Ήλθε ο Γερμανός Πρόεδρος για να γιορτάσουμε μαζί τη 12η Οκτωβρίου;

Εκείνο το πρωινό οι Γερμανοί δε θα παραλείψουν να καταθέσουν στεφάνι στο Μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτη, σαν να έκαναν επίσημη επίσκεψη που διήρκησε πάνω απο τρία χρόνια.

Γιατί γιορτάζουμε την 28η και όχι τη 12η Οκτωβρίου;

Γιατί δηλαδή την αρχή και όχι το τέλος του πολέμου, όπως κάνουν οι Σύμμαχοι (μας);

Το ερώτημα δυναμώνει όσο περνούν τα χρόνια και δείχνει καταρχάς μια βαθιά ανιστόρητη γενιά, σπουδαγμένη στην Εσπερία και αλλαχού, η οποία δείχνει να μην αντιλαμβάνεται τις ελληνικές ιδιαιτερότητες και κυρίως να μην έχει αντίληψη των γεγονότων που ακολούθησαν την απελευθέρωση, που βύθισαν τη χώρα και την καταδίκασαν για πολλά χρόνια.

Μπορεί παντού οι σύμμαχοι να γιορτάζουν το τέλος του πολέμου, όμως για την Ελλάδα η αποχώρηση των Γερμανών (εκτός της Κρήτης που την κράτησαν οι Ναζί ως τον Μάιο του 1945, ως ένα τεράστιο σταθερό αεροπλανοφόρο) σήμανε απλά την κλιμάκωση της εμφύλιας διαμάχης για το μεταπολεμικό κουμάντο στη χώρα.

Ήδη από το 1943 όλα έδειχναν σύγκρουση. Η χαρά και το γλέντι της 12ης Οκτωβρίου 1944 θα μεταβληθεί σε λιγότερο από δύο μήνες σε μια εμφύλια σύρραξη δίχως αύριο, σε ένα πρωτοφανές ποτάμι αίματος, που ονομάστηκε ουδέτερα και αρχικά υποτιμητικά”Δεκεμβριανά” κατά τα προηγούμενα Νοεμβριανά κτλ.

Σε εκείνους τους καιρούς, η ανθρώπινη ζωή έχει ελάχιστη αξία. Προείχε άλλωστεη πρακτόρευση των ξένων συμφερόντων.

Έτσι το μεταπολεμικό κράτος ορθά μετέτρεψε σε αργία και εορτάζει την 28η Οκτωβρίου, την ιστορική στιγμή της ομόνοιας και αντεπίθεσης έναντι του εχθρού, της παλλαϊκής συμμετοχής στο Έπος της Αλβανίας.

Η 12η Οκτωβρίου θα μείνει για πάντα στη σκιά. Εκείνο το πρωινό οι Γερμανοί δε θα παραλείψουν να καταθέσουν στεφάνι στο Μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτη, σαν να έκαναν επίσημη επίσκεψη για διπλωματικές επαφές που διήρκησαν πάνω απο τρία χρόνια.

Το ίδιο έκανε και χθες ο Γερμανός Πρόεδρος με μια “συγγνώμη” που έχει μεν τον συμβολισμό και την αξία της, αλλά δεν σημαίνει κάτι παραπάνω για το θέμα των επανορθώσεων δε.

Η κίνηση κατάθεσης στεφάνου από τους Γερμανούς το 1944 αποτελεί κίνηση αβροφροσύνης για κάποιους, ένδειξη σεβασμού σε έναν αρχαίο λαό και σκληρό αντίπαλο για άλλους, γεγονός είναι ότι έφυγαν σαν κύριοι, αντουφέκιστοι και μη καταδιωκόμενοι, έχοντας προλάβει να καταστρέψουν τις υποδομές και τον παραγωγικό ιστό, έχοντας κάψει χωριά, σκοτώσει χιλιάδες αμάχους, έχοντας ρημάξει περιουσίες και σημαδέψει ζωές, έχοντας στείλει ένα λαό στην πείνα και στην εξαθλίωση, από τον οποίο έλαβαν και ένα κατοχικό και αγύριστο δάνειο, ενώ όλοι οι πόροι κατευθύνονταν στη συντήρηση των στρατευμάτων κατοχής.

Και για αυτούς όμως υπάρχουν εγχώριοι νοσταλγοί!

Όχι λοιπόν δεν θα γιορτάσουμε το τέλος του πολέμου. Θα πάμε στην αρχή του, τότε που είμασταν όλοι μαζί!

Και αυτό έχει την ιδιαίτερη αξία του στις εποχές άκρατου και αυξανόμενου μίσους που διανύουμε. Και με ηγεσίες εκατέρωθεν, τόσο χαρισματικές όσο ο Σιάντος και ο γενάρχης Παπανδρέου.

Αυτόν που έξι μέρες μετά εκφώνησε τον ιστορικό λόγο της Απελευθέρωσης από το μπαλκόνι του τωρινού Public: Ο Παπανδρέου, άρτι αφιχθείς από τη Μέση Ανατολή και στην προσπάθειά του να επικοινωνήσει με το μέγα πλήθος, απάντησε με τη χαρακτηριστική φράση που έμεινε στην ιστορία: «Πιστεύομεν και εις την λαοκρατίαν»…

 

emo.gr

, , , , ,

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *