Γράφουν οι: Δημήτρης Κιτσούλης, Ολυμπία Βρακοπούλου
Ο Φυσιολόγος έλκει την καταγωγή του από τα αρχαία χρόνια, ωστόσο το παρόν κείμενο ανάγεται στον 15ο αιώνα. Είναι συνθεμένο σε ανομοιοκατάληκτους δεκαπεντασύλλαβους στίχους, με κάποιες παρεμβολές πεζού κειμένου, και χωρίζεται σε 48 μικρά «κεφάλαια», καθένα από τα οποία είναι αφιερωμένο σε συγκεκριμένο πραγματικό ή μυθικό ζώο.
Émile Legrand (επιμ.), Le Physiologus. Poeme sur la nature des animaux en grec vulgaire et en vers politiques, Maisonneuve, Παρίσι 1873.
Ο Φυσιολόγος συγκεντρώνει, σε μικρά κεφάλαια, τις τόσο προσφιλείς στο μεσαιωνικό αναγνωστικό/ακροαματικό κοινό ιστορίες ζώων. «Φυσιολόγος» είναι ο ερευνητής της φύσης, αυτός που παραθέτει το αρχικό φυσιογνωστικό υλικό πάνω στο οποίο δομείται το έργο (Beck 1999, 74), όμως η λέξη σημαίνει και το σύγγραμμα που περιέχει τις ιστορίες αυτές.
Η δική μας εκδοχή αποτελείται από ανομοιοκατάληκτους δεκαπεντασύλλαβους στίχους, με κάποιες παρεμβολές πεζού κειμένου, και χωρίζεται σε 48 μικρά “κεφάλαια”. Το καθένα από αυτά είναι αφιερωμένο σε κάποιο ζώο, είτε πραγματικό είτε μυθικό, και περιλαμβάνει την παρουσίαση-περιγραφή του ζώου και την «αναγωγή», δηλαδή τον συμβολισμό που φέρει το καθένα, καθώς και τη σύνδεσή του με τη θρησκεία και τον ανθρώπινο βίο. Το ζωικό βασίλειο αποτελεί εδώ μια πλούσια πηγή έμπνευσης ηθικών διδαγμάτων, θρησκευτικών συμβόλων αλλά και θεολογικών ερμηνειών της συμπεριφοράς των ζώων (Mango 1988, 212-213). Είναι αξιοσημείωτο ότι δεν υπάρχει κάποιο είδος ταξινόμησης, ούτε κάποια σειρά στην παρουσίασή τους: ο ελέφαντας, το λιοντάρι, η αρκούδα, η οχιά, η χελώνα, το περιστέρι, ο κένταυρος, ο μονόκερως, παρουσιάζονται χωρίς διάκριση (Μητσάκης 1973, 142).
Σε αυτό το σημείο, θα πρέπει να επισημανθεί το μεγάλο ενδιαφέρον που έδειχνε ο άνθρωπος του Μεσαίωνα, σε Ανατολή και Δύση, για ζώα τα οποία δεν υπήρχαν στο περιβάλλον του. Στο πλαίσιο αυτό, υπάρχουν πολλές αναφορές στη μεσαιωνική γραμματεία σε ζώα υπαρκτά, όπως ο ελέφαντας, η ζέβρα, τα εξωτικά πτηνά, αλλά και σε ζώα μυθικά, όπως ο μονόκερως, ο δράκος και ο φοίνικας, ιδωμένα υπό το πρίσμα της φαντασίας και του μυστηρίου (Mango 1988, 212-213). Έτσι, και ο κατάλογος των ζώων του Φυσιολόγου είναι πλούσιος και πολυποίκιλος· εκτός από τους προαναφερθέντες, πραγματικούς και μυθολογικούς, εκπροσώπους του ζωικού βασιλείου, δίπλα σε οικεία για τους κατοίκους του ελληνικού χώρου πλάσματα, περιλαμβάνει και περισσότερο εξωτικά ζώα, όπως η στρουθοκάμηλος, η μαγκούστα («ιχνεύμων»), ο πάνθηρας κλπ., αριθμώντας συνολικά 48 καταγραφές, όπως ήδη ειπώθηκε.
Ο Φυσιολόγος έλκει την καταγωγή του από τα αρχαία χρόνια· το αρχικό κείμενο πρέπει να γράφτηκε τους πρώτους μεταχριστιανικούς αιώνες στην Αλεξάνδρεια, σε ένα περιβάλλον ώσμωσης μεταξύ του ανατολικού μυστικισμού και του ελληνικού ορθολογισμού, του αρχαίου κόσμου και του χριστιανισμού (Μητσάκης 1973, 141). Έτσι, εκτός από τις γνώσεις και τις πληροφορίες που προσφέρει, συγχέει την αρχαία επιστημονική γνώση με τις λαϊκές δεισιδαιμονίες και τη θρησκευτική πίστη. Από την αρχαιότητα υπήρξε εξαιρετικά αγαπητό ανάγνωσμα, ωστόσο στη διάρκεια του Μεσαίωνα απέκτησε «παγκοσμιότητα» (Beck 1999, 74), όπως φαίνεται από το πλήθος των χειρογράφων και των μεταφράσεων.
Πρόκειται για ένα έργο που γνώρισε πολλές διασκευές, ακριβώς λόγω του ότι αποτελούσε κοινό πνευματικό κτήμα για ένα μακρό χρονικό διάστημα και ο κάθε αντιγραφέας άδραχνε την ευκαιρία να το διαμορφώσει εκ νέου και να το διαφοροποιήσει (Beck 1999, 75). Στην πρώτη του μορφή, η οποία ίσως διατηρεί σχέσεις με ένα έργο του 3ου π.Χ. αιώνα, τα Φυσικά κάποιου Βώλου από τη Μένδη της Αιγύπτου, του οποίου το κείμενο επενδύθηκε αρχικά με στοιχεία από εβραϊκές και στη συνέχεια από χριστιανικές πηγές, παρουσιάζονται πενήντα πραγματικά ή μυθικά ζώα, φυτά ή είδη λίθων με όλες τους ιδιότητες, πότε επιστημονικά αδιάβλητες πότε μυθώδεις, και ερμηνεύονται με έναν τρόπο χαρακτηριστικά αλληγορικό, σε συνάφεια με τον Χριστό και τους χριστιανούς, τον διάβολο και τη χριστιανική ζωή.
Η χριστιανική αυτή διασκευή του έργου (Ι) γράφτηκε κατά το β΄ μισό του 4ου μ.Χ. αιώνα (κάποιοι υποστηρίζουν και μια πρωιμότερη χρονολόγηση στον 2ο αι.) και σώζεται σε πάνω από εικοσιπέντε χειρόγραφα με σημαντικές αποκλίσεις μεταξύ τους· σημαντικότερο από όλα θεωρείται ο κώδικας Pierpont Morgan 397 της Νέας Υόρκης, ο οποίος αποτελεί συνάμα και τον παλαιότερο μάρτυρα του κειμένου, με αναγωγή στα τέλη του 10ου ή τις αρχές του 11ου αιώνα. Κατά τον αιώνα αυτό πιστεύεται ότι εμφανίζεται και η βυζαντινή παραλλαγή (ΙΙ), που μπορεί και να ανάγει τα πρώτα ίχνη της στον 5ο-6ο αιώνα. Από το κείμενο αυτό παραλείπονται πλέον τα φυτά και οι πέτρες, ενώ άλλα, καινούρια, είδη ζώων εισάγονται. Εξάλλου, γίνεται προσπάθεια για εναρμόνιση της γλώσσας με την κοινή της εποχής και, επιπλέον, εμφανίζονται κάποια δημοτικιστικά στοιχεία (Beck 1999, 75).
Ανάμεσα στις υπόλοιπες διασκευές του Φυσιολόγου συγκαταλέγεται και η ομάδα του Ψευδο-Βασιλείου (ΙΙΙ), η οποία απαρτίζεται από έντεκα χειρόγραφα του 17ου αιώνα που βρίσκονται στο Άγιο Όρος· είναι λίγο μεταγενέστερη από τη βυζαντινή παραλλαγή και γραμμένη σε πιο καλλιεργημένη γλώσσα, επηρεασμένη από το εκκλησιαστικό ιδίωμα της εποχής. Τέλος, θα πρέπει να αναφέρουμε και την ιταλική ομάδα, με σπουδαιότερο τον κώδικα Vat. Chris. R IV11 του 13ου αιώνα (Beck 1999, 76).
Γενικά, η διάδοση και απήχηση του έργου υπήρξε τεράστια, τόσο εντός όσο και εκτός των ορίων της ελληνικής γλώσσας. Για παράδειγμα, από τον Φυσιολόγο επηρεάζονται και αντλούν πληροφορίες και υλικό έργα, όπως η Διήγησις παιδιόφραστος των τετραπόδων ζώων του 14ου αιώνα, άγνωστου συγγραφέα, και η Συνάθροιση από τα βιβλία των παλαιών φιλοσόφων, γραμμένη γύρω στα 1568 από τον Δαμασκηνό Στουδίτη, επίσκοπο Λιτής και Ρενδίνης (βλ. Moennig 2005, 271-273), ενώ, ως συνέχεια της Συνάθροισης, κυκλοφόρησε ενοποιημένος στα τέλη του 16ου και στις αρχές του 17ου αιώνα ένας Φυσιολόγος με το όνομα του Επιφανίου Σαλαμίνας (Moennig 2007, 2321). Άλλωστε, το αρχικό κείμενο, αυτό της χριστιανικής, προβυζαντινής παραλλαγής (Ι), στάθηκε ο προκάτοχος ενός νέου λογοτεχνικού είδους, των ιδιαίτερα δημοφιλών «Φυσιολόγων» ή, σωστότερα, των «βιβλίων για τα ζώα» (Bestiaria) του δυτικού Μεσαίωνα, ενώ γνώρισε αλλεπάλληλες μεταφράσεις και διασκευές σε ένα αξιοσημείωτο εύρος γλωσσών, από την Ανατολή έως τη Δύση (Beck 1999, 76).
Κατά καιρούς έχουν εκδοθεί διάφορες παραλλαγές του κειμένου, ήδη από το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα, όταν και η δημώδης γραμματεία άρχισε να απασχολεί συστηματικά τους φιλολόγους. Από τις πρώτες εκδόσεις, ξεχωρίζει εκείνη του γάλλου βιβλιογράφου και νεοελληνιστή Legrand (1873), η οποία είναι η πηγή της δικής μας ανθολόγησης και αποτελεί, όπως ήδη ειπώθηκε, μια ποιητική παραλλαγή. Από τις υπόλοιπες, αναφέρουμε την έκδοση του Sbordone (1936), που πραγματοποιεί ένα μεγαλεπήβολο εγχείρημα εκδίδοντας συνολικά πάνω από εβδομήντα χειρόγραφα, καθώς και την παρουσίαση του Καϊμάκη (Kaimakis 1974) ως μία από τις πιο πρόσφατες.

Ο πετεινός
Ὁ πετεινὸς γὰρ τὸ πουλὶν, τὸ ἥμερον τὸ ζῶον,
ὅταν γηράσῃ εἰς ἑπτὰ [ἢ ὀκτὼ] χρόνους νὰ ζήση,
τότε γεννᾷ δύο αὐγά· εἰς τὴν κοπριὰν τὰ χώνει·
’ς ἡμέρας τεσσαράκοντα εὐθὺς ἐξηπουλιάζουν·
180
γεννοῦνται πετεινάρια καθὼς ἔχει ὁ γόνος,
ἔχουν τὰ ὄρνεα αὐτὰ δεινὸν, πικρὸν φαρμάκιν·
εἴ τιναν τύχῃ νὰ ἰδοῦν, εὐθὺς ἐξεψυχίζει,
ἢ ἄνθρωπον ἢ θηριὸν, εἴτε ἄλλον [τι] κτῆνος,
εἰ δὲ καὶ βλέποντα ἡμεῖς προτῄτερον ἐκεῖνα,
185
οὐδὲν μᾶς βλάπτει τὸ πικρὸν φαρμάκιν ὁποῦ ἔχουν.
Ὁ βασιλεὺς Ἀλέξανδρος ποῖκεν αὐτὰ τὰ ζῶα,
ἐποῖκεν κάτω εἰς τὴν γῆν ἕναν μεγάλον θόλον,
καὶ ἔβανεν καὶ τρέφουνταν ἀντάμα καὶ τὰ δύο,
χρόνους τρεῖς τ’ ἀπεκράτησεν, ἦσαν φυλακισμένα,
190
καὶ πρόβιον κρέας τἄτρεφεν ἕνα ζῶ τὴν ἡμέραν,
καὶ μετὰ ταῦτα σφάζει τα καὶ τὰ ’ξύγγια των βγάλλει,
καὶ, μὲ τῶν ζώων τὴν χολὴν, τὴν χυμίαν ἐποῖκεν,
χρυσὰ τὰ ὅλα ἔκαμνεν μὲ τέχνην καὶ σοφίαν.
Καὶ ἐσὺ τοίνυν, ἄνθρωπε, βλέπε μηδὲν γηράσῃς
195
ἐν ἀτοπίοις πράξεσιν πορνείας καὶ μοιχείας,
καὶ ἔχῃς ἰὸν φαρμακερὸν, καὶ ἄλλους θανατώσῃς,
καὶ γενήσῃ ςτὸ γῆράς σου πορνοβοσκὸς εἰς ἄλλους,
ἀλλὰ ἀπόθου τὸ κακὸν, βλέπε μηδὲν χρονίσῃς,
καὶ πάγῃς εἰς τὴν κόλασιν εἰς ὅσα καὶ ἂν ζῄσης.

Η Αλεπού
Δόλιον ζῶον γὰρ ἐστὶν ἡ ἀλουποῦ ἡ κλέπτρια·
520
ἐὰν πεινάσῃ τὸ λοιπὸν κοὐκ ἔχῃ τί νὰ φάγῃ,
ὑπάγει εἰς ἀχυρόκοπρον ὅπου νὰ ἔχῃ ἥλιον,
καὶ πίπτει ἐκεῖ ἀνάσκελα ὡσὰν ἀποθαμμένη·
οὔτε πνοὴ ἢ ἀναστεναγμὸς δεικνύων ὅτι ἔχει,
νομίζουσιν τὰ πετεινὰ ὅτι ἔναι ψοφισμένη,
525
συνάγονται κ’ ὑπάγουσιν, θέλουν διὰ νὰ τὴν φᾶσιν,
καὶ, ὅταν τὴν πλακώσουσιν, ἐκείνη γὰρ ἐξαίφνης
ἐγέρνεται καὶ πιάνει [τα], καὶ τρώγει ὅσα νὰ δράξη.
Οὕτω καὶ ὁ διάβολος δόλιος πάνυ ἔσται,
καὶ πάντα πολεμίζει γὰρ τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων,
530
καὶ ὅσοι θέλουν ἅψονται τὰς σάρκας τοῦ διαβόλου,
εὐθὺς ἀναπληρόνονται πρὸς φόνους, πρὸς πορνείας,
καὶ πρὸς φιλαργυρίας τε καὶ πρὸς [τὰς] φιλαρχίας·
φεύγωμεν τοίνυν καὶ ἡμεῖς τὸ δολερὸν θηρίον.

Το Χελιδόνι
Τὸ χελιδόνιν τὸ πουλὶν μαυρόπτερον ὑπάρχει,
καὶ κάτω ἡ κοιλία του ἄσπρη ὡς περιστέρας.
825
Καὶ ὅταν θέλῃ κηλᾳδεῖ τὴν γλῶσσάν του φωνεῖται,
καὶ μὲ τὰ χείλη κηλᾳδεῖ καὶ χειλιδὼν ἀκούει·
τὸν χρόνον ἥμισον αὐτὸν ςτὴν ἔρημον τὸν κάμνει,
καὶ τὸν ἑξῆς τὸν ἥμισον ςτὰς στράτας καὶ ςτὰ σπίτια·
ςτοὺς οἴκους κάμνει ταῖς φωλιαῖς, καρπογονίας γόνους·
830
πορεύονται ἀμφότερα, κομίζουσιν τὴν βρῶσιν,
καὶ τρέφουσιν τοὺς νεοσσοὺς ὁ ἄῤῥην καὶ ἡ θήλη·
καὶ, ἐὰν τύχῃ ἐξ αὐτῶν ὅτι νὰ τυφλωθῇ γὰρ,
εὐθὺς ἡ θήλη πέτεται, ςτὴν ἔρημον ὑπάγει,
βοτάνιν φέρνει κ’ ἔρχεται, ςτοὺς ὀφθαλμοὺς τὸ βάλλει
835
τοῦ πυρωθέντος νεοσσοῦ, εὐθὺς κἀκεῖνος βλέπει.
Καὶ σὺ τοίνυν, ὦ ἄνθρωπε, αὐλήσου ἐν ἐρήμῳ,
καὶ, κρυβηθεὶς ςτὸν οἶκόν σου, κλαῦσον τὰς ἁμαρτιάς σου,
τὴν τυφλωμένην σου ψυχὴν θεράπευσον, ὦ τάλας,
βοτάνιν βάζε καὶ ἐσὺ ἀρχὴν τῆς μετανοίας,
840
καρποὺς ἀφέσεως ποιῶν τῶν σῶν ἁμαρτιῶν τε,
ἵνα βασιλειᾶς τοῦ θεοῦ ἀεὶ κληρονομήσῃς.

Το Φίδι
Δεινὸν, φαρμακερὸν ἐστὶν ὁ ὄφις τὸ θηρίον·
1045
ὅταν εἰς γῆρας γὰρ ἐλθῇ, τυφλοῦται καὶ ἐκεῖνος,
ἀμβλυωπεῖ τοὺς ὀφθαλμοὺς, ’μποδίζεται βαδίζειν,
ὑπᾷ εἰς πέτραν στενωπὴν κἀκεῖ στενοκοπᾶται,
πρῶτον νηστεύει καὶ αὐτὸς σαράκοντα ἡμέρας,
τὸ δέρμαν του χαυνόνεται καὶ τότε πᾷ ςτὴν τρῦπαν·
1050
στενοκοπεῖται δυνατὰ, τὸ δέρμαν του ἔξω βάλλει,
ἀνοίγει δὲ τοὺς ὀφθαλμοὺς, εὐθὺς ἀνακαινοῦνται,
καὶ πάλιν νέος γίνεται ὡσὰν [καὶ] ἦτον πρῶτα·
ἀλλ’, ὅταν πᾷ νὰ πιῇ νερὸν, πρῶτον ὑπᾷ κ’ εὑρίσκει
πέτραν νὰ ἔχῃ λάκκωμα, κ’ ἐκεῖ ξερνᾷ φαρμάκιν,
1055
ἀφίνει το ………………..καὶ τότε ὑπᾷ καὶ πίνει·
εἶθ’ οὗτος πάλιν στρέφεται καὶ πίνει τὸ φαρμάκι.
Καὶ, ὅταν ἄνθρωπον γυμνὸν ἰδῇ αὐτὸς ὁ ὄφις,
φοβεῖται, ἀποστρέφεται καὶ φεύγει ἐξ ἐκείνου,
καὶ, ὅταν πολεμίζεται ὑπό τινος ἀνθρώπου,
1060
ἢ μὲ θηρίον ἕτερον ὅμοιον ὡς ἐκεῖνον,
ὅλον τὸ σῶμα γὰρ αὐτοῦ εἰς θάνατον τὸ δίδει,
τὸ δὲ κεφάλιν ἑαυτοῦ πάντα τηρεῖ καὶ βλέπει
Καλῶς τοίνυν ὁ κύριος εἶπεν καὶ περὶ τούτου
τὸ «φρόνιμοι γὰρ γίνεσθε ὥσπερ αὐτὸς ὁ ὄφις·
1065
τὴν πίστιν σας φυλάττετε, τὸ πρῶτον τὸ κεφάλιν·»
γυμνώσου τῆς παρακοῆς, ἐνδύσου ἀφθαρσίαν,
καὶ λάβε τὸν οὐράνιον ἅρτον διὰ νηστείας,
νήστευσον τοίνυν καὶ ἐσὺ καὶ τῆξέ σου τὸ σῶμα,
καὶ ἐκδύσου τὸ παλαιὸν [τὸ] φύραμα τῆς ζύμης,
1070
καὶ πρόσδραμε εἰς τὴν στενὴν πύλην καὶ τεθλιμμένην,
νὰ εὕρῃς τὴν εὐρύχωρον ὁδὸν τῆς βασιλείας.