Βίνσεντ Βαν Γκογκ: Η ιδιόρρυθμη ζωή ενός αντισυμβατικού Καλλιτέχνη!

του Γιώργου Χειμάρα, Αρχαιολόγου

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Ο Βίνσεντ Βαν Γκογκ (1853-1889) υπήρξε ένας από τους κορυφαίους καλλιτέχνες, όχι μόνο του 19ου αιώνα αλλά ίσως και όλης της ιστορίας της τέχνης. Η αξία των πινάκων του στο καλλιτεχνικό χρηματιστήριο κυμαίνεται από δεκάδες έως εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ, αν και όσο ζούσε δε κατάφερε να πουλήσει παρά μόνο έναν πίνακα του, τον κόκκινο αμπελώνα, τον οποίο αγόρασε η ζωγράφος Anna Boch. Η φήμη του εξαπλώθηκε μετά τον θάνατο του ραγδαία, μεταξύ του 1903 και 1906, θα πραγματοποιηθούν αναδρομικές εκθέσεις έργων του με την άμεση εμπλοκή του Ματίς. Μια έκθεση έκανε μάλιστα ο αδελφός του, Τεό, αμέσως μετά τον θάνατο του.

Μετά το θάνατο και του αδελφού του, η γυναίκα του Τεό, αύξησε ακόμα περισσότερο τη φήμη του με εκθέσεις έργων του, αλλά και δημοσιεύοντας το 1914 τις επιστολές του προς τον Τεό. Η επίδραση του Βαν Γκογκ στα μεταγενέστερα κινήματα εξπρεσιονισμού, φοβισμού και αφηρημένης τέχνης θεωρείται καταλυτική. Σ’ αυτή την εργασία θα παρακολουθήσουμε την ταραχώδης ζωή του, προσπαθώντας να εντρυφήσουμε στη ψυχοσύνθεση του, θα δούμε τρία από τα σημαντικότερα έργα του, αλλά και θα κατανοήσουμε ποια κληρονομιά άφησε αυτός ο μεγάλος καλλιτέχνης στην ιστορία της τέχνης.

Έναστρη νύχτα (1889)
Στο έργο του αυτό ο Βαν Γκογκ έχει απεικονίσει χαοτικές δίνες που ακολουθούν την κλιμάκωση Κολμογκόροφ, όπως προκύπτει από μαθηματική ανάλυση της εικόνας. Ο Βαν Γκογκ αναπαράγει σε πίνακές του, επακριβώς, νόμους της φύσης

ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ

Ο Βαν Γκογκ γεννήθηκε στις 30 Μαρτίου του 1953 στο μικρό χωριό Ζούντερτ της Νότιας Ολλανδίας. Πατέρας του ήταν ο Theodorus Van Gogh και μητέρα του η Anna Carbentus, είχε άλλες τρεις αδελφές και δύο αδελφούς. Σε ηλικία 11 χρονών μεταφέρθηκε από το σχολείο της πόλης του, σε άλλο στο Zevenbergen. Το γεγονός αυτό προκάλεσε δυστυχία στο μικρό τότε Βίνσεντ, ωστόσο τελείωσε με επιτυχία τις σπουδές του εκεί. Στα 13 έτη πήγε στο γυμνάσιο του Tilburg όπου κέρδισε καλούς βαθμούς ειδικά στις ξένες γλώσσες , ωστόσο θα εγκαταλείψει τις σπουδές του εκεί το δεύτερο έτος.

Από νεαρή ηλικία ξεκίνησε να εργάζεται αρχικά ως έμπορος πινάκων στη Χάγη, στα 16 εργάστηκε ως έμπορος έργων τέχνης μαζί με τον αδελφό του Τεό. Το 1873 η εταιρία θα τον μεταθέσει στο Λονδίνο και αργότερα στο Παρίσι. Κατά την παραμονή του στο Λονδίνο επισκέφθηκε το Βρετανικό μουσείο και την εθνική πινακοθήκη όπου θαύμασε έργα πολλών καλλιτεχνών, όπως είναι ο Φρανσουά Μιλέ και ο Ζυλ Μπρετόν. Ακόμα μελέτησε περιοδικά μουσείων και λογοτεχνία με ποίηση. Αυτές θεωρούνται κιόλας οι πρώτες σημαντικές επαφές του ζωγράφου με τον κόσμο των τεχνών .
Τα χρόνια που έμενε στο Παρίσι τον προσέλκυσε η θρησκεία, όντας επηρεασμένος και από τον πατέρα του, που ήταν Πάστορας. Το 1876 απολύθηκε από τη δουλειά του ως έμπορας και επέστρεψε στην Αγγλία όπου εργάστηκε για μικρό χρονικό διάστημα ως δάσκαλος. Μετά, εργάστηκε ως βιβλιοπώλης στο Ρότερνταμ, όμως το ενδιαφέρον του εκείνη την περίοδο ήταν η θρησκεία και έτσι αποφάσισε να σπουδάσει Θεολογία αν και δεν ολοκλήρωσε τις σπουδές του. Το 1878 γίνεται ιεροκήρυκας σε μια υποβαθμισμένη περιοχή του Βελγίου, την Μπορινάζ. Την εποχή εκείνη σχεδιάζει τα πρώτα έργα του και τα στέλνει στον αδελφό του Τεό, ο οποίος τον συμβούλεψε να ασχοληθεί με την ζωγραφική.

Τα έτη 1881-1883 έζησε σε διάφορα μέρη της Ολλανδίας και παρακολούθησε μαθήματα ζωγραφικής κοντά στο φημισμένο ζωγράφο και θείο του, Anton Mauve, στη συνέχεια ταξίδεψε στην περιοχή του Drenthe. Εκεί άντλησε έμπνευση και ζωγράφιζε σπηλιές, αγκυροβόλια πλοίων, ερείπια και άλλα. Ωστόσο δε μπορούσε να αντέξει τη μοναξιά και γύρισε πίσω στους γονείς του.

Οι Πατατοφάγοι, 1885, Άμστερνταμ, Μουσείο Βαν Γκογκ

Το 1883 στο οικογενειακό του σπίτι συνέχισε και ζωγράφιζε θέματα που ήταν εμπνευσμένα από την αγροτική και εργατική ζωή. Το 1885 πέθανε ο πατέρας του, εκείνη την περίοδο πρέπει να ξεκίνησε το έργο του οι πατατοφάγοι. Μάλιστα προσπάθησε μαζί με τον αδελφό του, Τεό, να πουλήσει κάποιους πίνακες του στο Παρίσι χωρίς όμως επιτυχία, καθώς το σκούρο χρώμα ζωγραφικής του, δεν ήταν τόσο αρεστό στους Γάλλους συλλέκτες έργων τέχνης που προτιμούσαν τα ανοιχτόχρωμα, φωτεινά χρώματα. Το χειμώνα του 1885 ταξιδεύει στην Αμβέρσα, όπου γράφθηκε σε μια ακαδημία καλών τεχνών, τα μαθήματα του εκεί ήταν αρκετά ωφέλημα και το περιβάλλον ευνοϊκό για την ανάπτυξη της τέχνης του. Τότε ήρθε σε επαφή και με την ιαπωνική τέχνη και δανείστηκε αρκετά στοιχεία από αυτή. Όμως, όλα αυτά έληξαν άδοξα καθώς αποβλήθηκε από τον καθηγητή του, Ευγένιο Σιμπέρ.
Το 1886 πηγαίνει στο Παρίσι και ζει με τον αδελφό του, μέσου αυτού ήρθε σε επαφή με σημαντικούς καλλιτέχνες που επηρέασαν την μετέπειτα πορεία του. Τέτοιοι είναι ο Κλωντ Μονέ, ο Ανρί ντε-Τουλούζ Λωτρέκ, ο Εμίλ Μπερνάρ, ο Εντγκάρ Ντεγκά και ο Ζορζ Σερά . Κάτω από την επιρροή αυτών των μεγάλων καλλιτεχνών και τον Πωλ Γκωγκέν ιμπρεσιονισμού, βλέπουμε ότι το στυλ της ζωγραφικής του αλλάζει και γίνεται πιο λαμπερό. Τα θέματα που ζωγράφιζε μέσα από σύντομες πινελιές, ήταν κατά κύριο λόγο τοπία, καφετέριες λεωφόροι, νεκρές φύσεις και πορτρέτα.

Το 1888 φεύγει από το Παρίσι για την Προβηγκία, μια περιοχή της νότιας Γαλλίας και θα μείνει στην Αρλ, μια πόλη κοντά στο ποταμό Ροδανό. Εκεί δείχνει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για απεικόνιση της υπαίθρου, της φύσης, των αγροτών, που πραγματοποιούν τις καθημερινές τους εργασίες, το στυλ του έγινε πιο χαλαρό και εκφραστικό, βασικά χρώματα που κυριαρχούν στους πίνακες του, είναι το πράσινο, το μπλε, το κίτρινο. Αυτή την περίοδο στην Αρλ θα μείνει μαζί με τον φίλο και σπουδαίο ζωγράφο Πωλ Γκωγκέν , όπου μαζί θα δημιουργήσουν εξαιρετικούς πίνακες, δυστυχώς όμως έπασχαν και οι δύο από διάφορα ψυχολογικά προβλήματα και έπειτα από μια διαφωνία ο Βαν Γκογκ απείλησε τον Γκωγκέν με ένα ξυράφι, μετανιωμένος για την πράξη του αργότερα έκοψε το αυτί του.
Το 1889 πάσχοντας από κατάθλιψη θα κλειστεί στη ψυχιατρική κλινική στο Σαιν Ρεμύ. Εκεί, συνεχίζει να ζωγραφίζει πίνακες και μάλιστα ήταν ιδιαίτερα παραγωγικός με περίπου 150 πίνακες.

Το 1890 αφού βγήκε από την κλινική, θα μείνει σε μια περιοχή κοντά στο Παρίσι, στο Auvers, τότε θα πουλήσει και ένα έργο του, τον Κόκκινο Αμπελώνα. Εκείνη την περίοδο θα δημιουργήσει και την προσωπογραφία του γιατρού του, Πώλ Γκασέ. Όμως για άλλη μια φόρα το άγχος, η κατάθλιψη και οι οικονομικές ανησυχίες, τον κατέλαβαν. Στις 27 Ιουλίου του 1890, ο Βαν Γκογκ αυτοπυροβολήθηκε στο στήθος με ένα περίστροφο, ωστόσο δεν πέθανε αμέσως και ο αδελφός του, Τεό, πρόλαβε να τον αποχαιρετήσει. Αυτός είναι ο τραγικός επίλογος της σύντομης ύπαρξης του, που ήταν γεμάτη ευγενικά πάθη. Αυτή είναι όμως και η στιγμή που το έργο του αρχίζει να γίνεται παγκόσμια γνωστό.

Ο Βίνσεντ θάφτηκε στις 30 Ιουλίου στο Auvers, αφήνοντας μας, μια κληρονομία 850 περίπου πινάκων και πάνω από 1.000 έργα σε χαρτί.

Κόκκινος Αμπελώνας, Νοέμβριος 1888. Μουσείο Πούσκιν, Μόσχα. Πωλήθηκε στην Anna Boch

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Ο Βαν Γκογκ είναι ένας από τους κορυφαίους, αν όχι ο κορυφαίος, ζωγράφους του 19ου αιώνα. Εν ζωή το έργο του δεν σημείωσε μεγάλη αναγνώριση, όμως μετά τον θάνατο του, η φήμη του εξαπλώθηκε ραγδαία, σημαντικό ρόλο σε αυτό είχε η γυναίκα του Τεό, Jo, αφού ο Τεό που ξεκίνησε αυτή την προσπάθεια, πέθανε μισό χρόνο μετά τον Βίνσεντ.

Η Jo, πραγματοποίησε εκθέσεις έργων του, δάνεισε πίνακες και δημοσίευσε τις επιστολές του, προς τον Τεό. Με αποτέλεσμα να εμφανιστούν πολλοί αγοραστές για τους πίνακές του. Η συλλογή έργων του πέρασε μετά στον γιό της, Βίλεμ Βαν Γκογκ, ο οποίος τα δάνεισε στο μουσείο Stedelijk και αργότερα στο μουσείο Βαν Γκογκ που ιδρύθηκε με δαπάνες του Ολλανδικού κράτους. Αυτό άνοιξε τις πύλες του, στις 2 Ιουνίου 1973 και έκτοτε εκατομμύρια άνθρωποι το επισκέπτονται κάθε χρόνο.

Συνοψίζοντας ο Βαν Γκογκ μας άφησε μια μεγάλη κληρονομιά περισσότερων από 2.000 έργων του, πίνακες και μικρότερα σχέδια, συμβάλλοντας έτσι στη γενικότερη ανάπτυξη της τέχνης. Η επιρροή που άσκησε μετά τον θάνατο του στα μεταγενέστερα κινήματα της τέχνης, όπως είναι ο εξπρεσιονισμός, ο φωβισμός, αλλά και η αφηρημένη τέχνη είναι εντυπωσιακή. Ο Βαν Γκογκ ήταν ο πρώτος εκπρόσωπος ενός νέου τύπου καλλιτέχνη, του καλλιτέχνη εκείνου που κάνει μια έντονη προσωπική δήλωση μέσα από τα έργα του, έναν άνθρωπο πάνω απ’ όλα που παλεύει με τους φόβους του, τη μοναξιά και την κατάθλιψη και καταφέρνει να βγει νικητής, γιατί παρά το τραγικό γεγονός της αυτοκτονίας του, μένει ζωντανός στις μνήμες των εκατομμύρια θαυμαστών του και μη.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
⦁ (1998) Art in Theory, Oxford: Blackwell Publishing.
⦁ ( 2003) Oxford Concise Dictionary of Art & Artists, New York: Ian Chilvers.
⦁ Hal Foster, Rosalind Krauss, Yve-Alain Bois, Benjamin H. D. Buchloh (2007), Η τέχνη από το 1900, Μετάφραση: Τσολακίδου Ιουλία, 3η Αναθεωρημένη Έκδοση: Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη.
⦁ Γκόμπριχ Ε., Μετάφραση: Λίνα Κασδάγλη (1998), Το Χρονικό της Τέχνης, 16η Αγγλική Έκδοση, 2η Ελληνική Έκδοση: Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης., Αθήνα.
⦁ Λούσι-Σμιθ Έντουαρντ (1992), Παγκόσμια Ιστορία Τέχνης και Πολιτισμού, Εκδόσεις: Άλμπατρος, Αθήνα, τομ.Α, Αριθμός Σελίδων 162.
⦁ (1997) Λεξικό Τέχνης και Καλλιτεχνών (Α-Λ), Πανεπιστήμιο Οξφόρδης, Μετάφραση: Οράτη Ειρήνη, Εκδόσεις: Νεφέλη, Αθήνα, Πρώτος τόμος, Αριθμός Σελίδων 345.
⦁ Πασκάλ Μποναφου (1990), Μετάφραση: Αχιλλέας Δημητρόπουλος, Βαν Γκογκ με τον ήλιο μπροστά, Εκδόσεις: Αστέρης Δεληθανάσης, Αθήνα.
⦁ (1977) Οι Μεγάλοι Ζωγράφοι από τον 19ο αιώνα στον 20ο, Επιμέλεια:
Χατζηδάκη Ρένα, Μετάφραση: Ν. Μισιρλή, Εκδόσεις: Fabbri-Μέλλισα., Αθήνα.

, , ,

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *