶναι ἕνα δημιούργημα ποὺ χαρακτηρίζεται ἀπὸ τὴν προσωπικὴ ἐλευθερία (αὐτεξούσιο), δὲν αὐτονομεῖται μέσα στὸν κόσμο21. Διότι, ἐνῶ μπορεῖ νὰ ἐπιτύχει τὴν πρόοδο στὸν γνωστικὸ καὶ στὸν ἠθικὸ τομέα, ὁ ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ καταστεῖ θεός22. Μὲ ἄλλα λόγια, ἡ δύναμη τοῦ νοῦ καὶ τῆς λογικῆς τοῦ ἀνθρώπου κινεῖται σὲ ὁρισμένο, πολὺ ὑψηλότερο σὲ σχέση μὲ τὰ ὑπόλοιπα δημιουργήματα, πλαίσιο, τὸ ὁποῖο πάντως «ὁρίζεται» ἀπὸ τὴν θεία Πρόνοια καὶ δὲν τὴν ὑπερβαίνει23.
Θὰ πρέπει λοιπὸν νὰ ἐξεταστεῖ ἀναλυτικότερα ἡ συμβολὴ τοῦ «θρησκευτικοῦ ἀνθρωπισμοῦ» στὴν ἐξέλιξη τῆς κοινωνίας καὶ τῆς σκέψης, καὶ πιὸ συγκεκριμένα στὴν δυσχερῆ γιὰ τὸν Ἑλληνισμὸ ἱστορικὴ περίοδο τῆς τουρκοκρατίας, κυρίως αὐτὴ τοῦ 16ου ἕως καὶ τὰ μέσα τοῦ 18ου αἰ. Τὸ ἐγχείρημα ἀποκτᾶ ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον, διότι οἱ ἐκπρόσωποι αὐτῆς τῆς περιόδου καὶ τὰ ζητήματα ποὺ ἀναδεικνύουν, προηγοῦνται τῆς καθαρὰ ἀνθρωποκεντρικῆς κοσμοαντίληψης τοῦ εὐρωπαϊκοῦ Διαφωτισμοῦ.
Τὸν ὅρο «θρησκευτικὸς ἀνθρωπισμὸς» κατ’ οὐσίαν εἰσήγαγε ὁ Κ. Θ. Δημαρᾶς24 μὲ τὴν διατύπωση «θρησκευτικὸς οὑμανισμός», περιγράφοντας «τὸ φιλοπρόοδο καὶ γενναῖο πνεῦμα τῆς Ἐκκλησίας», σύμφωνα μὲ τὸ ὁποῖο ὁ ὀρθόδοξος κλῆρος εἶχε ἀναλάβει νὰ προωθήσει τὴν παιδεία καὶ νὰ τῆς δώσει τὴν ὁρμή του25. Ὁ ἴδιος ἐρευνητὴς μάλιστα τοποθετεῖ τὸ κίνημα στὶς ἀρχὲς τοῦ 17ου αἰ. μὲ κύριο ἐκφραστὴ τὸν Κύριλλο Λούκαρη26. Στὴν προσπάθεια νὰ προσδιορισθεῖ ἡ αἰτία τῆς συγκρότησης τοῦ «θρησκευτικοῦ ἀνθρωπισμοῦ» ἔχει ὑποστηριχθεῖ ὅτι αὐτὴ ἀνάγεται στὴν πρωτοβουλία τοῦ Κύριλλου Λούκαρη νὰ ἀναχαιτίσει τὴν ἐπέλαση τῶν Καθολικῶν στὴν Ἀνατολή27. Ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριά, ἔχουν διατυπωθεῖ καὶ ἐπιφυλάξεις γιὰ τὸ ὅτι μὲ τὸν Κύριλλο Λούκαρη ἀρχίζει ὁ θρησκευτικὸς ἀνθρωπισμός, ἐπειδὴ οἱ ἰδέες του ἀπεῖχαν πολὺ ἀπὸ τὰ οὑμανιστικὰ ἰδεώδη καὶ τὴν κλασική παιδεία, μὲ τὴν ἔννοια ὅτι στὰ κείμενά του δὲν ἀνακαλύπτουμε κάποιο ἴχνος ἀπὸ τὴν λατρεία γιὰ τοὺς ἀρχαίους στοχαστές28. Ὡστόσο μὲ τὸν Λούκαρη τὸ ἐνδιαφέρον γιὰ τὴν μόρφωση ὑπάρχει, ἀλλὰ δίνεται ἔμφαση στὴν θρησκευτικὴ πλευρὰ τῆς παρεχόμενης παιδείας29. Ἄλλοι ἐκφραστὲς τῆς κίνησης αὐτῆς ὑπῆρξαν ὁ Γαβριὴλ Σεβῆρος (περ. 1540-1616) καὶ ὁ Γεράσιμος Βλάχος (1605/7-1685), μητροπολίτες Φιλαδελφείας, οἱ πατριάρχες Ἀλεξανδρείας Μελέτιος Πηγᾶς (1551-1601) καὶ Γεράσιμος Παλλαδᾶς (περ. 1630-1714), ὁ ἐπίσκοπος Κυθήρων Μάξιμος Μαργούνιος (1549-1602), οἱ πατριάρχες Ἱεροσολύμων Δοσίθεος (1641-1707) καὶ Χρύσανθος Νοταρᾶς (1655/60-1731), ὁ ἐπίσκοπος Κερνίτσης Ἠλίας Μηνιάτης (16-1714) κ. ἄ. Τὰ ἔργα τους παρουσιάζουν ἀνθρωπολογικὸ ἐνδιαφέρον, καθὼς πραγματεύονται θέματα ὅπως τὸ αὐτεξούσιο τοῦ ἀνθρώπου, ἡ φθορὰ καὶ ὁ θάνατος κ. ἄ., ἰδωμένα ὅμως ὅλα ὑπὸ τὸ πρίσμα τῆς ὀρθόδοξης χριστιανικῆς ἀνθρωπολογίας30.
«Ὁ ἱερωμένος οὐμανιστὴς ἀποτελεῖ μία διακεκριμένη κατηγορία στὴν ἱστορία τῶν ἰδεῶν τῆς Ἑλληνικῆς Ἀνατολῆς, ἀφοῦ ἡ παιδεία του καὶ ἡ ἰδεολογία του τὸν διαφοροποιεῖ ἀπὸ τοὺς ὑπόλοιπους ἱερωμένους τῆς ἐποχῆς του. Εἶναι ὁ κληρικὸς πού, χωρὶς νὰ πάψει νὰ εἶναι δεμένος μὲ τὴν Ἐκκλησία, ἀσχολεῖται καὶ μὲ ἄλλες δραστηριότητες ἔξω ἀπὸ ἐκεῖνες ποὺ συνιστοῦν τὰ ἱερατικά του καθήκοντα. Εἶναι ἡ διδασκαλία σὲ σχολεῖα, ἡ συγγραφή, ἡ ἀπασχόλησή του στὴν τυπογραφία, ἡ ἀντιγραφὴ χειρογράφων, ἡ γλωσσομάθεια καὶ ὅλες ἐκεῖνες οἱ ἀπασχολήσεις ποὺ προβληματίζουν τὸ λαϊκὸ λόγιο. Εἶναι ἀλήθεια, ἄλλωστε, ὅτι οἱ περισσότεροι ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς ἐκκλησιαστικοὺς διανοούμενους, τοὺς ἐκκλησιαστικοὺς οὐμανιστές, ὅπως συνηθίστηκε νὰ ἀποκαλοῦνται, ἔχουν σπουδάσει στὴν Πατριαρχικὴ Ἀκαδημία ἢ ἀκόμη καὶ στὴν Πάντοβα καί, καθὼς εἶναι φυσικό, ἐπηρεάζονται ἀπὸ τὸ νέο πνεῦμα ποὺ κυριαρχεῖ στοὺς κύκλους τῆς λογιοσύνης τῆς ἐποχῆς τους. Δὲν εἶναι ἀκόμη ὁ τύπος τοῦ ἱερωμένου ποὺ μένει στὸ μοναστήρι, ἁπλὸς ἴσως μοναχός, ἀλλὰ ἀποβλέπει στὴν προώθησή του σὲ ἀνώτερους βαθμοὺς ἱεροσύνης, σὲ μία διακεκριμένη ἐκκλησιαστικὴ σταδιοδρομία μὲ σημαίνοντα ρόλο στὶς ἐξελίξεις τοῦ Μεταβυζαντινοῦ Ἑλληνισμοῦ»31. Σημειωτέον ὅτι ὁ τύπος αὐτὸς λογίου ἐπιτελεῖ πλούσιο κοινωνικὸ ἔργο καὶ δὲν ἀφίσταται ἀπὸ τὶς ἀνάγκες τοῦ λαοῦ, πνευματικὲς καὶ μορφωτικές, τὶς ὁποῖες ἐπιδιώκει νὰ καλύψει, ὅπως θὰ φανεῖ καὶ στὴν συνέχεια.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1 Τὸ φιλοσοφικὸ Λεξικὸ τοῦ Cambridge, ἐπιμ. R. Audi, ἐκδ. Κέδρος, 2011, σ. 101.
2 Βλ. σχετικῶς Μ. Α. Σιώτου, Χριστιανισμὸς καὶ ἀνθρωπισμός, Ἑλληνικὴ Ἀνθρωπιστικὴ Ἑταιρεία, Ἀθῆναι 1967, σσ. 3, 8-14.
3 E. Panofsky, «Ἡ ἱστορία τῆς Τέχνης ὡς ἀνθρωπιστικὴ ἐπιστήμη», μετ. Π. Καλλιγᾶς, Δευκαλίων 25/1, ἐκδ. Στιγμή, Ἀθήνα 2007, σ. 6.
4 Πλάτωνα, Θεαίτητος 161c.
5 Μ. Α. Σιώτου, ὅπ. π.,σ. 5.
6 Ν. Π. Βασιλειάδη, Χριστιανισμὸς καὶ ἀνθρωπισμός, ἐκδ. «Ὁ Σωτήρ», Ἀθῆναι 1986, σ. 143.
7 Βλ. ἀναλυτικῶς Ν. Π. Βασιλειάδη, ὅπ. π., σσ. 177-180.
8 Βλ. Τὸ φιλοσοφικὸ Λεξικό, ὅπ. π., σ. 102.
9 Ἰμμ. Κάντ, Δοκίμια, εἰσαγωγὴ – μετάφραση – σχόλια Ε. Π. Παπανούτσου, ἐκδ. Δωδώνη, Ἀθήνα 1971, σ. 183.
10 Μ. Heidegger, Ἐπιστολὴ γιὰ τὸν ἀνθρωπισμό, μετ. Γ. Ξηροπαΐδης, ἐκδ. Ροές, Ἀθήνα 1987, σ. 61.
11 Ὅπ. π., σ. 65.
12 Ὅπ. π., σ. 61.
13 Βλ. Τὸ φιλοσοφικὸ Λεξικό, ὅπ. π., σ. 102.
14 Ἡ θεωρητικὴ ἐκδοχὴ τοῦ ἄθεου ἀνθρωπισμοῦ στὴν φιλοσοφία τοῦ 20οῦ αἰώνα ἀποτυπώνεται ἰδιαίτερα στὸ ἔργο τοῦ Ζ. Π. Σάρτρ, Ὁ ὑπαρξισμὸς εἶναι ἕνας ἀνθρωπισμός, μετ. Κώστας Σταματίου, ἐκδ. Ἀρσενίδη, Ἀθήνα 2012,σ. 87: «ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶναι κλεισμένος στὸν ἑαυτό του, ἀλλὰ εἶναι παρὼν πάντα σ’ ἕναν ἀνθρώπινο κόσμο, αὐτὸ εἶναι ποὺ ἀποκαλοῦμε ‘‘ὑπαρξιστικὸ ἀνθρωπισμό’’. Ἀνθρωπισμό, γιατὶ θυμίζουμε στὸν ἄνθρωπο πὼς δὲν ὑπάρχει νομοθέτης ἄλλος ἀπ’ τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό του καὶ πὼς ἐγκαταλειμμένος, μόνος, θ’ ἀποφασίσει γιὰ τὴ μοίρα του· γιατὶ δείχνουμε πὼς ὄχι στρεφόμενος πρὸς τὰ μέσα, πρὸς ἑαυτόν, ἀλλὰ ψάχνοντας πάντα ἔξω ἀπὸ τὸν ἑαυτό του γιὰ ἕνα σκοπὸ ποὺ νά’ ναι ἀπελευθέρωση, συγκεκριμένη πραγματοποίηση, μόνον ἔτσι ὁ ἄνθρωπος θὰ πραγματωθεῖ, ἀκριβῶς σὰν ἀνθρώπινο ὄν».
15 H. de Lubac, Le drame de l’ humanisme athée, Œuvres Complètes II, Cerf, Paris, 2007, passim.
16 Ν. Μπερντιάγιεφ, «Ἡ κρίση τοῦ ἀνθρωπισμοῦ», μετ. Δημήτρης Μπαλτᾶς, Εὐθύνη 421 (2007), σ. 19.
17 Βλ. σχετικῶς J. Daniélou, Essai sur le mystère de l’ histoire, Cerf, Paris 1982, σ. 81: «l’ homme est la valeur suprême pour l’ homme…une destinée divine de l’ homme». [Τὸ πλῆρες χωρίο ἀποδίδεται στὰ νεοελληνικὰ ὡς ἑξῆς: «Δὲν πρόκειται ἐδῶ γιὰ ἕναν χυδαῖο ὑλισμό, ἀλλὰ γιὰ ἕναν ἀνθρωπισμό, μία ἀντίληψη τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ μπορεῖ νὰ εἶναι ἄθεη, δίνει ὡστόσο στὸν ἄνθρωπο τὴν πρώτη θέση. Εἶναι πραγματικὰ μία θρησκεία τοῦ ἀνθρώπου. Ὡς τέτοιος ὁ μαρξισμὸς συνιστᾶ τὸ ἀπόλυτο ἐνάντιο τοῦ χριστιανισμοῦ: ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἡ ὑπέρτατη ἀξία γιὰ τὸν ἄνθρωπο, εἶναι ὁ ἴδιος ὁ δημιουργός του. Ἡ ἀναγνώριση τοῦ Θεοῦ εἶναι ὑποβιβαστικὴ καὶ ἄρα ἡ ἀπόρριψή του εἶναι ὁ οὐσιώδης ὅρος τοῦ ἀληθινοῦ ἀνθρωπισμοῦ… (Ὅμως) γιὰ τὸν χριστιανό, αὐτὸ ποὺ οἰκοδομεῖται ἐντὸς τῆς ἱστορίας δὲν εἶναι τόσο μία κοινωνία ἀνθρώπινη, ἀλλὰ μία θεϊκὴ μοίρα τοῦ ἀνθρώπου»].
18 Γιὰ τὴν σχετικὴ κριτικὴ τοῦ σύγχρονου ἀνθρωπισμοῦ καθὼς καὶ γιὰ τὴν φύση τῆς πνευματικῆς παράδοσης τοῦ θρησκευτικοῦ ἀνθρωπισμοῦ ἐν γένει, βλ. ἀρχικῶς τὸ ἔργο τοῦ Κυρίλλου πατριάρχη Μόσχας καὶ πάσης Ρωσίας, Ἐλευθερία καὶ εὐθύνη. Τὰ δικαιώματα τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἡ ἀξία τοῦ προσώπου, μετ. Ἀγγελικὴ Πελωριάδου, ἐκδ. Ἐν πλῷ, Ἀθήνα 2011, σ. 23: «Προερχόμενοι ἀπὸ μία θεοκεντρικὴ πνευματικὴ παράδοση, ἡ ὁποία θεωρεῖ τὸν ἀνθρωποκεντρικὸ οὐμανισμὸ ὡς ξένη γι’ αὐτὴ κοσμοθεωρία, εἴμαστε ἕτοιμοι νὰ τὸν ἀντιμετωπίσουμε μὲ σεβασμό, ὅμως δὲν θὰ μπορέσουμε νὰ τὸν δεχθοῦμε ὡς ἀπόλυτη καὶ ἀπροϋπόθετη θετικὴ ἀξία. Ἐπίσης ξεκινοῦμε ἀπὸ τὴν ἄποψη ὅτι πρότυπα, τὰ ὁποῖα, ἑκουσίως ἢ ἀκουσίως, συντελοῦν στὴν καταστροφὴ τῆς ἐθνικοπολιτισμικῆς καὶ θρησκευτικῆς ταυτότητας τῶν λαῶν, ἀναπόφευκτα θὰ ὁδηγήσουν στὴν ἀποδυνάμωση τῆς πληρότητας τοῦ κόσμου τοῦ Θεοῦ, τῆς ἑνότητός του, καὶ σὲ τελικὴ ἀνάλυση στὸν θάνατο».
19 Βλ. ἐνδεικτικῶς M. Weber, Ἡ προτεσταντικὴ ἠθικὴ καὶ τὸ πνεῦμα τοῦ καπιταλισμοῦ, μετ. Μ. Κυπραίου, ἐκδ. Gutenberg, Ἀθήνα 2003.
20 Ἀρχιμ. Ἰουστίνου Πόποβιτς, Ὀρθόδοξος ἐκκλησία καὶ οἰκουμενισμός, μετ. Ἀ. Ράντοβιτς, Ἀ. Γιέβτιτς, ἐκδ. Ὀρθόδοξος Κυψέλη, Θεσσαλονίκη 1974, σ. 177.
21 Βλ. ἀναλυτικῶς Μ. Α. Σιώτου, ὅπ. π., σσ. 19-20.
22 Γιὰ τὴν αὐτονομημένη ἀπὸ τὴν θεία πρόνοια προοπτικὴ τοῦ ἀνθρωπισμοῦ βλ. ἀρχικῶς Λ. Φώϋερμπαχ, Παραδόσεις γιὰ τὴν οὐσία τῆς θρησκείας, μετ. Γ. Καραπαπᾶς, ἐκδ. Τροπή, Ἀθήνα 2009, σ. 391. Βλ. καὶ Η. de Lubac, ὅπ. π., σσ. 15-70.
23 Στὸν ἀντίποδα, «ἡ προσπάθεια τοῦ νεωτέρου ἀνθρωπισμοῦ νὰ ὑποκαταστήσῃ τὸν χριστιανισμὸν εἰς ὅ, τι ἀφορᾶ εἰς τὴν ἀξιοπρέπειαν τοῦ ἀνθρώπου ἐπέφερε ἕνα διαχωρισμὸν τῆς ἐννοίας τοῦ προσώπου ἀπὸ τὴν θεολογίαν, καὶ τὴν συνέδεσε μὲ τὴν ἰδέαν μιᾶς αὐτονόμου ἠθικῆς ἢ μιᾶς καθαρὰ ἀνθρωπιστικῆς ὑπαρξιακῆς φιλοσοφίας» (Ἰωάννη Ζηζιούλα, «Ἀπὸ τὸ προσωπεῖον εἰς τὸ πρόσωπον. Ἡ συμβολὴ τῆς πατερικῆς θεολογίας εἰς τὴν ἔννοιαν τοῦ προσώπου», στὸ Ἡ ἰδιοπροσωπία τοῦ Νέου ἑλληνισμοῦ. Συλλογὴ κειμένων, Ἵδρυμα Γουλανδρῆ – Χόρν, Ἀθῆναι 1983, σ. 297).
24 Κ. Θ. Δημαρᾶ, Ἱστορία τῆς Νεοελληνικῆς Λογοτεχνίας. Ἀπὸ τὶς πρῶτες ρίζες ὣς τὴν ἐποχή μας, Ἀθήνα 81987, σ. 44.
25 Ὅπ. π., σ. 58.
26 Ὅπ. π.
27 Βλ. ἐνδεικτικῶς G. Hering, Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο καὶ εὐρωπαϊκὴ πολιτικὴ 1620-1638, μετ. Δ. Κουρτοβίκ, ἐκδ. Μορφωτικὸ Ἵδρυμα Ἐθνικῆς Τραπέζης (= ΜΙΕΤ), Ἀθήνα, 2003, σσ. 196, 380, 386. Μ. Πατηνιώτης, «Οἱ Pestifarae Questiones τοῦ Κυρίλλου Λουκάρεως καὶ ἡ ἀνάδυση τοῦ κορυδαλλικοῦ προγράμματος», στὸν τόμο Βυζάντιο – Βενετία – Νεώτερος Ἑλληνισμός, ἐπιμ. Γ. Βλαχάκης – Θ. Νικολαΐδης, Ἐθνικὸ Ἵδρυμα Ἐρευνῶν, Ἀθήνα 2004, σ. 212.
28 G. Hering, ὅπ. π., σσ. 193-194. Ἐπίσης βλ. G. Podskalsky, Ἡ ἑλληνικὴ θεολογία ἐπὶ τουρκοκρατίας 1453-1821. Ἡ Ὀρθοδοξία στὴ σφαῖρα ἐπιρροῆς τῶν δυτικῶν δογμάτων μετὰ τὴ Μεταρρύθμιση, μετ. Γ. Δ. Μεταλληνός, ἐκδ. ΜΙΕΤ, Ἀθήνα 2005, σ. 240.
29 Βλ. σχετικῶς Ὁμιλία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη, Κύριλλου Λούκαρη (1616), στὸ Κωνσταντίνου Β. Σκουτέρη, Κείμενα τοῦ Νέου Ἑλληνισμοῦ, Ἐκκλησιαστικαὶ ἐκδόσεις ἐθνικῆς ἑκατοντηκονταετηρίδος, ἐν Ἀθήναις 1971, σ. 63: «Τὴν σοφίαν σου (ἐνν. κοσμικὴν) δὲν ἐθέλω ἐμπρὸς εἰς τὸν σταυρὸν τοῦ Χριστοῦ· κάλλιον ἦτο νὰ ἔχῃ τινὰς καὶ τὰ δύο, δὲν τὸ ἀρνοῦμαι, πλὴν ἀπὸ τὰ δύο τὸν σταυρὸν τοῦ Χριστοῦ προτιμῶ».
30 Ἑλένης Σ. Χατζόγλου – Μπαλτᾶ, «Ἀνθρωπολογικὲς προσεγγίσεις σὲ μεταβυζαντινὰ ὁμιλητικὰ κείμενα (μέσ. ις΄ ἀρχ. – ιη΄ αἰ.)», Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς 94 (2011), τεῦχ. 840, σσ. 303-344 καὶ τεῦχ. 841, σσ. 415-476.
31 Ἀθανασίου Ε. Καραθανάση, Οἱ Ἕλληνες λόγιοι στὴ Βλαχία (1670-1714). Συμβολὴ στὴ μελέτη τῆς ἑλληνικῆς πνευματικῆς κίνησης στὶς παραδουνάβιες ἡγεμονίες κατὰ τὴν προφαναριωτικὴ περίοδο, Ἵδρυμα Μελετῶν Χερσονήσου τοῦ Αἴμου 194, Θεσσαλονίκη 1982, σ. 225.