Γράφει ο Σπύρος Κουτρούλης
Το δοκιμιακό έργο του Δ. Δημηρούλη ξεχωρίζει από όλους τους προηγούμενους από τον τόνο, το ύφος και την κατεύθυνση της κριτικής του . Στο περιοδικό «Ποίηση»(τεύχος 2, Φεβρουάριος 1993) δημοσιεύει για πρώτη φόρα μέρος του δοκιμίου του «Ο ποιητής ως έθνος, Σπουδή για τον άλλο Σεφέρη» το οποίο θα εκδοθεί στη συνέχεια με τον τίτλο «Ο ποιητής ως έθνος-αισθητική και ιδεολογία στο Γ. Σεφέρη»(εκδόσεις Πλέθρον, 1997). Θα επανέλθει με τις συλλογές δοκιμίων «Ο φοβερός παφλασμός», Κριτικό αφήγημα για τα «Τρία κρυφά ποιήματα» του Γ.Σεφέρη» (εκδόσεις Πλέθρον, 1999) και «Η ανάγνωση του Σεφέρη (εκδόσεις Gutenberg, 2019) αλλά και το δοκίμιο «Ο ελληνικός μοντερνισμός και ο επεκτατισμός της γενιάς του ‘30» (Athens Review of Books, τεύχος 118, Ιούνιος 2020). Αναμφίβολα , όπως θα δούμε στη συνέχεια αναλυτικότερα, η σχέση του Δημηρούλη με τον Σεφέρη είναι αμφίσημη, αντιφατική και κυμαίνεται μεταξύ έλλογων και εύλογων επισημάνσεων και μανικών αποκηρύξεων που κινούνται από ιδεολογικές αποκλειστικότητες και υποτιθέμενες πολιτικές ορθοδοξίες. Σε ορισμένες περιπτώσεις μας φέρνει έναν δογματικό αντισεφερισμό, εντελώς ξένο στην κριτική των στοχαστών της μεταπολεμικής αριστεράς. Παρόλα αυτά είναι βέβαιο ότι έχει συγχρόνως γοητευθεί από τον Σεφέρη , διαφορετικά δεν θα μπορούσε να γράψει το έργο αυτής της έκτασης.
Στο πιο πρόσφατο δοκίμιο του για τον Σεφέρη και την γενιά του ’30, ο Δ. Δημηρούλης διατυπώνει πιο εμφατικά έναν ταυτολογικό λόγο που λαμβάνει ως δεδομένα ότι θα πρέπει να αποδείξει. Με αφορμή μια ημερολογιακή σημείωση του Γ.Θεοτοκά όπου συμπεραίνει σαν ένα μεγάλο κατόρθωμα της γενιάς του, ότι συνταίριασε αρμονικά τον Σολωμό, τον Κάλβο, τον Παλαμά, τον Καβάφη, τον Σικελιανό, τον Σεφέρη, τον Ελύτη, τον Μακρυγιάννη, τον Παπαδιαμάντη, γράφει: «χαρακτηριστικό παράδειγμα ο Γ.Σεφέρης, ο οποίος υπήρξε συμμέτοχος στην κατασκευή της μυθολογίας, συμπορευόμενος στη διεξαγωγή της σύγκρουσης με άλλες διεκδικούσες ομάδες, και κορυφαίος υποβολέας της αισθητικής ιδεολογίας της γενιάς του ‘30»[20]. Στην φράση αυτή το βάρος πέφτει σε δύο λέξεις την «μυθολογία» και την «ιδεολογία» με τις οποίες χαρακτηρίζει όλο το δοκιμιακό έργο του Γ.Σεφέρη και με τις οποίες επιδιώκει να δείξει στον αναγνώστη ότι είναι ένα ψέμα, μια ψευδή συνείδηση κατά την μαρξική ορολογία. Βεβαίως δεν επιχείρησε να αποδείξει τον ισχυρισμό του, δηλαδή σε ποια σημεία και με ποιο τρόπο ο Σεφέρης μας εξαπατά. Αντίθετα χρησιμοποιεί μια φράση κλισέ η οποία μπορεί δίχως πρόβλημα να χρησιμοποιηθεί εναντίον οποιουδήποτε αντίπαλου.
Με τον ίδιο τρόπο, ο Δ.Δημηρούλης, μιλά για το «φάντασμα της ελληνικότητας» που «με όλους τους συμβολικούς μετασχηματισμούς και τις αλληγορικές μεταμορφώσεις του, συμπληρώνει την αισθητική ιδεολόγηση του λαού και της παράδοσης με τον θεμελιακό μύθο της ταυτότητας, είτε αυτή ανασύρεται νοσταλγικά από το παρελθόν, είτε τίθεται ως αίτημα για το μέλλον»[21]. Δίπλα σε λέξεις αδόκιμες όπως «ιδεολόγηση», επαναλαμβάνει τις λέξεις «φάντασμα» και «μύθος» ώστε να παραδεχθούμε ότι η γενιά του ‘ 30 χρησιμοποιεί ψεύδη που εξαπατούν τους αναγνώστες. Βεβαίως η επίκληση της ελληνικότητας ως αισθητικό κριτήριο δεν έγινε από τον Σεφέρη, αλλά από τον Κ.Τσάτσο στον περίφημο μεταξύ τους διάλογο. Όπως θα δούμε και σε άλλα δοκίμια του ο Δ.Δημηρούλης επικρίνει τον Σεφέρη για τον θαυμασμό που αισθάνεται για κάποιους αυθεντικούς λαϊκούς ανθρώπους ή για την φράση του που περιέχεται στην ομιλία του για τον Μακρυγιάννη «λαϊκή παιδεία δε σημαίνει μόνο να διδάξουμε το λαό αλλά και να διδαχτούμε από τον λαό». Υπονοεί ότι η αναφορά στον λαό δεν μπορεί να είναι εντοπισμός των άξιων στοιχείων που οφείλουμε να αναγνωρίσουμε στον λαϊκό άνθρωπο, από το δημοτικό τραγούδι μέχρι τα κείμενα του Μακρυγιάννη και τα έργα του Θεόφιλου, παρά μόνο επικίνδυνος λαϊκισμός.
Παρόμοια επισημαίνει καταδικαστικά ότι ο Γ.Σεφέρης, ο Ο.Ελύτης και ο Γ.Ρίτσος, παρότι με αυτούς ξεκινά ο ελληνικός μοντερνισμός, είναι «οι τρεις τελευταίοι οιονεί εθνικοί ποιητές. Για τον καθένα τους το ιδεολόγημα της ελληνικότητας (στην εκδοχή που το διαπραγματευόταν) υπήρξε πρωταρχικό στοιχείο της ποιητικής αισθητικής: ο μοντερνισμός βοήθησε να επινοήσουν τον καινούργιο λόγο αλλά όχι να δοκιμαστούν τα όρια της τέχνης»[22]. Η γενιά του ’30 και ειδικότερα ο Γ.Σεφέρης αναφέρονται ως «φιλελεύθερη συντηρητική», ενώ και ο ίδιος Δημηρούλης συμπεραίνει, ο πιο σημαντικός ποιητής της αριστεράς ο Γ.Ρίτσος από την ίδια ερμηνεία του ελληνισμού κυριαρχείται. Ότι ονομάζει ως «εξιδανικεύσεις της αγροτικής υπαίθρου» από τον Σεφέρη, τον Ελύτη, τον Θεοτοκά επαναλαμβάνεται, ίσως με μεγαλύτερη ένταση, στο έργο του Γ.Ρίτσου.
Με παραπλανητικό τρόπο μεταφέρονται οι απόψεις του Κ.Τσάτσου στον Γ.Σεφέρη, παρότι αυτές υπήρξαν στο επίκεντρο της διαμάχης τους , στον εμβληματικό τους διάλογο για την ποίηση: «καλός ποιητής είναι αυτός που ο λόγος του κρατιέται βαθιά ριζωμένος στην παράδοση και στη γλώσσα του τόπου του, που ακολουθεί το εθνικό αισθητήριο του, που δημιουργεί «γνήσια» και «αληθινά» ελληνικά έργα»[23]. Ο Γ.Σεφέρης στο «Διάλογος πάνω στην ποίηση» απαντά στην θέση του Κ.Τσάτσου για την ελληνικότητα ως προϋπόθεση της τέχνης επικαλούμενος την φράση του Κ.Παλαμά «ότι ο Έλλην ποιητής, υπόδειγμα έχων τους αθανάτους προγόνους του, πρέπει προ παντός να είναι άνθρωπος, και ότι η αληθής εθνική ποίησις δεν είναι παρά η ποίησις, χωρίς πατρίδα, και εις την υψηλότατην αυτής έντασιν»[24]. Θα προσθέσει ότι η σπουδή μας να ανακαλύψουμε τα στοιχεία της ελληνικότητας, τελικά φέρνει τα αντίθετα αποτελέσματα ώστε «από τον πόθο να ξαναφέρουμε στην Ελλάδα ό,τι ελληνικό, βλέποντας επιφάνειες ελληνικές, κουβαλούσαμε πίσω, χωρίς καθόλου να πάμε βαθύτερα, χίλιες αλλότριες αξίες που βέβαια δεν είχαν καμιά σχέση με τον τόπο μας»[25] και η ανεύρεση του «ελληνικού ελληνισμού» παραμένει το αιτούμενο :«είπα πώς ο ελληνισμός είναι δύσκολος. Και τούτο συμβαίνει, γιατί αν –στην πνευματική περιοχή- δημιουργήθηκε, και, ποιος ξέρει, ίσως στις ώρες που ζούμε να τελειώσει, ο ευρωπαϊκός ελληνισμός, ο «ελληνικός ελληνισμός», ας μου επιτραπεί η έκφραση, δεν εδημιουργήθηκε ακόμη ούτε απόχτησε την παράδοσή του. Κάποτε, στα άξια έργα των δικών μας δημιουργών τον νιώθουμε, τον διαισθανόμαστε⸱ μελετώντας τη βαθύτερη φυσιογνωμία του Κάλβου, στους στίχους του Σολωμού, στην αγωνία του Παλαμά, στη νοσταλγία του Καβάφη»[26].
Ο «ελληνικός ελληνισμός» θα έχει «τη σύνθεση των χαρακτηριστικών των αληθινών έργων που θα έχουν γίνει από τους Έλληνες. Στο μεταξύ, ας θυμίσουμε στους νέους πως αν ο δημοτικισμός είναι για μας ένα από τα πιο σημαντικά γεγονότα της Φυλής, είναι γιατί, πριν απ’ όλα, συμβολίζει την πρώτη ομαδική στροφή της προς την αλήθεια. Κι ας τους συμβουλεύουμε να γυρεύουν την αλήθεια, καθώς έκαναν οι πρώτοι δημοτικιστές, όχι ρωτώντας πως να είναι Έλληνες, αλλά πιστεύοντας πως αφού είναι Έλληνες, τα έργα που πραγματικά θα γεννήσει η ψυχή τους δεν μπορεί να μην είναι ελληνικά»[27]. Η σκέψη αυτή δίνει πλήρη ελευθερία σε κάθε δημιουργό να αναπτύσσει το έργο του, λαμβάνει επιρροές από άλλους αλλά και να δίνει με την σειρά δίχως δεσμευτικές προϋποθέσεις σαν αυτές που θέτει το δοκίμιο του Κ.Τσάτσου. Βεβαίως ενέχει τον κίνδυνο του σχετικισμού και της ανάδυσης της παλαιάς σύγκρουσης για το θέμα αυτό ανάμεσα στον πλατωνισμό και τους σοφιστές. Σε αυτό θα απαντήσει ο Γ.Σεφέρης στο επόμενο δοκίμιο του με τίτλο «Μονόλογος πάνω στην ποίηση». Θα παραδεχθεί τις δυσκολίες του εγχειρήματος, ότι στην τέχνη δεν υπάρχει αντικειμενικότητα με τον τρόπο που υπάρχει στα μαθηματικά, ότι τα «συμφωνημένα υπονοούμενα» που υπάρχουν σε πολιτισμούς όπως τον ελληνικό ή τον κινέζικο βοηθούν την ερμηνεία ή την κατανόηση των κειμένων. Μάλιστα θα επικαλεστεί την φράση του Ιωάννη του Σταυρού ως ανάγκη να προχωρούμε ακόμη και χωρίς πάγιες βεβαιότητες: «εκείνος που μαθαίνει τις πιο φίνες λεπτομέρειες μιας τέχνης προχωρεί πάντα στα σκοτεινά και όχι με την αρχική του γνώση, γιατί αν δεν την άφηνε πίσω του, ποτέ δε θα μπορούσε να ελευθερωθεί από αυτήν»[28].
Βεβαίως «ο καημός της ρωμιοσύνης» θα είναι για τον Γ.Σεφέρη μαζί με τον μοντερνισμό η μεγάλη, η αστείρευτη πηγή γνώσης και έμπνευσης. Μαζί με τα δημοτικά τραγούδια, ο Ερωτόκριτος και ο Μακρυγιάννης, γράφει, «μου έμαθαν πάνω στην ελληνική γραφή πολύ περισσότερα από πολλούς θεολόγους της λογοτεχνίας, και έχω την ιδιοτροπία να πιστεύω ότι κείμενα σαν το ακόλουθο:
Εγώ για το χατίρι σου τρεις βάρδιες είχα βάλει.
Είχα τον ήλιο στα βουνά, και τον αιτό στους κάμ-
πους,
και το βοριά το δροσερό τον είχα στα καράβια.
Μα ο ήλιος εβασίλεψε, κι ο αιτός αποκοιμήθη,
και το βοριά το δροσερό τον πήραν τα καράβια.
Κι έτσι του δόθηκε καιρός του Χάρου και σε πήρε
με βοήθησαν να καταλάβω καλύτερα την «ερμητική», «άλογη» και «ασυνάρτητη» σύγχρονη τέχνη. Ελπίζω να μου δοθεί κάποτε η ευκαιρία να δώσω κάποτε η ευκαιρία να δώσω ένα μικρό δείγμα της ευγνωμοσύνης μου»[29].
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
[20] Δ.Δημηρούλης: Ο ελληνικός μοντερνισμός και ο επεκτατισμός της γενιάς του ’30, στο Athens Review of books, τεύχος 118. Ιούνιος 2020, σελ.56.
[21] Ό.π. σελ.58.
[22] Ό.π.σελ.60.
[23] Ό.π.σελ.60.
[24] Γ.Σεφέρης, Δοκιμές α΄τόμος, εκδόσεις Ίκαρος, σελ.96.
[25] Ό. π. σελ.101.
[26] Ό. π. σελ.101.
[27] Ό. π. σελ. 102.
[28] Ό. π. σελ. 154.
[29] Ό.π. σελ.158.
1 thought on “Ο Γ. Σεφέρης και οι παλινωδίες της κριτικής (Β’ Μέρος)”