του ΚΩΣΤΑ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗ
Ποιος είναι ο συνεχιστής μιας παράδοσης; Ο τυπικός, βιολογικός κληρονόμος της ή ο ουσιαστικός συντηρητής και αναβιωτής του μηνύματός της ακόμη κι αν είναι αλλόφυλος και μακρινός;
Ας πάρουμε ένα παράδειγμα, το ιταλικό σονέτο. Γεννιέται στη Σικελία από τον νοτάριο Ντα Λεντίνι, μεγαλύνεται στα χέρια του Δάντη, αποκορυφώνεται στον Πετράρχη και γίνεται πανευρωπαϊκός συρμός. Τους επόμενους αιώνες εξακολουθούν φυσικά να γράφονται καλά σονέτα στα ιταλικά, ο Μικελάντζελο είναι μια τέτοια περίπτωση. Όμως η δάδα καίει λαμπρότερη εκτός Ιταλίας. Στην Ισπανία του Γκαρθιλάσο και του Γκόνγκορα, στη Γαλλία της Πλειάδος, στην Αγγλία του Σπένσερ κ.ο.κ. Τον 20ό αιώνα τα καλύτερα σονέτα γράφονται στα γερμανικά από τον Ράινερ Μαρία Ρίλκε.
Σημαίνει αυτό ότι ο πραγματικός κληρονόμος του Πετράρχη τον 20ό αιώνα είναι ένας γερμανόγλωσσος Αυστριακός από την Πράγα; Μα φυσικά, αυτό ακριβώς σημαίνει!
Το ίδιο πράγμα συμβαίνει με όλες τις παραδόσεις. Αν η βιολογική και πολιτική συνέχεια του αρχαίου ελληνισμού είναι ο βυζαντινός ελληνισμός, οι φυσικοί διάδοχοι της πολιτιστικής παρακαταθήκης του πρώτου δεν είναι διόλου αυταπόδεικτο ότι είναι οι Βυζαντινοί. Το Βυζάντιο διασώζει, μεταξύ άλλων, τα ακρογωνιαία θεμέλια του αρχαίου ελληνισμού: Τη γλώσσα και την ηρωϊκή/τραγική στάση του Έλληνα απέναντι στη ζωή και στον θάνατο. Αυτή τη δεύτερη μάλιστα, υπογείως, παρά το εντελώς αντιτραγικό, σωτηριολογικό περιεχόμενο της επίσημης ορθοδοξίας. Η εκκλησιαστική βυζαντινή τέχνη με το μεγαλείο της μάς δημιουργεί την εντύπωση ότι ο ελληνικός κόσμος ασπάστηκε εκ βαθέων και μετά ζήλου τον χριστιανισμό και το ευαγγέλιο της επέκεινα Αναστάσεως. Πρόκειται βεβαίως για πλάνη, η σπουδαία τέχνη το έχει αυτό το χαρακτηριστικό, παρασύρει. «Ένας Πανσέληνος που ενώ δεν υπάρχει θεός, αποδεικνύει ακριβώς το αντίθετο», έγραψε εύστοχα ο Οδυσσέας Ελύτης. Αρκεί να προσφύγουμε στο μόνο γνήσιο τεκμήριο που έχουμε για την λαϊκή πίστη των Ελλήνων των Μέσων Χρόνων, το δημοτικό τραγούδι, για να δούμε αμέσως και πέραν πάσης αμφιβολίας: ο εκχριστιανισμός της Ελλάδας ήταν ανέκαθεν, και παραμένει έως σήμερα, επιφανειακός. Ο λαϊκός Έλληνας ποτέ δεν πίστεψε στη Λύτρωση και στον Μεσσία, ο κόσμος του παρέμεινε χθόνιος, γειωμένος, «του Ομήρου». Αυτά είναι τα παράδοξα της συνέχειας…
Ώστε τα θεμελιώδη γνωρίσματα της ελληνικής αρχαιότητας όντως τα διέσωσε, εκόν άκον, το Βυζάντιο. Όμως πλήθος κορυφαία επιτεύγματα του αρχαίου ελληνισμού, που ανήκουν στην εν τη στενή εννοία παράδοσή του, χάνονται ή φθίνουν έως αφανισμού στη διάρκεια των Μέσων Χρόνων. Είτε επειδή ήδη προηγουμένως έχουν παρακμάσει στον μείζονα ελληνικό χώρο είτε επειδή το πολιτικό/θρησκευτικό περιβάλλον δεν τα ανέχεται.
Να αναφέρω μερικά από αυτά; Η φυσική φιλοσοφία και γενικά η φυσικοεπιστημονική σκέψη· ο πολιτικός στοχασμός· κάθε ιδέα που αντίκειται στο επίσημο δόγμα της εκκλησίας (οι υλιστές, οι κυνικοί, οι σοφιστές, οι επικούρειοι κ.ο.κ.)· σχεδόν πλήρως η λυρική πρωτοπρόσωπη ποίηση· το δράμα και το θέατρο εννοείται· η γλυπτική και η κοσμική ζωγραφική. Και επιπλέον, ο αθλητισμός, ο ερωτισμός και η αγάπη προς το σώμα, το δημοκρατικό φρόνημα, η εγγύτητα στον φυσικό κόσμο, το φιλοπερίεργο εξερευνητικό πνεύμα που μας έδωσε έναν Ηρόδοτο, η κριτική ιστοριογραφία που υπηρέτησε ένας Θουκυδίδης. (Ο κατάλογος μπορεί να μακρύνει.)
Σε όλα αυτά, ο πραγματικός συνεχιστής της Αρχαιότητας, ο ουσιαστικός και δημιουργικός κληρονόμος της, είτε μας αρέσει είτε όχι, είναι η Αναγέννηση, οι «Φράγκοι», ο Δυτικός κόσμος. Από αυτούς τα πήραμε αντιδάνειο αργότερα κι εμείς. Σε όλα αυτά, η Αναγέννηση και οι Νέοι Χρόνοι είναι ασυγκρίτως ελληνικότεροι από τα χίλια χρόνια της Κωνσταντινούπολης.
Άλλη μια ειρωνεία της ιστορίας επομένως: οι «απόγονοι των Σταυροφόρων» που τόσους αρχαιοελληνικούς θησαυρούς κατέστρεψαν, όπως τόσο δραματικά το διεκτραγωδεί ο Χωνιάτης, είναι εκείνοι που εννόησαν, σχολίασαν, ανέλυσαν και ένιωσαν βαθύτερα τα θεμελιώδη κείμενα της κλασσικής Ελλάδας που έφτασαν ώς εμάς. Όχι οι Βυζαντινοί, που τα αντέγραφαν μηχανικά, ούτε η νεώτερη Ελλάδα. Και δυστυχώς για μας, ακόμη και τώρα, στον μεγάλο ξεπεσμό τους, εξακολουθούν να μας βάζουν τα γυαλιά.
Η παράδοση λοιπόν δεν είναι έννοια γραμμική ούτε βιολογική. Είναι παράδοξο πράγμα, αγκαλιάζει τον ξενοφερμένο αν είναι ικανός και φτύνει τον φαμέλιο αν είναι αμελής και αδιάφορος. Παραδίδεται σ’ όποιον μπορεί να παραλάβει.
Όλα αυτά δεν σημαίνουν βέβαια υποτίμηση των επιτευγμάτων του Βυζαντίου, της τέχνης του, της θεολογίας του, της πολιτικής και της λογιοσύνης του, όπως το έκανε κάποτε ο αντιβυζαντινός κοραϊσμός. Ούτε υπονοούν το πέρας της πορείας του ελληνισμού, όπως ρητορεύουν διάφοροι. Το ότι παρακμάζουν η φιλοσοφική σκέψη και οι επιστήμες στον ελληνικό χώρο αυτό το διάστημα, όσο παράδοξο κι αν ακούγεται, είναι απόδειξη όχι της ασυνέχειας, αλλά της συνέχειας του ελληνισμού. Οι ζωντανοί πολιτισμοί περνούν αναγκαία και από το στάδιο της άρνησης του παρελθόντος τους, της παρακμής (ας μη φοβηθούμε τη λέξη, είναι η μόνη ακριβής) – ακριβώς επειδή ζουν. Ουδείς αμφισβητεί τη συνέχεια του γερμανικού πολιτισμού λ.χ. επειδή σήμερα στη χώρα εκείνη δεν υπάρχουν συνθέτες εφάμιλλοι του Μπαχ ή στοχαστές ισάξιοι του Νίτσε. Αλλά και ουδείς μπορεί να αμφισβητήσει στα σοβαρά ότι στα δύο αυτά, τη φιλοσοφία και τη μουσική, η σημερινή Γερμανία έχει ξεπέσει. Ούτε χρειάζεται να είσαι «αντιγερμανός» για να το πεις, απλώς ειλικρινής και φιλαλήθης.
Φυσικά έχει κανείς όλο το δικαίωμα να θεωρεί την βυζαντινή τέχνη ή θεολογία λ.χ. προσωπικό του γνώμονα ζωής και πίστεως. Ή να έχει ως πολιτικό του πρότυπο τη μακροβιότητα και σταθερότητα της Αυτοκρατορίας. Δεν έχει έρεισμα όμως να λέει ότι οι προτιμήσεις του αυτές αντανακλούν τη μόνη γνήσια κληρονομιά της Αρχαιότητας ή ότι η σκέψη και η τέχνη και η πολιτική των Νέων Χρόνων την ίδια αυτή κληρονομιά τάχα την σφετερίζονται και την αρνούνται. Ας δούμε καθαρά. Δεν υπάρχει Βυζαντινός συνεχιστής της παράδοσης μιας Σαπφούς ή ενός Ευριπίδη. Ο γνήσιος κληρονόμος της τέχνης τους λέγεται Σαίξπηρ.
Η ιστορία δεν είναι οδός βασιλική. Περισσότερο μοιάζει με διαδρομή αυτοσχέδια. Δεν έχει οδόσημα και σαφή προορισμό. Στη διάρκειά της περνούμε όλοι και από πατημένα και από απάτητα μονοπάτια. Συχνά εγκαταλείπουμε έναν οικείο μας δρόμο ώσπου να χορταριάσει και επιστρέφουμε αργότερα. Κι άλλοτε πάλι το διάβα που ανοίγουμε κλείνει αμέσως πίσω μας, σαν τις αυλακιές στη θάλασσα που τραγουδά ο Αντόνιο Ματσάδο.