Ποδόσφαιρο: κοσμοπολιτισμός και εθνικοποίηση στις αρχές του 20ού αιώνα

του Μιχάλη Τσιαουσίδη,

Βαρκελώνη, φθινόπωρο του 1900. Αρκετοί Καταλανοί μαζί με δύο Βάσκους και έναν Ανδαλουσιάνο, με μπροστάρη τον Άνχελ Ροντρίγκεθ, συμμετέχουν στην δημιουργία ενός αθλητικού συλλόγου. Το όνομά του; Sociedad Española de Foot-ball , αφενός λόγω της συνήθειας της χρήσης τόπων στα ονόματα συλλόγων, αφετέρου ως μία ξεκάθαρη αναφορά στον προσδιορισμό της ομάδας. Σε αντίθεση με άλλες ομάδες της πόλης, χαρακτηριστικότερη η γνωστή σε όλους FC Barcelona, η οποία είχε Ελβετούς, Ισπανούς, Γερμανούς και Άγγλους ιδρυτές, ο σκοπός της ομάδας του Ροντρίγκεθ, γνωστής μετέπειτα ως Espanyol ήταν ένας. Μία ομάδα μόνο για εθνικά Ισπανούς, χωρίς να υπάρχει κάποιο άλλο κριτήριο, κοινωνικό ή/και πολιτικό, πέρα από το εθνικό.

Ειρωνεία της τύχης· η Μπαρτσελόνα συνδέθηκε με το κίνημα της καταλανικής αυτονομίας ενώ η Εσπανιόλ με τον συμβιβασμό ενάντια στο καθεστώς της Μαδρίτης. Η περίπτωση της Εσπανιόλ είναι, χωρίς αμφιβολία, το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα της προσπάθειας εθνικοποίησης ενάντια στην αυξανόμενη τάση της εποχής για διεθνοποίηση του ποδοσφαίρου, κατά τα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ου αιώνα. Αυτή η αντίθεση στον κοσμοπολιτισμό ήταν κάτι παράξενο στον ευρωπαϊκό αθλητισμό προ του Α’ Π.Π., όπου σε χώρες όπως η Γαλλία, η Ιταλία και η Ισπανία ήταν ένα άτυπο sine qua non η συμμετοχή ξένων, κυρίως Βρετανών, στις ομάδες, οι οποίοι ήταν οι στυλοβάτες στην δημιουργία συλλόγων και στην περαιτέρω διάδοση και γιγάντωση του ποδοσφαίρου. Άλλωστε, αυτή η “αυτονόητη” παρείσφρηση ξένων ποδοσφαιριστών αποτυπώνεται και στον διχασμό των μελών της Milan, η οποία οδήγησε σε σχίσμα και στην δημιουργία της Internazionale (γνωστότερης ως Inter στο ευρύ κοινό), το 1908, σχετικά με το αν θα επιτρέπονται και ξένοι παίκτες στην ομάδα. Και πώς αλλιώς θα καθιστούσαν σαφή την “ιδεολογία” τους από το να ονομάσουν την ομάδα Internazionale (=διεθνής).

Αυτό το φιλελεύθερο σκηνικό αλλάζει άρδην στο διάστημα του Μεσοπολέμου. Το ποδόσφαιρο προχωράει σε μία κατάσταση επαγγελματισμού σε ένα διαφορετικό πολιτικό σκηνικό, περισσότερο κρατοκεντρικό και ομογενοποιημένο εθνικά, όπου δεν προκρίνονται οι μετακινήσεις παικτών. Θεσπίζονται κανόνες, οι οποίοι απαγορεύουν απόλυτα την χρήση ξένων παικτών, χωρίς, βέβαια, να σπανίζουν οι περιπτώσεις όπου δινόταν η ιθαγένεια σε ξένους παίκτες, προκειμένου να ενισχυθεί η εκάστοτε εθνική ομάδα. Έτσι, παρότι δεν δημιουργεί εντύπωση το να βλέπουμε Αυστριακούς, οι οποίοι έχουν παίξει τόσο με την Εθνική Αυστρίας όσο και με την αντίστοιχη της Γερμανίας, ως απόρροια της προσάρτησης της πρώτης στην δεύτερη (το περίφημο Anschluss της 13/3/1938), προκαλεί εντυπώσεις η “γαλλοποίηση” πολλών Αυστριακών κατά την δεκαετία του 1930, ώστε να ενισχυθεί η γαλλική εθνική ομάδα (π.χ. οι Henri Hiltl και Rudi Hiden, όπως και ο Auguste Jordan, ο οποίος λόγω της συμμετοχής του με το γαλλικό εθνόσημο στο Μουντιάλ του 1938, τιμωρήθηκε με φυλάκιση κατά την διάρκεια της κατοχής της Γαλλίας από τις δυνάμεις του Άξονα).

Κατά το διάστημα ανάμεσα στους δύο παγκοσμίους πολέμους, λοιπόν, αποκτά σημαντική διάσταση, μέσω της δημιουργίας των εθνικών πρωταθλημάτων, η διαφορά του jus soli και του jus sanguinis στο ποδοσφαιρικό γίγνεσθαι.

Όμως, ακόμα και να μην γινόταν το παραπάνω, υπήρχαν άλλοι τρόποι παράκαμψης των όποιων νομικών κωλυμάτων. Έτσι, στην Ιταλία, θεσπίζεται από το καθεστώς Μουσολίνι η Carta di Viareggio,το 1926, με σκοπό την μεταρρύθμιση του σήψαντος ιταλικού ποδοσφαιρικού σκηνικού. Μεταξύ άλλων προέβλεπε κανόνες για την χρήση ξένων ποδοσφαιριστών, μειώνοντάς τους και θέτοντας αυστηρούς περιορισμούς προσωρινά για δύο έτη, μέχρι το 1928, όπου και η απαγόρευση θα ήταν απόλυτη. Ωστόσο, το μέτρο ήρθη στην πράξη, καθώς ήταν συχνό φαινόμενο, από την Γιουβέντους της οικογένειας Ανιέλι, από την Αμπροζιάνα-Ίντερ, την Μπολόνια, και άλλες ομάδες, οι οποίες “φρόντιζαν” ώστε Ιταλοί, οι οποίοι είχαν μεταναστεύσει στην Αργεντινή και σε άλλες λατινοαμερικανικές χώρες, αλλά πληρούσαν τους όρους του jus sanguinis ή είχαν ιταλική καταγωγή, να έρχονται στην Ιταλία και αποκτώντας την υπηκόοτητα να ενισχύουν την ομάδα.

Πέρασαν δεκαετίες, ώστε το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, το 1995, με την ιστορική Απόφαση C-415/93 (περισσότερο γνωστή στην χώρα μας ως Νόμος Μποσμάν), βασιζόμενη στο τότε άρθρο 39 της ΣΕΚ, το τωρινό άρθρο 45 της Συνθήκης για την Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης να επιτρέψει την απρόσκοπτη μετακίνηση κοινοτικών ποδοσφαιριστών (δηλαδή ποδοσφαιριστών-υπήκοων των κρατών-μελών της ΕΕ,αν και στην συνέχεια ο όρος επεκτάθηκε ώστε να αφορά και άλλες χώρες της Γηραιάς Ηπείρου) ανάμεσα στις χώρες της ΕΕ, περιλαμβάνοντάς τους στο πλαίσιο της ελεύθερης μετακίνησης προσώπων, υπηρεσιών και κεφαλαίων. Με αυτόν τον τρόπο, οι εθνικές ποδοσφαιρικές ομοσπονδίες αναγκάστηκαν να μεταβάλουν τους κανονισμούς τους, ώστε να μην αντίκεινται στην νομοθεσία. Έτσι, τα “σύνορα” του παρελθόντος γκρεμίστηκαν εν μία νυκτί, επιτρέποντας στους κοινοτικούς ποδοσφαιριστές την μετακίνηση εντός της ΕΕ προκειμένου να εργαστούν, καταργώντας ουσιαστικά κάθε διάκριση και δυσκολία οριζόμενη από τον σύλλογό τους. Η παραπάνω απόφαση, η οποία συνάδει με τα όσα υπογράφηκαν στην Συμφωνία της Ρώμης το 1957, άλλαξε το ποδόσφαιρο, επιτρέποντας την ελεύθερη μετακίνηση παικτών ανάμεσα στις χώρες της ΕΕ, αναδιαμορφώνοντας σε έναν πρωτόγνωρο βαθμό την ποδοσφαιρική Ευρώπη.

, ,

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *