Οι Νέοι Δρόμοι της Ανατολικής Ευρώπης και η Ελλάδα

Γράφει ο Μάριος Νοβακόπουλος – 19/09/2023 – ENERGIA.GR

Η πολιτική διαίρεση των γεωγραφικών περιοχών, πέρα από τα προφανή όρια των κρατών, μπορεί να πάρει διάφορες μορφές. Η Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη, επίκεντρο δύο Παγκοσμίων Πολέμων και ως σήμερα σημαντικό πεδίο ανταγωνισμού, έχει εξεταστεί μέσα από διάφορα σχήματα. Στην ιστορική επισκόπηση ξεχωρίζουν οι χώροι της αυτοκρατορίας των Αψβούργων και εκείνης των Οθωμανών, το όριο μεταξύ ορθοδόξου και καθολικού Χριστιανισμού, καθώς και το Σιδηρούν Παραπέτασμα, το οποίο χώριζε τον σοσιαλιστικό από τον καπιταλιστικό κόσμο

Με τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης και την σταδιακή προσχώρηση των μετασοσιαλιστικών κρατών στην Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΝΑΤΟ, η παλαιά Κεντρική Ευρώπη ανασυγκροτείται. Οι παλιότερες γραμμές της θρησκείας και των αυτοκρατορικών κληρονομιών παραμένουν, όμως η περιοχή παρουσιάζει έντονη κινητικότητα, η οποία θέλει να εξισορροπήσει την οριστική απομάκρυνση της παλαιάς ρωσικής επικυριαρχίας με την σύμπηξη των μικρών εθνών-κρατών σε έναν πόλο τον οποίο θα υπολογίζουν οι Βρυξέλλες, στις οποίες πολλοί Κεντροευρωπαίοι καταλογίζουν συγκεντρωτισμό και ασέβεια προς τις εθνικές τους παραδόσεις. Οι Αμερικανοί πάλι, υπολογίζουν στο αντι-ρωσικό ειδικά αίσθημα των κρατών αυτών, με προεξάρχουσα την Πολωνία, όχι μόνο για να πιέσουν την Λευκορωσία ή να ενισχύσουν την εμπόλεμη Ουκρανία, αλλά και να παρακάμψουν τις παραδοσιακές ευρωπαϊκές δυνάμεις, Γαλλία και Γερμανία, των οποίων οι μέχρι πρότινος στενές σχέσεις με τη Μόσχα αλλά και η σχετική αυτονομία αποτελούν ανάθεμα για την Ουάσινγκτον.

Η έκταση της Πολωνο-Λιθουανικής Κοινοπολιτείας, σε αντιπαραβολή με τα σύγχρονα σύνορα.

Η αναζήτηση του «ενδιάμεσου χώρου»

Η αναφορά στην Πολωνία ξεπερνά πολύ τα γεωγραφικά όρια της χώρας. Ως εθνικό κράτος ομοιογενές, με ακμαία εθνικοθρησκευτική συνείδηση, ικανό πληθυσμό και οικονομική ανάπτυξη, τρέφει μεγάλες φιλοδοξίες ως ο νέος καλύτερος φίλος των ΗΠΑ στην Ευρώπη. Η πολιτισμική και πολιτειακή κληρονομιά όμως της Πολωνίας διεκδικεί έναν πολύ ευρύτερο υπερεθνικό χώρο, ο οποίος αποτελούσε «ενδιάμεση ζώνη» μεταξύ Ρώσων, Τούρκων και Γερμανών για αρκετούς αιώνες. Μαζί με τις πάντα αισθητές σκιές των Οθωμανών, των Αψβούργων και των Βυζαντινών, προστίθεται και εκείνη της Πολωνο-Λιθουανικής Κοινοπολιτείας (1569–1795).

Βέβαια, το άλλοτε εξαιρετικά εκτεταμένο αυτό κράτος (το οποίο ήλεγχε την Λευκορωσία, το μεγαλύτερο μέρος της Ουκρανίας και πρόσκαιρα ως και την Μόσχα) εν τέλει αποσυντέθηκε και διαμελίστηκε από τους ισχυρότερους γείτονές του (1772, 1793, 1795). Όμως το ιστορικό και γεωγραφικό σχήμα συνέχισε να εμπνέει τους Πολωνούς ύστερα από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν και πάλι βρέθηκαν πιεζόμενοι από τη Γερμανία και τη νεοσύστατη Σοβιετική Ένωση. Την ευάλωτη αυτή θέση ο στρατηγός Ιωσήφ Πιλσούδσκι, θεμελιωτής της ανασυσταθείσας Πολωνίας, θέλησε να υπερκεράσει με το εγχείρημα Intermarium (πολωνιστί Międzymorze), μίας ζώνης μεταξύ τριών θαλασσών: της Βαλτικής, της Αδριατικής και του Ευξείνου Πόντου. Σύμφωνα με αυτό, οι λαοί της κεντρικής-ανατολικής Ευρώπης, έχοντας αποτινάξει την αυστριακή, γερμανική και ρωσική κυριαρχία, θα συγκροτούσαν μία σύγχρονη εκδοχή της παλαιάς Κοινοπολιτείας, η οποία θα είχε τον όγκο και την στρατηγική θέση να ελέγξει τις από δυσμάς ή εξ ανατολών πιέσεις. Το σχήμα θα περιελάμβανε την Τσεχοσλοβακία, την Ουγγαρία, τη Γιουγκοσλαβία και την Ρουμανία. Κάποιες εκδοχές, οι πλέον φιλόδοξες, έφθαναν ως την Ελλάδα και τις σκανδιναβικές χώρες. Βέβαια, το όραμα ήταν πολύ ανώτερο των πολωνικών δυνάμεων, και οι γύρω λαοί προτιμούσαν την εθνική τους ανεξαρτησία. Ο πόλεμος με τη Σοβιετική Ένωση (1918-21) όχι μόνο εκπαραθύρωσε τους Πολωνούς από το Κίεβο, αλλά απείλησε και την ίδια την Βαρσοβία. Το 1935, με τα σύννεφα του πολέμου πυκνά πάνω από την Ευρώπη και τη Γερμανία να επανεξοπλίζεται ραγδαία, η Πολωνία προσπάθησε να ηγηθεί της συμμαχία της «Τρίτης Ευρώπης» με τη Ρουμανία και την Ουγγαρία, επίσης δίχως αποτέλεσμα.

Το μεσοπολεμικό Intermarium.

Αν τα δεδομένα αυτά ανήκουν στο παρελθόν, η γεωγραφία παραμένει, όπως και κάποιες βασικές μεταβλητές. Η Πολωνία παραμένει φιλόδοξη, η κεντρική Ευρώπη θέλει να εξασφαλιστεί έναντι της Ρωσίας, ενώ αυτή τη φορά υπάρχει και μία υπερατλαντική δύναμη που βλέπει θετικά ένα ανανεωμένο Intermarium. Κι αν ο γνωστός για τον ευρωσκεπτικισμό του όμιλος του Βίζεγκραντ (Πολωνία, Τσεχία, Σλοβακία, Ουγγαρία) είναι σχετικά στενός γεωγραφικά, ο πόλεμος της Ουκρανίας και οι νέοι δρόμοι της Ανατολικής Ευρώπης εκδιπλώνουν και πάλι τα σχέδια της ένωσης τριών θαλασσών.

Οι αρτηρίες της νέας γεωπολιτικής

Ένας από τους καλύτερους τρόπους να μελετηθεί η διασύνδεση μεταξύ περιοχών είναι η εξέταση των δικτύων μεταφορών και συγκοινωνιών. Τούτο ισχύει ακόμη περισσότερο σε χώρους σαν της Κεντρικής-Ανατολικής Ευρώπης, η οποία είναι γεωφυσικά ακαθόριστη, πολιτισμικά ετερόκλητη και με νεαρούς θεσμούς.

Αν κάποτε διαμορφώθηκε ως ιδέα το Intermarium, σήμερα οικοδομείται με πολύ μεγαλύτερη συναίνεση το Trimarium, η Πρωτοβουλία των Τριών Θαλασσών (Three Seas Initiative), η οποία στόχο έχει την στενότερη συνεργασία χωρών από την Βαλτική ως την χερσόνησο του Αίμου. Οι πρώτες χώρες-μέλη, κατά τη σύνοδο του Ντουμπρόβνικ το 2016, ήταν η Πολωνία, η Αυστρία, η Βουλγαρία, η Κροατία, η Εσθονία, η Λετονία, η Λιθουανία, η Ουγγαρία, η Τσεχία, η Σλοβακία και η Σλοβενία. Η Ελληνίδα πρόεδρος Κατερίνα Σακελλαροπούλου παρέστη στην 6η σύνοδο της Σόφιας (8-9/7/2021), ενώ η Ελλάδα κατέστη πλήρες μέλος της ομάδας πολύ πρόσφατα, στο Βουκουρέστι (6-7/9/2023). Θέση εταίρου και όχι πλήρους μέλους έχει η Μολδαβία και το μεγάλο έπαθλο της Ευρασιατικής σκακιέρας, η Ουκρανία.

Το Three Seas Initiative ύστερα από την προσχώρηση της Ελλάδος.

Υπό την καθοδήγηση του Three Seas Initiative (TSI) βρίσκονται μια σειρά από έργα υποδομής, τα οποία τέμνουν κάθετα την Ευρώπη:

  • Η Καρπαθία Οδός (Via Carpathia), σχεδιάζεται από το 2016. Ο αυτοκινητόδρομος θα ξεκινά από το λιμάνι Κλαϊπέντα της Λιθουανίας και θα καταλήγει στην Κωνστάντζα της Ρουμανίας και, νοτιότερα, στη Θεσσαλονίκη και την Αλεξανδρούπολη.
  • Ο σιδηρόδρομος των δύο θαλασσών (Rail-2-Sea) θα ενώνει το πολωνικό λιμάνι του Γκντανσκ (το Ντάντσιχ της πάλαι ποτέ Πρωσίας) με την Κωνστάντζα της ρουμανικής Δοβρουτσάς. H τελευταία βρίσκεται πολύ κοντά στα ουκρανικά λιμάνια του Δούναβη, από όπου το Κίεβο προσπαθεί να εξάγει σιτηρά και τα οποία βομβαρδίζουν οι Ρώσοι.
  • Οι αυτοκινητόδρομοι και σιδηρόδρομοι της Βαλτικής (Via/Rail Baltica), με σχέδια ακόμη και για υποθαλάσσια σήραγγα μεταξύ Ταλίν και Ελσίνκι.
  • Η επέκταση του Διαδρόμου Βαλτικής-Αδριατικής (Baltic–Adriatic Corridor), με οδική και σιδηροδρομική σύνδεση των πολωνικών λιμένων με τη βόρεια Ιταλία.

Τα έργα αυτά σχετίζονται και με την ανάπτυξη υποδομών μεταφοράς και αποθήκευσης υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG), το οποίο αποτελεί μεγάλο εμπορικό και στρατηγικό εργαλείο των ΗΠΑ στην Ευρώπη, ύστερα από τον ουκρανικό πόλεμο.

Το ελληνο-βουλγαρικό σχέδιο Sea-to-Sea, για σιδηροδρομική σύνδεση Θεσσαλονίκης-Καβάλας-Αλεξανδρούπολης με τα βουλγαρικά λιμάνια Μπουργκάς (Πύργος), Βάρνα και το Ρούσε επί του Δούναβη, εφάπτεται πάνω στην ίδια αυτήν λογική, της περαιτέρω πολιτικής και οικονομικής συνεργασίας στην Ανατολική Ευρώπη. Η σύνδεση Μπουργκάς-Αλεξανδρούπολης (την οποία κάποτε θέλησαν να κάνουν με αγωγό οι Ρώσοι), παρακάμπτει τον Βόσπορο και τον ρυθμιστικό-δεσμευτικό ρόλο της Τουρκίας. Οι εξελίξεις των τελευταίων χρόνων, από τον πόλεμο στην Ουκρανία μέχρι την πανδημία και τις τεράστιες αναταράξεις που έφερε στην παγκόσμια εφοδιαστική αλυσίδα, καθώς και η κινεζική επέκταση μέσα από τον χερσαίο και θαλάσσιο «Δρόμο του Μεταξιού», έχουν δημιουργήσει την αίσθηση του επείγοντος στις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις. Η χάραξη και σταδιακή κατασκευή των δικτύων αυτών έρχεται να συμπληρώσει τους αρχαίους άξονες Δούναβη-Ρήνου και Αξιού-Μοράβα-Δούναβη, ενώ σχετίζεται και με τα σχέδια για αγωγούς αερίου από την Ανατολική Μεσόγειο προς Ελλάδα και Ιταλία, και τα παλαιά γερμανικά οράματα για πλωτές και σιδηροδρομικές οδούς οι οποίες θα ολοκλήρωναν και θα έλεγχαν την «Μεσευρώπη», θέματα τα οποία έχει αναδείξει εδώ και πολλά χρόνια ο καθηγητής Ιωάννης Μάζης. Η διαφαινόμενη αναβίωση του σχεδίου θαλασσίου αγωγού αερίου Ισραήλ-Ελλάδος-Κύπρου-Ιταλίας (EastMed) και το πρόσφατο πρόγραμμα του οικονομικού διαδρόμου Ευρώπης-Μέσης Ανατολής και Ινδίας (IMEC), επεκτείνει τους ενεργειακούς και εμπορικούς άξονες από την Φινλανδία ως την Αραβική θάλασσα.

Η Καρπαθία Οδός. Χάρτης του Warsaw Institute.

Ευκαιρίες και κίνδυνοι

Ο συνδυασμός της οχύρωσης των κρατών της ανατολικής Ευρώπης με την διαρκή επέκταση των μεταφορικών αξόνων συνδυάζει τις δύο φαινομενικά αντιμαχόμενες τάσεις του 21ου αιώνα, την σκλήρυνση του εδαφικού εθνικού κράτους με την έκρηξη του κόσμου των αποκεντρωμένων δικτύων και των παγκοσμίων μεγαλουπόλεων. Ειδικά στα θερμότερα μέτωπα, ο παλαιού τύπου έλεγχος του εδάφους και η ανάγκη υπεράσπισής του με στρατιές προθύμων κληρωτών σε πόλεμο χαρακωμάτων (όπως μαρτυρεί ο αρχαιο-φουτουριστικός πόλεμος της Ουκρανίας), συναντά την εξασφάλιση των στρατηγικών διόδων (Στενά, Κριμαία, Δούναβης, Δνείπερος, Καλίνινγκραντ, Nord Stream) κατά τις ανάγκες των σύγχρονων μεταφορών και επικοινωνιών. Σε ένα περιβάλλον τέτοιας έντασης και πρωτοβουλιών με πλανητικές συνέπειες, η Ελλάδα έχει πολλά διδάγματα να αφομοιώσει, και να χαράξει μία πορεία σώφρονος ισορροπίας ανάμεσα στις ευκαιρίες και τους κινδύνους.

Η ολοκλήρωση της Κεντρικής-Ανατολικής Ευρώπης προφανώς έχει την σφραγίδα της Πολωνικής επέκτασης και της Αμερικανικής ανάγκης για εξασφάλιση της ανατολικής πτέρυγας του ΝΑΤΟ, η οποία ήδη πριν την επίσημη σύστασή της είχε επικριθεί ως επισφαλής και δύσκολα υπερασπίσιμη. Χειρότερα ίσως από την εποχή του Ψυχρού πολέμου, ο δι’ αντιπροσώπων πόλεμος των Μεγάλων Δυνάμεων, και μάλιστα επί ευρωπαϊκού εδάφους, εγκυμονεί ανά πάσα στιγμή τον τρομερό κίνδυνο της κλιμάκωσης από τον τοπικό στον παγκόσμιο πόλεμο, και από τα συμβατικά μέσα στα πυρηνικά. Χώρες όπως τα βαλτικά κράτη και η Πολωνία, με πρόσφατες αλλά και ιστορικές μνήμες ρωσικής επικυριαρχίας, πλειοδοτούν ρητορικά και στρατιωτικά στην εναντίωση προς την Μόσχα και την επένδυση κάθε πιθανού και δυνατού πόρου σε μία πλήρη ουκρανική νίκη. Όσο δεδομένη και εάν είναι εκ μέρους της Ελλάδος η συμπόρευση με το ευρωατλαντικό μπλοκ στην καταδίκη ενός απροκάλυπτα κατακτητικού πολέμου, δεν πρέπει να διαφύγει το γεγονός πως η Ελλάδα έχει άλλες προτεραιότητες, άλλες ιστορικές μνήμες και άλλους προαιωνίους εχθρούς. Η επαμφοτερίζουσα στάση της Τουρκίας μπορεί μεν να δυσαρεστεί όλο και περισσότερο ΗΠΑ και ΕΕ, όμως η υψηλή πολιτική και γεωγραφική της αξία την επιβάλουν ως αναντικατάστατο συνομιλητή και εταίρο, την ίδια στιγμή που η Ελλάδα εξωθείται, στο όνομα της συμμαχικής ομόνοιας, σε άδηλους ακόμη συμβιβασμούς επί θεμελιωδών κυριαρχικών δικαιωμάτων της. Κάθε φιλιππικός των συμμάχων έναντι του απαράδεκτου της διαπραγμάτευσης με έναν εισβολέα ο οποίος κατέχει παράνομα έστω και σπιθαμή εθνικού εδάφους, αποτελεί ένα ακούσιο μεν, αλλά ηχηρότατο ράπισμα στην αξιοπρέπεια της Ελλάδος και της Κύπρου.

Πώς συνδέεται, όμως, αυτή η παρέκβαση περί του Ουκρανικού ζητήματος με το ζήτημα των νέων δρόμων της Ανατολικής Ευρώπης; Με την συνειδητοποίηση πως οι οδοί αυτοί λειτουργούν και ως το μονοπάτι του πολέμου, ή, έστω, της προετοιμασίας για αυτόν. Δεν είναι άσχετοι με τα νέα σχέδια του ΝΑΤΟ για την υπεράσπιση της Ρουμανίας ή των Βαλτικών χωρών, ενώ, φυσικά, συνδέονται άρρηκτα με τον λειτουργούντα άξονα μεταφοράς όπλων και εφοδίων από την Αλεξανδρούπολη. Η Ελλάδα έχει το δύσκολο καθήκον να συνδυάσει τη συμμαχική της πολιτική και την επωφελή συμμετοχή στα ευρωατλαντικά σχέδια υποδομών με τον ρόλο της φωνής της αυτοσυγκράτησης, ιδίως αφού βλέπει τα δικά της ζωτικά συμφέροντα να μην αποτελούν κόκκινες γραμμές και αφορμές διεθνούς συναγερμού, σε σχέση με εκείνα άλλων εταίρων.

Το οδικό-σιδηροδρομικό πρόγραμμα Sea-to-Sea. Χάρτης του ΕΡΓΟΣΕ.

Από οικονομικής πλευράς, οι νέοι οδικοί και σιδηροδρομικοί άξονες μπορούν να λειτουργήσουν ευεργετικά στην πολύμορφη ανάπτυξη της Ελλάδος, ειδικά των παραμελημένων επαρχιών του βορρά. Η αναβάθμιση της σημασίας των λιμένων Αλεξανδρούπολης, Καβάλας και Θεσσαλονίκης μπορούν να ενθαρρύνουν τόσο τις ξένες όσο και τις εγχώριες επενδύσεις, μαζί με την βελτίωση των υποδομών, τη συγκράτηση του πληθυσμού, τη μείωση της ανεργίας. Από την άλλη, η εντονότερη κίνηση από τον ελληνικό βορρά προς τη χερσόνησο του Αίμου και την κεντρική Ευρώπη και αντιστρόφως, θυμίζει παλαιότερες εποχές, όταν οι Έλληνες έμποροι διέτρεχαν τα εδάφη των Οθωμανών και των Αψβούργων, συστήνοντας παροικίες, σχολεία, ευημερούντα εμπορικά δίκτυα και τεράστιες περιουσίες από την Τεργέστη ως τη Βιέννη, τη Μολδοβλαχία και τις δυτικές παρευξείνιες ακτές. Η αύξηση των επαφών και των αμοιβαίων γνώσεων, μαζί με τη συντονισμένη εργασία των διπλωματικών και οικονομικών υπηρεσιών με τον ιδιωτικό παράγοντα, μπορούν να πολλαπλασιάσουν την ελληνική παρουσία και επιρροή στον μεταβυζαντινό χώρο, φυσικό ιστορικό περιβάλλον της ελληνικής διασποράς. Προϋπόθεση είναι οι βαθύτερες ρίζες μίας τέτοιας προσπάθειας, ώστε να μην σαρωθεί από την πρώτη κρίση όπως συνέβη με την «βαλκανική επέκταση» της δεκαετίας του 1990, και η ανάπτυξη ενός δεύτερου πολιτιστικού κλάδου, ο οποίος θα χρησιμοποιεί το ενοποιητικό βυζαντινό παρελθόν και την ελληνική γλωσσική και εκκλησιαστική ακτινοβολία, ως μία ώριμη και ανοιχτόκαρδη απάντηση σε νεόκοπους και θερμόαιμους εθνικισμούς. Όλα αυτά, εκτός από οργάνωση, απαιτούν και την ανάπτυξη μίας νέας γεωπολιτικής συνείδησης για τη θέση της Ελλάδας στην ευρωπαϊκή περιφέρεια.

Το Three Seas Initiative, μαζί με τους υπάρχοντες και σχεδιαζόμενους οδικούς άξονες, αγωγούς αερίου κλπ.

Πηγή: Thomann, P E. “The Three Seas Initiative, a new project at the heart of European and global geopolitical rivalries.” (2019).

Ο εκτεταμένος βραχίονας της Ελλάδος

Το τελευταίο σημείο προσοχής αφορά τον κίνδυνο μίας ανισορροπίας εξωτερικής προσοχής και εσωτερικών δυνάμεων στη βόρειο Ελλάδα, και δη τη Θράκη. Παλαιότερα, όταν η Ελλάδα ήταν περισσότερο προσανατολισμένη στην από Βορρά απειλή (βουλγαρική, σοβιετική), πολιτικοί και γεωγράφοι επεσήμαναν το πρόβλημα της βορείου Ελλάδος, καθώς, αντίθετα με τον βαθύ ηπειρωτικό ελλαδικό κορμό Πίνδου-Πελοποννήσου, η «σπονδυλική στήλη» της Μακεδονίας και της Θράκης ήταν λεπτή και ρηχή, χωρίς μεγάλο βάθος το οποίο θα απορροφούσε ένα ξένο πλήγμα. Ο αθηνοκεντρισμός του ελληνικού κράτους έχει το επιπλέον κακό της οικονομικής και δημογραφικής απίσχνανσης της περιφέρειας, με αποτέλεσμα την καχεξία και ένα ψυχοκοινωνικό αίσθημα εγκατάλειψης. Από αυτήν την οπτική, η ελληνική κατάσταση θυμίζει έναν άνθρωπο ο οποίος κρατά ένα μεγάλο βάρος, και όσο εκτείνει τα χέρια του μακριά από τον κορμό του τόσο το βάρος αυτό γίνεται αφόρητο, μέχρι τελικά να πέσει καταγής. Με τον ίδιο τρόπο η Θράκη, η άκρη των ακρών της ελλαδική ενδοχώρας, με την αμερικανική παρουσία στην Αλεξανδρούπολη και τις μελλοντικές οδικές αρτηρίες, αποκτά πολύ μεγάλο «βάρος» και εισπράττει πολύ μεγάλη προσοχή, από φίλους και εχθρούς, στο βαθμό που δεν είναι βέβαιο αν η Ελλάδα μπορεί να τη διαχειριστεί. Οι πρόσφατες καταστροφικές πυρκαγιές στον Έβρου θύμισαν, πέρα από τις ελλείψεις και παθογένειες της πολιτικής και της διοίκησης στη χώρα μας, και το ευάλωτο και εύθραυστο της μεθορίου μας. Μαζί με την υπάρχουσα αμυντική υποδομή και την αστυνόμευση των συνόρων, η Ελλάδα πρέπει να καταβάλει κάθε προσπάθεια να προικίσει τη Θράκη οικονομικά, θεσμικά και πληθυσμιακά, σα να γυμνάζει και να θωρακίζει το εκτεταμένο χέρι της, για να φέρει αυτό το πολύτιμο «βάρος» με ασφάλεια και αυτοπεποίθηση. Αλλιώς, οι Μεγάλες Δυνάμεις, με τα αυξημένα συμφέροντα στην περιοχή, θα αρχίσουν να κάνουν σχέδια και να δημιουργούν καταστάσεις ερήμην των Αθηνών, μη διστάζοντας μέχρι και να αφαιρέσουν το «χέρι» της Ελλάδος, εάν το κρίνουν σκόπιμο.

, , , , , , , , , ,

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *