Θρησκευτικός ανθρωπισμός στον Ελληνισμό της Τουρκοκρατίας (Β’ Μέρος)

Ὡς βα­σι­κοὶ ἄ­ξο­νες ποὺ δι­έ­πουν αὐ­τὴν τὴν ἰ­δι­ά­ζου­σα ἀν­θρω­πι­στι­κὴ κο­σμο­αν­τί­λη­ψη μπο­ροῦν νὰ θε­ω­ρη­θοῦν οἱ ἑ­ξῆς: α) τὰ ζη­τή­μα­τα τῆς γνώ­σης, ἡ ὁ­ποί­α ἔ­χει θρη­σκευ­τι­κὸ καὶ ἐ­νί­ο­τε ἀρ­χαι­ο­γνω­στι­κὸ προ­σα­να­το­λι­σμό, καὶ μό­νον ἀρ­γό­τε­ρα, κα­τὰ τὸν 18ο αἰ­ώ­να, κι­νή­θη­κε ἐν­τὸς τῶν ἐν­δι­α­φε­ρόν­των ποὺ ἔ­θε­τε ἡ ἐ­να­σχό­λη­ση μὲ τὶς ἐ­πι­στῆ­μες· β) ἡ ἐ­θνι­κὴ συ­νεί­δη­ση, ποὺ ἐ­νι­σχύ­ε­ται ὁ­λο­έ­να καὶ πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­νά­λο­γα μὲ τὴν πα­ρε­χό­με­νη παι­δεί­α καὶ γνώ­ση· γ) ἡ γλώσ­σα, ποὺ λει­τούρ­γη­σε ἑ­νο­ποι­η­τι­κὰ προ­κει­μέ­νου νὰ δι­α­σω­θεῖ ἡ ἐ­θνι­κὴ ταυ­τό­τη­τα τοῦ ὑ­πό­δου­λου λα­οῦ· δ) ἡ θρη­σκευ­τι­κό­τη­τα, ποὺ συ­νέ­χι­ζε τὴν πα­ρά­δο­ση τῶν βυ­ζαν­τι­νῶν θε­ο­λό­γων Πα­τέ­ρων, πράγ­μα ἀ­ναγ­καῖ­ο μπρο­στὰ στὶς ἀ­πό­πει­ρες ἐ­πέμ­βα­σης στὴν κυ­ρί­αρ­χη θρη­σκευ­τι­κὴ πί­στη τῶν ἀν­θρώ­πων, τό­σο ἀ­πὸ πλευ­ρᾶς τῶν Τούρ­κων κα­τα­κτη­τῶν ὅ­σο καὶ ἀ­πὸ πλευ­ρᾶς τῶν Δυ­τι­κῶν μισ­σι­ο­να­ρί­ων· ε) ἡ κοι­νο­τι­κὴ ἀν­τί­λη­ψη ὡς στοι­χεῖ­ο ἐ­θνι­κῆς καὶ κοι­νω­νι­κῆς ζω­ῆς.

α΄. Εἶ­ναι γε­γο­νὸς ὅ­τι ἡ ἐ­πα­φὴ τῶν λο­γί­ων τῆς πε­ρι­ό­δου αὐ­τῆς μὲ τὸ ἀρ­χαῖ­ο ἑλ­λη­νι­κὸ πνεῦ­μα δι­έρ­χε­ται μέ­σῳ τοῦ βυ­ζαν­τι­νοῦ ἀν­θρω­πι­σμοῦ, τὸν ὁ­ποῖ­ο ἐν­στρερ­νί­ζε­ται καὶ προ­ά­γει32.

Μά­λι­στα ὁ βυ­ζαν­τι­νὸς ἀν­θρω­πι­σμὸς ἀ­πο­τε­λεῖ τὸ ἔ­δα­φος πά­νω στὸ ὁ­ποῖ­ο οἰ­κο­δο­μεῖ­ται ὁ θρη­σκευ­τι­κὸς ἀν­θρω­πι­σμός33. Κα­θο­ρι­στι­κή, κα­τὰ ταῦ­τα, πα­ρά­με­τρος ποὺ ἀ­φο­ρᾶ τὸ θρη­σκευ­τι­κὸ πε­ρι­ε­χό­με­νο τοῦ ἐν λό­γῳ ἀν­θρω­πι­σμοῦ, εἶ­ναι τὸ γε­γο­νὸς ὅ­τι πα­ρα­κο­λου­θεῖ δη­μι­ουρ­γι­κὰ καὶ ὄ­χι ἁ­πλῶς σέ­βε­ται τὴν δι­α­μορ­φω­θεῖ­σα πα­ρά­δο­ση. Ἔ­τσι ὁ θρη­σκευ­τι­κὸς ἀν­θρω­πι­στὴς τοῦ τουρ­κο­κρα­τού­με­νου Ἑλ­λη­νι­σμοῦ δι­α­φο­ρο­ποι­εῖ­ται σα­φῶς ἀ­πὸ τὸν ἀ­να­γεν­νη­σια­κὸ καὶ νε­ω­τε­ρι­κὸ οὑ­μα­νι­στή, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἀ­πορ­ρί­πτει τὴν αὐ­θεν­τί­α, σέ­βε­ται ὅ­μως τὴν πα­ρά­δο­ση34. Εἶ­ναι εὐ­νό­η­το ὅ­τι ἕ­νας ἀν­θρω­πι­στὴς μὲ θρη­σκευ­τι­κὸ προ­σα­να­το­λι­σμὸ στὴν σκέ­ψη του, δὲν θὰ ἀ­πορ­ρί­ψει οὔ­τε τὴν αὐ­θεν­τί­α οὔ­τε τὴν πα­ρά­δο­ση, ἐ­φ’ ὅ­σον συ­νε­χί­ζει τὸν δι­α­μορ­φω­θέν­τα βυ­ζαν­τι­νὸ ἀν­θρω­πι­σμὸ καὶ τὴν φι­λο­σο­φι­κὴ κο­σμο­αν­τί­λη­ψη τῶν Πα­τέ­ρων τοῦ Βυ­ζαν­τί­ου.

Ἐν­δι­α­φέ­ρου­σες σχε­τι­κῶς εἶ­ναι οἱ πα­ρα­τη­ρή­σεις τοῦ Βι­κεν­τί­ου Δα­μο­δοῦ (1700-1752): «Οὐ δεῖ σε λέ­γειν ὅ­σα μὴ γέ­γρα­πται σα­φῶς ἢ οὐ συ­νά­γε­ται ἀ­ναγ­καί­ως ἐκ τῶν γε­γραμ­μέ­νων καὶ οὐ πα­ρε­δό­θη τῇ Ἐκ­κλη­σί­ᾳ…»· καὶ ἀλ­λοῦ «Ἀλ­λ’ ἡ­μεῖς οἱ ὀρ­θό­δο­ξοι, ἀ­κο­λου­θοῦν­τες τὰς πα­ρα­δό­σεις τῶν ἁ­γί­ων πα­τέ­ρων καὶ τοὺς δι­ο­ρι­σμοὺς τῶν ἱ­ε­ρῶν συ­νό­δων…»35, κα­θὼς καὶ τοῦ Γε­ωρ­γί­ου Κον­τα­ρῆ (17ος αἰ.): «θέ­λε­τε ἐ­γνω­ρί­σει ἀ­πὸ τί εὐ­γε­νι­κὸν καὶ πε­ρί­φη­μον γέ­νος κα­τά­γε­σθε καὶ ὄν­τως με­τὰ ταῦ­τα θέ­λε­τε γνω­ρί­σει καὶ τὸν ἑ­αυ­τόν σας, ἵ­να μὴ ἐρ­γά­ζε­σθε ἔρ­γα τοῦ πε­ρι­φή­μου γέ­νους ἡ­μῶν ἀ­νά­ξια… Λοι­πὸν ἐ­πει­δὴ εἴ­με­σθα ἀ­πό­γο­νοι τοι­ού­των με­γά­λων καὶ σο­φῶν ἀν­δρῶν, πρέ­πον εἶ­ναι νὰ τοὺς μι­μού­με­σθε εἰς ὅ­λα τὰ κα­λὰ ἤ­θη καὶ νὰ μὴν κά­μνο­με οὐ­δα­μῶς πράγ­μα­τα ἐ­κεί­νων ἀ­νά­ξια»36.

Δε­δο­μέ­νου τοῦ σε­βα­σμοῦ στὴν πα­ρά­δο­ση ἀλ­λὰ καὶ τὴν αὐ­θεν­τί­α, δὲν μπο­ρεῖ νὰ θε­με­λι­ω­θεῖ ἡ το­πο­θέ­τη­ση ὅ­τι «ἡ συ­στη­μα­τι­κὴ ἀ­νώ­τε­ρη ἐκ­παί­δευ­ση (ἐνν. τῶν χρό­νων τῆς τουρ­κο­κρα­τί­ας) ὑ­πῆρ­ξε ἀν­θρω­πι­στι­κὴ ἐ­πει­δὴ χει­ρα­γω­γοῦ­σε τοὺς σπου­δα­στὲς σὲ μί­α μέ­θο­δο στο­χα­σμοῦ ποὺ τὰ κρι­τή­ριά του ἦ­ταν μᾶλ­λον προ­ϊ­ὸν τῆς ἀν­θρώ­πι­νης προ­σπά­θειας γιὰ ἔ­ρευ­να πα­ρὰ κά­τι προ­ερ­χό­με­νο ἀ­πὸ τὴν αὐ­θεν­τί­α ἢ κα­θι­ε­ρω­μέ­νο ἀ­πὸ τὴν ἀ­πο­κά­λυ­ψη»37.

Ἐ­πί­σης ἡ γνώ­ση38 προ­ά­γε­ται βαθ­μια­ῖα μέ­σα ἀ­πὸ τὴν παι­δεί­α, ποὺ πα­ρέ­χε­ται ὑ­πο­τυ­πω­δῶς στὴν ἀρ­χή, ἀλ­λὰ κα­τα­λή­γει, τη­ρου­μέ­νων τῶν ἀ­να­λο­γι­ῶν, σὲ ἕ­να εἶ­δος ἀ­να­γέν­νη­σης καὶ πνευ­μα­τι­κῆς ἀ­φύ­πνι­σης. Στὸ πλαί­σιο αὐ­τὸ ὁ Με­λέ­τιος Ἀ­θη­νῶν ἰ­σχυ­ρί­ζε­ται ὅ­τι: «Ἀλ­λ’ ἡ σπου­δὴ τού­των τῶν δύ­ο ἀ­ναγ­και­ο­τά­των μα­θη­μά­των (= Ἱ­στο­ρί­ας καὶ Γε­ω­γρα­φί­ας) εἶ­ναι ἀ­με­λη­μέ­νη παν­τά­πα­σι με­τα­ξὺ εἰς τοὺς νέ­ους τοῦ Γέ­νους μας, καὶ τὸ σφάλ­μα εἶ­ναι τῆς ἀ­με­θο­δί­ας μας… Μὴ ὑ­πο­φέ­ρε­τε πλέ­ον νὰ εἴ­με­θα ὑ­πὸ τὸν ζό­φον τῆς ἀ­μα­θεί­ας καὶ ὑ­πὸ τὴν πα­ρὰ τῶν ἄλ­λων ἐ­θνῶν κα­τα­φρό­νη­σιν ἡ­μεῖς οἱ ἀ­πό­γο­νοι τῶν Πα­τέ­ρων ἐ­κεί­νων τῶν Ἐ­πι­στη­μῶν καὶ Μα­θή­σε­ων»39. Αὐ­τὴ ἡ γνώ­ση ἔ­χει ὡς ἐ­φαλ­τή­ριο τὸ θρη­σκευ­τι­κὸ πε­ρι­ε­χό­με­νο ἀλ­λὰ στὴν συ­νέ­χεια ἀ­φο­ρᾶ πε­ρισ­σό­τε­ρα πε­δί­α ἐν­δι­α­φε­ρόν­των καὶ δι­ευ­ρύ­νει πε­ραι­τέ­ρω τοὺς γνω­στι­κοὺς ὁ­ρί­ζον­τες τῶν ἀν­θρώ­πων.

β΄. Μί­α ἄλ­λη, ἐξ ἴ­σου ση­μαν­τι­κή, πα­ρά­με­τρος τοῦ θρη­σκευ­τι­κοῦ ἀν­θρω­πι­σμοῦ ἔ­χει κα­τεύ­θυν­ση ἐ­θνι­κή, ἐ­φό­σον στὴν συγ­κε­κρι­μέ­νη ἱ­στο­ρι­κὴ συγ­κυ­ρί­α τὸ θρη­σκευ­τι­κὸ στοι­χεῖ­ο συ­νά­πτε­ται μὲ τὸ ἐ­θνι­κό.

Εἶ­ναι γνω­στὸ ὅ­τι ἡ Ἐκ­κλη­σί­α ἔ­παι­ξε ἐ­θναρ­χι­κὸ ρό­λο λό­γῳ τῶν εἰ­δι­κῶν «προ­νο­μί­ων» ποὺ πα­ρα­χω­ρή­θη­καν στὸν πα­τριά­ρχη Κων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως Γεν­νά­διο Σχο­λά­ριο ἀ­πὸ τὸν πρῶ­το σουλ­τά­νο Μω­ά­μεθ Β΄ με­τὰ τὴν Ἅ­λω­ση καὶ δι­α­τη­ρή­θη­καν καὶ ἀ­πὸ τοὺς δι­α­δό­χους τοῦ πα­τριά­ρχη, ποὺ ἔ­φε­ραν τὴν ἰ­δι­ό­τη­τα τοῦ «μιλ­λι­έτ – μπα­σι» (= ἐ­θνάρ­χη). Ὡς ἐκ τού­του οἱ ἐκ­κλη­σι­α­στι­κοὶ λει­τουρ­γοὶ ἀ­να­λάμ­βα­ναν τὴν μέ­ρι­μνα γιὰ τὴν στοι­χει­ω­δῶς πα­ρα­σχε­θεῖ­σα ἐκ­παί­δευ­ση καὶ τὴν προ­α­γω­γὴ τῆς γνώ­σης, φυ­σι­κὰ ὑ­πὸ τὶς δε­δο­μέ­νες ἰ­δι­ά­ζου­σες συν­θῆ­κες.

Ἐ­ξάλ­λου, ἡ δη­μι­ουρ­γί­α ἑ­νὸς ἀ­νε­ξάρ­τη­του ἑλ­λα­δι­κοῦ κρά­τους δὲν συ­νέ­πε­σε χρο­νι­κὰ μὲ τὸν σχη­μα­τι­σμὸ τῶν ἐ­θνι­κῶν κρα­τῶν στὸν εὐ­ρω­πα­ϊ­κὸ χῶ­ρο ὕ­στε­ρα ἀ­πὸ τὴν Ἀ­να­γέν­νη­ση. Ἀν­τι­θέ­τως μά­λι­στα, ἐ­πὶ αἰ­ῶ­νες κα­τε­βλή­θη προ­σπά­θεια νὰ δι­α­σω­θεῖ ἡ ἐ­θνι­κὴ ταυ­τό­τη­τα μὲ τὴν βο­ή­θεια τῆς θρη­σκεί­ας καὶ τῆς γλώσ­σας στὸ πλαί­σιο τοῦ «θε­σμοῦ» τῶν κοι­νο­τή­των, ὅ­που ὑ­πῆρ­χε συ­νεί­δη­ση τῆς συ­νέ­χι­σης τῆς ἀρ­χαί­ας ἑλ­λη­νι­κῆς πνευ­μα­τι­κῆς κλη­ρο­νο­μιᾶς μέ­σῳ τῆς βυ­ζαν­τι­νῆς. Πο­λὺ χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὴ εἶ­ναι ἡ σχε­τι­κὴ προ­σέγ­γι­ση γιὰ τὴν συ­νέ­χεια τοῦ ἑλ­λη­νι­σμοῦ, τὴν ὁ­ποί­α ἐ­πι­χεί­ρη­σε ὁ Ἀ­να­στά­σιος Μι­χα­ὴλ Να­ου­σαῖ­ος (περ. 1675-1725) σὲ πολ­λὰ ση­μεῖ­α τοῦ ἑλ­λη­νο­κεν­τρι­κοῦ καὶ ἀρ­χαι­ο­γνω­στι­κοῦ ἔρ­γου του: «Πεί­θει δέ με τὰς τερ­πνὰς ταύ­τας πε­ρὶ Ἑλ­λά­δος τῆς ἐ­μῆς θάλ­πειν ἐλ­πί­δας, αὐ­τὴ ἡ φί­λη Ἑλ­λὰς μᾶλ­λον καὶ μᾶλ­λον μνη­μο­νι­κο­τέ­ρα ἑ­αυ­τῆς δι­α­τι­θε­μέ­νη. Ἐ­ξή­γει­ρε καὶ γὰρ Κύ­ριος ὁ Θε­ὸς πνεύ­μα­τα τῶν, ὧν ταῖς ἀ­γρύ­πνοις φρον­τί­σι τό, ῥεί­θροις θε­αν­δρι­κῶν ἱ­δρώ­των, καὶ στα­λαγ­μοῖς θε­οῤ­ῥεί­του αἵ­μα­τος, πε­ρι­ου­σια­σθὲν αὐ­τῷ ποί­μνιον ἐ­νε­πί­στευ­σε, θε­ο­σό­φων Πα­τρια­ρχῶν καὶ Ἀρ­χι­ε­ρέ­ων τῶν ἡ­με­τέ­ρων με­θ’ οὓς καὶ δι’ οὓς οὐκ ὀ­λί­γων ἔ­τι ἄλ­λων τῶν φι­λο­θέ­ων τε καὶ φι­λο­πα­τρι­δῶν, καὶ αὐ­τό­χρη­μα προ­πα­το­ρι­κὴν ἐ­πι­δει­κνυ­μέ­νων γεν­ναι­ό­τη­τα Ἑλ­λή­νων, ἵ­να τῷ ἀρ­χαί­ῳ ταύ­της ἐγ­καλ­λω­πί­σμα­τί τε καὶ κτή­μα­τι τὴν σφῶν Ἑλ­λά­δα κα­θω­ρα­ΐ­σω­σι, καὶ τὸ αὐ­τῶν ἕ­κα­στος ὄ­νο­μα ταῖς τῆς ἀ­θα­να­σί­ας ἐγ­χα­ρά­ξω­σι κύρ­βε­σιν»40.

Σ’ αὐ­τὲς τὶς κοι­νό­τη­τες τῶν χρό­νων τῆς τουρ­κο­κρα­τί­ας θὰ ἀ­νι­χνευ­θεῖ τὸ πνεῦ­μα τοῦ συλ­λο­γι­κοῦ Ἐ­γὼ41 καὶ τῆς κοι­νω­νι­κῆς ἀλ­λη­λεγ­γύ­ης, τῆς συ­νερ­γα­σί­ας καὶ τῆς φι­λαν­θρω­πί­ας42. Εἶ­ναι χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὸ ὅ­τι οἱ ἐν­τασ­σό­με­νοι στὸν χῶ­ρο τοῦ θρη­σκευ­τι­κοῦ ἀν­θρω­πι­σμοῦ λό­γιοι ἀ­να­δει­κνύ­ουν τὴν ἐ­θνι­κὴ ταυ­τό­τη­τα43, ἔ­στω κι ἂν δὲν ὑ­φί­στα­ται ἀ­κό­μη ἕ­να ἀ­νε­ξάρ­τη­το κρα­τι­κὸ μόρ­φω­μα. Προ­φα­νῶς αὐ­τὴ ἡ συγ­κρό­τη­ση ἑ­νὸς τέ­τοι­ου αὐ­το­δύ­να­μου μορ­φώ­μα­τος, καὶ μά­λι­στα μὲ βα­σι­κὸ γνώ­ρι­σμα τὴν θρη­σκευ­τι­κὴ πί­στη, δὲν εἶ­ναι ἀ­νάγ­κη «κοι­νω­νι­κή»44, ἀλ­λὰ πρω­τί­στως ἐ­θνι­κή45. Ἐ­ξάλ­λου, αὐ­τὰ ἔρ­χον­ται σὲ ἀν­τί­θε­ση καὶ μὲ τὸν κο­σμο­πο­λι­τι­σμό46, ποὺ συ­νή­θως προ­σγρά­φε­ται ὡς ἕ­να ἀ­πὸ τὰ χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὰ γνω­ρί­σμα­τα τοῦ εὐ­ρω­πα­ϊ­κοῦ οὑ­μα­νι­σμοῦ καὶ τοῦ Δι­α­φω­τι­σμοῦ.

γ΄. Ἰ­δι­αι­τέ­ρως ὅ­σον ἀ­φο­ρᾶ τὴν γλώσ­σα ὡς στοι­χεῖ­ο ποὺ συν­τη­ρεῖ τὴν ἐ­θνι­κὴ ταυ­τό­τη­τα τοῦ λα­οῦ, ἐ­πι­ση­μαί­νε­ται ὅ­τι ὁ θρη­σκευ­τι­κὸς ἀν­θρω­πι­σμὸς ἐκ­φρά­ζε­ται μὲ κεί­με­να τό­σο σὲ λό­για, ὅ­σο καὶ σὲ ἁ­πλὴ γλωσ­σι­κὴ μορ­φή, ἀ­νά­λο­γα μὲ τὶς ἑ­κά­στο­τε πε­ρι­στά­σεις.

Πολ­λοὶ λό­γιοι στὰ ἔρ­γα ἢ τὰ κη­ρύγ­μα­τά τους, ποὺ ὁ­πωσ­δή­πο­τε ἔ­χουν παι­δευ­τι­κὸ χα­ρα­κτή­ρα, χρη­σι­μο­ποι­οῦν τὴν ἁ­πλὴ κα­θο­μι­λου­μέ­νη, ὅ­πως γιὰ πα­ρά­δειγ­μα ὁ Κύ­ριλ­λος Λού­κα­ρης, ποὺ ἐ­ξῆ­ρε τὴν ἀ­ναγ­και­ό­τη­τά της γιὰ τὴν κα­τα­νό­η­ση τῶν νο­η­μά­των ἀ­πὸ τὸν ἀ­παί­δευ­το λα­ό: «Ἂν μι­λοῦ­με ἢ ἂν δι­α­βά­ζου­με καὶ δὲ γροι­κοῦ­με, εἶ­ναι ὡ­σὰν νὰ ρί­χνο­με τὰ λό­για μας εἰς τὸν ἄ­νε­μο»47. Τὴν ἀ­νάγ­κη ὄ­χι μό­νο νὰ ἐκ­φρά­ζον­ται οἱ ἱ­ε­ρο­κή­ρυ­κες στὴν δη­μο­τι­κή, ἀλ­λὰ καὶ νὰ «με­τα­γλωτ­τι­σθεῖ» σ’ αὐ­τὴν τὸ ἱ­ε­ρὸ Εὐ­αγ­γέ­λιο τό­νι­ζε κα­τ’ ἐ­πα­νά­λη­ψιν48 ὁ ἴ­διος ἱ­ε­ράρ­χης προ­βαί­νον­τας μά­λι­στα στὴν με­τά­φρα­ση τῆς Και­νῆς Δι­α­θή­κης μὲ τὴν βο­ή­θεια τοῦ Μα­ξί­μου Καλ­λι­ου­πο­λί­τη. Τὸ ἐγ­χεί­ρη­μα, ποὺ ἀν­τι­με­τώ­πι­σε ἀρ­κε­τὲς ἀν­τι­δρά­σεις, ὁ­λο­κλη­ρώ­θη­κε τὸ 1645, με­τὰ τὸν θά­να­το τοῦ ἱ­ε­ράρ­χη.

Αὐ­τὴ ἡ μορ­φὴ ἀν­θρω­πι­σμοῦ προ­σα­να­το­λι­ζό­ταν πρὸς τὴν γε­νί­κευ­ση τοῦ «ἐκ­κλη­σι­α­στι­κοῦ δη­μο­τι­κι­σμοῦ»49, ποὺ θὰ ἐ­ξα­σφά­λι­ζε συ­νει­δη­τὴ συμ­με­το­χὴ καὶ κα­τα­νό­η­ση τῶν νο­ου­μέ­νων ἀ­πὸ τοὺς ἀν­θρώ­πους. Τὴν συγ­κε­κρι­μἐ­νη ἐ­πι­τα­γὴ ἀ­κο­λού­θη­σε στὸ ἔρ­γο του καὶ ὁ Νι­κό­λα­ος Σο­φια­νὸς (16ος αἰ.): «ἂν ἤ­θε­λαν δι­α­βά­σει καὶ νὰ γρυ­κή­σουν τὰ βι­βλί­α ὁ­ποὺ ἀ­φῆ­καν ἐ­κεῖ­νοι οἱ πα­λαι­οὶ καὶ ἐ­νά­ρε­τοι ἄν­δρες, εὔ­κο­λα ἤ­θε­λε δι­ορ­θω­θῇ ἡ ἀ­παι­δευ­σί­α ὁ­ποὺ πλε­ο­νά­ζει εἰς τοὺς πολ­λούς. Διὰ τοῦ­το λοι­πὸν ὥρ­μη­σα καὶ ἐ­γώ, μὲ γνώ­μην καὶ πα­ρα­κί­νη­σιν τῶν εἰ­ρη­μέ­νων ἐλ­λο­γί­μων καὶ εὐ­γε­νῶν ἀν­δρῶν, ἀ­πὸ ὅ­σον δύ­να­μαι, Θε­οῦ ὁ­δη­γοῦν­τος, νὰ με­τα­γλωτ­τί­σω καὶ νὰ πε­ζεύ­σω ἀ­πὸ τὰ βι­βλί­α ὁ­ποὺ νὰ εἶ­ναι χρή­σι­μα καὶ ὠ­φέ­λι­μα εἰς τὸ νὰ ἀ­να­και­νι­σθῇ καὶ νὰ ἀ­να­πτε­ρυ­γιά­σῃ ἀ­πὸ τὴν τό­σην ἀ­παι­δευ­σί­αν τὸ ἐ­λε­ει­νὸν γέ­νος»50. Ὁ Ἰ­ω­αν­νί­κιος Καρ­τά­νος (περ. 1500-περ. 1567) στὸ ἔρ­γο του Πα­λαι­ά τε καὶ νέ­α Δι­α­θή­κη [Βε­νε­τί­α 1536]51 κα­τὰ τρό­πο προ­δρο­μι­κὸ χρη­σι­μο­ποί­η­σε τὴν δη­μο­τι­κὴ γλώσ­σα, προ­κει­μέ­νου νὰ ἁ­πλο­ποι­ή­σει τὰ Ἁ­γι­ο­γρα­φι­κὰ κεί­με­να ὥ­στε νὰ εἶ­ναι προ­σι­τὰ στὸν ἀ­παί­δευ­το ἀ­κό­μη λα­ό.

Ἀ­νε­ξαρ­τή­τως πάν­τως τῆς μορ­φῆς τῶν κει­μέ­νων, ἐ­δῶ ἔ­χει ἰ­δι­αί­τε­ρη ση­μα­σί­α ἡ πρό­θε­ση τῶν συγ­γρα­φέ­ων, ἡ ὁ­ποί­α συ­νί­στα­ται στὴν δι­α­τή­ρη­ση, μέ­σῳ τῆς γλώσ­σας52, τῆς ἱ­στο­ρι­κῆς, ἐ­θνι­κῆς καὶ θρη­σκευ­τι­κῆς ταυ­τό­τη­τας τῶν ἀ­πο­γό­νων μιᾶς συγ­κε­κρι­μέ­νης ἐ­θνι­κῆς κλη­ρο­νο­μιᾶς. Γι’ αὐ­τὸ καὶ ἔ­χει ἐ­πι­ση­μαν­θεῖ ἀ­πὸ τὸν Μά­ξι­μο Πε­λο­πον­νή­σιο (μέσ. 16ου – μέσ. 17ου αἰ.) ὅ­τι: «Πρέ­πον καὶ δί­και­ον κα­τὰ ἀ­λή­θειαν ἦ­τον, ἀ­δελ­φοὶ καὶ τέ­κνα τῆς ἀ­να­το­λι­κῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, νὰ μὴν ἔλ­θῃ τὸ γέ­νος μας τὸ ἐ­παι­νε­τόν, εἰς τό­σην ἀ­μά­θειαν καὶ στέ­ρη­σιν τῆς σο­φί­ας, ὅ­τι νὰ χά­σῃ σχε­δὸν καὶ τὴν ἑλ­λη­νι­κὴν γλῶσ­σαν, μὲ τὴν ὁ­ποί­αν εἶ­χε πάν­το­τε εἰς ὅ­λα τὰ γέ­νη σι­μὰ μέ­γα καύ­χη­μα, μὲ τὸ νὰ τὴν εἶ­χεν, ὁ­μοῦ μὲ ταῖς ἄλ­λαις ἐ­πι­στή­μαις πολ­λὰ θαυ­μα­στά»53.

δ΄. Ἐ­πει­δὴ ὅ­μως ἡ γλώσ­σα συ­σχε­τί­ζε­ται μὲ τὴν παι­δεί­α καὶ ἐ­πει­δὴ ἀ­σφα­λῶς ἡ παι­δεί­α γιὰ τοὺς Ἕλ­λη­νες στὴν τουρ­κο­κρα­τί­α ἦ­ταν ση­μαν­τι­κὸς πα­ρά­γον­τας γιὰ τὴν δι­α­τή­ρη­ση τῆς ἐ­θνι­κῆς ταυ­τό­τη­τας, ἡ παι­δεί­α ποὺ καλ­λι­ερ­γεῖ­ται στὸ πλαί­σιο τοῦ θρη­σκευ­τι­κοῦ ἀν­θρω­πι­σμοῦ ἔ­χει κα­τ’ ἀρ­χὴν ἐκ­κλη­σι­α­στι­κὸ καὶ μά­λι­στα χρι­στο­κεν­τρι­κὸ προ­σα­να­το­λι­σμό54.

Αὐ­τὸ ση­μαί­νει ὅ­τι ἀ­πορ­ρέ­ει ἀ­πὸ «τὸν φω­τι­σμὸν διὰ τοῦ ἁ­για­σμοῦ ἐν Ἁ­γί­ῳ Πνεύ­μα­τι, ὁ ὁ­ποῖ­ος εἶ­ναι φο­ρέ­ας καὶ δη­μι­ουρ­γὸς τῆς ἁ­γι­ό­τη­τας, τοῦ φω­τὸς καὶ τῆς γνώ­σε­ως»55. Γι’ αὐ­τὸ καὶ ἡ ἐκ­παί­δευ­ση στὶς κα­τα­κτη­μέ­νες ἑλ­λη­νι­κὲς πε­ρι­ο­χὲς ἦ­ταν ἐκ­κλη­σι­α­στι­κή, ὅ­πως καὶ ἡ λο­γι­ο­σύ­νη τῆς ἐ­πο­χῆς στὴν συν­τρι­πτι­κή της πλει­ο­ψη­φί­α56. Σα­φῶς καὶ ἀ­πο­σκο­ποῦ­σε στὴν γνω­στι­κὴ καὶ ἠ­θι­κὴ συγ­κρό­τη­ση τοῦ ἀ­τό­μου, ἀλ­λὰ ὄ­χι χω­ρὶς τὴν πα­ρου­σί­α τοῦ Θε­οῦ· ὁ­πωσ­δή­πο­τε καὶ ἐν­δι­α­φε­ρό­ταν γιὰ τὴν προ­α­γω­γὴ τῆς λο­γι­κῆς καὶ τῆς γνώ­σης, τῆς ἐ­πι­στή­μης καὶ τοῦ πο­λι­τι­σμοῦ, ἀλ­λὰ χω­ρὶς νὰ κα­τα­λή­γει νὰ τὰ θε­ο­ποι­ή­σει.

ε΄. Σὺν τοῖς ἄλ­λοις, ὁ συγ­κε­κρι­μέ­νος «θρη­σκευ­τι­κὸς ἀν­θρω­πι­σμὸς» εἶ­ναι μί­α ἰ­δι­ό­τυ­πη πνευ­μα­τι­κὴ κα­τά­κτη­ση, ποὺ συ­νί­στα­ται στὴν συλ­λο­γι­κό­τη­τα τοῦ κοι­νο­τι­σμοῦ, ὅ­που ὁ ἄν­θρω­πος πραγ­μα­τώ­νε­ται ὡς συλ­λο­γι­κὸ Ἐ­γὼ καὶ ἡ ζω­ή του νο­η­μα­το­δο­τεῖ­ται μέ­σα ἀ­πὸ τὸ ἀ­ξια­κὸ σύ­στη­μα τοῦ χρι­στι­α­νι­σμοῦ.

Βι­ώ­νε­ται ἐ­πί­σης μέ­σα ἀ­πὸ τὴν σχέ­ση τῆς ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῆς καὶ κοι­νο­τι­κῆς ζω­ῆς καὶ λει­τουρ­γεῖ ὡς κοι­νω­νί­α προ­σώ­πων καὶ ὄ­χι ὡς θρη­σκευ­τι­κὴ ἀ­το­μι­κό­τη­τα. Εἶ­ναι πη­γὴ ἀ­να­γεν­νη­τι­κῆς ἀ­φύ­πνι­σης τῶν δυ­νά­με­ων ποὺ στοι­χει­ο­θε­τοῦν τὴν ἰ­δι­ο­προ­σω­πί­α τοῦ νέ­ου Ἑλ­λη­νι­σμοῦ, ἐ­φό­σον ἀ­πο­τε­λεῖ τρό­πο προ­στα­σί­ας μιᾶς συλ­λο­γι­κῆς ταυ­τό­τη­τας καὶ δι­α­σφα­λί­ζει τὴν ἑ­νό­τη­τα τῆς πο­λι­τι­σμι­κῆς πα­ρά­δο­σης57. Πα­ράλ­λη­λα, ἐ­νῶ προ­βάλ­λον­ται ἰ­δι­αί­τε­ρα ἀ­πὸ τοὺς θρη­σκευ­τι­κοὺς ἀν­θρω­πι­στὲς ἡ συ­νερ­γα­σί­α καὶ ἡ ἀλ­λη­λεγ­γύ­η μέ­σα στὸ πλαί­σιο τῆς κοι­νο­τι­κῆς ζω­ῆς58, ὅ­μως δὲν λη­σμο­νεῖ­ται καὶ ὁ στό­χος τῆς ἐ­λευ­θε­ρί­ας τοῦ Γέ­νους καὶ τῆς οἰ­κο­δό­μη­σης ἑ­νὸς ἐ­θνι­κοῦ κρά­τους, πράγ­μα ποὺ ση­μαί­νει ὅ­τι ἡ κο­σμο­πο­λί­τι­κη ἀν­τί­λη­ψη τῶν ἀν­θρω­πι­στῶν τῆς Νε­ω­τε­ρι­κό­τη­τας δὲν εἶ­ναι πρω­τεύ­ου­σας ση­μα­σί­ας.

Ἐ­πει­δὴ ἡ δι­α­τή­ρη­ση τῆς ἐ­θνι­κῆς μνή­μης καὶ τῆς πα­ρά­δο­σης μέ­σα στὴν κοι­νό­τη­τα ἔ­χει χα­ρα­κτή­ρα αὐ­το­φυ­ῆ καὶ αὐ­το­νό­η­το, εἶ­ναι βά­σι­μη ἡ πα­ρα­τή­ρη­ση ὅ­τι: «Κά­θε κοι­νω­νί­α κτί­ζε­ται πά­νω στὰ θε­μέ­λια μιᾶς κυ­ρί­αρ­χης ἱ­στο­ρι­κῆς ἀ­φή­γη­σης, εἴ­τε προ­φο­ρι­κῆς, εἴ­τε ἐκ­παι­δευ­τι­κῆς. Μὲ αὐ­τὴν δι­α­μορ­φώ­νε­ται ὁ ψυ­χι­κὸς κό­σμος τοῦ κά­θε λα­οῦ. Αὐ­τὸ μπο­ρεῖ νὰ ἀ­πο­κλη­θεῖ Πα­ρά­δο­ση (-μνή­μη), δη­λα­δὴ αὐ­τὸ ποὺ δὲν τὸ ἔ­χου­με ξε­χά­σει, ποὺ τὸ ἔ­χου­με ἀ­πο­δε­χθεῖ καὶ τὸ συγ­κρα­τή­σα­με. Ἡ μνή­μη, οἱ ἱ­στο­ρί­ες ποὺ ἔ­χου­με νὰ δι­η­γη­θοῦ­με, εἶ­ναι ἡ ἐ­σω­τε­ρι­κὴ πε­ρι­ου­σί­α, ποὺ ὁ κα­θέ­νας μας κου­βα­λᾶ, ποὺ κα­νεὶς δὲν μπο­ρεῖ νὰ μᾶς τὶς κλέ­ψει καὶ αὐ­τὲς ση­μα­το­δο­τοῦν τὸ εἶ­ναι μας»59.

Συμ­πε­ρα­σμα­τι­κῶς θὰ λέ­γα­με ὅ­τι ὁ θρη­σκευ­τι­κὸς ἀν­θρω­πι­σμὸς ποὺ θε­με­λι­ώ­νε­ται ἀ­πὸ τοὺς Ἕλ­λη­νες λο­γί­ους τῆς τουρ­κο­κρα­τί­ας δὲν ἀ­πορ­ρί­πτει τὴν γνώ­ση, τὴν πρό­ο­δο σὲ ὅ­λους τοὺς το­μεῖς, ἀ­κό­μα καὶ τὴν οἰ­κο­δό­μη­ση τῆς ἐ­πί­γειας εὐ­τυ­χί­ας. Ἐ­πί­σης, δὲν ἀρ­νεῖ­ται τὴν κλασ­σι­κὴ παι­δεί­α καὶ τὴν κλη­ρο­νο­μιὰ τῶν Πα­τέ­ρων τοῦ Βυ­ζαν­τί­ου. Ὅ­μως, αὐ­τὸς ὁ ἀν­θρω­πι­σμὸς δι­α­φέ­ρει ἀ­πὸ ἐ­κεῖ­νον τῶν ἑ­πό­με­νων αἰ­ώ­νων, ποὺ ἐ­ξαί­ρε­ται κυ­ρί­ως στὴν Δύ­ση, ὁ ὁ­ποῖ­ος προ­ά­γει τὴν αὐ­το­νό­μη­ση τοῦ ἀν­θρώ­πι­νου ἐ­γὼ καὶ θέ­τει τὸν Θε­ὸ στὸ πε­ρι­θώ­ριο τῆς ἱ­στο­ρί­ας. Γι’ αὐ­τὸ καὶ ὁ θρη­σκευ­τι­κὸς ἀν­θρω­πι­σμὸς πρε­σβεύ­ει τὴν ὀρ­γά­νω­ση τῆς κοι­νω­νί­ας καὶ τῆς ζω­ῆς ἐν γέ­νει, σὲ συ­νά­φεια μὲ τὴν παι­δεί­α κα­τὰ Χρι­στόν.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

32 Βλ. ἀρχικῶς Ν. Iorga, Τὸ Βυζάντιο μετὰ τὸ Βυζάντιο, πρόλογος Νίκου Σβορώνου, μετ. Γιάννης Καρᾶς, ἐκδ. Gutenberg, Ἀθήνα 1989, σ. 18 (et passim).

33 «Τὸ πρόσωπον ὡς ἔννοια καὶ ὡς βίωμα εἶναι γέννημα καὶ θρέμμα τῆς πατερικῆς θεολογίας» (Ἰ. Ζηζιούλα, Ἀπὸ τὸ προσωπεῖον…, ὅπ. π., σ. 297) καὶ «Τὸ πρόσωπον, συνεπῶς, δὲν μπορεῖ νὰ πραγματοποιηθῆ ὡς ἐνδοκοσμικὴ ἢ ἀνθρωπιστικὴ πραγματικότης. Ἡ φιλοσοφία μπορεῖ νὰ φθάση ὡς τὴν διαπίστωσιν τῆς πραγματικότητος τοῦ προσώπου, ἀλλὰ μόνον ἡ θεολογία μπορεῖ νὰ κάμη λόγον διὰ τὸ γνήσιον, τὸ ὄντως πρόσωπον» (ὅπ. π., σ. 313).

34 E. Panofsky, ὅπ. π., σ. 8.

35 Γ. Δ. Μεταλληνοῦ, Παράδοση καὶ Ἀλλοτρίωση. Τομὲς στὴν πνευματικὴ πορεία τοῦ Νεώτερου Ἑλληνισμοῦ κατὰ τὴ μεταβυζαντινὴ περίοδο, ἐκδ. Δόμος, Ἀθήνα 1989, σ. 75.

36 Γ. Βαλέτα, Ἀνθολογία τῆς δημοτικῆς πεζογραφίας. Τόμος πρῶτος. Ἀπὸ τὸ Μαχαιρᾶ ὣς τὸ Σολωμὸ (1340-1827), Ἀθήνα 1947, σ. 133.

37 G. P. Henderson, Ἡ ἀναβίωση τοῦ ἑλληνικοῦ στοχασμοῦ, 1620-1830. Ἡ ἑλληνικὴ φιλοσοφία στὰ χρόνια τῆς τουρκοκρατίας, μετ. Φ. Κ. Βῶρος, Ἀκαδημία Ἀθηνῶν, Ἀθήνα, σσ. 25-26.

38 Μελετίου μητρ. Ἀθηνῶν, Γεωγραφία Παλαιὰ καὶ Νέα, τύποις Πάνου Θεοδοσίου τοῦ ἐξ Ἰωαννίνων, ἔκδοσις Ἀνθίμου Γαζῆ, Βενετία 1707, σσ. ζ΄-θ΄.

39 Νίκου Γρ. Ζαχαρόπουλου, Ἡ παιδεία στὴν τουρκοκρατία, ἐκδ. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 1998, σ. 36: «Οἱ λόγιοι…λίγο μετὰ τὴν πτώση τῆς Κωνσταντινούπολης φαίνεται ὅτι ἦταν ἐλάχιστοι, ὡστόσο ἱκανοὶ νὰ διατηρήσουν ἔστω καὶ σὲ ὑποτυπώδη μορφὴ τὴν παιδεία ἔτσι, ὥστε ἥρεμα καὶ λίγο – λίγο νὰ σχηματισθεῖ, μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου, μία ἁλυσίδα ἀπὸ λόγιους, ἡ ὁποία ὁδήγησε τὸ ἑλληνικὸ ἔθνος στὴν ἀναγέννηση τῶν γραμμάτων τῶν 17ου καὶ 18ου αἰώνων καὶ μ’ αὐτὴν στὴν ἐθνικὴ ἀφύπνιση καὶ ἐλευθερία». Καὶ ἀλλοῦ, σ. 43: «Τὰ ἐπιτεύγματα τῆς παιδείας στὴν περίοδο τῆς τουρκοκρατίας ὑπῆρξαν σοβαρὰ καὶ μεγάλα, μὲ κορυφαία τὴν ἐμφανῆ σύνδεση τοῦ ἐθνικοῦ βίου τῶν Ἑλλήνων τῆς τουρκοκρατίας μὲ τοὺς προγόνους, τὴν ἀνάπτυξη τῆς ἐθνικῆς συνείδησης, τὴν ἀναθέρμανση τοῦ πόθου γιὰ τὴν ἐλευθερία, τὴν καλλιέργεια τῆς φυσικῆς τάσης τοῦ λαοῦ γιὰ μάθηση…».

40 Περιηγηματικὸν Πυκτάτιον, ἤτοι Περιήγησις τῆς Εὐρώπης, ἐν Ἀμστελοδάμῳ 1706. Βλ. καὶ Χαραλάμπους Ἀθ. Μηνάογλου, Ὁ Ἀναστάσιος Μιχαὴλ ὁ Μακεδὼν καὶ ὁ Λόγος περὶ Ἑλληνισμοῦ, Ἐναλλακτικὲς ἐκδόσεις, Ἀθήνα 2014, σ. 91.

41 Βλ. ἐπὶ παραδείγματι τὴν σχετικὴ προτροπὴ τοῦ Μελετίου Μήτρου, μητροπολίτου Ἀθηνῶν, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, ἐπιμέλεια Πολυζώη Λαμπανιζιώτη, Βιέννη τῆς Ἀουστρίας, τυπογρ. Ἰωσήπου Βαουμαϊστέρου, 1784, τόμ. Γ΄, σσ. ι΄-ιδ΄: «Ὁ ἄνθρωπος ὁποὺ καθολικὰ πρέπει νὰ ὀνομάζηται ἄνθρωπος, καὶ ὁποὺ στοχάζεται ὀρθὰ καὶ κατὰ Θεὸν δὲν πρέπει νὰ εἶναι μόνον διὰ λόγου του καλός, ἀλλὰ ἔχει χρέος ἀπαραίτητον καὶ ἀπὸ τὸν Θεὸν καὶ ἀπὸ τὴν ἰδίαν φύσιν νὰ εἶναι καλὸς καὶ διὰ τὸν πλησίον του, καὶ ὠφέλιμος, καὶ ὅστις εἶναι μόνον καλὸς διὰ λόγου του, καὶ ὄχι διὰ τὸν πλησίον του πρεπόντως πρέπει νὰ ὀνομάζηται μισάνθρωπος».

42 Βλ. σχετικῶς Ἀπόστολου Διαμαντῆ, Ἔθνος καὶ θεσμοὶ στὰ χρόνια τῆς τουρκοκρατίας. Ἡ κανονιστικὴ ἐκτροπὴ στὴν ἑλληνικὴ ἱστοριογραφία, Ἐναλλακτικὲς ἐκδόσεις, Ἀθήνα 2013, σσ. 154-172.

43 Πρβλ. Νεκταρίου Ἱεροσολύμων, Οἱ Νεομάρτυρες, στὸ Κωνσταντίνου Β. Σκουτέρη, ὅπ. π., σ. 80: «Εἰ καὶ ἑάλω ἡ Κωνσταντινούπολις καὶ ἐδουλώθη, τὸ ἔθνος οὐδαμῶς ἐξερριζώθη».

44 Βλ. G. Hering, ὅπ. π., σ. 181.

45 Γιὰ ἕναν ἰδιαίτερο πνευματικὸ – ἐθνικὸ προσανατολισμὸ ἤδη ἀπὸ τὰ μέσα τοῦ 17ου αἰώνα γίνεται λόγος στὸ ἔργο πολλῶν ἐρευνητῶν, ὅπως ἐπὶ παραδείγματι τοῦ Γιάννη Καρᾶ, «Νεοελληνικὸς Διαφωτισμὸς ἢ Νεοελληνικὴ Ἀναγέννηση;», Τὰ νέα τοῦ Κ.Ε.ΝΕ.Φ. 5 (2000), 5-6: «Οἱ πνευματικοὶ ἄνθρωποι τῆς περιόδου αὐτῆς ἐνστερνίζονται…τὶς νέες ἰδέες, τὶς νέες ἐπιστημονικὲς καὶ φιλοσοφικὲς ἀντιλήψεις, τὰ νέα ρεύματα ποὺ κυκλοφοροῦν στὴν Εὐρώπη συνδυάζοντας τὰ πάντα μὲ τὸ αἴτημα τῆς ἐθνικῆς χειραφέτησης, τῆς ἐθνικῆς ἀπελευθέρωσης, στοιχεῖο τὸ ὁποῖο…δὲν εἶχε, δὲν μποροῦσε νὰ ἔχει, τὸ κίνημα τοῦ εὐρωπαϊκοῦ Διαφωτισμοῦ καὶ τὸ ὁποῖο ἀποτέλεσε συστατικὸ στοιχεῖο μόνον τοῦ πνευματικοῦ ἐκείνου κινήματος ποὺ ἀναπτύχθηκε στὸν ἑλληνικὸ χῶρο μετὰ ἀπὸ σωρευτικὲς ἀλλαγὲς τῶν προηγούμενων αἰώνων, καὶ τὸ διαφοροποίησε ἀπὸ τὴν Εὐρώπη».

46 Πρβλ. Πασχάλη Κιτρομιλίδη, Νεοελληνικὸς Διαφωτισμός, ΜΙΕΤ, Ἀθήνα 1999, σ. 41.

47 Κύριλλου Λούκαρη, Ἕνα ἀναγεννητικὸ κήρυγμα γιὰ τὴ μετάφραση τῶν Γραφῶν (1610-1635), στὸ Γ. Βαλέτα, Ἀνθολογία τῆς Δημοτικῆς Πεζογραφίας, ὅπ. π., σ. 142.

48 «Κάθε χριστιανὸς νὰ ἔχει χρέος καὶ τὰ ἱερὰ γράμματα νὰ διαβάζει ἀτός του καὶ ἐκεῖνα, ὁποὺ δὲν ἠξεύρει, ἀπὸ τοὺς πλέα ὀρθοδόξους διδασκάλους νὰ ἐρωτᾶ νὰ μανθάνει καὶ νὰ εἶναι δίκαιο καὶ τὰ ἱερὰ βιβλία, καθὼς τὸ θεῖο καὶ ἱερὸ Εὐαγγέλιο, νὰ μεταγλωττίζονται καὶ νὰ ἑρμηνεύονται εἰς ἁπλὴ διάλεκτο καὶ γλῶσσα κοινή, ὁποὺ ἠμπορεῖ νὰ τὰ γροικᾶ καθεὶς διαβάζοντάς τα, νὰ καρποφοροῦν ἐκεῖνα ὁποὺ εἶναι γραμμένα μέσα καὶ νὰ ὠφελεῖται ἡ ψυχή» (Κύριλλου Λούκαρη, Ἕνα ἀναγεννητικὸ κήρυγμα, ὅπ. π., σσ. 142-143).

49 Κωνσταντίνου Γ. Κασίνη, «Ὁ ἐκκλησιαστικὸς δημοτικισμός: ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τοῦ 16ου ἕως τὰ μέσα τοῦ 18ου αἰώνα», στὸ Τὸ γλωσσικὸ ζήτημα. Σύγχρονες προσεγγίσεις, ἐπιστημονικὴ ἐπιμέλεια Γεώργιος Μπαμπινιώτης, Ἵδρυμα τῆς Βουλῆς τῶν Ἑλλήνων, Ἀθήνα 2011, σσ. 83-101. Νίκου Δ. Βαρμαζῆ, Ἡ ἀρχαία ἑλληνικὴ γλώσσα καὶ γραμματεία ὡς πρόβλημα τῆς νεοελληνικῆς ἐκπαίδευσης. Ἀπὸ τὴν Ἀναγέννηση ὡς τὴν καθιέρωση τῆς δημοτικῆς (1976), Θεσσαλονίκη 1991, σσ. 21-20 (διδακτορικὴ διατριβή).

50 Νικολάου Σοφιανοῦ, Ἐπιστολὴ πρὸς τὸν ἐπίσκοπο Διονύσιο, στὸ Ν. Ζαχαρόπουλου, ὅπ. π., σ. 106.

51 Ἑλένης Κακουλίδου – Πάνου, Ἰωαννίκιος Καρτάνος. Παλαιά τε καὶ Νέα Διαθήκη [Βενετία 1536], Θεσσαλονίκη. Κέντρο Ἑλληνικῆς Γλώσσας 2000.

52 Σχετικῶς εἶναι χρήσιμη ἡ διαπίστωση ὅτι: «Μὲ τὴν Ἐκκλησία καὶ τὸν κοινοτικὸ θεσμὸ σώθηκε, παρ’ ὅλες τὶς ἐλλείψεις της, καὶ ἡ ἑλληνικὴ παιδεία. Στὸ θεσμὸ τῆς ἐθναρχίας ὀφείλεται ἡ χρήση σ’ ὅλο τὸ ρωμαίικο μιλλέτι τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας ὡς γλώσσας τῆς παιδείας χωρὶς βέβαια νὰ ἐμποδίζεται καὶ ἡ χρήση τῶν ἄλλων τοπικῶν γλωσσῶν» (π. Γεωργίου Μεταλληνοῦ, Τουρκοκρατία. Οἱ Ἕλληνες στὴν Ὀθωμανικὴ αὐτοκρατορία, ἐκδ. Ἀκρίτας, Ἀθήνα 21989, σ. 133).

53 Μαξίμου τοῦ Πελοποννησίου, Προοίμιον κατὰ τοῦ Σχίσματος τῶν παπιστῶν ἐγχειριδίου, στὸ Κωνσταντίνου Β. Σκουτέρη, ὅπ. π., σ. 57.

54 Μ. Α. Σιώτου, ὅπ. π., σ. 26.

55 Ἀρχιμ. Ἰουστίνου Πόποβιτς, ὅπ. π., σ. 193.

56 Βλ. σχετικῶς Ἀπ. Διαμαντῆ, ὅπ. π., σ. 145 κ. ἀ.

57 Ν. Πανταζόπουλου, Ὁ ἑλληνικὸς κοινοτισμὸς καὶ ἡ νεοελληνικὴ κοινοτικὴ παράδοση, ἐκδ. Παρουσία, Ἀθήνα 1993, σ. 34.

58 Γι’ αὐτὸ καὶ ἔχει βάσιμα ὑποστηριχθεῖ ὅτι: «Ἡ συσπείρωση ποὺ ἐπέβαλαν οἱ περιστάσεις συνέβαλε στὴ διαμόρφωση τοῦ χαρακτῆρος τῶν μελῶν τῆς κοινότητος, στὴ διατήρηση τῆς γλώσσας καὶ τῆς πίστεώς τους καὶ στὴ διαμόρφωση μορφῶν λαϊκοῦ δικαίου μὲ οὐσιαστικὸ περιεχόμενο. Τὸ ἀλληλέγγυο, ἡ κοινὴ εὐθύνη, ὁ σεβασμὸς τῆς ζωῆς, τῆς τιμῆς καὶ περιουσίας συγκράτησαν πολλὲς φορὲς τὸ ἄτομο νὰ δράση κατὰ τοῦ δυνάστη … γιὰ νὰ μὴν προκληθοῦν ἀντίποινα σὲ ὁλόκληρη τὴν κοινότητα» (Ἰωάννη Γιαννόπουλου, «Κοινότητες», στὸ Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους, Ἐκδοτικὴ Ἀθηνῶν, τόμ. ΙΑ΄, Ἀθήνα 1975, σ. 141).

59 Γεωργίου Σ. Πλουμίδη, Ἱστορικὴ μάθηση (Προτάσεις γιὰ τὶς Πηγὲς καὶ τὴ Μεθοδολογία στὴν Ἱστορία), τεῦχος Β΄, Βιβλιοπωλεῖο Διονυσίου Νότη Καραβία Ἀθήνα 2012, σ. 19.

, , , , , , , , ,

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *