Ὡς βασικοὶ ἄξονες ποὺ διέπουν αὐτὴν τὴν ἰδιάζουσα ἀνθρωπιστικὴ κοσμοαντίληψη μποροῦν νὰ θεωρηθοῦν οἱ ἑξῆς: α) τὰ ζητήματα τῆς γνώσης, ἡ ὁποία ἔχει θρησκευτικὸ καὶ ἐνίοτε ἀρχαιογνωστικὸ προσανατολισμό, καὶ μόνον ἀργότερα, κατὰ τὸν 18ο αἰώνα, κινήθηκε ἐντὸς τῶν ἐνδιαφερόντων ποὺ ἔθετε ἡ ἐνασχόληση μὲ τὶς ἐπιστῆμες· β) ἡ ἐθνικὴ συνείδηση, ποὺ ἐνισχύεται ὁλοένα καὶ περισσότερο ἀνάλογα μὲ τὴν παρεχόμενη παιδεία καὶ γνώση· γ) ἡ γλώσσα, ποὺ λειτούργησε ἑνοποιητικὰ προκειμένου νὰ διασωθεῖ ἡ ἐθνικὴ ταυτότητα τοῦ ὑπόδουλου λαοῦ· δ) ἡ θρησκευτικότητα, ποὺ συνέχιζε τὴν παράδοση τῶν βυζαντινῶν θεολόγων Πατέρων, πράγμα ἀναγκαῖο μπροστὰ στὶς ἀπόπειρες ἐπέμβασης στὴν κυρίαρχη θρησκευτικὴ πίστη τῶν ἀνθρώπων, τόσο ἀπὸ πλευρᾶς τῶν Τούρκων κατακτητῶν ὅσο καὶ ἀπὸ πλευρᾶς τῶν Δυτικῶν μισσιοναρίων· ε) ἡ κοινοτικὴ ἀντίληψη ὡς στοιχεῖο ἐθνικῆς καὶ κοινωνικῆς ζωῆς.
α΄. Εἶναι γεγονὸς ὅτι ἡ ἐπαφὴ τῶν λογίων τῆς περιόδου αὐτῆς μὲ τὸ ἀρχαῖο ἑλληνικὸ πνεῦμα διέρχεται μέσῳ τοῦ βυζαντινοῦ ἀνθρωπισμοῦ, τὸν ὁποῖο ἐνστρερνίζεται καὶ προάγει32.
Μάλιστα ὁ βυζαντινὸς ἀνθρωπισμὸς ἀποτελεῖ τὸ ἔδαφος πάνω στὸ ὁποῖο οἰκοδομεῖται ὁ θρησκευτικὸς ἀνθρωπισμός33. Καθοριστική, κατὰ ταῦτα, παράμετρος ποὺ ἀφορᾶ τὸ θρησκευτικὸ περιεχόμενο τοῦ ἐν λόγῳ ἀνθρωπισμοῦ, εἶναι τὸ γεγονὸς ὅτι παρακολουθεῖ δημιουργικὰ καὶ ὄχι ἁπλῶς σέβεται τὴν διαμορφωθεῖσα παράδοση. Ἔτσι ὁ θρησκευτικὸς ἀνθρωπιστὴς τοῦ τουρκοκρατούμενου Ἑλληνισμοῦ διαφοροποιεῖται σαφῶς ἀπὸ τὸν ἀναγεννησιακὸ καὶ νεωτερικὸ οὑμανιστή, ὁ ὁποῖος ἀπορρίπτει τὴν αὐθεντία, σέβεται ὅμως τὴν παράδοση34. Εἶναι εὐνόητο ὅτι ἕνας ἀνθρωπιστὴς μὲ θρησκευτικὸ προσανατολισμὸ στὴν σκέψη του, δὲν θὰ ἀπορρίψει οὔτε τὴν αὐθεντία οὔτε τὴν παράδοση, ἐφ’ ὅσον συνεχίζει τὸν διαμορφωθέντα βυζαντινὸ ἀνθρωπισμὸ καὶ τὴν φιλοσοφικὴ κοσμοαντίληψη τῶν Πατέρων τοῦ Βυζαντίου.
Ἐνδιαφέρουσες σχετικῶς εἶναι οἱ παρατηρήσεις τοῦ Βικεντίου Δαμοδοῦ (1700-1752): «Οὐ δεῖ σε λέγειν ὅσα μὴ γέγραπται σαφῶς ἢ οὐ συνάγεται ἀναγκαίως ἐκ τῶν γεγραμμένων καὶ οὐ παρεδόθη τῇ Ἐκκλησίᾳ…»· καὶ ἀλλοῦ «Ἀλλ’ ἡμεῖς οἱ ὀρθόδοξοι, ἀκολουθοῦντες τὰς παραδόσεις τῶν ἁγίων πατέρων καὶ τοὺς διορισμοὺς τῶν ἱερῶν συνόδων…»35, καθὼς καὶ τοῦ Γεωργίου Κονταρῆ (17ος αἰ.): «θέλετε ἐγνωρίσει ἀπὸ τί εὐγενικὸν καὶ περίφημον γένος κατάγεσθε καὶ ὄντως μετὰ ταῦτα θέλετε γνωρίσει καὶ τὸν ἑαυτόν σας, ἵνα μὴ ἐργάζεσθε ἔργα τοῦ περιφήμου γένους ἡμῶν ἀνάξια… Λοιπὸν ἐπειδὴ εἴμεσθα ἀπόγονοι τοιούτων μεγάλων καὶ σοφῶν ἀνδρῶν, πρέπον εἶναι νὰ τοὺς μιμούμεσθε εἰς ὅλα τὰ καλὰ ἤθη καὶ νὰ μὴν κάμνομε οὐδαμῶς πράγματα ἐκείνων ἀνάξια»36.
Δεδομένου τοῦ σεβασμοῦ στὴν παράδοση ἀλλὰ καὶ τὴν αὐθεντία, δὲν μπορεῖ νὰ θεμελιωθεῖ ἡ τοποθέτηση ὅτι «ἡ συστηματικὴ ἀνώτερη ἐκπαίδευση (ἐνν. τῶν χρόνων τῆς τουρκοκρατίας) ὑπῆρξε ἀνθρωπιστικὴ ἐπειδὴ χειραγωγοῦσε τοὺς σπουδαστὲς σὲ μία μέθοδο στοχασμοῦ ποὺ τὰ κριτήριά του ἦταν μᾶλλον προϊὸν τῆς ἀνθρώπινης προσπάθειας γιὰ ἔρευνα παρὰ κάτι προερχόμενο ἀπὸ τὴν αὐθεντία ἢ καθιερωμένο ἀπὸ τὴν ἀποκάλυψη»37.
Ἐπίσης ἡ γνώση38 προάγεται βαθμιαῖα μέσα ἀπὸ τὴν παιδεία, ποὺ παρέχεται ὑποτυπωδῶς στὴν ἀρχή, ἀλλὰ καταλήγει, τηρουμένων τῶν ἀναλογιῶν, σὲ ἕνα εἶδος ἀναγέννησης καὶ πνευματικῆς ἀφύπνισης. Στὸ πλαίσιο αὐτὸ ὁ Μελέτιος Ἀθηνῶν ἰσχυρίζεται ὅτι: «Ἀλλ’ ἡ σπουδὴ τούτων τῶν δύο ἀναγκαιοτάτων μαθημάτων (= Ἱστορίας καὶ Γεωγραφίας) εἶναι ἀμελημένη παντάπασι μεταξὺ εἰς τοὺς νέους τοῦ Γένους μας, καὶ τὸ σφάλμα εἶναι τῆς ἀμεθοδίας μας… Μὴ ὑποφέρετε πλέον νὰ εἴμεθα ὑπὸ τὸν ζόφον τῆς ἀμαθείας καὶ ὑπὸ τὴν παρὰ τῶν ἄλλων ἐθνῶν καταφρόνησιν ἡμεῖς οἱ ἀπόγονοι τῶν Πατέρων ἐκείνων τῶν Ἐπιστημῶν καὶ Μαθήσεων»39. Αὐτὴ ἡ γνώση ἔχει ὡς ἐφαλτήριο τὸ θρησκευτικὸ περιεχόμενο ἀλλὰ στὴν συνέχεια ἀφορᾶ περισσότερα πεδία ἐνδιαφερόντων καὶ διευρύνει περαιτέρω τοὺς γνωστικοὺς ὁρίζοντες τῶν ἀνθρώπων.
β΄. Μία ἄλλη, ἐξ ἴσου σημαντική, παράμετρος τοῦ θρησκευτικοῦ ἀνθρωπισμοῦ ἔχει κατεύθυνση ἐθνική, ἐφόσον στὴν συγκεκριμένη ἱστορικὴ συγκυρία τὸ θρησκευτικὸ στοιχεῖο συνάπτεται μὲ τὸ ἐθνικό.
Εἶναι γνωστὸ ὅτι ἡ Ἐκκλησία ἔπαιξε ἐθναρχικὸ ρόλο λόγῳ τῶν εἰδικῶν «προνομίων» ποὺ παραχωρήθηκαν στὸν πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Γεννάδιο Σχολάριο ἀπὸ τὸν πρῶτο σουλτάνο Μωάμεθ Β΄ μετὰ τὴν Ἅλωση καὶ διατηρήθηκαν καὶ ἀπὸ τοὺς διαδόχους τοῦ πατριάρχη, ποὺ ἔφεραν τὴν ἰδιότητα τοῦ «μιλλιέτ – μπασι» (= ἐθνάρχη). Ὡς ἐκ τούτου οἱ ἐκκλησιαστικοὶ λειτουργοὶ ἀναλάμβαναν τὴν μέριμνα γιὰ τὴν στοιχειωδῶς παρασχεθεῖσα ἐκπαίδευση καὶ τὴν προαγωγὴ τῆς γνώσης, φυσικὰ ὑπὸ τὶς δεδομένες ἰδιάζουσες συνθῆκες.
Ἐξάλλου, ἡ δημιουργία ἑνὸς ἀνεξάρτητου ἑλλαδικοῦ κράτους δὲν συνέπεσε χρονικὰ μὲ τὸν σχηματισμὸ τῶν ἐθνικῶν κρατῶν στὸν εὐρωπαϊκὸ χῶρο ὕστερα ἀπὸ τὴν Ἀναγέννηση. Ἀντιθέτως μάλιστα, ἐπὶ αἰῶνες κατεβλήθη προσπάθεια νὰ διασωθεῖ ἡ ἐθνικὴ ταυτότητα μὲ τὴν βοήθεια τῆς θρησκείας καὶ τῆς γλώσσας στὸ πλαίσιο τοῦ «θεσμοῦ» τῶν κοινοτήτων, ὅπου ὑπῆρχε συνείδηση τῆς συνέχισης τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς πνευματικῆς κληρονομιᾶς μέσῳ τῆς βυζαντινῆς. Πολὺ χαρακτηριστικὴ εἶναι ἡ σχετικὴ προσέγγιση γιὰ τὴν συνέχεια τοῦ ἑλληνισμοῦ, τὴν ὁποία ἐπιχείρησε ὁ Ἀναστάσιος Μιχαὴλ Ναουσαῖος (περ. 1675-1725) σὲ πολλὰ σημεῖα τοῦ ἑλληνοκεντρικοῦ καὶ ἀρχαιογνωστικοῦ ἔργου του: «Πείθει δέ με τὰς τερπνὰς ταύτας περὶ Ἑλλάδος τῆς ἐμῆς θάλπειν ἐλπίδας, αὐτὴ ἡ φίλη Ἑλλὰς μᾶλλον καὶ μᾶλλον μνημονικοτέρα ἑαυτῆς διατιθεμένη. Ἐξήγειρε καὶ γὰρ Κύριος ὁ Θεὸς πνεύματα τῶν, ὧν ταῖς ἀγρύπνοις φροντίσι τό, ῥείθροις θεανδρικῶν ἱδρώτων, καὶ σταλαγμοῖς θεοῤῥείτου αἵματος, περιουσιασθὲν αὐτῷ ποίμνιον ἐνεπίστευσε, θεοσόφων Πατριαρχῶν καὶ Ἀρχιερέων τῶν ἡμετέρων μεθ’ οὓς καὶ δι’ οὓς οὐκ ὀλίγων ἔτι ἄλλων τῶν φιλοθέων τε καὶ φιλοπατριδῶν, καὶ αὐτόχρημα προπατορικὴν ἐπιδεικνυμένων γενναιότητα Ἑλλήνων, ἵνα τῷ ἀρχαίῳ ταύτης ἐγκαλλωπίσματί τε καὶ κτήματι τὴν σφῶν Ἑλλάδα καθωραΐσωσι, καὶ τὸ αὐτῶν ἕκαστος ὄνομα ταῖς τῆς ἀθανασίας ἐγχαράξωσι κύρβεσιν»40.
Σ’ αὐτὲς τὶς κοινότητες τῶν χρόνων τῆς τουρκοκρατίας θὰ ἀνιχνευθεῖ τὸ πνεῦμα τοῦ συλλογικοῦ Ἐγὼ41 καὶ τῆς κοινωνικῆς ἀλληλεγγύης, τῆς συνεργασίας καὶ τῆς φιλανθρωπίας42. Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι οἱ ἐντασσόμενοι στὸν χῶρο τοῦ θρησκευτικοῦ ἀνθρωπισμοῦ λόγιοι ἀναδεικνύουν τὴν ἐθνικὴ ταυτότητα43, ἔστω κι ἂν δὲν ὑφίσταται ἀκόμη ἕνα ἀνεξάρτητο κρατικὸ μόρφωμα. Προφανῶς αὐτὴ ἡ συγκρότηση ἑνὸς τέτοιου αὐτοδύναμου μορφώματος, καὶ μάλιστα μὲ βασικὸ γνώρισμα τὴν θρησκευτικὴ πίστη, δὲν εἶναι ἀνάγκη «κοινωνική»44, ἀλλὰ πρωτίστως ἐθνική45. Ἐξάλλου, αὐτὰ ἔρχονται σὲ ἀντίθεση καὶ μὲ τὸν κοσμοπολιτισμό46, ποὺ συνήθως προσγράφεται ὡς ἕνα ἀπὸ τὰ χαρακτηριστικὰ γνωρίσματα τοῦ εὐρωπαϊκοῦ οὑμανισμοῦ καὶ τοῦ Διαφωτισμοῦ.
γ΄. Ἰδιαιτέρως ὅσον ἀφορᾶ τὴν γλώσσα ὡς στοιχεῖο ποὺ συντηρεῖ τὴν ἐθνικὴ ταυτότητα τοῦ λαοῦ, ἐπισημαίνεται ὅτι ὁ θρησκευτικὸς ἀνθρωπισμὸς ἐκφράζεται μὲ κείμενα τόσο σὲ λόγια, ὅσο καὶ σὲ ἁπλὴ γλωσσικὴ μορφή, ἀνάλογα μὲ τὶς ἑκάστοτε περιστάσεις.
Πολλοὶ λόγιοι στὰ ἔργα ἢ τὰ κηρύγματά τους, ποὺ ὁπωσδήποτε ἔχουν παιδευτικὸ χαρακτήρα, χρησιμοποιοῦν τὴν ἁπλὴ καθομιλουμένη, ὅπως γιὰ παράδειγμα ὁ Κύριλλος Λούκαρης, ποὺ ἐξῆρε τὴν ἀναγκαιότητά της γιὰ τὴν κατανόηση τῶν νοημάτων ἀπὸ τὸν ἀπαίδευτο λαό: «Ἂν μιλοῦμε ἢ ἂν διαβάζουμε καὶ δὲ γροικοῦμε, εἶναι ὡσὰν νὰ ρίχνομε τὰ λόγια μας εἰς τὸν ἄνεμο»47. Τὴν ἀνάγκη ὄχι μόνο νὰ ἐκφράζονται οἱ ἱεροκήρυκες στὴν δημοτική, ἀλλὰ καὶ νὰ «μεταγλωττισθεῖ» σ’ αὐτὴν τὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο τόνιζε κατ’ ἐπανάληψιν48 ὁ ἴδιος ἱεράρχης προβαίνοντας μάλιστα στὴν μετάφραση τῆς Καινῆς Διαθήκης μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Μαξίμου Καλλιουπολίτη. Τὸ ἐγχείρημα, ποὺ ἀντιμετώπισε ἀρκετὲς ἀντιδράσεις, ὁλοκληρώθηκε τὸ 1645, μετὰ τὸν θάνατο τοῦ ἱεράρχη.
Αὐτὴ ἡ μορφὴ ἀνθρωπισμοῦ προσανατολιζόταν πρὸς τὴν γενίκευση τοῦ «ἐκκλησιαστικοῦ δημοτικισμοῦ»49, ποὺ θὰ ἐξασφάλιζε συνειδητὴ συμμετοχὴ καὶ κατανόηση τῶν νοουμένων ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους. Τὴν συγκεκριμἐνη ἐπιταγὴ ἀκολούθησε στὸ ἔργο του καὶ ὁ Νικόλαος Σοφιανὸς (16ος αἰ.): «ἂν ἤθελαν διαβάσει καὶ νὰ γρυκήσουν τὰ βιβλία ὁποὺ ἀφῆκαν ἐκεῖνοι οἱ παλαιοὶ καὶ ἐνάρετοι ἄνδρες, εὔκολα ἤθελε διορθωθῇ ἡ ἀπαιδευσία ὁποὺ πλεονάζει εἰς τοὺς πολλούς. Διὰ τοῦτο λοιπὸν ὥρμησα καὶ ἐγώ, μὲ γνώμην καὶ παρακίνησιν τῶν εἰρημένων ἐλλογίμων καὶ εὐγενῶν ἀνδρῶν, ἀπὸ ὅσον δύναμαι, Θεοῦ ὁδηγοῦντος, νὰ μεταγλωττίσω καὶ νὰ πεζεύσω ἀπὸ τὰ βιβλία ὁποὺ νὰ εἶναι χρήσιμα καὶ ὠφέλιμα εἰς τὸ νὰ ἀνακαινισθῇ καὶ νὰ ἀναπτερυγιάσῃ ἀπὸ τὴν τόσην ἀπαιδευσίαν τὸ ἐλεεινὸν γένος»50. Ὁ Ἰωαννίκιος Καρτάνος (περ. 1500-περ. 1567) στὸ ἔργο του Παλαιά τε καὶ νέα Διαθήκη [Βενετία 1536]51 κατὰ τρόπο προδρομικὸ χρησιμοποίησε τὴν δημοτικὴ γλώσσα, προκειμένου νὰ ἁπλοποιήσει τὰ Ἁγιογραφικὰ κείμενα ὥστε νὰ εἶναι προσιτὰ στὸν ἀπαίδευτο ἀκόμη λαό.
Ἀνεξαρτήτως πάντως τῆς μορφῆς τῶν κειμένων, ἐδῶ ἔχει ἰδιαίτερη σημασία ἡ πρόθεση τῶν συγγραφέων, ἡ ὁποία συνίσταται στὴν διατήρηση, μέσῳ τῆς γλώσσας52, τῆς ἱστορικῆς, ἐθνικῆς καὶ θρησκευτικῆς ταυτότητας τῶν ἀπογόνων μιᾶς συγκεκριμένης ἐθνικῆς κληρονομιᾶς. Γι’ αὐτὸ καὶ ἔχει ἐπισημανθεῖ ἀπὸ τὸν Μάξιμο Πελοποννήσιο (μέσ. 16ου – μέσ. 17ου αἰ.) ὅτι: «Πρέπον καὶ δίκαιον κατὰ ἀλήθειαν ἦτον, ἀδελφοὶ καὶ τέκνα τῆς ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, νὰ μὴν ἔλθῃ τὸ γένος μας τὸ ἐπαινετόν, εἰς τόσην ἀμάθειαν καὶ στέρησιν τῆς σοφίας, ὅτι νὰ χάσῃ σχεδὸν καὶ τὴν ἑλληνικὴν γλῶσσαν, μὲ τὴν ὁποίαν εἶχε πάντοτε εἰς ὅλα τὰ γένη σιμὰ μέγα καύχημα, μὲ τὸ νὰ τὴν εἶχεν, ὁμοῦ μὲ ταῖς ἄλλαις ἐπιστήμαις πολλὰ θαυμαστά»53.
δ΄. Ἐπειδὴ ὅμως ἡ γλώσσα συσχετίζεται μὲ τὴν παιδεία καὶ ἐπειδὴ ἀσφαλῶς ἡ παιδεία γιὰ τοὺς Ἕλληνες στὴν τουρκοκρατία ἦταν σημαντικὸς παράγοντας γιὰ τὴν διατήρηση τῆς ἐθνικῆς ταυτότητας, ἡ παιδεία ποὺ καλλιεργεῖται στὸ πλαίσιο τοῦ θρησκευτικοῦ ἀνθρωπισμοῦ ἔχει κατ’ ἀρχὴν ἐκκλησιαστικὸ καὶ μάλιστα χριστοκεντρικὸ προσανατολισμό54.
Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἀπορρέει ἀπὸ «τὸν φωτισμὸν διὰ τοῦ ἁγιασμοῦ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι, ὁ ὁποῖος εἶναι φορέας καὶ δημιουργὸς τῆς ἁγιότητας, τοῦ φωτὸς καὶ τῆς γνώσεως»55. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ ἐκπαίδευση στὶς κατακτημένες ἑλληνικὲς περιοχὲς ἦταν ἐκκλησιαστική, ὅπως καὶ ἡ λογιοσύνη τῆς ἐποχῆς στὴν συντριπτική της πλειοψηφία56. Σαφῶς καὶ ἀποσκοποῦσε στὴν γνωστικὴ καὶ ἠθικὴ συγκρότηση τοῦ ἀτόμου, ἀλλὰ ὄχι χωρὶς τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ· ὁπωσδήποτε καὶ ἐνδιαφερόταν γιὰ τὴν προαγωγὴ τῆς λογικῆς καὶ τῆς γνώσης, τῆς ἐπιστήμης καὶ τοῦ πολιτισμοῦ, ἀλλὰ χωρὶς νὰ καταλήγει νὰ τὰ θεοποιήσει.
ε΄. Σὺν τοῖς ἄλλοις, ὁ συγκεκριμένος «θρησκευτικὸς ἀνθρωπισμὸς» εἶναι μία ἰδιότυπη πνευματικὴ κατάκτηση, ποὺ συνίσταται στὴν συλλογικότητα τοῦ κοινοτισμοῦ, ὅπου ὁ ἄνθρωπος πραγματώνεται ὡς συλλογικὸ Ἐγὼ καὶ ἡ ζωή του νοηματοδοτεῖται μέσα ἀπὸ τὸ ἀξιακὸ σύστημα τοῦ χριστιανισμοῦ.
Βιώνεται ἐπίσης μέσα ἀπὸ τὴν σχέση τῆς ἐκκλησιαστικῆς καὶ κοινοτικῆς ζωῆς καὶ λειτουργεῖ ὡς κοινωνία προσώπων καὶ ὄχι ὡς θρησκευτικὴ ἀτομικότητα. Εἶναι πηγὴ ἀναγεννητικῆς ἀφύπνισης τῶν δυνάμεων ποὺ στοιχειοθετοῦν τὴν ἰδιοπροσωπία τοῦ νέου Ἑλληνισμοῦ, ἐφόσον ἀποτελεῖ τρόπο προστασίας μιᾶς συλλογικῆς ταυτότητας καὶ διασφαλίζει τὴν ἑνότητα τῆς πολιτισμικῆς παράδοσης57. Παράλληλα, ἐνῶ προβάλλονται ἰδιαίτερα ἀπὸ τοὺς θρησκευτικοὺς ἀνθρωπιστὲς ἡ συνεργασία καὶ ἡ ἀλληλεγγύη μέσα στὸ πλαίσιο τῆς κοινοτικῆς ζωῆς58, ὅμως δὲν λησμονεῖται καὶ ὁ στόχος τῆς ἐλευθερίας τοῦ Γένους καὶ τῆς οἰκοδόμησης ἑνὸς ἐθνικοῦ κράτους, πράγμα ποὺ σημαίνει ὅτι ἡ κοσμοπολίτικη ἀντίληψη τῶν ἀνθρωπιστῶν τῆς Νεωτερικότητας δὲν εἶναι πρωτεύουσας σημασίας.
Ἐπειδὴ ἡ διατήρηση τῆς ἐθνικῆς μνήμης καὶ τῆς παράδοσης μέσα στὴν κοινότητα ἔχει χαρακτήρα αὐτοφυῆ καὶ αὐτονόητο, εἶναι βάσιμη ἡ παρατήρηση ὅτι: «Κάθε κοινωνία κτίζεται πάνω στὰ θεμέλια μιᾶς κυρίαρχης ἱστορικῆς ἀφήγησης, εἴτε προφορικῆς, εἴτε ἐκπαιδευτικῆς. Μὲ αὐτὴν διαμορφώνεται ὁ ψυχικὸς κόσμος τοῦ κάθε λαοῦ. Αὐτὸ μπορεῖ νὰ ἀποκληθεῖ Παράδοση (-μνήμη), δηλαδὴ αὐτὸ ποὺ δὲν τὸ ἔχουμε ξεχάσει, ποὺ τὸ ἔχουμε ἀποδεχθεῖ καὶ τὸ συγκρατήσαμε. Ἡ μνήμη, οἱ ἱστορίες ποὺ ἔχουμε νὰ διηγηθοῦμε, εἶναι ἡ ἐσωτερικὴ περιουσία, ποὺ ὁ καθένας μας κουβαλᾶ, ποὺ κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ μᾶς τὶς κλέψει καὶ αὐτὲς σηματοδοτοῦν τὸ εἶναι μας»59.
Συμπερασματικῶς θὰ λέγαμε ὅτι ὁ θρησκευτικὸς ἀνθρωπισμὸς ποὺ θεμελιώνεται ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες λογίους τῆς τουρκοκρατίας δὲν ἀπορρίπτει τὴν γνώση, τὴν πρόοδο σὲ ὅλους τοὺς τομεῖς, ἀκόμα καὶ τὴν οἰκοδόμηση τῆς ἐπίγειας εὐτυχίας. Ἐπίσης, δὲν ἀρνεῖται τὴν κλασσικὴ παιδεία καὶ τὴν κληρονομιὰ τῶν Πατέρων τοῦ Βυζαντίου. Ὅμως, αὐτὸς ὁ ἀνθρωπισμὸς διαφέρει ἀπὸ ἐκεῖνον τῶν ἑπόμενων αἰώνων, ποὺ ἐξαίρεται κυρίως στὴν Δύση, ὁ ὁποῖος προάγει τὴν αὐτονόμηση τοῦ ἀνθρώπινου ἐγὼ καὶ θέτει τὸν Θεὸ στὸ περιθώριο τῆς ἱστορίας. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ θρησκευτικὸς ἀνθρωπισμὸς πρεσβεύει τὴν ὀργάνωση τῆς κοινωνίας καὶ τῆς ζωῆς ἐν γένει, σὲ συνάφεια μὲ τὴν παιδεία κατὰ Χριστόν.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
32 Βλ. ἀρχικῶς Ν. Iorga, Τὸ Βυζάντιο μετὰ τὸ Βυζάντιο, πρόλογος Νίκου Σβορώνου, μετ. Γιάννης Καρᾶς, ἐκδ. Gutenberg, Ἀθήνα 1989, σ. 18 (et passim).
