1833-1834: η αφετηρία για την πολιτική υποδούλωση των Ελλήνων στο νεοελληνικό κράτος

του Αναστάσιου Π. Συριανού,

Μετά τη επανάσταση του 1821, η ίδρυση του νεοελληνικού κράτους έθεσε τις βάσεις για να πάρουμε και πάλι τις τύχες μας στα χέρια μας. Οι Έλληνες, ελεύθεροι πια από τον τουρκικό ζυγό και με εκφρασμένη την επίσημη θέλησή τους να υπάρχουν ως ανεξάρτητη πολιτική οντότητα, έκαναν ένα αποφασιστικό βήμα για να αναλάβουν οι ίδιοι την μοίρα του έθνους τους. Κάτι τέτοιο όμως θα ερχόταν σε σύγκρουση με τα συμφέροντα των μεγάλων δυνάμεων οι οποίες έκαναν ότι περνούσε από το χέρι τους για να το αποτρέψουν. Η Ελλάδα μπορεί να έγινε ανεξάρτητο κράτος, αλλά δεν επιτρεπόταν να γίνει ισχυρό κράτος με έναν λαό που προοδεύει και ευημερεί.

Η κεντρική ιδέα για να μην αποτελέσει το νέο κρατίδιο απειλή για τις ξένες δυνάμεις, ήταν να παραμείνουν οι Έλληνες υπανάπτυκτοι σε όλα τα επίπεδα. Για να συμβεί αυτό, έπρεπε την απελευθέρωση των Ελλήνων να ακολουθήσει μία εκ νέου κατάκτησή τους, ώστε να στερηθούν την δυνατότητα να αναπτύξουν δική τους ανεξάρτητη θέληση και δράση. Έτσι η ατζέντα για την εκ νέου υποδούλωση των Ελλήνων με τρόπο ύπουλο και αφανή, τέθηκε σε εφαρμογή.

Το σχέδιο απαιτούσε η πολιτική εξουσία του ελληνικού κράτους να περάσει το γρηγορότερο δυνατόν στα χέρια των ξένων δυνάμεων. Σε πρώτη φάση, η λίστα περιλάμβανε την δολοφονία του κυβερνήτη Ι. Καποδίστρια, την επιβολή ξένου βασιλιά και την υποταγή των ελεύθερων Ελλήνων στην εξουσία του. Σε αυτό το άρθρο θα επικεντρωθώ στο τελευταίο μέρος της πρώτης φάσης του σχεδίου και στις ενέργειες που έκαναν οι Βαυαροί για να μετατρέψουν και πάλι τους Έλληνες από ελεύθερους σε σκλάβους, χρησιμοποιώντας πολιτικά και νομικά μέσα αυτήν την φορά.

Το σχέδιο αυτό ήταν πολύ σημαντικό για τις ξένες δυνάμεις, διότι αν πετύχαινε θα έθετε τις βάσεις ώστε αφ’ ενός να συνεχίσει ο Έλληνας να είναι φυλακισμένος στην νοοτροπία του ραγιά κι αφ’ ετέρου θα παρείχε το ελεύθερο πεδίο για την διαρκή εμπλοκή και επέμβαση των ξένων δυνάμεων στα πολιτικά πράγματα της Ελλάδας προκειμένου να εξασφαλίζουν τα συμφέροντά τους. Το σχέδιο αυτό πέτυχε σε πολύ μεγάλο βαθμό όπως αποδεικνύεται εκ των πραγμάτων, με αποτέλεσμα οι Έλληνες να παραμένουν ακόμη πολιτικά ραγιάδες 200 χρόνια μετά την απελευθέρωσή τους από τους Τούρκους. Πώς όμως συνέβη αυτό και τι μέσα χρησιμοποιήθηκαν για να πετύχει το σχέδιο;

Ανατρέχοντας στην εποχή που εγκαταστάθηκαν οι βαυαρικές δυνάμεις στην Ελλάδα, δύο είναι κατ’ εμέ τα βασικά εργαλεία με τα οποία εκτελέστηκε το σχέδιο της πολιτικής μας υποδούλωσης. Αρχικά, οι βαυαροί μας υπέταξαν ακυρώνοντας το δικαίωμα να έχουμε ελεύθερη πολιτική βούληση και στην συνέχεια μας απαγόρευσαν οποιαδήποτε θεσμική δυνατότητα να την εξασκούμε. Αυτή η ολομέτωπη πολιτική επίθεση, η οποία ενορχηστρώθηκε από τους υποτιθέμενους εγγυητές της ελευθερίας και της ευδαιμονίας των Ελλήνων, έθετε ως στόχο να καταστρέψει ένα από τα μεγαλύτερα όπλα των Ελλήνων που τους επέτρεπε να επιβιώνουν χιλιάδες χρόνια και να μεγαλουργούν ακόμη και σε συνθήκες ακραίας καταπίεσης και σκλαβιάς. Σύμφωνα με το σκεπτικό τους, η ελεύθερη βούληση των Ελλήνων που ήταν εν ενεργεία ως έναν βαθμό καθ’ όλη την διάρκεια της τουρκοκρατίας, δεν έπρεπε με τίποτα να εκδηλωθεί περαιτέρω στο πολιτικό πεδίο διότι αυτό θα έθετε σε κίνδυνο τα συμφέροντά τους. Η πολιτική βούληση των Ελλήνων έπρεπε να ανακοπεί κι ο καλύτερος τρόπος για να γίνει αυτό ήταν να πειστούν οι Έλληνες ότι ο ξενόφερτος βασιλιάς είχε έρθει για να ενσαρκώσει τις ελπίδες και τα όνειρα των Ελλήνων για πρόοδο και ευδαιμονία. Να πειστούν με την βία ακόμη, ότι η βούληση του Βασιλιά ήταν η βούληση όλων των Ελλήνων. Να πειστούν ότι η αντίθεση στην βούληση του Βασιλιά ισοδυναμούσε με προδοσία της Ελλάδος.

Σε αυτό απέβλεπε μία από τις πρώτες κινήσεις της αντιβασιλείας του Όθωνα με το που ανέλαβε την εξουσία τον Ιανουάριο του 1833. Με διαταγή των νέων κατακτητών, οι Έλληνες από ελεύθεροι υποβιβάζονταν σε πολιτικούς δούλους άνευ πολιτικής βούλησης οι οποίοι υπακούουν σε διαταγές χωρίς δικαίωμα διαφωνίας ή έστω αμφισβήτησης. Αυτόν τον εξευτελιστικό υποβιβασμό οι Έλληνες τον υπέστησαν υποκύπτοντας στην πίεση των Βαυαρών κατακτητών να ορκιστούν ότι στο εξής θα πάψουν να είναι ελεύθεροι, θα υποταχθούν σε αυτούς και θα γίνουν υπήκοοί τους. Το ΦΕΚ νούμερο 2 που εκδόθηκε στις 22 Φεβρουαρίου του 1833 αναφέρει ότι οι «όλοι οι ημέτεροι υπήκοοι, οι νομίμου ηλικίας άρρενες, θέλουσι δώσει τον εις τον Βασιλέα όρκον. Ο όρκος είναι ο ακόλουθος: Ομνύω εις την υπερούσιον Τριάδα, και το Άγιον Ευαγγέλιον, ότι θέλω φυλάξει πίστη εις τον Βασιλέα ημών Όθωνα και υπακοήν εις του νόμους του Βασιλείου της Ελλάδας«. Αμέσως μετά άρχισε η εφαρμογή του μέτρου ώστε να τακτοποιηθεί το θέμα το συντομότερο δυνατόν και το νεοσύστατο Βασίλειο να αποκτήσει τους υπηκόους του, αφού Βασίλειο με ελεύθερους πολίτες δεν νοείται. Εξάλλου, η εγκύκλιος που εστάλη στους δήμους την ίδια ακριβώς περίοδο και περιέχεται στο ίδιο ΦΕΚ, μεταφέρει την εξής οδηγία στις τοπικές ηγεσίες διαλύοντας οποιαδήποτε αμφιβολία μπορεί να έχει κανείς για το ζήτημα της υποταγής των υπηκόων στον εξουσιαστή τους: «προσκαλείσθε να φροντίσετε, ώστε να δώσωσιν άνευ αναβολής τον όρκον της πίστεως και υποταγής προς την Αυτού Μεγαλειότητα τον Σεβαστόν Ημών Κύριον και Μονάρχην όλοι οι πιστοί υπήκοοι του Βασιλείου, οι έχοντες την νόμιμην ηλικίαν«.

Από αυτές τις ενέργειες αλλά κι από το γεγονός ότι μέρος της Βασιλικής συνοδείας αποτελούσαν βαυαρικά στρατεύματα τα οποία είχαν αποστολή να καταπνίγουν την αντίσταση όσων δεν συμμορφώνονταν με τις βασιλικές διαταγές όπου και όταν τους ζητούνταν, γίνεται φανερό ότι στόχος τους ευθύς εξ αρχής ήταν να κάμψουν το ατίθασο και ελεύθερο πνεύμα των Ελλήνων και να μας καταστήσουν σαφές το ποιός ήταν το πραγματικό αφεντικό της χώρας. Κι επειδή ως ελεύθεροι θα είχαμε δική μας βούληση που ήταν εμπόδιο στα σχέδια των ευρωπαίων κατακτητών, έπρεπε να μετατραπούμε σε υπηκόους οι οποίοι στερούμενοι δικής τους βουλήσεως είναι υποχρεωμένοι να αποδέχονται τις διαταγές των κυβερνώντων τους αναντίρρητα.

Όταν ο στόχος τους υλοποιήθηκε και γίναμε πολιτικοί σκλάβοι τους δίνοντας τον επαίσχυντο αυτόν όρκο, ήρθε και το επόμενο βήμα για να βάλει ταφόπλακα στην οποιαδήποτε δυνατότητα θα είχαν οι υπήκοοι Έλληνες να έχουν και να εκφράσουν πολιτική βούληση. Διότι, ακόμη κι η παραμικρή εκδήλωση ελεύθερης βούλησης θα μπορούσε να αναζωπυρώσει ανεπιθύμητες διαθέσεις στους υποδουλωμένους υπηκόους. Θα μπορούσε να ξυπνήσει μέσα τους την επιθυμία να επεκτείνουν αυτήν την ελευθερία, διεκδικώντας μερίδιο εξουσίας από τον Βασιλιά ή στην χειρότερη περίπτωση να διεκδικήσουν την πλήρη ελευθερία τους εκδιώχνοντάς τον.

Έτσι λοιπόν, στον τόπο καταγωγής της δημοκρατίας το κατ’ εξοχήν εργαλείο για την άσκηση της εξουσίας από τον δήμο, τέθηκε επισήμως υπό διωγμόν. Η συνέλευση των πολιτών απαγορεύτηκε, καθώς θύμιζε υπερβολικά «ελευθερία» και «δημοκρατία» κι αυτό δεν ήταν κάτι που μπορούσε να ανεχτεί ένα μοναρχικό καθεστώς. Άλλωστε, με τον όρκο υποταγής στον Βασιλιά που είχαν δώσει οι Έλληνες είχαν πάψει να είναι ελεύθεροι κι ως εκ τούτου το να συγκεντρώνονται οι υπήκοοι προκειμένου να συζητούν και να λαμβάνουν αποφάσεις για τα θέματα που τους αφορούσαν λες και ήταν τίποτα ελεύθεροι πολίτες, δεν μπορούσε να επιτραπεί άλλο.

Στις 10 Ιανουαρίου του 1834 λοιπόν, στο ΦΕΚ 3Α δημοσιεύτηκε ο νόμος «περί συστάσεως των δήμων» με τον οποίο οι Έλληνες χάσαμε ολοκληρωτικά την πολιτική μας αυτεξουσιότητα και την δύναμη να εκφράζουμε ελεύθερα την βούλησή μας. Μία αρχέγονη και εγγενής πολιτική πρακτική των Ελλήνων ενδεικτική του ελεύθερου πνεύματός τους, της οποίας τα ίχνη συναντάμε για πρώτη φορά στον Όμηρο και μας ακολουθεί καθ’ όλη την διάρκεια της ιστορίας μας ακόμη και κάτω από τις σκληρότερες μορφές σκλαβιάς, έλαβε τέλος με συνοπτικές διαδικασίες μετά από χιλιάδες χρόνια εφαρμογής. Το ΄Άρθρο 38 του νόμου αυτού αναφέρει χαρακτηριστικά ότι «συνελεύσεις δε της ολομελείας των δημοτών προς σύσκεψιν και απόφασιν περί δημοτικών ή άλλων υποθέσεων δεν επιτρέπονται«. Με τον νόμο αυτόν, οι Έλληνες χάνουν οριστικά την ελεύθερη πολιτική τους υπόσταση, αφήνοντας παράλληλα μία πολύ δυσοίωνη υπόσχεση για το μέλλον: ο αποκλεισμός τους από το μέγα πολιτικό γύμνασμα που προσφέρει η συνέλευση για την διατήρηση και καλλιέργεια της ελεύθερης πολιτικής βούλησης και συνείδησης των πολιτών, ήταν βέβαιο ότι θα επέφερε την ατροφία στους πολιτικούς τους μύες και θα διευκόλυνε την γρήγορη μετατροπή τους σε φύσει υπηκόους. Και με δεδομένο ότι η στρατιωτική κατάκτηση έχει συνήθως ημερομηνία λήξης όταν έχεις να κάνεις με τους Έλληνες, στην περίπτωσή τους το να τους μετατρέψεις από φύσει ελεύθερους σε φύσει υπηκόους ήταν ίσως η καλύτερη επένδυση για την διαιώνιση της ξένης κυριαρχίας στην χώρα.

Με την ρετσινιά του αδελφοκτόνου λαού να είναι ακόμη πολύ φρέσκια μετά την δολοφονία του Κυβερνήτη και με την απειλή των εμφύλιων ταραχών να κρέμονται πάνω από το κεφάλι τους, οι πρόγονοί μας ενέδωσαν στις επιθυμίες των βαυαρών και με αυτά τα δύο τεχνάσματα που περιγράψαμε έχασαν την ελευθερία τους και μαζί με αυτήν έχασαν την δύναμη και την γνώση να την εξασκούν. Έτσι πριν καν προλάβουν να γευτούν οι ίδιοι οι επαναστάτες τους καρπούς των αγώνων και των θυσιών τους, το απελευθερωμένο έθνος βρέθηκε και πάλι σκλαβωμένο από αυτούς που εξουσίαζαν το κράτος του.

Η επιχείρηση «ελευθερία» του ελληνικού έθνους, όχι μόνο δεν ολοκληρώθηκε ποτέ, αλλά η νέα μορφή υποδούλωσης που δέχτηκαν οι πρώτοι υπήκοοι του Βασιλείου της Ελλάδας καθιστούσε έναν ενδεχόμενο μελλοντικό απελευθερωτικό αγώνα σε ακόμη μεγαλύτερο άθλο από την επανάσταση του 1821. Με μία δόση ειρωνείας, θα έλεγε κανείς ότι οι ένδοξοι πρόγονοι φρόντισαν ως φαίνεται άθελά τους να δώσουν «πεδίο δόξης λαμπρό» στους απογόνους τους για να αγωνιστούν και να τους ξεπεράσουν, όπως όριζε το αρχαίο τυπικό. Άραγε, θα δεχτούμε την πρόκληση πριν να είναι αργά για την ανάκαμψη του έθνους μας;

asyrianos.gr

, , ,

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *