Κείμενο: Ίων Δραγούμης[1]
Δημοσιεύτηκε στον αρ. 271 του «Νουμά» (25 του Νοέβρη 1907). Την εποχή εκείνη είχε ανάψει στο «Νουμά» η σοσιαλιστική συζήτηση. Αφορμή της, το βιβλιαράκι του Γ. Σκληρού «&Το κοινωνικόν μας ζήτημα ― » ή σωστότερα το τετρασέλιδο άρθρο που μας έστειλε τότε από το Starnburg ο κ. Αλέξ. Δελμούζος, και που με τον τίτλο «&Στους δημοτικιστάς&» και με υπογραφή «&Α. Ντέλος&» δημοσιεύτηκε στον αριθ. 257 του «Νουμά» (19 Αυγ. 1907). Ο κ. Δελμούζος στο άρθρο του εκείνο, καθώς και στο δεύτερό του που με τον τίτλο «Για το ζήτημα» (Schloss ― Bieberstein, 10.9.97) δημοσιεύτηκε στον αριθ. 261 (16 Σεπτ. 1907) του «Νουμά» σύσταινε στους δημοτικιστές να προσέξουν το βιβλιαράκι του Σκληρού και μας εξόρκιζε νανοίξουμε τις στήλες μας σε μια τέτια, σοσιαλιστική δηλαδή, συζήτηση, «για για να χυθεί στον κύκλο μας νέα ζωή». Στον αγώνα αυτόν τότε κατέβηκαν, πάνοπλοι, όλοι σκεδόν οι δικοί μας, χωρισμένοι σε δυο στρατόπεδα. Από τη μια μεριά, τη σοσιαλιστική, με αρχηγό το Γ. Σκληρό, ο Πέτρος Βασιλικός (Κ. Χατζόπουλος), Α. Δελμούζος, Μ. Σ. Ζαβιτσιάνος, Ν. Γιαννιός, Ηλ. Βουτιερίδης κλπ. Κι από την άλλη μεριά, την εθνικιστική, με αρχηγό τον Ίδα, ο Έρμονας, ο Στέφ. Ραμάς και άλλοι. Η συζήτηση αυτή κράτησε δυο περίπου χρόνια στις στήλες του «Νουμά» και ήταν η πρώτη επιστημονική συζήτηση πούγινε στην Ελλάδα για το σοσιαλισμό. Ο Δραγούμης, εξόν από τούτο το άρθρο του, έγραψε τη μελέτη του «Κοινωνισμός και Κοινωνιολογία» που θα δημοσιευτεί στις κατοπινές σελίδες, κι ένα δυο άρθρα ακόμα.
ΑΠΟ τότε που διάβαζα το βιβλιαράκι που επιγράφεται «Το Κοινωνικόν μας ζήτημα», μου ήρθε να αποκριθώ ευτύς, γιατί χοροπηδούσε μέσα μου πολλή αντιλογία. Όχι πως δε λέει σωστά πράματα, μπορεί μάλιστα κι ολάκερο να είναι σωστό και λογικό. Αλλά κάτι έχει όλο το σύστημα του κ. Σκληρού, που δεν έρχεται στην ιδιοσυγκρασία […] κάτω της γραφής, κάθε φιλοσοφικό σύστημα […] αποτέλεσμα χωριστής ιδιοσυγκρασίας.
Και ο κ. Σκληρός, όπως ο κάθε άνθρωπος, είναι ψυχολογικό φαινόμενο. Και γω το ίδιο. Θα έπρεπε να βρεθεί κάποιος έξω από τον τόπο και το χρόνο, για να μας ζυγίσει όλους και να μας κρίνει. Έχουμε ο καθένας μας διαφορετικές ιδιοσυγκρασίες, ψυχολογίες, φιλοσοφίες, ή ίσως, καλλίτερα, είμαστε διαφορετικές ιδιοσυγκρασίες, ψυχολογικά φαινόμενα, φιλοσοφικά συστήματα. Τον κ. Σκληρό, ας πούμε, τον έχει ρουφήξει η ψιλόλογη επιστήμη, εμένα η πολύμορφη, η πλούσια ζωή.
Για να νοιώσεις τη φιλοσοφία ενός ανθρώπου, πρέπει πρώτα να μελετήσεις τα προηγούμενα, δηλαδή τον άνθρωπο, το ψυχολογικό φαινόμενο.
Και συμπέρασμα: όλων οι αντίληψες είναι σωστές ― γιατί είναι αναγκαίες ― και κανενός αντίληψη δεν είναι π ι ο σ ω σ τ ή.
Και δε θαπαντούσα τίποτα στο βιβλιαράκι εκείνο, αν δεν έβγαιναν παραμορφωτές του, σαν τον κ. Π. Βασιλικό.
***
Έχει πολλά προτερήματα το βιβλιαράκι. Είναι χυμένο σ’ έ ν α σύστημα, έχει ενότητα και πάστρα, και γυρεύει να ταιριάξει την τωρινή ε λ λ α δ ι κ ή κοινωνία (μεταχειρίζομαι τη λέξη ε λ λ α δ ι κ ή ή ε λ λ α δ ί ν ι κ η κι’ όχι Ε λ λ η ν ι κ ή, η διάκριση αυτή θα μας χρειαστεί παραπέρα), σ’ ένα κοινωνιολογικό σύστημα, γερμανικό, υποθέτω. Ίσως το σύστημα είναι όμορφο, συμμετρικό, ευχάριστο, αλλά πάντα σύστημα μένει, δηλαδή θα αφίνει και κάποιο έξω, θάχει και τα στραβά του.
Εγώ δε γνώρισα το Χέγκελ, ούτε έμαθα τι πάει να πει δ ι α λ ε χ τ ι κ ή και μ ε τ α φ υ σ ι κ ή μέθοδο. Είμαι πραχτικός άνθρωπος, Ρωμιός, Τουρκομερίτης, ραγιάς καταγίνουμαι σε πολιτικά, εδώ, στην Τούρκικη Ελλάδα, που δεν καταδέχτηκε να στοχαστεί γι’ αυτήν ο κ. Σκληρός. Ίσως εμάς δε μας καταφρόνεσε, γιατί δε θα μας γνωρίζει, αλλά περιγέλασε κείνους από τους Ελλαδίτες που καταγίνουνται με μας.
Όλα αυτά τα ονομάζει μεγάλη ιδέα!
Το βιβλιαράκι του κ. Σκληρού το έκρινε αρκετά καλά ο Ραμάς, και συμφωνώ μαζί του σε πολλά, όπως σε τούτο: ότι ο ανοιχτός και άγριος πόλεμος αναμεταξύ μια κοινωνική τάξη και μιαν άλλη, είναι σημάδι πως διαλύνεται μια κοινωνία, αφού δεν μπορούν οι τάξες αυτές να βρουν πια κανέναν τρόπο για να τα ταιριάξουν και να ζήσουν μαζί, ― αφού αδιάκοπα, σαν εχτροί, μαλλιοτραβιούνται, ενώ μπορούσαν φιλικά να ξεδιαλίσουν τους λογαριασμούς τους, ― αφού στα άτομα δεν αρέσει σ’ άλλο τίποτα να καταγίνουνται, παρά στον ξετσίπωτο κομματικό, κοινωνικό πόλεμο μεταξύ τους. Ο κ. Σκληρός αναφέρνει τη Γαλλία, από την επανάσταση και δώθε. Μα και πριν βρίσκουνταν τάξες στη Γαλλία (όπως και στην Αγγλία είταν και είναι), που ζούσαν μ’ έναν ανταγωνισμό αναμεταξύ τους, φυσικό κι όχι υπερβολικό, και με μιαν αλληλεγγύη τέλεια.
Κοινωνικές τάξες θα βρίσκουνται πάντα στη γη επάνω, αλλού πιο ξεχωρισμένες η μια από την άλλη, άλλου λιγώτερο ξεχωριστές, και πότε θα παλεύουν λιγώτερο αναμεταξύ τους, πότε περισσότερο, πότε και καθόλου, γιατί θα έχουνε φτάσει σε μιαν ισορροπία (αλληλεγγύη φρόνιμη και σοφή), που δικαιώματα και χρέη θα είναι κανονισμένα και θα εμποδίζουν τα αλληλοφαγώματα. Είναι καιροί που ξεσπάνουν πάλι και μαλώνουν άγρια οι τάξες μεταξύ τους (και με τουφέκια και δίχως τουφέκια), είναι και καιροί που μαλώνουν ατέλειωτα και δεν μπορούν νάβρουνε ισορροπία. Αυτοί είναι οι καιροί της κοινωνικής αρρώστιας. Κι από τις τάξες όλες άλλες διοικούν κι άλλες υποτάζονται, και κάποτε τούτες ρίχνουνε κάτου τις άλλες και διοικούν αυτές.
Αυτά δεν είναι καινούρια πράματα, ούτε αξιοθαύμαστα. Πάντα έτσι είταν στις κοινωνίες και θα είναι.
Και σε τούτο συμφωνώ με το Ραμά, ότι η κοινωνιολογία είναι μπερδεμένη ακόμα, πολύπλοκη, όχι καλά μελετημένη επιστήμη, ώστε τα συμπεράσματά της δεν μπορούν ούτε πρέπει να βγαίνουν σε φετφάδες. Πολλά, πάρα πολλά στοιχεία των κοινωνιών έχουν να μελετηθούν ακόμα.
Συμφωνώ με το Ραμά και σ’ ένα άλλο: ότι ξέχασε ο Σκληρός τον α γ ρ ό τ η ν.
Αλλά θύμωσε ο Π. Βασιλικός που ο Ραμάς είπε τη γνώμη του ευσυνείδητα, και ξεσπάθωσε και χτύπησε δεξιά, και χτύπησε ζερβιά, και άφρισε, έβγαλε φλόγες από το στόμα του, πυροβόλησε στον αέρα ― για να υποστηρίξει κάποιον Μαρξ, όπως θάκανε κανένας κομματάρχης για το Μερκούρη.
Μας ερμηνεύει λοιπόν αυτό το τι θα πει ε ξ έ λ ι ξ η και π ρ ό ο δ ο.
Μα και πάλι εγώ αισθάνομαι σαν το δισταχτικό το Ραμά, που δεν ξέρει καλά καλά αν «εξέλιξη» και «πρόοδο» είναι το ίδιο πράμα. Μα εγώ παθαίνω και χειρότερα. Από μεγάλη μου στενομυαλιά, ούτε τι θα πει το καθένα χωριστά μπορώ να νοιώσω. Π ρ ό ο δ ο ; προβαίνει, κανένας ή κάτι, κατά κάποιο σημάδι; Τι είναι αυτό το σημάδι; Άραγε μην πάει να πει προκοπή; ή μήπως κι όταν πάει να χαντακωθεί κανένας, κι αυτό το λένε πρόοδο; και γιατί να μην το λένε έτσι, αφού είναι πρόοδο να χαντακώνεται η Γαλλία, όπως χαντακώνεται; Και η λέξη « ε ξ έ λ ι ξ η » ξέρω πως πάει να πει επάνω ― κάτω αλλαγή. Την ανακάλυψαν οι Άγγλοι σοφοί του καιρού μας, για να εκφράσουν τις λογικές παραδοξολογίες τους, που μπορεί να είναι λιγάκι αλήθειες και λιγάκι ψευτιές.
Ο κ. Βασιλικός με τρομερή φούρια ξεσηκώθηκε, ανασκουμπώθηκε και ξεσπάθωσε. Η ριζοσπαστική του αυτή επαναστατική φούρια άξιζε καλλίτερο περιεχόμενο. Αν και δεν ξέρω. Ο ριζοσπάστης αυτός, μόλις έφτασε να ξεστομίσει τη λ έ ξ η «επανάσταση», βιάστηκε να βάλει αποκάτω μια σημειωσούλα για να ορμηνέψει, τον κατατρομαγμένο κοσμάκη, πως επανάσταση δε θα πει ν’ αδράξει ο λαός τα τουφέκια, παρά έχει τη «νεώτερη κοινωνική της σημασία» (;).
Αν δεν έβαζε αυτή την εξήγηση, πολλά μπορούσε να υποθέσει ο κ. Εισαγγελέας και να τονέ χώσει άξαφνα μέσα. Και ίσαμε κει δεν πήγαινε το θάρρος του κ. Βασιλικού.
Αραδιάζει έπειτα πολλά ο κ. Βασιλικός, βρίζει τους Ρωμιούς γιατί δεν έχουν όρεξη να φαν πολύ, τις Ρωμιές γιατί δε γίνουνται όλες φοιτήτριες να τρέξουν, στις Ευρώπες, ― γυρεύει σιδηρόδρομους, τραμ, ηλεκτρικά και δεν ξέρω τι άλλο, γνώρισε τους βαλκανικούς λαούς και τους βρήκε καλλίτερους από μας, (πιο «προοδευτικούς» βέβαια), γιατί έχουνε μέσα στις Σκουψίνες και Σομπράνιες τους μερικούς ψευτοσοσιαλιστές, ψευτοριζοσπάστες, ψυυτοφιλελεύτερους, που δεν ξέρουν τι τους γίνεται και με λίγα χρήματα ή λίγο κνούτι ακολουθούν όποιον και νάναι….
Δε βλέπω τίποτα άξιο να ενθουσιάσει κανέναν αυτού μέσα. Δεν είμαι κακόπιστος, όχι, ξέρω τι θέλετε να πήτε, ξέρω πως από τον πόλεμο αναμεταξύ στις κοινωνικές τάξες προσμένετε την αναγέννηση της μικρής Ελλάδας. Αυτό ίσως ― μ’ όλη τη μικρότητά του ― μπορούσε να ενθουσιάσει κανένα. Τι λέτε; Να δήτε άξαφνα το Ελληνικό Βασίλειο να μεταμορφωθεί μονομιάς σε Κάτω χώρες. Θα πίναμε όλοι πολλή μπίρα, θα τρώγαμε λαχαναρμιά και λουκάνικα μπόλικα, θα καπνίζαμε ηδονικά ολλαντέζικα χοντρά πούρα και θα ζούσαμε με περίσσια «ευμάρεια». Δε θα βρίσκουνταν πια κρασάδες για να τσιρίζουν και να κάνουν παράπονα στην Κυβέρνηση, ούτε να ταράζουν την ησυχία του κ. Βασιλικού, γιατί θα είχαν πνιγεί από τους μπιράδες.
― Κ’ έπειτα;….
― Ε, έπειτα «θα εβαίνομεν προς την. . . Πρόοδον».
― Ουφ! Λίγο καθαρόν αέρα, γιατί σκάνω!
***
Θα μιλήσω λίγο σοβαρά με τον κ. Σκληρό που τον εκτιμώ για το καθάριο μυαλό του, και την ησυχία που συζητεί όλα, και καθίζει στο κάθε τι το σύστημά του. Θα τον ήθελα μονάχα λιγάκι πιο άνθρωπο σωστό και λιγώτερο σκλάβο της επιστήμης. Σε κανενός τις θεωρίες ο άνθρωπος δεν ταιριάζει να σκλαβώνεται, ούτε στις δικές του. Και της επιστήμης υπάρχουν σύνορα. Πρέπει να τα βλέπει ο αληθινά σοφός. Από τα λόγια μου αυτά καταλαβαίνει ο αναγνώστης, πως δε μου πολυαρέσουν οι θεωρίες και τα συστήματα, ούτε και σαστίζω μπροστά στην επιστήμη, ούτε ξιππάζομαι όπως τα 999/1000 των συγκαιρινών μου Ευρωπαίων. Την επιστήμη δεν την πολυπιστεύω, και η υπερβολική πίστη του κόσμου σ’ αυτήν, μου φαίνεται εμένα σαν καμιά αρρώστια του καιρού μας ― ίσως σύμπτωμα κι αυτό ξεπεσμού μερικών λαών της Ευρώπης. Το επιστημονικό πνεύμα, αφού ξαπλώθηκε στους αρχαίους λαούς, τους έφαγε. Να δούμε μάς τι θα μας κάμει. ·
Μου φαίνεται πως φρόνημο θα είταν να βάζαμε κάποια σύνορα· ε μ ε ί ς, οι πολλοί, να ζούμε και να συλλογιζόμαστε ολότελα, έξω από τη μολυσμένη ατμόσφαιρα της επιστήμης, ― όσο για τους ε π ι σ τ ή μ ο ν ε ς, αυτοί να κρατούν την επιστήμη για τον εαυτό τους και ό,τι χρειαζόμαστε απ’ αυτούς να τους το γυρεύουμε. Ενώ αυτοί έχουν τώρα πλημμυρίσει τον κόσμο.
Θα μου πει βέβαια ο κ. Σκληρός: «Και λοιπόν δεν παραδέχεσαι πως θα φανερωθούν και στην Ελλάδα πόλεμοι άγριοι μια μέρα ανάμεσα στις κοινωνικές τάξες;»
Και θα του αποκριθώ: «Είμαι, κ. Σκληρέ, πολιτικός. Μεις οι πολιτικοί πηγαίνουμε σύμφωνα με τις περίστασες, ― δηλαδή βλέποντας και κάνοντας. Ο καλός πολιτικός, με το δυνατό ψυχολογικό του μάτι, προβλέπει πολλά που είναι να γίνουν, και προετοιμάζεται να τα δεχτεί, να τα διορθώσει όσο μπορεί, να τα μπαλώσει προσωρινά, να τα ξερριζώσει τελειωτικά αν μπορεί και είναι ανάγκη, να τα σπρώξει να μεγαλώσουν, να δυναμώσουν, να πάρουνε δρόμο, αν κρίνει πως έτσι πρέπει. Τι πράμα όμως κανονίζει όλες αυτές τις πράξες του; Πώς ξέρει και διαγνώνει σε κάθε περίσταση τ ι π ρ έ π ε ι; Αν είναι πολιτικός όπως χρειάζονται τα κράτη, θα έχει νόμο απαράβατο και σταθερό το αυστηρό πολιτικό συμφέρο του κράτους, δηλαδή την αυτοσυντηρησία του κράτους, και τη νίκη της εθνικής ζωής, ας είναι και εις βάρος άλλων κρατών. Αυτό ήθελαν να πουν και οι Ρωμαίοι ― οι μεγάλοι πολιτικοί ― με το salus populi suprema lex esto. Αλλά πρόσεχε δω, κύριε Σκληρέ, εδώ είναι ο κόμπος. Πρέπει λοιπόν να θυσιαστούν τα συμφέροντα της κάθε τάξης; οι προλετάριοι πρέπει, να αρρωστήσουν, να μείνουν δίχως ψωμί, γυμνοί, χωρίς σπίτια, να χαντακωθούν, να χαθούν ολότελα, να πεθάνουν; (Βλέπω δάκρυα στα μάτια σου, κ. Σκληρέ, γιατί; μην είσαι και συ σπλαχνικός, φιλάνθρωπος, μαλακός; ― και τότε είσαι καθαυτό του καιρού μας φαινόμενο, ή μήπως, επειδή παίρνω άλλη βάση στις σκέψες μου από σένα, λυπήθηκες που σε βγάζω από το σύστημά σου;)
Ναι, αν είναι ανάγκη να ζήσουν έτσι οι εργάτες, αν το κράτος έχει γενικώτερες δουλειές να κοιτάξει, αν δεν είναι σοβαρός κίντυνος για το κράτος, ― ας ζήσουν ακόμα έτσι. Αν πάλε είναι να σηκωθούν, ας κάμουν το σηκωμό τους, και θα πάρουν με το «έτσι το θέλω» άλλο κανένα κόκκαλο για να ζήσουν. Αν ο σηκωμός αυτός καταντήσει μεγάλος, σαν τη γαλλική επανάσταση, θα αλλάξει η τάξη που κυβερνά και θάρθει να κυβερνήσει άλλη τάξη. Αυτό όμως δε μ’ ενδιαφέρει. Όποια τάξη κι αν θέλει ας έρθει, αν μπορεί, να κυβερνήσει, σύμφωνα με τα συμφέροντα της και τα ιδανικά της. Φτάνει το κράτος να ζει, να στέκεται στα πόδια του, να μπορεί να έχει τη θέση του ανάμεσα στα τόσα άλλα κράτη. Κάθε τάξη που κυβερνά ένα κράτος, πρέπει μεταξύ στα ιδανικά της, (στις φαντασίες της, να πούμε,), να έχει και την εικόνα του κράτους, τη συνείδηση, πως κάτι τι κοινό έχουν όλοι όσοι κάνουν το κράτος, και όλες οι τάξες της κοινωνίας, και ότι και οι άλλες τάξες, μ’ όλες τους τις διαφορές, έχουν κάποια κοινά αισθήματα, κοινές ιδέες, κοινές παράδοσες, κοινά συμφέροντα, κοινές ανάγκες, και τη μεγάλη ανάγκη της αλληλεγγύης αναμεταξύ τους. Δεν μπορεί να τα παραγνωρίσει αυτά η τάξη που κυβερνά, γιατί αλλοιώς δε στέκεται.
Η διαφορά μεταξύ σένα, κ. Σκληρέ, και τους δημοτικιστές, μπορεί να είναι, καθώς λες, πως τούτοι είναι μ ε τ α φ υ σ ι κ ο ί ενώ συ είσαι δ ι α λ ε χ τ ι κ ό ς (όπως λέγει, ο Χέγκελ). Αλλά η διαφορά μεταξύ των δυνώ μας, είναι, κ. Σκληρέ, ότι συ ταράζεσαι πάρα πολύ με τα συμφέροντα μιας τάξης ή και δυο, ή και με τα μαλλιοτραβήγματά τους, ― ίσως είσαι και συ σπλαχνικός, χωρίς να το πολυνοιώθεις, (η υπερβολική ψυχοπονιά είναι κι αυτή σημάδι του καιρού μας) ― ενώ ο αληθινά σκληρός είμαι ε γ ώ, ο πολιτικός, που δε με ταράζουν, αν και τα βλέπω, τα μαλλιοτραβήγματα από τάξη σε στάξη, είτε από άτομο σε άτομο, και κοιτάζω προπάντων τη ζωή του έθνους. Τις τάξες τις λογαριάζω κι αυτές, αφού κι αυτές είναι μέσα στο έθνος, αλλ’ ούτε τόσο τις ξεχωρίζω, όπως συ, ούτε τις επαναστάσεις τους τις θεωρώ απαραίτητες, αφού ανταγωνισμός υπάρχει και μπορεί ελεύτερα πάντα να γίνεται. Συ παίρνεις βάση και αρχή για τις σκέψες σου τις κοινωνικές τάξες. Παίρνεις ένα μεγαλωτικό φακό και ξεδιαλύνεις τους οικονομικούς λόγους που πλάθουνε τις τάξες. Και απ’ αυτού προχωρείς και βγάζεις συμπεράσματα λογικά και σύμφωνα με την αρχή σου. Αλλ’ ο φακός σου μεγαλώνει πάρα πολύ εκείνα που μ’ επιμονή παρατηράς. Πιάνεις τα πλήθη και χάνεσαι αυτού μέσα, και όλα από κει γυρεύεις να τα βρεις. Τη μεγάλη δύναμη, που μια εξαιρετική ιδιοφυία μπορεί να μαζέψει στα χέρια της, δε φαίνεσαι να τη διακρίνεις καλά, ούτε την υπερβολική σπρωξιά, που μπορεί, την κατάλληλη στιγμή, να δώσει σ’ ένα έθνος ολάκερο ― όχι μονάχα σε μια τάξη ― μια ιδέα, και όταν δεν προέρχεται από το στομάχι.
Εγώ για βάση της σκέψης μου βάζω το salus populi, τη σωτηρία, τη ζωή όλου του έθνους που με γέννησε. Αγαπώ όλες τις τάξες του έθνους μου και κάποτε δεν τις ξεχωρίζω, τα παλέματα των ατόμων, καθώς και των ομάδων, της κοινωνίας μου, δεν τα πολυλογαριάζω· παντού και πάντα υπάρχουν. Δε συλλογίζουμαι συχνά τα στομαχικά συμφέροντα. Δε λυπούμαι κείνους που, μην ξέροντας να βρουν ψωμί, πεθαίνουν από την πείνα. Άξιος ο μισθός τους. Έτσι δε με πολυσκοτίζουν ούτε οι άρρωστοι και οι αρρώστιες τους. Πιστεύω πως όταν ο ανταγωνισμός μεταξύ στις τάξες ― που υπάρχει πάντα ― μπει στην πρώτη γραμμή και γίνει η πρώτη φροντίδα και σκέψη των ανθρώπων ενός κράτους, και γίνει αυτό ιδανικό κι όλα, το κράτος αυτό δεν είναι πια για να ζήσει. Μπορεί το έθνος να εξακολουθεί να ζει, μα το κράτος θα χαντακωθεί. Πιστεύω και τούτο, πως μια ιδέα, άμα καταφέρει ένας ή πολλοί να τη βάλουν στο κεφάλι ενός έθνους, όχι μόνο δύσκολα βγαίνει, αλλά όσο υπάρχει, μπορεί να σπρώξει το έθνος, να αναποδογυρίσει βουνά, και τα δικά του τα συμφέροντα το κάθε άτομο για καιρό να τα ξεχάσει. Και πιστεύω πως έ ν α ς άνθρωπος μπορεί ναξίζει περισσότερο από τα πλήθη των ανθρώπων: Μ’ αρέσει ο άνθρωπος, δε μ’ αρέσουνε τα πλήθη με τη χοντροκοπιά τους. Έχουν βέβαια δύναμη τα πλήθη, αλλά και ο ένας άνθρωπος έχει δύναμη πιο τρανή και πιο όμορφη. Δεν πίστεψα ποτέ πως οι μεγάλοι άντρες έπεσαν από τον ουρανό, ούτε πως ξέρουν «εξ αποκαλύψεως» μυστικά που δεν τα ξέρει το πλήθος. Ξέρω και πως, για να βγει ένας Σαιξπήρος, χρειάστηκε για έναν αιώνα οι δραματογράφοι και θεατρίνοι να πληθύνουν τόσο στην Αγγλία, που να καταντήσουν τάξη και προλετάριοι. Αλλά πιστεύω πως οι κοινωνίες τίποτε άλλο δε χρησιμεύουν, παρά για να ξεφυτρώνουν από μέσα τους εξαιρετικοί άνθρωποι, και για τούτο ονομάζω τις κοινωνίες μ α γ ε ρ ι ά α ν θ ρ ώ π ω ν. Στις κοινωνίες επάνω ακουμπούν οι λιγοστοί που φανερώνονται εξαιρετικοί άνθρωποι, από τις κοινωνίες παίρνουν τη δύναμη τους, το είναι τους, όλα, μα είναι διαφορετικοί από την κοινωνία, κι αυτό μ’ αρέσει.
Βλέπεις, μας χωρίζουν, τον κ. Σκληρό και μένα, οι ιδιοσυγκρασίες μας.
Αλλά τώρα θα μιλήσω για ένα τελευταίο ζήτημα, που δε με φαίνεται να το σκέφτηκε καλά ο κ. Σκληρός.
***
Σ’ όλο το βιβλιαράκι αναφέρνεται η Ελλάδα ως διδόμενο ως βάση ασάλευτη. Μα ποιος λέει πως είναι η Ελλάδα πραγματικότητα;
Μη φοβάστε, δε με ταράζουνε βυζαντινά όνειρα, δεν έχω στο νου μου τη Μεγάλη Ιδέα. Έκαμε τη δουλειά κι αυτή για μιαν ώρα, και την ώρα εκείνη είτανε πραγματικότητα.
Αλλά ρωτώ τον κ. Σκληρό τι θα έλεγε αν βρίσκουνταν αυτός σε κάτι περίστασες που βρέθηκα εγώ έξαφνα. Φέρω παραδείγματα, γεγονότα, κρίσες δεν κάνω, παρατηρώ μονάχα.
1). Το Ελληνικό το Κράτος είναι κει πέρα με τα σύνορά του. Έξω απ’ αυτό βρίσκονται άλλα κράτη. Σε μιαν επαρχία ενός από τα τριγυρινά κράτη γίνεται σφαγή ανθρώπων, κι αυτοί οι άνθρωποι είναι Έλληνες, κι όσοι σώθηκαν από τη σφαγή, φεύγουν όπως όπως στο Ελληνικό κράτος.
2). Σ’ ένα νησί ενός ξένου κράτους βαρυέστησαν πια να τυραννιούνται οι κάτοικοι (Έλληνες) από τους ανθρώπους του μονοπωλίου των καπνών ― που σκλάβωσαν μες το χρήμα τους και τους ίδιους τους επίσημους τυράννους (Τούρκους), και τους κάνουν ό,τι θέλουν, διοικούν αυτοί το νησί αντί για τους Τούρκους, ― λοιπόν βαρυέστησαν οι κάτοικοι και σηκώθηκαν στο πόδι και είπαν πως θέλουν να ενωθεί το νησί τους με την Ελλάδα.
3). Σ’ ένα άλλο νησί, μισοανεξάρτητο και προνομιούχο, θέλει να χώσει τη μούρη του πάρα πολύ ένας βεζύρης από την Πόλη, και οι κυβερνήτες του νησιού δεν τους αρέσει αυτό και σηκώνουν το νησί στο πόδι, γυρεύουνε βοήθεια από τους αδερφούς τους, από την Ελλάδα, και ζητούν ένωση κι αυτοί.
4). Ένα χωριό στη Θράκη (Τούρκικο κράτος), φτωχό και κακομοιριασμένο, που μόλις μπορεί και ζει με την ψωροκαλλιέργεια που κάνει, ζητάει ως τόσο δάσκαλο και σκολειό, γιατί οι γερόντοι θέλουν τα παιδιά τους να μάθουνε γράμματα, σαν κάτι καλό τους φαίνεται αυτό. Μα αυτοί δεν έχουν αρκετά χρήματα για να πληρώνουν το δάσκαλο, ούτε έχει περισσευούμενα να τους στείλει η εκκλησιαστική αρχή. Λοιπόν παρακαλούν οι χωριάτες να τους σταλθούν από την Ελλάδα χρήματα. Κι αυτό το κάνουν όχι ένα, όχι δυο, μόνον άπειρα χωριά.
5). Ένα χωριό στη Μακεδονία (Τούρκικο κράτος) το βασανίζουνε συμμορίες βουλγάρικες, ή να γίνει βουλγάρικο ή να ξεσπιτωθεί και ν’ αδειάσει τον τόπο, σκοτώνουνε κάθε χωρικό που αντιστέκεται. Γυρεύει το χωριό βοήθεια από την Ελλάδα, γιατί η νόμιμη αρχή του, ο Τούρκος, δεν το προστατεύει. Κι αυτό γίνεται όχι σ’ ένα, όχι σε δυο, μα σε πεντακόσια χωριά.
6). Στην Ήπειρο (Τούρκικο κράτος) τούρχεται έξαφνα του Σουλτάνου και 100 ρωμαίικα χωριά, κεφαλοχώρια, τα κάνει τσιφλίκια δικά του, και λέει στους χωρικούς: «ή θα γίνετε δουλοπάροικοι, σκλάβοι μου, ή να ξεσπιτωθήτε και αμέτε όπου θέλετε». Και τα χωριά αυτά γράφουνε, στον Πατριάρχη απελπιστικά γράμματα, μα ο Πατριάρχης δεν έχει αρκετή δύναμη για να πάρει πίσω τα χωριά. Πιάνουν λοιπόν κι αυτοί κάτω στην Ελλάδα και γυρεύουν προστασία.
Κάθε μέρα χωριά Ελληνικά, άνθρωποι Έλληνες, ελληνικές επαρχίες (κοινωνίες), στρέφουν κατά την Ελλάδα και γυρεύουν προστασία, βοήθεια, υποστήριξη, και στο τέλος ένωση.
Αυτά, κ. Σκληρέ, δεν είναι μεγάλες ιδέες, ούτε μικρές. Είναι πραγματικότητες.
Και τότε η μικρή Ελλάδα, το μικρό κράτος, που μιλείτε γι αυτό σα νάτανε τελειωτικό, τι πρέπει να κάμει, κατά τη γνώμη σας; Να απαντήσει τάχα στα ελληνικά νησιά, στα Ελληνικά χωριά, στους Έλληνες: «Είστε ξένο κράτος, τι γυρεύετε από μένα; Σεις λέγεστε Τουρκιά, εγώ Ελλάδα, τα σύνορά μου δεν τα βλέπετε; είναι ο Πηνειός και ο Άραχθος. Δε σας γνωρίζω. Πηγαίνετε στους άρχοντές σας. Μη μας σκοτίζετε, εμάς εδώ πέρα, έχουμε άλλες δουλειές· οι προλετάριοι γυρεύουν κι αυτοί ψωμί· ο Φαρδαύλης φρενιάζει· το κεφάλαιο δεν ακούει· η βουρζουαζία κοιμάται».
Ίσως θα είταν κι αυτό μια πολιτική. Μα έλα που παθαίνονται πολλοί στην Ελλάδα, άμα μάθουν καμιά τέτοια είδηση από κείνες που περιγράφω. Μπορεί να τους ονομάσει ο κ. Σκληρός με καταφρόνια, π α τ ρ ι ώ τ ε ς, όμως είναι γεγονός πως κάποιοι κάπως ταράζονται. Και μπορεί μια μέρα να σηκώσουν πολλούς στο πόδι.
Ε! Τι σημαίνουν όλ’ αυτά τα πράματα; Δε σου φαίνεται, κ. Σκληρέ, πως σα να λέγουν ότι αυτό το μικρούτσικο Ελληνικό κράτος, που μας έφτειασαν οι ξένοι βασιλιάδες και διπλωμάτες, δ ε ν ε ί ν α ι φ υ σ ι ο λ ο γ ι κ ά φ τ ε ι α σ μ έν o; Ότι πότε από δω, πότε από κει, του μηνούν του κράτους αυτού τα εθνικά νεύρα πως μιαν άκρη του έθνους παθαίνει πάλι, μιαν άλλη άκρη γυρεύει κάτι, μιαν άλλη πονεί, εκείνη χαίρεται, ετούτη στεναχωριέται; Ότι, στα τωρινά τα χρόνια τουλάχιστο, ψέμα δεν είναι, δεν είναι ιδέα, παρά είναι αλήθεια η ενότητα μιας φυλής; Ότι η Ελληνική φυλή είναι μεγαλύτερη από το Ελληνικό το κράτος, ότι όσο δεν ενώνεται η φυλή, κανένα κράτος ελληνικό δε θα είναι τελειωτικό, ούτε θάχει ησυχία από «εξωτερικά ζητήματα;» Ότι τα εξωτερικά ζητήματα της Ελλάδας δεν είναι σαν τα εξωτερικά ζητήματα της Αγγλίας, αλλά είναι ε σ ω τ ε ρ ι κ ά ζητήματα; Ότι, ο κλεφτοπόλεμος της Μακεδονίας είναι όμοια εσωτερικό ζήτημα όπως είναι και τα κινήματα των σταφιδοπαραγωγών του Πύργου και οι τσαρλαταναρίες του Φαρδούλη; Ότι ο επιστήμονας που πιάνει και εξετάζει την Ελλάδα σαν κανένα Βέλγιο ή Ολλαντία ή Αγγλία, και βγάζει συμπεράσματα, ο επιστήμονας αυτός δε δουλεύει επιστημονικά;
Λένε Μεγάλη Ιδέα τη φαντασία και την ελπίδα πως θα αναστηθεί μια μέρα το Βυζαντινό κράτος με πρωτεύουσα την Πόλη; Ίσως! Αλλά Μεγάλη Ιδέα δεν είναι ότι μόνη η Θράκη, όση απομένει στην Τουρκιά, είχει μαζί με την Πόλη σχεδόν ένα εκατομμύριο Έλληνες. Αυτά είναι αριθμοί. Τι θέλουν οι Έλληνες αυτοί, δεν ξέρω. Μα σεις που μιλείτε για τόσα γενικά εθνικά ζητήματα, δε στοχαστήκατε πως ίσως σας διαβάσουν και μερικοί απ’ αυτούς, και βλέποντας πως μικραίνετε όσο μπορείτε τα σύνορα του έθνους και πως μιλείτε για μια μικρούτσικη Ελλάδα, και πως μιλείτε σα νάταν τελειωμένη η Ελλάδα και να μην είχε να σκεφτεί πια για τίποτε άλλο, παρά για τους προλεταρίους της ― δε στοχαστήκατε, λέω, πως ίσως τολμήσουν και σας ρωτήσουν; «Ε και μας τι μας έκαμες, τους άλλους; Σε ποιο κράτος θα είμαστε προλετάριοι ή διοικούσα τάξη; Πού μας βάζεις; Ποιος σου είπε πως θ’ αφήσουμε την Ελλάδα ήσυχη, εμείς, να γίνεται, Βέλγιο της Ανατολής; Μεις τη χρειαζόμαστε γι’ άλλα, για τη ζωή μας που κιντυνεύει από εχτρούς που δεν τους βλέπεις επειδή βρίσκουνται έξω από τα σύνορα του κράτους. Τη χρειαζόμαστε και για να καλλιτερέψουμε την τύχη μας. Πώς συ ορίζεις τα πράματα, χωρίς να μας ξετάσεις και μας, να δεις τι είμαστε, και τι θέλουμε, και από τι παθαίνουμε, και π ώ ς βλέπουμε το κράτος το Ελληνικό; Τους Έλληνες από την Ελλάδα που, σαν και σένα, στοχάζονται την Ελλάδα ξετελειωμένο κράτος, ολοστρόγγυλο, σαν ολλανδέζικο τυρί, με σύνορα κι όλα τάλλα σημάδια ενός κράτους, ― σας ονομάζουμε μεις Ε λ λ α δ ι κ ο ύ ς, με κάποια καταφρόνια. Και αυτό το όνομα που σας δίνουμε, αποδείχνει πως ο τρόπος που νοιώθετε την Ελλάδα σεις, δεν είναι αληθινός. Για να σας δίνουμε αυτό το παρατσούκλι, πάει να πει πως νοιώθουμε πως έχετε ή θέλετε να έχετε άλλη ψυχή από τη δική μας. Και πάντα δεν το παραδεχόμαστε. Η ψυχή η δική μας θέλει, την ύπαρξη του έθνους, τη ζωή του έθνους, την ένωση του έθνους όλου σ’ ένα κράτος. Κι ό,τι λέει η ψυχή μας, αυτό είναι και η αλήθεια (4)».
Αν πιστεύει αλήθεια ο κ. Σκληρός, ότι πόλεμος είναι ζωή, όπως το πιστεύω κ’ εγώ, αν θέλει κίνηση κι αγώνες, ας θυμηθεί το τι κίνηση κι αγώνες και στρατιωτικούς και πολιτικούς και οικονομολογικούς χρειάστηκε να κάμουν οι Ιταλοί προτού καταφέρουν την ένωσή τους. Εκεί θα βρει ομοιότητες. Οι Έλληνες οι τωρινοί ― Ελλαδίτες και Τουρκομερίτες, ― βρίσκουνται στη θέση που είταν οι Ιταλοί πριν από τα 1868.
[1] Πηγή: Μ Ε Λ Ε Τ Α I. ΙΩΝ ΔΡΑΓΟΥΜΗΣ (ΙΔΑΣ) 2 ΣΕΠΤΕΜΕΡΙΟΥ 1878 — 31 ΙΟΥΛΙΟΥ 1920. 10 άρθρα του στο «Νουμά». ΤΑΚΤΟΠΟΙΗΜΕΝΑ ΚΑΙ ΦΡΟΝΤΙΣΜΕΝΑ ΑΠΟ ΤΟ Δ. Π. ΤΑΓΚΟΠΟΥΛΟ. ΕΚΔΟΣΗ “ΤΥΠΟΥ„ ΣΟΦΟΚΛΕΟΥΣ 3, ΑΘΗΝΑΙ.