33 «Τὸ πρόσωπον ὡς ἔννοια καὶ ὡς βίωμα εἶναι γέννημα καὶ θρέμμα τῆς πατερικῆς θεολογίας» (Ἰ. Ζηζιούλα, Ἀπὸ τὸ προσωπεῖον…, ὅπ. π., σ. 297) καὶ «Τὸ πρόσωπον, συνεπῶς, δὲν μπορεῖ νὰ πραγματοποιηθῆ ὡς ἐνδοκοσμικὴ ἢ ἀνθρωπιστικὴ πραγματικότης. Ἡ φιλοσοφία μπορεῖ νὰ φθάση ὡς τὴν διαπίστωσιν τῆς πραγματικότητος τοῦ προσώπου, ἀλλὰ μόνον ἡ θεολογία μπορεῖ νὰ κάμη λόγον διὰ τὸ γνήσιον, τὸ ὄντως πρόσωπον» (ὅπ. π., σ. 313).
34 E. Panofsky, ὅπ. π., σ. 8.
35 Γ. Δ. Μεταλληνοῦ, Παράδοση καὶ Ἀλλοτρίωση. Τομὲς στὴν πνευματικὴ πορεία τοῦ Νεώτερου Ἑλληνισμοῦ κατὰ τὴ μεταβυζαντινὴ περίοδο, ἐκδ. Δόμος, Ἀθήνα 1989, σ. 75.
36 Γ. Βαλέτα, Ἀνθολογία τῆς δημοτικῆς πεζογραφίας. Τόμος πρῶτος. Ἀπὸ τὸ Μαχαιρᾶ ὣς τὸ Σολωμὸ (1340-1827), Ἀθήνα 1947, σ. 133.
37 G. P. Henderson, Ἡ ἀναβίωση τοῦ ἑλληνικοῦ στοχασμοῦ, 1620-1830. Ἡ ἑλληνικὴ φιλοσοφία στὰ χρόνια τῆς τουρκοκρατίας, μετ. Φ. Κ. Βῶρος, Ἀκαδημία Ἀθηνῶν, Ἀθήνα, σσ. 25-26.
38 Μελετίου μητρ. Ἀθηνῶν, Γεωγραφία Παλαιὰ καὶ Νέα, τύποις Πάνου Θεοδοσίου τοῦ ἐξ Ἰωαννίνων, ἔκδοσις Ἀνθίμου Γαζῆ, Βενετία 1707, σσ. ζ΄-θ΄.
39 Νίκου Γρ. Ζαχαρόπουλου, Ἡ παιδεία στὴν τουρκοκρατία, ἐκδ. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 1998, σ. 36: «Οἱ λόγιοι…λίγο μετὰ τὴν πτώση τῆς Κωνσταντινούπολης φαίνεται ὅτι ἦταν ἐλάχιστοι, ὡστόσο ἱκανοὶ νὰ διατηρήσουν ἔστω καὶ σὲ ὑποτυπώδη μορφὴ τὴν παιδεία ἔτσι, ὥστε ἥρεμα καὶ λίγο – λίγο νὰ σχηματισθεῖ, μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου, μία ἁλυσίδα ἀπὸ λόγιους, ἡ ὁποία ὁδήγησε τὸ ἑλληνικὸ ἔθνος στὴν ἀναγέννηση τῶν γραμμάτων τῶν 17ου καὶ 18ου αἰώνων καὶ μ’ αὐτὴν στὴν ἐθνικὴ ἀφύπνιση καὶ ἐλευθερία». Καὶ ἀλλοῦ, σ. 43: «Τὰ ἐπιτεύγματα τῆς παιδείας στὴν περίοδο τῆς τουρκοκρατίας ὑπῆρξαν σοβαρὰ καὶ μεγάλα, μὲ κορυφαία τὴν ἐμφανῆ σύνδεση τοῦ ἐθνικοῦ βίου τῶν Ἑλλήνων τῆς τουρκοκρατίας μὲ τοὺς προγόνους, τὴν ἀνάπτυξη τῆς ἐθνικῆς συνείδησης, τὴν ἀναθέρμανση τοῦ πόθου γιὰ τὴν ἐλευθερία, τὴν καλλιέργεια τῆς φυσικῆς τάσης τοῦ λαοῦ γιὰ μάθηση…».
40 Περιηγηματικὸν Πυκτάτιον, ἤτοι Περιήγησις τῆς Εὐρώπης, ἐν Ἀμστελοδάμῳ 1706. Βλ. καὶ Χαραλάμπους Ἀθ. Μηνάογλου, Ὁ Ἀναστάσιος Μιχαὴλ ὁ Μακεδὼν καὶ ὁ Λόγος περὶ Ἑλληνισμοῦ, Ἐναλλακτικὲς ἐκδόσεις, Ἀθήνα 2014, σ. 91.
41 Βλ. ἐπὶ παραδείγματι τὴν σχετικὴ προτροπὴ τοῦ Μελετίου Μήτρου, μητροπολίτου Ἀθηνῶν, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, ἐπιμέλεια Πολυζώη Λαμπανιζιώτη, Βιέννη τῆς Ἀουστρίας, τυπογρ. Ἰωσήπου Βαουμαϊστέρου, 1784, τόμ. Γ΄, σσ. ι΄-ιδ΄: «Ὁ ἄνθρωπος ὁποὺ καθολικὰ πρέπει νὰ ὀνομάζηται ἄνθρωπος, καὶ ὁποὺ στοχάζεται ὀρθὰ καὶ κατὰ Θεὸν δὲν πρέπει νὰ εἶναι μόνον διὰ λόγου του καλός, ἀλλὰ ἔχει χρέος ἀπαραίτητον καὶ ἀπὸ τὸν Θεὸν καὶ ἀπὸ τὴν ἰδίαν φύσιν νὰ εἶναι καλὸς καὶ διὰ τὸν πλησίον του, καὶ ὠφέλιμος, καὶ ὅστις εἶναι μόνον καλὸς διὰ λόγου του, καὶ ὄχι διὰ τὸν πλησίον του πρεπόντως πρέπει νὰ ὀνομάζηται μισάνθρωπος».
42 Βλ. σχετικῶς Ἀπόστολου Διαμαντῆ, Ἔθνος καὶ θεσμοὶ στὰ χρόνια τῆς τουρκοκρατίας. Ἡ κανονιστικὴ ἐκτροπὴ στὴν ἑλληνικὴ ἱστοριογραφία, Ἐναλλακτικὲς ἐκδόσεις, Ἀθήνα 2013, σσ. 154-172.
43 Πρβλ. Νεκταρίου Ἱεροσολύμων, Οἱ Νεομάρτυρες, στὸ Κωνσταντίνου Β. Σκουτέρη, ὅπ. π., σ. 80: «Εἰ καὶ ἑάλω ἡ Κωνσταντινούπολις καὶ ἐδουλώθη, τὸ ἔθνος οὐδαμῶς ἐξερριζώθη».
44 Βλ. G. Hering, ὅπ. π., σ. 181.
45 Γιὰ ἕναν ἰδιαίτερο πνευματικὸ – ἐθνικὸ προσανατολισμὸ ἤδη ἀπὸ τὰ μέσα τοῦ 17ου αἰώνα γίνεται λόγος στὸ ἔργο πολλῶν ἐρευνητῶν, ὅπως ἐπὶ παραδείγματι τοῦ Γιάννη Καρᾶ, «Νεοελληνικὸς Διαφωτισμὸς ἢ Νεοελληνικὴ Ἀναγέννηση;», Τὰ νέα τοῦ Κ.Ε.ΝΕ.Φ. 5 (2000), 5-6: «Οἱ πνευματικοὶ ἄνθρωποι τῆς περιόδου αὐτῆς ἐνστερνίζονται…τὶς νέες ἰδέες, τὶς νέες ἐπιστημονικὲς καὶ φιλοσοφικὲς ἀντιλήψεις, τὰ νέα ρεύματα ποὺ κυκλοφοροῦν στὴν Εὐρώπη συνδυάζοντας τὰ πάντα μὲ τὸ αἴτημα τῆς ἐθνικῆς χειραφέτησης, τῆς ἐθνικῆς ἀπελευθέρωσης, στοιχεῖο τὸ ὁποῖο…δὲν εἶχε, δὲν μποροῦσε νὰ ἔχει, τὸ κίνημα τοῦ εὐρωπαϊκοῦ Διαφωτισμοῦ καὶ τὸ ὁποῖο ἀποτέλεσε συστατικὸ στοιχεῖο μόνον τοῦ πνευματικοῦ ἐκείνου κινήματος ποὺ ἀναπτύχθηκε στὸν ἑλληνικὸ χῶρο μετὰ ἀπὸ σωρευτικὲς ἀλλαγὲς τῶν προηγούμενων αἰώνων, καὶ τὸ διαφοροποίησε ἀπὸ τὴν Εὐρώπη».
46 Πρβλ. Πασχάλη Κιτρομιλίδη, Νεοελληνικὸς Διαφωτισμός, ΜΙΕΤ, Ἀθήνα 1999, σ. 41.
47 Κύριλλου Λούκαρη, Ἕνα ἀναγεννητικὸ κήρυγμα γιὰ τὴ μετάφραση τῶν Γραφῶν (1610-1635), στὸ Γ. Βαλέτα, Ἀνθολογία τῆς Δημοτικῆς Πεζογραφίας, ὅπ. π., σ. 142.
48 «Κάθε χριστιανὸς νὰ ἔχει χρέος καὶ τὰ ἱερὰ γράμματα νὰ διαβάζει ἀτός του καὶ ἐκεῖνα, ὁποὺ δὲν ἠξεύρει, ἀπὸ τοὺς πλέα ὀρθοδόξους διδασκάλους νὰ ἐρωτᾶ νὰ μανθάνει καὶ νὰ εἶναι δίκαιο καὶ τὰ ἱερὰ βιβλία, καθὼς τὸ θεῖο καὶ ἱερὸ Εὐαγγέλιο, νὰ μεταγλωττίζονται καὶ νὰ ἑρμηνεύονται εἰς ἁπλὴ διάλεκτο καὶ γλῶσσα κοινή, ὁποὺ ἠμπορεῖ νὰ τὰ γροικᾶ καθεὶς διαβάζοντάς τα, νὰ καρποφοροῦν ἐκεῖνα ὁποὺ εἶναι γραμμένα μέσα καὶ νὰ ὠφελεῖται ἡ ψυχή» (Κύριλλου Λούκαρη, Ἕνα ἀναγεννητικὸ κήρυγμα, ὅπ. π., σσ. 142-143).
49 Κωνσταντίνου Γ. Κασίνη, «Ὁ ἐκκλησιαστικὸς δημοτικισμός: ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τοῦ 16ου ἕως τὰ μέσα τοῦ 18ου αἰώνα», στὸ Τὸ γλωσσικὸ ζήτημα. Σύγχρονες προσεγγίσεις, ἐπιστημονικὴ ἐπιμέλεια Γεώργιος Μπαμπινιώτης, Ἵδρυμα τῆς Βουλῆς τῶν Ἑλλήνων, Ἀθήνα 2011, σσ. 83-101. Νίκου Δ. Βαρμαζῆ, Ἡ ἀρχαία ἑλληνικὴ γλώσσα καὶ γραμματεία ὡς πρόβλημα τῆς νεοελληνικῆς ἐκπαίδευσης. Ἀπὸ τὴν Ἀναγέννηση ὡς τὴν καθιέρωση τῆς δημοτικῆς (1976), Θεσσαλονίκη 1991, σσ. 21-20 (διδακτορικὴ διατριβή).
50 Νικολάου Σοφιανοῦ, Ἐπιστολὴ πρὸς τὸν ἐπίσκοπο Διονύσιο, στὸ Ν. Ζαχαρόπουλου, ὅπ. π., σ. 106.
51 Ἑλένης Κακουλίδου – Πάνου, Ἰωαννίκιος Καρτάνος. Παλαιά τε καὶ Νέα Διαθήκη [Βενετία 1536], Θεσσαλονίκη. Κέντρο Ἑλληνικῆς Γλώσσας 2000.
52 Σχετικῶς εἶναι χρήσιμη ἡ διαπίστωση ὅτι: «Μὲ τὴν Ἐκκλησία καὶ τὸν κοινοτικὸ θεσμὸ σώθηκε, παρ’ ὅλες τὶς ἐλλείψεις της, καὶ ἡ ἑλληνικὴ παιδεία. Στὸ θεσμὸ τῆς ἐθναρχίας ὀφείλεται ἡ χρήση σ’ ὅλο τὸ ρωμαίικο μιλλέτι τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας ὡς γλώσσας τῆς παιδείας χωρὶς βέβαια νὰ ἐμποδίζεται καὶ ἡ χρήση τῶν ἄλλων τοπικῶν γλωσσῶν» (π. Γεωργίου Μεταλληνοῦ, Τουρκοκρατία. Οἱ Ἕλληνες στὴν Ὀθωμανικὴ αὐτοκρατορία, ἐκδ. Ἀκρίτας, Ἀθήνα 21989, σ. 133).
53 Μαξίμου τοῦ Πελοποννησίου, Προοίμιον κατὰ τοῦ Σχίσματος τῶν παπιστῶν ἐγχειριδίου, στὸ Κωνσταντίνου Β. Σκουτέρη, ὅπ. π., σ. 57.
54 Μ. Α. Σιώτου, ὅπ. π., σ. 26.
55 Ἀρχιμ. Ἰουστίνου Πόποβιτς, ὅπ. π., σ. 193.
56 Βλ. σχετικῶς Ἀπ. Διαμαντῆ, ὅπ. π., σ. 145 κ. ἀ.
57 Ν. Πανταζόπουλου, Ὁ ἑλληνικὸς κοινοτισμὸς καὶ ἡ νεοελληνικὴ κοινοτικὴ παράδοση, ἐκδ. Παρουσία, Ἀθήνα 1993, σ. 34.
58 Γι’ αὐτὸ καὶ ἔχει βάσιμα ὑποστηριχθεῖ ὅτι: «Ἡ συσπείρωση ποὺ ἐπέβαλαν οἱ περιστάσεις συνέβαλε στὴ διαμόρφωση τοῦ χαρακτῆρος τῶν μελῶν τῆς κοινότητος, στὴ διατήρηση τῆς γλώσσας καὶ τῆς πίστεώς τους καὶ στὴ διαμόρφωση μορφῶν λαϊκοῦ δικαίου μὲ οὐσιαστικὸ περιεχόμενο. Τὸ ἀλληλέγγυο, ἡ κοινὴ εὐθύνη, ὁ σεβασμὸς τῆς ζωῆς, τῆς τιμῆς καὶ περιουσίας συγκράτησαν πολλὲς φορὲς τὸ ἄτομο νὰ δράση κατὰ τοῦ δυνάστη … γιὰ νὰ μὴν προκληθοῦν ἀντίποινα σὲ ὁλόκληρη τὴν κοινότητα» (Ἰωάννη Γιαννόπουλου, «Κοινότητες», στὸ Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους, Ἐκδοτικὴ Ἀθηνῶν, τόμ. ΙΑ΄, Ἀθήνα 1975, σ. 141).
59 Γεωργίου Σ. Πλουμίδη, Ἱστορικὴ μάθηση (Προτάσεις γιὰ τὶς Πηγὲς καὶ τὴ Μεθοδολογία στὴν Ἱστορία), τεῦχος Β΄, Βιβλιοπωλεῖο Διονυσίου Νότη Καραβία Ἀθήνα 2012, σ. 19.