Μια σπάνια ηχογράφηση του Κωστή Παλαμά να απαγγέλλει ο ίδιος το ποίημα «Ύμνος των Αιώνων».
Ὕμνος τῶν Αἰώνων
Μητέρα μας πολύπαθη, ὦ ἀθάνατη,
δὲν εἶναι μόνο σου στολίδι οἱ Παρθενῶνες·
τοῦ συντριμμοῦ σου τὰ σπαθιὰ στὰ κάμανε
φυλαχτὰ καὶ στεφάνια σου οἱ αἰῶνες.
Καὶ οἱ πέτρες ποὺ τὶς ἔστησε στὸ χῶμα σου
τὸ νικηφόρο χέρι τοῦ Ῥωμαίου,
κ᾿ ἡ σταυροθόλωτη ἐκκλησιὰ ἀπὸ τὸ Βυζάντιο,
στὸν τόπο τοῦ πολύστυλου ναοῦ τοῦ ἀρχαίου,
Κι αὐτὸ τὸ κάστρο ποὺ μουγγρίζει μέσα του
τῆς Βενετιᾶς ἀκόμη τὸ λιοντάρι,
κι ὁ μιναρὲς ποὺ στέκει, τῆς ὁλόμαυρης
καὶ τῆς πικρότατης σκλαβιᾶς ἀπομεινάρι,
Καὶ τοῦ Σλάβου τὸ διάβα ἀντιλαλούμενο
στ᾿ ὄνομα ποὺ μᾶς ἔρχεται στὸ στόμα
-μὲ τὸ γάλα τῆς μάννας ποὺ βυζάξαμε-
σὰν ξένη ἀνθοβολιὰ στὸ ντόπιο χῶμα,
Ὅλα ἕνα νύφης φόρεμα σοῦ ὑφαίνουνε,
σοῦ πρέπουνε, ὦ βασίλισσα, σὰ στέμμα,
στὴν ὀμορφάδα σου ὀμορφιὰ ἀπιθώσανε
κ᾿ εἶναι σὰ σπλάχνα ἀπ᾿ τὸ δικό σου τὸ αἷμα.
Ὦ τίμια φυλαχτά, στολίδια ἀταίριαστα,
ὦ διαβατάρικα, ἀπὸ σᾶς πλάθετ᾿ αἰώνια,
κόσμος ἀπὸ παλιὰ κοσμοσυντρίμματα,
ἡ νέα τρανὴ Πατρίδα ἡ παναρμόνια!
ΤΑΦΟΣ
Ήσυχα και σιγαλά,
διψώντας τα φιλιά μας,
από τ’ άγνωστο γλιστράς
μέσα στην αγκαλιά μας.
5
Ώς κι η βαρυχειμωνιά
μ’ αιφνίδια καλοσύνη
κι ήσυχη και σιγαλή
σε δέχτηκε κι εκείνη.
Ήσυχα και σιγαλά
10
σε χάιδευεν ο αέρας
της νυχτός ηλιόφεγγο
κι ονείρεμα της μέρας.
Ήσυχα και σιγαλά
μας γέμιζες το σπίτι,
15
γλύκα του κεχριμπαριού
και χάρη του μαγνήτη.
Ήσυχα και σιγαλά
ζούσε από σε το σπίτι,
ομορφιά τ’ αυγερινού
20
και φως του αποσπερίτη.
Ήσυχα και σιγαλά,
φεγγάρια, ω στόμα, ω μάτι,
μιαν αυγούλα σβήσατε
στο φονικό κρεβάτι.
25
Ήσυχα και σιγαλά
και μ’ όλα τα φιλιά μας,
γύρισες προς τ’ άγνωστο
μέσ’ απ’ την αγκαλιά μας.
Ήσυχα και σιγαλά,
30
ω λόγε, ω στίχε, ω ρίμα,
σπείρετε τ’ αμάραντα
στ’ απίστευτο το μνήμα!
[…] Στο ταξίδι που σε πάει
ο μαύρος καβαλάρης,
κοίταξε απ’ το χέρι του
τίποτε να μην πάρεις.
Κι αν διψάσεις, μην το πιεις
250
από τον κάτου κόσμο
το νερό της αρνησιάς,
φτωχό κομμένο δυόσμο!
Μην το πιεις, κι ολότελα
κι αιώνια μας ξεχάσεις·
255
βάλε τα σημάδια σου
το δρόμο να μη χάσεις,
κι όπως είσαι ανάλαφρο,
μικρό, σα χελιδόνι,
κι άρματα δε σου βροντάν
260
παλικαριού στη ζώνη,
κοίταξε και γέλασε
της νύχτας το σουλτάνο,
γλίστρησε σιγά κρυφά
και πέταξ’ εδώ πάνω,
265
και στο σπίτι τ’ άραχνο
γυρνώντας, ω ακριβέ μας,
γίνε αεροφύσημα
και γλυκοφίλησέ μας!