Η ενσωμάτωση του Τέξας στα πλαίσια των γεωπολιτικών αναγκών των ΗΠΑ κατά το 19ο αιώνα

του Χρίστου Δαγρέ,

Η Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας των ΗΠΑ το 1776 σήμανε την έναρξη μιας διαδικασίας εδαφικής, δημογραφικής, οικονομικής και στρατιωτικής μεγέθυνσης που οδήγησε σε λιγότερο από δύο αιώνες στην ανάδειξη της σε παγκόσμια δύναμη, στη θέση της παρακμάζουσας μετά το Β’ Παγκ. Πόλεμο Μεγ. Βρετανίας. Κομβικό σημείο ήταν η κατάκτηση των εδαφών στα δυτικά της αρχικής ένωσης των πρώην βρετ. αποικιών, μέχρι τον Ειρηνικό Ωκεανό. Με τον τρόπο αυτό οι ΗΠΑ πέτυχαν μία εξαιρετικά σπάνια γεωγραφική συνθήκη σχεδόν απόλυτης ασφάλειας από εισβολή. Τα βήματα ενσωμάτωσης και ομοιογενοποίησης των εδαφών αυτών ήταν πολλά με κυριότερα τα εξής δύο: την απόκτηση της λεκάνης του πλωτού δικτύου του Μισσισσιππή και των παραποτάμων του και την εξασφάλιση του με την ενσωμάτωση της μεξικάνικης πολιτείας του Τέξας. Τα βήματα αυτά υπαγορεύονταν από αδήριτες γεωπολιτικές ανάγκες και γι’αυτό οι ΗΠΑ χρησιμοποίησαν μεθόδους που σήμερα οι ίδιες καταδικάζουν απερίφραστα – κατά το δοκούν.

Η απόσπαση του Τέξας από το Μεξικό

Μεταξύ του 1810 και του 1835, το Τέξας άρχισε να γεμίζει από Αμερικάνους αποίκους που κατά την επέκταση των ΗΠΑ προς τα νότια επέλεξαν την περιοχή για εγκατάσταση (παρά το γεγονός ότι υπήρχαν άφθονα άλλα εδάφη στα δυτικά). Το κύμα αποικισμού διογκώθηκε ειδικά μετά την Ανεξαρτησία του Μεξικού το 1821. Η εγκατάσταση αυτή είχε κάποια συγκεκριμένα χαρακτηριστικά που αλλοίωσαν σταδιακά το χαρακτήρα της αρχικά Ισπανικής και κατόπιν Μεξικάνικης περιοχής. Καταρχάς, οι άποικοι δεν αισθάνονταν ως πολίτες του Μεξικού αλλά ως κάτοικοι των ΗΠΑ. Επίσης, καθώς προέρχονταν κατά κανόνα από τις νότιες πολιτείες, έφεραν μαζί τους τις αγροτικές πρακτικές της πατρίδας τους, κυρίως την εκτεταμένη καλλιέργεια βαμβακιού και καπνού ως εμπορευματικά προϊόντα ενώ μέχρι τότε η αγροτική παραγωγή στο Τέξας ήταν μικρή, πολυποίκιλη και με σκοπό πρωτίστως την κάλυψη των αναγκών του αγρότη και της οικογένειας του και για μικρής κλίμακας εμπορευματική διάθεση του περισσεύματος.

Οι νέες καλλιεργητικές πρακτικές αρχικά αντιμετωπίστηκαν ευνοϊκά από τις μεξικάνικες αρχές επειδή οδήγησαν στην παραγωγή εξαγώγιμων προϊόντων και στον πολλαπλασιασμό των εσόδων. Οι πρώτοι άποικοι έγιναν δεκτοί ευμενώς και τους επιτράπηκε να διατηρήσουν την κουλτούρα, τη θρησκεία και τη γλώσσα τους. Σταδιακά όμως διαπιστώθηκε ότι οι νέες πρακτικές των αποίκων είχαν καίριες κοινωνικές και πολιτικές παρενέργειες. Ένα έντονο σημείο τριβής αφορούσε τη δουλοκτησία. Ήδη από το 1823 το ανεξάρτητο Μεξικό ξεκίνησε να εκδίδει περιοριστικά διατάγματα για τη δουλεία. Τελικά, η πλήρης απαγόρευση της ολοκληρώθηκε το 1829, αν και δόθηκε ένας επιπλέον χρόνος περιθώριο στην επαρχία του Τέξας για να συμμορφωθεί. Αυτό συνάντησε την έντονη αντίδραση των δουλοκτητών αποίκων από τις νότιες πολιτείες των ΗΠΑ (όπου η δουλεία καταργήθηκε οριστικά το 1865 με την 13η Τροποποίηση του Συντάγματος, και αφού είχε προηγηθεί η συντριβή των Νοτίων στον Αμερικάνικο Εμφύλιο [1]). Η αντίδραση των προτεσταντών αποίκων έδωσε το έναυσμα για την εκδήλωση στασιαστικών/αποσχιστικών τάσεων που οδήγησε την μεξικάνικη κυβέρνηση στη λήψη αντίμετρων (όπως, απαγόρευση εγκατάστασης νέων αποίκων από τις ΗΠΑ το 1830, περιορισμό της αυτονομίας του τοπικού νομοθετικού σώματος και εντολή διάλυσης των πολιτοφυλακών).

Η κλιμάκωση των εντάσεων οδήγησε τελικά στον Πόλεμο της Ανεξαρτησίας του Τέξας (1835-36) με τον μεξικάνικο στρατό 6.000 αντρών με επικεφαλής τον πρόεδρο του Μεξικού στρατηγό Αντόνιο Λόπεζ ντε Σάντα Άννα από τη μία μεριά και από την άλλη την προσωρινή κυβέρνηση των αποίκων (υπό την πολιτική ηγεσία του Στήβεν Ώστιν) και τις πολιτοφυλακές με επικεφαλής τον Σαμ Χιούστον, ενισχυμένες ωστόσο με χιλιάδες “εθελοντές” από τις ΗΠΑ. O Χιούστον ήταν παλιός γνώριμος και συμπολεμιστής στον πόλεμο του 1812 εναντίον των Βρετανών του κατοπινού προέδρου των ΗΠΑ Άντριου Τζάκσον. Αργότερα υπηρέτησε ως εκλεγμένος κυβερνήτης του Τενεσί από το 1827 έως το 1829 οπότε παραιτήθηκε μετά το διαζύγιο από την πρώτη σύζυγο του. Το 1832, κατά τη διάρκεια της προεδρικής θητείας του Τζάκσον, με εντολή του ο Χιούστον μετακινήθηκε στο Τέξας με σκοπό την οργάνωση των φιλο-αμερικάνικων πολιτοφυλακών. Η κίνηση αυτή είχε καθαρά γεωπολιτικά κίνητρα καθώς υπαγορεύτηκε από την πολιτική του Τζάκσον για την οχύρωση της Νέας Ορλεάνης (θα δούμε τη σημασία της στη συνέχεια).

Κεντρική θέση στη μυθολογία της ανεξαρτησίας του Τέξας έχει η πολιορκία και άλωση του Άλαμο από τους μεξικανούς που ξεκίνησε στα τέλη Φεβρουαρίου και ολοκληρώθηκε την 6η Μαρτίου 1836, όπου έχασε τη ζωή του ο Ντέιβυ Κρόκετ, αμερικάνος πιονιέρος και πολιτικός, μαζί με 30 εθελοντές συντρόφους του [2]. Ωστόσο, η πλέον κομβική μάχη που έκρινε το αποτέλεσμα ήταν η μάχη του San Jacinto στις 21 Απριλίου 1836. Ο στρατηγός Σάντα Άννα καταδιώκοντας τον Χιούστον τον απέκλεισε σε μία βαλτώδη περιοχή αναγκάζοντας τον να αντεπιτεθεί. Παρά το γεγονός ότι οι δυναμείς των μεξικανών ήταν υπερδιπλάσιες της τεξανής πολιτοφυλακής, όχι μόνο ηττήθηκαν αλλά λίγες ημέρες αργότερα οι Τεξανοί συνέλαβαν αιχμάλωτο τον Σάντα Άννα! Κάποιοι αναλυτές διατυπώνουν την υπόθεση ότι απώτερος στόχος του Σάντα Άννα, όπως καταδίωκε τον Χιούστον πολύ κοντά στα σύνορα με τη Λουιζιάνα, ήταν η Νέα Ορλεάνη. Εάν οι μεξικάνοι είχαν εξουδετερώσει τους τεξανούς στο San Jacinto, τότε ο δρόμος για τη Ν. Ορλεάνη θα ήταν ανοιχτός. [3] Τελικά ο αιχμάλωτος Σάντα Άννα στάλθηκε στην Ουάσινγκτον όπου συναντήθηκε με τον πρόεδρο Τζάκσον και υπέγραψε δύο συνθήκες: μία δημόσια για το τέλος του πολέμου και μία μυστική όπου δεσμεύονταν να πράξει το παν για να τηρηθεί η συμφωνία από το Μεξικό. Το Τέξας ανακηρύχθηκε ανεξάρτητο το 1836 (Republic of Texas) και το 1846 ενσωματώθηκε στις ΗΠΑ ως ομόσπονδη Πολιτεία.

Η σημασία του Μισσισσιππή και της Νέας Ορλεάνης

Η ενσωμάτωση του Τέξας στις ΗΠΑ ήταν ένα κομβικό επεισόδιο στη γεωπολιτική αναγκαιότητα των ανεξάρτητων πρώην βρετανικών αποικιών της Β. Αμερικής για να καταστήσουν απρόσβλητα τα σύνορα τους σε εξωτερική εισβολή και να θεμελιώσουν την εξέλιξη τους σε παγκόσμια δύναμη. Η θεμελίωση ενός κράτους που δεν θα είχε γείτονες ικανούς να απειλήσουν την ακεραιότητα του αποτελεί μία δύσκολα επιτεύξιμη προϋπόθεση για κάθε κράτος που επιδιώκει παγκόσμιο ρόλο. Η στρατηγική αυτή είχε δύο στόχους: πρώτον, την κατοχή της λεκάνης του Μισσισσιππή και δεύτερον τη δημιουργία ενός φυσικού φραγμού (την έρημο) μεταξύ των εδαφών των ΗΠΑ και του Μεξικό.

Μέχρι το 1776, οι βρετανικές αρχές αποθάρρυναν έντονα τη μετεγκατάσταση δυτικά των Απαλαχίων για να ελέγχουν καλύτερα τις αποικίες. Στον πόλεμο της Ανεξαρτησίας, τα Απαλάχια ουσιαστικά λειτούργησαν ως προστατευτικός φραγμός, εμποδίζοντας πιθανές επιθετικές ενέργειες από τη συμμαχία Γάλλων και Ινδιάνων. Μετά την ανεξαρτησία ωστόσο μετατράπηκαν σε βρόγχο που απειλούσε να πνίξει τις ΗΠΑ. Η επέκταση προς τα δυτικά ήταν μονόδρομος. Έτσι το νεοπαγές κράτος βρέθηκε στην περιοχή του ποταμού Οχάιο να συνορεύει με μία τεράστια περιοχή δυτικά του Μισσισσιππή που ανήκε στη Γαλλία, η οποία αφενός έλεγχε το εμπόριο προς τα λιμάνια στον Κόλπο του Μεξικού, αφετέρου δε, είχε τη δυνατότητα ανά πάσα στιγμή να εισβάλει ανεμπόδιστα τουλάχιστον μέχρι τα Απαλάχια. Ο Πρόεδρος των ΗΠΑ Τ. Τζέφερσον είχε δηλώσει το 1802, λίγο μετά την ανάληψη των καθηκόντων του, ότι “υπάρχει ένα γεωγραφικό σημείο το οποίο όποιος το ελέγχει αποτελεί φυσικό και κυριότερο εχθρό των ΗΠΑ: η Νέα Ορλεάνη”, στοχοποιώντας χωρίς να κατονομάζει τη Γαλλία. Ήταν ευτυχής συγκυρία για τις ΗΠΑ το γεγονός ότι δεν χρειάστηκε να λυθεί το πρόβλημα αυτό με στρατιωτικά μέσα. To 1803 καθώς η Γαλλία προετοιμάζονταν για να αναμετρηθεί με τους Άγγλους στην Ευρώπη, ξεκίνησαν παράλληλα και διαπραγματεύσεις, με πρωτοβουλία των ΗΠΑ, για την εξαγορά της έκτασης αυτής. Οι διαπραγματεύσεις ευοδώθηκαν καθώς η Γαλλία είχε ανάγκη κεφαλαίων για τις πολεμικές της ανάγκες (γνωστές ως ναπολεόντιοι πόλεμοι) ενώ η Β. Αμερική δεν συμπεριλαμβάνονταν στα πλάνα της. Έτσι η ΗΠΑ έλυσαν το πρόβλημα ασφάλειας στα δυτικά σύνορα τους αγοράζοντας όχι μόνο μία τεράστια εύφορη περιοχή, αλλά και ένα λιμάνι ύψιστης γεωπολιτικής σημασίας: τη Νέα Ορλεάνη.

Η Ν. Ορλεάνη δεσπόζει στον κόλπο του Μεξικού επειδή βρίσκεται κοντά στο δέλτα του Μισσισσιπή, ενός τεράστιας σημασίας πλωτού δικτύου μαζί με τους παραποτάμους του. Η απόκτηση της επέτρεπε πλέον σχεδόν σε όλους τους αγρότες μεταξύ Απαλαχίων και Βραχωδών Ορέων να στέλνουν με ποτάμια μέσα την παραγωγή τους στον κόλπο του Μεξικού και από κει να εξάγεται στην Ευρώπη. Ο υδάτινος αυτός δρόμος ήταν ζωτικής σημασίας για την οικονομία των ΗΠΑ καθώς επεκτείνονταν προς Δυσμάς και η Νέα Ορλεάνη ήταν το κλειδί. Εύλογα λοιπόν αποτέλεσε έναν από τους κύριους στόχους των Άγγλων στον πόλεμο του 1812-15. Ο μετέπειτα πρόεδρος Α. Τζάκσον οργάνωσε τότε ην άμυνα της πόλης και ο Χιούστον ήταν ένας από τους σημαντικότερους συνεργάτες του. Ο Τζάκσον είχε αντιληφθεί την τεράστια σημασία του λιμανιού και γι’αυτό είχε στρέψει την προσοχή του μετά το 1815 στον πιθανό κίνδυνο από το κοντινό Μεξικό (δηλαδή, το Τέξας). Αυτό εξηγεί και τις μηχανορραφίες των ΗΠΑ μεταξύ 1815-1836 με σκοπό αρχικά τη δημογραφική διάβρωση του Τέξας, την πρόκληση στασιαστικών επεισοδίων (η διατήρηση της δουλοκτησίας αποτέλεσε και αιτία και αφορμή), με παράλληλη ενίσχυση των στασιαστών, και τελικά την απόσπαση του από το Μεξικό. Μετά από ενσωμάτωση του Τέξας και την εξασφάλιση της Ν. Ορλεάνης, το μόνο πιθανό εμπόδιο στον υδάτινο αυτό δρόμο είναι η Κούβα που δεσπόζει στην είσοδο του Κόλπου και αυτό εξηγεί την εμμονή των ΗΠΑ και τη γεωστρατηγική ανάγκη να διώξουν αρχικά τους Ισπανούς και κατόπιν τους Ρώσσους από το νησί.

Επίλογος

Με αφετηρία το Γερμανό φιλόσοφο Ιμάνουελ Καντ, έχει αναπτυχθεί η “φιλελεύθερη θεωρία της ειρήνης” ότι οι δημοκρατίες διστάζουν να εμπλακούν σε πολεμικές ενέργειες. Μία θεωρία δύσκολα αποδείξιμη καθώς διαφέρουν αρκετά οι ορισμοί της “δημοκρατίας” και του “πολέμου” που χρησιμοποιούν οι υποστηρικτές των διαφόρων εκδοχών της. Θεωρώ ότι στην υπόθεση του Τέξας, εάν απογυμνωθεί από τους ιδεολογικούς ευφημισμούς και τα “πολεμικά” στοιχεία της, τα γυμνά γεγονότα μόνο τη διαψεύδουν: μία δημοκρατία (republic) για να εξυπηρετήσει τις γεωπολιτικές της στοχεύσεις, συστηματικά προχώρησε σε δημογραφική αλλοίωση, αποσταθεροποίησε διοικητικά, υποδαύλισε σε στασιασμό και τελικά υφάρπαξε με πολεμικές ενέργειες (στα οποία συμμετείχαν πράκτορες της με το πρόσχημα του “εθελοντισμού”) έδαφος μίας άλλης δημοκρατίας. Η αφορμή δε για τη στάση ήταν η απαίτηση συνέχισης της δουλοκτησίας, παρά την κατάργηση της στο υπόλοιπο Μεξικό, μία αφορμή πασίδηλα “αντι-φιλελεύθερη”.

Αντίθετα ο Παναγιώτης Κονδύλης σε απόσπασμα από την “​​Πλανητική πολιτική μετά τον ψυχρό πόλεμο” (εκδ. Θεμέλιο, 2011) σχολιάζοντας τη σοβιετική πολιτική στον 20ο αιώνα, προσεγγίζει τα πράγματα από την αντίθετη πλευρά: “(…) το μεγάλο έθνος όφειλε να ενεργεί στο όνομα της Ιστορίας, να ντύνει εθνικές επιδιώξεις με δογματικές αποφάνσεις. Ό,τι εμφανιζόταν ως πράξη υπαγορευομένη από τη θεωρία προέκυπτε στην ουσία από αναγκαιότητες της εσωτερικής ή της εξωτερικής πολιτικής.” Δεν βλέπω γιατί το σχόλιο αυτό να μην βρίσκει εφαρμογή και στις “θεωρητικές υπαγορεύσεις του αστικού φιλελευθερισμού” που έρχονται για να συσκοτίσουν, δικαιολογήσουν ή νομιμοποιήσουν ενέργειες και στοχεύσεις που στην πραγματικότητα απλώς αποτελούν σκληρές γεωπολιτικές αναγκαιότητες. Όταν οι ανάγκες το απαιτούν, τότε οι ηθικές/κανονιστικές αξίες μπαίνουν στην άκρη και οι αποφάσεις υπαγορεύονται από τη ρεαλ-πολιτίκ, όπως έγινε στην περίπτωση του Τέξας, ή όπως το διατυπώνει ο Κονδύλης: “Οι ηθικές-κανονιστικές ιδέες δεν επινοούνται για να κατανοηθούν και να πραγματωθούν στην ονομαστική τους αξία, παρά για να συγκροτήσουν μια ταυτότητα και να χρησιμοποιηθούν ως όπλα αυτής της ταυτότητας στην πάλη τους ενάντια στην ταυτότητα άλλων.

Σημειώσεις

[1] Επίσημα η δουλεία καταργήθηκε στο Τέξας την 19η Ιουνίου 1865, όταν ο στρατηγός Γκόρντον Γκρέϊντζερ εισήλθε στο Γκάλβεστον επικεφαλής 2000 στρατιωτών και προχώρησε σε δημόσια επίσημη δήλωση ότι επιβάλει την εφαρμογή της Διακήρυξης Χειραφέτησης (Διακήρυξη 95, Ιανουάριος 1863) του Προέδρου των ΗΠΑ Αβραάμ Λίνκολν. Αυτό που απέτυχαν να κάνουν το 1935 με στρατιωτικά μέσα οι Μεξικανοί, το πέτυχαν 30 χρόνια αργότερα, με στρατιωτικά μέσα επίσης, οι Αμερικανοί.

[2] Το Cognosco φιλοξενεί ένα πολύ ενδιαφέρον άρθρο για τη μάχη του Άλαμο που αξίζει να διαβαστεί για τις γλαφυρές περιγραφές του Ηλ. Αναγνωστάκη. Ωστόσο, αν και κατανοώ τους λόγους για τους οποίους οι Αμερικάνοι θα ήθελαν να θεωρούν το Άλαμο ως τις “Θερμοπύλες” τους, δεν νομίζω ότι ισχύουν τέτοιες ιστορικές αναλογίες. Οι τεξανοί έποικοι και οι αμερικάνοι “εθελοντές” ήταν ξενόφερτοι στην περιοχή, με απώτερο στόχο την απόσπαση της από τη χώρα στην οποία ανήκε. Επιπλέον, η αφορμή που τους κινητοποίησε (και εν μέρει πραγματική αιτία για αρκετούς) ήταν η διατήρηση της δουλοκτησίας. Φρονώ ότι παρουσιάζει περισσότερες ομοιότητες – τηρουμένων των αναλογιών – με την Απελευθέρωση της Τριπολιτσάς, αν θέλουμε να το συγκρίνουμε με κάποιο κομβικό επεισόδιο της ελληνικής ιστορίας (με τους επήλυδες φιλο-αμερικανούς στο ρόλο των Οθωμανών).

[3] Σύμφωνα με τον γεωπολιτικό συγγραφέα Tim Marshall (“Prisoners of Geography”, Elliott & Thomson, 2019), η πιθανή επικράτηση των μεξικανών στον πόλεμο της ανεξαρτησίας του Τέξας θα έκανε εφικτή την κατοχή της Νέας Ορλεάνης και αυτό αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα “τι θα συνέβαινε εάν …” της παγκόσμιας ιστορίας. Οι γεωπολιτικές επιπτώσεις για την οικονομική, στρατιωτική και πολιτική υπερμεγένθυνση των ΗΠΑ θα ήταν τεράστιες και πιθανώς μη αντιμετωπίσιμες.

, , , ,

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *