του Χρήστου Χατζηλία,
Ο Κωνσταντίνος, γιός του Λέοντα Γ’ της δυναστείας των Ισαύρων, γεννήθηκε το 718 και πήρε το υβριστικό προσωνύμιο «Κοπρώνυμος» από τους αντιπάλους του και κυβέρνησε από το 741 έως το 775.
Ο νέος αυτοκράτορας αφού κατέστειλε το πραξικόπημα του εικονόφιλου γαμπρού του Αρταβάσδου συνέχισε πιστά την πολιτική που είχε χαράξει ο πατέρας του τα προηγούμενα χρόνια σε όλους τους τομείς, το κύριο πρόβλημα εκείνη την εποχή ήταν η Εικονομαχία. Έτσι επιδίωξε επίσημη εκκλησιαστική αντίκρουση των εικονόφιλων απόψεων και σύσταση της θεολογικής υποδομής της εικονομαχικής επιχειρηματολογίας, ήταν η λεγόμενη Σύνοδος της Ιέρειας το 754. Στην σύνοδο αυτή καταδικάστηκε και αναθεματίστηκε η λατρεία των εικόνων με το επιχείρημα ότι με την απεικόνιση του Χριστού χωρίζοταν οι δύο αχώριστες φύσεις Του, τέλος ο Κωνσταντίνος πρόβαλε έντονο και σκληρό αντιμοναχικό αγώνα διότι υποστήριζε πως τα μοναστήρια ήταν ο πυρήνας των εικονόφιλων.
Όσον αφορά την στρατιωτική πολιτική, κατά την βασιλεία του το Βυζάντιο περνάει πλέον στην αντεπίθεση και καταφέρνει σοβαρά χτυπήματα εναντίον των Αράβων στην βόρεια Συρία, Μεσοποταμία και Αρμενία, οι νίκες και ο περιορισμός του αραβικού κίνδυνου, στρέφει τον Κωνσταντίνο Ε’ προς την Βαλκανική, είχε έρθει η ώρα των Βουλγάρων.
Οι στόχοι του αυτοκράτορα ήταν να σταματήσει την ασύμφορη συνθήκη του 716 και να μειώσει την ισχύ του Βουλγαρικού κράτους. Για αρχή το 758 οργάνωσε μια εκστρατεία εναντίον των Σλάβων της Μακεδονίας με αποτέλεσμα να μειώσει τις συμμαχικές δυνάμεις των Βουλγάρων, εγκατέστησε δίπλα στο Βουλγαρικό κράτος Σύριους και Αρμένιους μονοφυσίτες, αποκατέστησε τα παλαιά φρούρια και έφτιαξε κι άλλα καινούρια .Όσον αφορά το Βουλγαρικό κράτος, οι Βούλγαροι εκείνη την περίοδο είχαν πολλά εσωτερικά προβλήματα και περνούσαν πολιτική κρίση. Το σόι Ντούλο το οποίο κατείχε ηγετική θέση από την αρχή του Βουλγαρικού κράτους ξαφνικά απομακρύνθηκε και αντικαταστάθηκε από το σόι Βοκίλ Ο Βινέχ των Βοκίλ γίνεται ο νέος χάνος των Βουλγάρων απομακρύνοντας τον Κορμισός των Ντούλο.
Ο νέος Χάνος ζήτησε αποζημιώσεις για τις προκλητικές ενέργειες του αυτοκράτορα, όμως η Κωνσταντινούπολη όπως ήταν φυσικό αρνήθηκε να τις πληρώσει κι έτσι ο Βινέχ με αρκετές δυνάμεις εισχώρησε στα βυζαντινά εδάφη αλλά υποχώρησε γρήγορα και με μεγάλες απώλειες μπροστά στην αιφνιδιαστική αντεπίθεση του αυτοκράτορα, έπειτα ο Κωνσταντίνος Ε’ κάνει εκκαθαριστικές επιχειρήσεις εναντίον των Σλάβων της Θράκης αυτή τη φορά μειώνοντάς κι άλλο τους συμμάχους των Βουλγάρων.
Πρώτη εκστρατεία: To 760 μέρος του στρατού του μεταφέρετε σε λιμάνια και στο δέλτα του Δούναβη, ενώ το υπόλοιπο μέρος κατευθύνεται βόρεια ακολουθώντας την ακτογραμμή της Μαύρης θάλασσας, 500 πλοία μεταφέρουν ιππικό προς την Ογκάλ ενώ ο ίδιος ο αυτοκράτορας κατευθύνεται με το πεζικό προς το Ζαγκόρε. Ενώ το βυζαντινό ιππικό ερήμωσε όλη σχεδόν την Μοισία, ο Κωνσταντίνος Ε’ έπεσε σε ενέδρα στο πέρασμα της Βερεγκάβα έχοντας μεγάλες απώλειες με αρκετούς νεκρούς στρατηγούς και αξιωματούχους, οι Βούλγαροι ακολούθησαν εσφαλμένα τον αυτοκράτορα που υποχωρούσε και φτάνοντας στο φρούριο των Μαρκελλών έπεσαν στις κύριες βυζαντινές δυνάμεις και αποδεκατίστηκαν.
Ο Κωνσταντίνος Ε’ βρήκε την ευκαιρία και με συνθήκη ζήτησε ως ομήρους τους γιούς των Βουλγάρων αριστοκρατών, την ενσωμάτωση της περιοχής του Ζαγκόρε και την αποκήρυξη της συνθήκης του 716.
Οι ασύμφοροι όροι οδήγησαν σε δυσαρέσκεια τους Βούλγαρους αριστοκράτες με αποτέλεσμα ο χάνος Βινέχ και όλοι όσοι ήταν κοντά του να δολοφονηθούν, ο νέος χάνος που ανέβηκε στον θρόνο ήταν ο 30χρονος Τελέτς από το σόι Ουγκαιν, ο νέος κυβερνήτης των Βουλγάρων δεν αποδέχθηκε την συνθήκη και με βαρύ ιππικό εισέβαλε στην Θράκη σπέρνοντας τον πανικό, η αντίδραση του αυτοκράτορα δεν άργησε να φανεί.
Δεύτερη εκστρατεία: O Kωνσταντίνος Ε’ προετοίμασε έναν στόλο 800 πλοίων για το δέλτα του Δούναβη, ενώ ηγήθηκε τις δυνάμεις στην ξηρά προς την Αγχίαλο, ο Τελέτς ξεκίνησε για να συναντήσει το βυζαντινό στράτευμα με 20.000 Σλάβους και Βούλγαρους στρατιώτες, ωστόσο ηττήθηκε και πολλοί Βούλγαροι αξιωματούχοι μεταφέρθηκαν στον ιππόδρομο και έπειτα βρήκαν τον θάνατο μπροστά στις Χρυσές Πύλες της Κωνσταντινούπολης. Η μοίρα του χάνου δεν ήταν διαφορετική, μόλις επέστρεψε στην Πλίσκα ανατράπηκε από τον θρόνο και εκτελέστηκε, ο νέος ηγεμόνας ήταν ο χάνος Σάβιν.
Ο Σαβίν προσπάθησε να βρει μια ειρηνική διέξοδο ανάμεσα στα δύο κράτη, εμπόδιο σε αυτό το εγχείρημα όμως ήταν οι Βούλγαροι αριστοκράτες που ήθελαν πόλεμο μέχρι τέλους, η καχυποψία της αριστοκρατίας προς τον νέο ηγεμόνα ενισχύθηκε όταν τον Ιούλιο του 765 ο βυζαντινός στόλος καταστράφηκε μετά από καταιγίδα στην Μαύρη θάλασσα και ο αυτοκράτορας αναγκάστηκε να επιστρέψει στην Κωνσταντινούπολη μέσω της ξηράς με τα απομεινάρια του στρατού του ο Σαβίν δεν έκανε τίποτα ώστε να κατατροπώσει τον Κωνσταντίνο Ε’. Ο χάνος μετά από αυτό αισθάνθηκε το κλήμα γύρω του εχθρικό και άρχισε να απομονώνεται, αποφάσισε ως τελική λύση να δραπετεύσει και να ζητήσει άσυλο στην Κωνσταντινούπολη όπως και έκανε στέλνοντας πρώτα με συνοδεία ισχυρού ιππικού την οικογένεια του, την τακτική αυτή ακολούθησαν επίσης και πολλοί Βούλγαροι ευγένειες πριν από τον χάνο.
Στην συνέχεια το κενό καλύφθηκε από τον Ουμόρ που κυβέρνησε μονάχα για 40 ημέρες και έπειτα από τον Τοκτού που κυβέρνησε για έναν χρόνο και έπεσε λόγω του πραξικοπήματος του Παγκάν.
Ο χάνος Παγκάν επίλυσε την διαμάχη με υπογραφή συνθήκης στην Κωνσταντινούπολη, στις διαπραγματεύσεις συμμετείχαν επίσης ο φυγάς χάνος Σαβίν και αρκετοί Βούλγαροι αριστοκράτες που βρήκαν άσυλο στο Βυζαντινό κράτος. Στα μάτια των βυζαντινών η ειρήνη που υπογράφτηκε ήταν απλά μια ανακωχή λόγω των δυναστικών διαμαχών στην Πλίσκα και μια κατάλληλη ευκαιρία για ανάμειξη στα πολιτικά πράγματα των Βουλγάρων, ο ίδιος ο αυτοκράτορας για να ενδυναμώσει την πολιτική κρίση, έδωσε εντολή να συλληφθεί ο Σλάβος πρίγκιπας Σλαβούν, ο οποίος με το σλαβικό φύλο των Σεβέρων φύλαγε τα ορεινά περάσματα της Βουλγαρίας. Ο χάνος Παγκάν από την άλλη είχε δολοφονηθεί λόγω των ειρηνικών διαπραγματεύσεων που είχε κάνει, οι χάνοι συνεχώς ανέβαιναν και έπεφταν πολλές φορές από τους ίδιους τους Βούλγαρους αριστοκράτες και το κράτος τους είχε αναδιοργανωθεί πολιτικά και στρατιωτικά σε μεγάλο βαθμό , είχε έρθει η ώρα ο Κωνσταντίνος Ε’ να εκστρατεύσει ξανά.
Μετά από πολλές μικρότερες εκστρατείες ο αυτοκράτορας οργανώνει την πέμπτη και καλύτερα οργανωμένη εκστρατεία, στις 21 Ιουνίου 766 απέπλευσαν από την Κωνσταντινούπολη 2.600 πλοία με στόχο τον Δούναβη, όμως μια μεγάλη θαλασσοταραχή έριξε τα πλοία στις βουλγαρικές ακτογραμμές πνίγοντας μεγάλο αριθμό στρατιωτών, ο Κωνσταντίνος Ε’ το εξέλαβε σαν θεϊκό σημάδι και σταμάτησε την εκστρατεία, μετά την αποτυχία αυτή η βουλγαρικές έριδες σταμάτησαν και άρχισε το κράτος τους να ισχυροποιείτε.
Ο νέος χάνος Τελερίγκ ασχολήθηκε με την εδραίωση της εξουσίας του, διέταξε επίσης να αναστηλωθούν οι παλαιές αμυντικές οχυρώσεις όπως τα φρούρια και οι περιφράξεις, η αντίδραση του αυτοκράτορα ήταν άμεση δίνοντας εντολή σε 2.000 πλοία να αποβιβαστούν στην Αγχίαλο, ενώ ένα άλλο τμήμα να κατευθυνθεί προς τον Δούναβη, για άγνωστους λόγους διέκοψε και αυτήν την εκστρατεία και στον γυρισμό για την Κωνσταντινούπολη εμφανίστηκε μπροστά του ένας Βούλγαρος στρατιωτικός και του πρότεινε ειρήνη. Ο Κωνσταντίνος Ε’ βλέποντας την κατάσταση των εκστρατειών του και την αυξανόμενη δύναμη του βουλγαρικού στρατού δέχθηκε τους συμβιβασμούς οι οποίοι ήταν τα δύο κράτη να σταματήσουν κάθε στρατιωτική ενέργεια. Το φθινόπωρο του 774 ο χάνος Τελερίγκ βλέποντας πως δεν υπήρχαν ελπίδες νίκης στα νοτιο-ανατολικά λόγω των ισχυρών βυζαντινών δυνάμεων που ανταποκρίνονταν άμεσα στις επιθέσεις του, εκστράτευσε νοτιο-δυτικά στην Μακεδονία με δύναμη 12.000 ανδρών όπου εκεί θα είχε την στήριξη του Σλαβικού φύλου των Βερεζιτών, ο Κωνσταντίνος Ε’ απάντησε στέλνοντας 80.000 στρατιώτες οι οποίοι συνέτριψαν τις βουλγαρικές δυνάμεις, όμως ο αυτοκράτορας παρά την πλεονεκτική του θέση δεν συνέχισε τον αγώνα και έδωσε εντολή να επιστρέψει ο στρατός πίσω στην Κωνσταντινούπολη.
Ο παρατηρητικός χάνος βλέποντας τις ήττες των Βουλγάρων υποψιάστηκε πως δεν ευθύνεται μονάχα ο στρατός του αντιπάλου αλλά και ο περίγυρός του, αποφάσισε λοιπόν να στείλει μυστική επιστολή στον βυζαντινό αυτοκράτορα που του ζητούσε άσυλο στην Κωνσταντινούπολη, αλλά δεν έβρισκε έμπιστους φίλους για να τον οδηγήσουν εκεί, ο Κωνσταντίνος Ε’ έπεσε στην παγίδα και έστειλε έναν κατάλογο « με τους δικούς του φίλους» που μπορούσε να εμπιστευθεί ο Τελερίγκ μέσα στην βουλγαρική αυλή, μόλις ο χάνος παρέλαβε τον κατάλογο εκτέλεσε όλους όσους ήταν γραμμένοι μέσα με την δικαιολογία της εσχάτης προδοσίας. Όταν ο αυτοκράτορας συνειδητοποίησε τι είχε συμβεί οργίστηκε που εξαπατήθηκε τόσο εύκολα, σε σύντομο χρονικό διάστημα όμως θα ήταν νεκρός.
Επίλογος
Οι σχέσεις ανάμεσα στα δύο κράτη όλο αυτό το διάστημα θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν σχέσεις αφανισμού και επιβίωσης διότι ο Κωνσταντίνος Ε’ Κοπρώνυμος έκανε επίμονο και δυνατό αγώνα για τον αφανισμό του Βουλγαρικού κράτους και παρά το χρήμα και το αίμα των στρατιωτών του κατάφερε απλώς να σπείρει το χάος στην είδη χαώδη λόγω της πολιτικής κρίσης Βουλγαρία, εξαιρετικές επιτυχίες μπορούν να χαρακτηριστούν οι εκκαθαριστικές επιχειρήσεις των Σλαβικών φυλών στην Μακεδονία και στην Θράκη που είχαν ως σκοπό τον αποκλεισμό των Βουλγάρων από συμμάχους, η ανοικοδόμηση των αμυντικών θέσεων που είχαν εγκαταλειφθεί και η αναζωογόνηση των περιοχών αυτών με νέους κατοίκους από την Αρμενία και την Συρία.
Πηγές:
-ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ, «ΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΝΟ ΚΡΑΤΟΣ», ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΒΑΝΙΑΣ, ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ. Σελ.137-138
-ΓΚΙΟΡΓΚΙ ΜΠΑΚΑΛΟΦ, ΧΡΙΣΤΟ ΜΑΤΑΝΟΦ, ΠΛΑΜΕΝ ΜΙΤΕΦ, ΙΒΑΝ ΙΛΤΣΕΦ, ΡΟΥΜΙΑΝΑ ΜΑΡΙΝΟΒΑ- ΧΡΗΣΤΙΔΗ, ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: Γεώργιος Ε. Χρηστίδης, « ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΟΥΛΓΑΡΙΑΣ», ΕΚΔΟΣΕΙΣ Επίκεντρο. Σελ. 47-52