H περιοχή όπου εγκαταστάθηκαν οι Βλάχοι της Ακαρνανίας τον 19ο αιώνα, εκτός από ένα μέρος του κάμπου της Λεπενούς, το οποίο οι κάτοικοι χρησιμοποιούσαν για καλλιέργειες και χειμερινά λιβάδια, στο μεγαλύτερο μέρος της καλυπτόταν από πυκνά δάση. Σύμφωνα με τον Leak, οι λόφοι δυτικά του Αχελώου ήταν μια ατέλειωτη έκταση σκεπασμένη με πυκνές βελανιδιές, που την διέσχιζαν φιδωτά μονοπάτια και από τα οποία με δυσκολία περνούσαν φορτωμένα άλογα. Η περιοχή γύρω από τη λίμνη Οζερό ήταν απροσπέλαστη, καθώς υπήρχαν σε διάφορα σημεία έλη και αλλού πυκνό δάσος.
Σύμφωνα με πληροφορίες από την επιτόπια έρευνα, η περιοχή μεταξύ της λίμνης Οζερού και του Αχελώου ποταμού ήταν πλημμυρισμένη και απροσπέλαστη από την περίοδο των πρώτων μεγάλων βροχών του φθινοπώρου μέχρι και τον Απρίλιο μήνα, καθώς υπερχείλιζε ο Αχελώος και τα νερά του ενώνονταν με τα νερά της λίμνης. Αυτό συνέβαινε μέχρι και τη δεκαετία του 1960.

Στις περιοχές αυτές στις αρχές του 19ου αιώνα σύχναζαν μόνο ληστές και Καραγκούνηδες βοσκοί. Ο John Cam Hobhouse αναφέρει ότι το 1809 ταξιδεύοντας από το Λιγοβίτσι στη Γουριά χρειάστηκαν πέντε ώρες, για να διασχίσει το πυκνό δάσος χωρίς να συναντήσει στη διαδρομή του ούτε ένα ξέφωτο ή ανοιχτό σημείο. Ακόμη το 1859, σύμφωνα με τον Άγγλο ορνιθολόγο Simpson, τα δάση γύρω από τον Αχελώο και τις λίμνες του Αγρινίου ήταν σχεδόν αδιαπέραστες ζούγκλες, με πυκνή βλάστηση και πελώρια δέντρα σκεπασμένα μέχρι την κορυφή με αναρριχητικά φυτά, ενώ ο ρυθμός ταξιδιού στα πλημμυρισμένα αυτά δάση δεν ξεπερνούσε το μισό μίλι την ώρα. Τα πυκνά δάση της περιοχής προσέφεραν τον 19ο αιώνα τροφή και καταφύγιο σε μεγάλη ποικιλία άγριων ζώων όπως ζαρκάδια, ελάφια, αγριογούρουνα, τσακάλια, θαλασσαετούς, στικταετούς, φασιανούς, καθώς και σε μπούφους, γαλαζοκότσιφες, βραχοτσοπανάκους και βραχοκιρκίνεζα.
Στη λίμνη Οζερό ακόμη και σήμερα ζουν νερόφιδα, νεροχελώνες και τουλάχιστον 11 είδη ψαριών, ενώ το χειμώνα βρίσκουν εκεί καταφύγιο αγριόπαπιες, φαλαρίδες, κορμοράνοι και κύκνοι. Το Βελανιδοδάσος Ξηρομέρου ή Δάσος της Μάνινας καταλαμβάνει συνολική έκταση 130.000 στρεμμάτων περίπου και είναι το μεγαλύτερο σε έκταση δάσος ήμερης βελανιδιάς στην περιοχή των Βαλκανίων. Βρίσκεται στην Ακαρνανία και εκτείνεται από την παραλιακή περιοχή των όρμων Αστακού και Πλατυγιαλίου μέχρι τον ποταμό Αχελώο στα ανατολικά και την λίμνη Οζερό στα βορειοανατολικά. Πρόκειται για ένα δάσος δημόσιας ιδιοκτησίας, μέσα στο οποίο περιλαμβάνονται και ιδιωτικές εκτάσεις, κυρίως καλλιέργειες και βοσκότοποι. Εντός της έκτασης του βελανιδοδάσους βρίσκονται έντεκα οικισμοί (Αγράμπελο, Γουριώτισσα, Μάνινα Βλυζιανών, Μαχαιρά, Μπαμπίνη, Παλαιομάνινα, Πρόδρομος, Ρίγανη, Σκουρτού, Στρογγυλοβούνι και Χρυσοβίτσα), η εξέλιξη των οποίων διαχρονικά υπήρξε στενά συνδεδεμένη με το δάσος αυτό.Το κυρίαρχο είδος στο δάσος αυτό είναι η βελανιδιά και ειδικότερα η ήμερη βελανιδιά, η οποία μπορεί να ζήσει περισσότερο από 1000 χρόνια. Εδώ στο Δάσος της Μάνινας έχουν καταγραφεί βελανιδιές ηλικίας μέχρι και 800 ετών. Υπάρχει επίσης ποικιλία βιοτόπων, που δημιουργούνται από λιβάδια, βραχώδεις μικροπεριοχές και ποικιλία δασικών ομάδων και βοσκοτόπων. Η χλωρίδα και πανίδα που υπάρχει στο δάσος της βελανιδιάς συνιστά ένα οικοσύστημα με πλούσια βιοποικιλότητα, το οποίο έχει υποβαθμιστεί τα τελευταία χρόνια. Η υπερβόσκηση της περιοχής κυρίως από τα αιγοπρόβατα εμποδίζει την φυσιολογική ανάπτυξη των νεαρών βελανιδιών και επιβραδύνει σημαντικά την φυσική αναγέννηση του δάσους. Αντίθετα, στο παρελθόν υπήρχαν στην περιοχή πολλά γουρούνια ελεύθερης βοσκής, τα οποία τρέφονταν με τα βαλανίδια και δεν εμπόδιζαν την ανάπτυξη και ανανέωση του δάσους. Σήμερα ο αριθμός των ζώων αυτών έχει περιοριστεί σημαντικά. Όμως, ο σημαντικότερος κίνδυνος εξαφάνισης του βελανιδοδάσους προέρχεται από τη λαθροϋλοτομία, η οποία έχει λάβει ανησυχητικές διαστάσεις τα τελευταία χρόνια, ιδιαίτερα μετά το 1960 και την εγκατάλειψη της ασύμφορης πια δραστηριότητας συλλογής και εμπορίας του βελανιδιού.
Ένας άλλος δεσμός πλασματικής συγγένειας, που ήταν σε χρήση μέχρι τη δεκαετία του 1940, τόσο στους Βλάχους της Ακαρνανίας, όσο και στους εντόπιους κατοίκους του Ξηρομέρου, αλλά και αναμεταξύ τους, ήταν η αδελφοποιία. Η αδελφοποιία ήταν η δημιουργία αδελφικού δεσμού μεταξύ δύο ή και περισσοτέρων ατόμων μέσω κάποιας μαγικής πράξης ή ιεροτελεστίας και οι αδελφοποιτοί είχαν την υποχρέωση να βοηθούν ο ένας τον άλλον σε κάθε περίσταση, ακόμη και να πάρουν εκδίκηση για τον φονευθέντα σταυραδελφό τους. Σύμφωνα με τον Παπατρέχα, παρά τις φοβέρες και τους αναθεματισμούς των επισκόπων, δεν έλειψαν ποτέ οι παπάδες, που πρόθυμα ευλογούσαν τους αδερφοποιτούς και που πίστευαν ότι επιτελούν θεάρεστο έργο. Η ιεροτελεστία γινόταν σε απόμακρο ξωκλήσι με κάθε μυστικότητα. Ένα τέτοιο εκκλησάκι του 18ου αιώνα, κοντά στο Λιγοβίτσι, φιλοξένησε δεκάδες τελετές αδελφοποιΐας.
Κάποιοι Βλάχοι πληροφορητές υποστηρίζουν ότι μερικές φορές η διαδικασία αυτή γινόταν με πιο απλό τρόπο. Οι αδελφοποιτοί πήγαιναν στην εκκλησία έδιναν τα χέρια και ορκίζονταν στο ευαγγέλιο ενώπιον τριών τεσσάρων μαρτύρων πως θα συμπεριφέρονται σαν αδέρφια, θα συντρέχουν σε χαρά, σε λύπη και κυρίως σε κίνδυνο. Ακόμη, σε περίπτωση φόνου του ενός, ο άλλος ορκιζόταν πως θα «πάρει το αίμα πίσω», θα εκδικηθεί το θάνατό του. Γενικά υπάρχουν πολλές αναφορές για πράξεις αδελφοποιίας στα βλάχικα χωριά της Ακαρνανίας και στις περισσότερες περιπτώσεις τα σταυραδέρφια ήταν και Βλάχοι και Γκρέκοι από τα γειτονικά χωριά. Μπορεί η αδελφοποιία να απαγορεύτηκε ως διαδικασία στα χρόνια του μεσοπολέμου, αλλά οι αδελφικές σχέσεις των σταυραδερφών και οι επισκέψεις του ενός στο σπίτι του άλλου συνεχίστηκαν μέχρι τα τέλη του 20ού αιώνα. Στα χρόνια της δικτατορίας του Μεταξά, απαγορεύτηκε με νόμο η οπλοφορία και οπλοχρησία, οι συλληφθέντες παραβάτες τιμωρούνταν με αυστηρές ποινές και γενικά από την εποχή εκείνη και μετά ατόνησε ο δεσμός της αδελφοποιίας και περιορίστηκε το φαινόμενο της βεντέτας.
Πηγή: Ματθ. Σταμούλης (2021). Τα Βλάχικα/Ριμένικα χωριά της Ακαρνανίας: από τον Νομαδισμό στη μόνιμη εγκατάσταση: διαδικασίες προσαρμογής, κοινωνικοί και πολιτισμικοί μετασχηματισμοί