Η Μάχη του Ποταμού Γιαρμούκ διεξήχθη στο υψίπεδο του ποταμού Ιερομύακα (Γιαρμούκ), παραπόταμου του Ιορδάνη, στη Συρία και η συμπλοκή κράτησε έξι ημέρες, από τις 15 έως τις 20 Αυγούστου 636 μ.Χ.,ανάμεσα στα Βυζαντινά στρατεύματα του Αυτοκράτορα Ηράκλειου και τα αραβικά στρατεύματα του χαλίφη Ουμάρ ιμπν αλ-Χαττάμπ.
Το αποτέλεσμα της μάχης ήταν μια ολοκληρωτική μουσουλμανική νίκη που τερμάτισε τη βυζαντινή κυριαρχία στη Συρία. Η μάχη του Γιαρμούκ θεωρείται ως μια από τις πιο αποφασιστικές μάχες στη στρατιωτική ιστορία, και σηματοδότησε το πρώτο μεγάλο κύμα των πρώιμων μουσουλμανικών κατακτήσεων μετά το θάνατο του ισλαμικού προφήτη Μωάμεθ, προαναγγέλλοντας την ταχεία προέλαση του Ισλάμ στο τότε χριστιανικό Λεβάντε.
Για να ανακόωει την αραβική προέλαση και να ανακτήσει τα χαμένα εδάφη, ο αυτοκράτορας Ηράκλειος είχε στείλει μια τεράστια αποστολή στο Λεβάντε τον Μάιο του 636. Καθώς πλησίαζε ο βυζαντινός στρατός, οι Άραβες αποσύρθηκαν τακτικά από τη Συρία και ανασυγκρότησαν όλες τους τις δυνάμεις στις πεδιάδες Γιαρμούκ κοντά στην Αραβική Χερσόνησο, όπου ενισχύθηκαν, και νίκησαν τον αριθμητικά ανώτερο βυζαντινό στρατό. Η μάχη θεωρείται ευρέως ως η μεγαλύτερη στρατιωτική νίκη του Χαλίντ ιμπν Ουαλίντ και εδραίωσε τη φήμη του ως ενός από τους μεγαλύτερους τακτικούς διοικητές ιππικού στην ιστορία.
Ιστορικό
Μετά το θάνατο του Ισλαμικού Προφήτη Μωάμεθ το 632 μ.Χ., ο πλησιέστερος έμπιστός του, ο Αμπού Μπακρ ανέλαβε την ηγεσία της μουσουλμανικής κοινότητας ως ο πρώτος Χαλίφης του Χαλιφάτου Ρασιντούν. Έχοντας πάρει τα σκήπτρα, ο Αμπού Μπακρ αντιμετώπισε μια μεγάλη εξέγερση η οποία επεκτάθηκε σε όλες τις γωνιές της Αραβίας. Διάφορες φυλές, που είχαν υποκλιθεί μπροστά στον Προφήτη, δήλωσαν ότι η συμφωνία τους με τον Μωάμεθ έληξε όταν αυτός πέθανε. Αυτοί οι αποστάτες βρέθηκαν αντιμέτωποι με την πλήρη ισχύ του στρατού του Ρασιντούν, σε μια σειρά εμπλοκών, που αργότερα ονομάστηκαν οι Πόλεμοι της Ρίντα (632-633 μ.Χ.).
Ο πιο αξιοσημείωτος στρατιωτικός ηγέτης του Ρασιντούν και ο εκλεκτός του Αμπού Μπακρ, σε αυτή τη σύγκρουση ήταν ο Χαλίντ ιμπν Ουαλίντ. Είχε διακριθεί στον πόλεμο και τον αποκαλούσαν Saif Allah (το σπαθί του Θεού ) και χαρακτηρίζεται ένας από τους καλύτερους στρατηγούς της εποχής του. Αποδείχθηκε καθοριστικός για τη διασφάλιση της νίκης του Ρασιντούν εναντίον των ανταρτών, οι οποίοι υποτάχθηκαν όλοι μέσα σε ένα χρόνο.
Ο Αμπού Μπακρ ξεκίνησε τότε την επέκταση της αυτοκρατορίας του στην Μεσοποταμία και τη Συρία. Η στρατιά του Χαλίντ εισέβαλε στην Μεσοποταμία, όπου ο μουσουλμανικός στρατός γνώρισε μεγάλη επιτυχία υπό τον ίδιο, αλλά η απειλή μιας βυζαντινής αντεπίθεσης στην Συρία, που οι μουσουλμάνοι και εκεί είχαν κατακτήσει πολλές πόλεις, ώθησε τον Αμπού Μπακρ να στείλει τον Χαλίντ εκεί. Ο Χαλίντ διέσχισε την άγονη έρημο με τους στρατιώτες του, χρησιμοποιώντας καμήλες και έφτασε στην Συρία, όπου μετά από μερικές επιδρομές και κατακτήσεις, αντιμετώπισε και νίκησε μια μεγάλη βυζαντινή δύναμη στο Ατζναντάγιν (634 μ.Χ.).
Ο Αμπού Μπακρ, εν τω μεταξύ, πέθανε από φυσικά αίτια και αντικαταστάθηκε από τον Ουμάρ, ο οποίος αφαίρεσε τον Χαλίντ από την αρχηγία, είτε λόγω προσωπικής μνησικακίας είτε λόγω της σκληρής προσωπικότητάς του, και διόρισε τον Aμπού Ουμπαϊντά ως νέο αρχιστράτηγο του Ισλαμικού στρατού. Οι Μουσουλμάνοι κατέκλυσαν την περιοχή, η Δαμασκός έπεσε το 634 μ.Χ., η βυζαντινή φρουρά της Παλαιστίνης ηττήθηκε στη μάχη του Φαχλ (Πέλλα, 635 μ.Χ.) και η Έμεσα (Χομς) έπεσε το 636 μ.Χ., αφήνοντας μόνο το Χαλέπι σε βυζαντινά χέρια. Ο αυτοκράτορας Ηράκλειος, αποφασισμένος να σώσει τη γη του από τους Άραβες, συγκέντρωσε τεράστια δύναμη στην Αντιόχεια με σκοπό να συντρίψει τους εισβολείς.
Η πορεία πρός την μάχη
Αφού κατέλαβε την Έμεσα, ο Χαλίντ κινήθηκε βόρεια για να καταλάβει τη Βόρεια Συρία, χρησιμοποιώντας το ιππικό του ως προπορευόμενο και δύναμη επιδρομής. Στο Σαϊζάρ, ο Χαλίντ αναχαίτισε μία συνοδεία, που έπαιρνε προμήθειες για τη Χαλκίδα. Οι αιχμάλωτοι ανακρίθηκαν και τον ενημέρωσαν για το φιλόδοξο σχέδιο του Αυτοκράτορα Ηράκλειου να πάρει πίσω τη Συρία με στρατό πιθανώς 200.000 ανδρών. Ο Χαλίντ τερμάτισε αμέσως την επιδρομή.
Μετά τις προηγούμενες εμπειρίες του, ο Ηράκλειος απέφευγε πλέον να μάχεται με τον Μουσουλμανικό στρατό. Τα σχέδιά του ήταν να στείλει τεράστιες ενισχύσεις σε όλες τις μεγάλες πόλεις, να απομονώσει το Μουσουλμανικό σώμα το ένα από το άλλο και στη συνέχεια να περικυκλώσει και να καταστρέψει χωριστά τους Μουσουλμανικούς στρατούς.
Μέρος του σχεδίου του ήταν να συντονίσει τις επιθέσεις του με αυτές του Γιαζντγκέρντ/Ισδιγέρδη Γ΄, του σάχη των Σασσανιδών. Το 635 ο Ισδιγέρδης Γ΄ είχε επιδιώξει μία συμμαχία με τον Ηράκλειο, νυμφευόμενος τη Μανυάν, κόρη (ή εγγονή, σύμφωνα με την παράδοση) του τελευταίου. Ο Ηράκλειος προετοιμάστηκε για μία μεγάλη επίθεση στο Λεβάντε, ενώ ο Ισδιγέρδης Γ΄ υποτίθεται ότι θα πραγματοποιούσε μία καλά συντονισμένη αντεπίθεση στο μέτωπό του στο Ιράκ. Ωστόσο δεν ήταν γραφτό να γίνει έτσι. Ο Ουμάρ είχε πιθανώς πληροφορίες για αυτή τη συμμαχία και ξεκίνησε ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις με τον Ισδιγέρδη Γ’, προφανώς προσκαλώντας τον να ενταχθεί στο Ισλάμ. Όταν ο Ηράκλειος ξεκίνησε την επίθεσή του τον Μάιο του 636, ο Ισδιγέρδης Γ΄, πιθανότατα λόγω της εξάντλησης της κυβέρνησής του, δεν μπόρεσε να συντονιστεί με την επίθεση του Ηρακλείου, ματαιώνοντας το σχέδιο.
Πέντε τεράστιοι στρατοί ξεκίνησαν τον Ιούνιο για να ανακαταλάβουν τη Συρία. Ο Χαλίντ, έχοντας αντιληφθεί το σχέδιο του Ηράκλειου, φοβήθηκε ότι οι Μουσουλμανικοί στρατοί θα απομονωθούν και στη συνέχεια θα καταστρέφονταν αποσπασματικά. Πρότεινε έτσι στον Aμπού Ουμπαϊντά σε ένα πολεμικό συμβούλιο να συγκεντρώσει όλους τους Μουσουλμανικούς στρατούς σε ένα μέρος, για να αναγκάσει μία αποφασιστική μάχη με τους Βυζαντινούς. Ο Aμπού Ουμπαιντά συμφώνησε και τους συγκέντρωσε στη Γιαμπίγια. Αυτός ο ελιγμός έδωσε ένα αποφασιστικό πλήγμα στο σχέδιο του Ηράκλειου, αφού ο τελευταίος δεν ήθελε να εμπλέξει τα στρατεύματά του σε ανοιχτή μάχη με το Μουσουλμανικό ελαφρύ ιππικό. Από τη Γιαμπίγια, και πάλι μετά από πρόταση του Χαλίντ, ο Aμπού Ουμπαϊντά διέταξε τα Μουσουλμανικά στρατεύματα να αποσυρθούν στην πεδιάδα του ποταμού γιαρμούκ, όπου το ιππικό μπορούσε να χρησιμοποιηθεί αποτελεσματικά.
Ενώ οι Μουσουλμανικοί στρατοί συγκεντρώνονταν στο Γιαρμούκ, ο Χαλίντ αναχαίτισε και κατατρόπωσε τη Βυζαντινή προπορευόμενη φρουρά, εξασφαλίζοντας ένα ασφαλές μονοπάτι υποχώρησης. Οι Μουσουλμανικοί στρατοί έφτασαν στην πεδιάδα τον Ιούλιο. Μία ή δύο εβδομάδες αργότερα, γύρω στα μέσα Ιουλίου, έφτασε ο Βυζαντινός στρατός. Ο Βυζαντινός αρχιστράτηγος Βαχάν, έστειλε δυνάμεις Γασανιδών υπό τον βασιλιά τους Τζαμπάλα, για να μετρήσουν τη μουσουλμανική δύναμη. Η κινητή φρουρά του Χαλίντ τους νίκησε και τους κατατρόπωσε: ήταν η τελευταία ενέργεια πριν ξεκινήσει η μάχη. Για ένα μήνα συνεχίστηκαν οι διαπραγματεύσεις μεταξύ των δύο στρατών και ο Χαλίντ πήγε να συναντήσει προσωπικά τον Βαχάν στο Βυζαντινό στρατόπεδο. Εν τω μεταξύ, έφθασαν Μουσουλμανικές ενισχύσεις από τον Ουμάρ.
Ο Aμπού Ουμπαιντά, σε ένα άλλο συμβούλιο πολέμου, μετέφερε την επιτόπια διοίκηση του Μουσουλμανικού στρατού στον Χαλίντ. Τελικά, στις 15 Αυγούστου διεξήχθη η μάχη του Γιαρμούκ, η οποία διήρκεσε έξι ημέρες και κατέληξε σε μεγάλη ήττα των Βυζαντινών. Αυτή η μάχη και οι επακόλουθες επιχειρήσεις εκκαθάρισης τερμάτισαν για πάντα τη Βυζαντινή κυριαρχία στο Λεβάντε.
Εν τω μεταξύ, ο Ουμάρ νίκησε τον Ισδιγέρδη Γ με μία μεγάλη εξαπάτηση. Ο Ισδιγέρδης Γ’ έχασε τον στρατό του στη Μάχη της Καντισίγια τον Νοέμβριο, τρεις μήνες μετά το Γιαρμούκ, τερματίζοντας τον έλεγχο των Σασσανιδών δυτικά της Περσίας.
Ανάπτυξη στρατευμάτων
Σύγχρονοι ιστορικοί υπολογίζουν για την μάχη το μέγεθος των μουσουλμανικών δυνάμεων μεταξύ 36.000 και 40.000 και τον αριθμό των βυζαντινών δυνάμεων μεταξύ 60.000 και 70.000. Οι σύγχρονες εκτιμήσεις για τα μεγέθη των αντίστοιχων στρατών ποικίλλουν: ορισμένες εκτιμήσεις για τον βυζαντινό στρατό είναι μεταξύ 80.000 και 150.000, ενώ άλλες εκτιμήσεις είναι 15.000 έως 20.000. Οι αρχικές μαρτυρίες προέρχονται κυρίως από αραβικές πηγές, που γενικά συμφωνούν ότι ο βυζαντινός στρατός και οι σύμμαχοί τους ήταν περισσότεροι από τους Μουσουλμάνους Άραβες κατά 2 προς 1.
Η μάχη
Στις 23 Ιουλίου του 636 ο μουσουλμανικός στρατός και το τμήμα του στρατού των εκχριστιανισμένων Αράβων της φυλής των Γασσανιδών (συμμάχων των Βυζαντινών) ήρθαν σε οπτική επαφή, στην περιοχή μεταξύ Δαμασκού και Τζαμπίγια (Jabiya). Στο στρατιωτικό συμβούλιο, που συγκάλεσε ο Αμπού Ομπάιντα, προκρίθηκε η πρόταση του Χαλίντ να μεταφερθούν τα στρατεύματα στη πεδιάδα του ποταμού Γιαρμούκ, γιατί εκεί κατ’ αρχήν θα μπορούσαν να φτάσουν γρηγορότερα και με ασφάλεια οι ενισχύσεις που έστελνε ο Ομάρ, και δεύτερον η ευρύχωρη πεδιάδα θα επέτρεπε τη πλήρη ανάπτυξη του καλύτερου αραβικού όπλου, του ιππικού. Σε λίγο φάνηκαν και οι Βυζαντινοί και στρατοπέδευσαν στην είσοδο της κοιλάδας, βάζοντας απόσταση 6 χλμ. μεταξύ τους. Οι προετοιμασίες για τη μάχη άρχισαν, όταν έφτασε στο βυζαντινό στρατόπεδο η διαταγή του Ηράκλειου να μην αρχίσουν οι εχθροπραξίες πριν εξαντληθεί κάθε πιθανότητα ειρηνικής συμφωνίας.
Έτσι ο Βαχάν έστειλε δυο φορές αντιπροσώπους του να διαπραγματευθούν με τον Αμπού Ομπάιντα, αλλά οι διαπραγματεύσεις κατέληξαν σε αποτυχία. Πέρασε ωστόσο ένας μήνας, χωρίς να γίνει καμία μάχη. Κανείς δεν αποφάσιζε να ξεκινήσει πρώτος την επίθεση. Αυτή η αναβολή όμως ωφέλησε τους Άραβες, που εν τω μεταξύ, τους ήρθαν ενισχύσεις 6000 στρατιωτών από την Υεμένη. Οι μουσουλμάνοι τώρα είχαν 40.000 στρατιώτες, περιλαμβανομένου και 100 βετεράνων της μάχης του Μπαντρ. Ο Βαχάν επιχείρησε μια τελευταία προσπάθεια συνεννόησης, προσφέροντας ένα μεγάλο χρηματικό ποσό αν οι Άραβες αποσύρονταν στην Αραβία. Αλλά οι Άραβες αρνήθηκαν. Πιο πολύ και από τα χρήματα, χρειάζονταν τα εύφορα εδάφη και τις πλούσιες σοδειές, για να καλυτερέψουν τις συνθήκες της δύσκολης ζωής τους στις αραβικές ερήμους.
Οι προετοιμασίες τελείωσαν, οι διαταγές δόθηκαν, οι προσευχές αναπέμφθηκαν και οι δυο στρατοί παρατάχθηκαν ο ένας απέναντι στον άλλο. Τη διοίκηση του αραβικού στρατού την ανέλαβε ο Χαλίντ, που αναδιοργάνωσε τις θέσεις του πεζικού και του ιππικού. Δημιούργησε μικρά σώματα, 800 αντρών πεζικού, και 2000 ιππέων.
Ο Βαχάν χρησιμοποίησε την αριθμητική του υπεροχή για να επιμηκύνει την πρώτη γραμμή του σε περίπου 13 χιλιόμετρα, αναγκάζοντας τη μουσουλμανική γραμμή να γίνει πιο λεπτή και να καλύψει ένα έδαφος 12 χιλιομέτρων για να τους αντιμετωπίσει. Οι βυζαντινές δυνάμεις τοποθετήθηκαν μπροστά στον ποταμό Άλλαν, με το δεξί τους να καλύπτεται από το φαράγγι προς τα νότια και το αριστερό να συνορεύει με τους λόφους Τζαμπίγια. Ο Βαχάν τοποθέτησε τις δυνάμεις του ως εξής:
- Το ελαφρύ ιππικό των Γκασανιδών, υπό τον Τζαμπάλα, ενήργησε ως εμπροσθοφυλακή για έλεγχο και αψιμαχίες
- Το αριστερό πλευρό αποτελούνταν από το σλαβικό πεζικό
- Αρμενικό πεζικό (υπό τον ίδιο τον Βαχάν) και ευρωπαϊκά σώματα αποτελούσαν το κέντρο
- Το ελληνικό πεζικό επάνδρωσε το δεξί πλευρό (απέναντι από το μουσουλμανικό αριστερό)
- Μεραρχίες ιππικού, αποτελούμενες ως επί το πλείστον από κατάφρακτα βαριά έφιππα στρατεύματα, βρίσκονταν πίσω από την κάθε πλευρά
Ο Χαλίντ παρέταξε τα 36 συντάγματα πεζικού του με παρόμοιο τρόπο, μπροστά από τον ποταμό Χαρίρ, με 3 μεραρχίες ελαφρού ιππικού τοποθετημένες πίσω από τη γραμμή και μια μεγαλύτερη εφεδρεία ιππικού υπό την προσωπική του διοίκηση στο πίσω μέρος. Σε αντίθεση με τις πολυεθνικές βυζαντινές δυνάμεις, οι Άραβες ήταν ενωμένοι όχι μόνο στο εθνικιστικό τους αίσθημα αλλά και με μια κοινή πίστη. Και στους δύο στρατούς, το πεζικό αποτελούνταν από ξεφομάχους και δορυφόρους μαχητές καθώς και τοξότες, αλλα οι Μουσουλμάνοι, αντίθετα με τους Βυζαντινούς, δεν είχαν βαριά οπλισμένα στρατεύματα. Είχαν μόνο ελαφρύ πεζικό και ιππικό, ήταν όμως πολύ ευκίνητοι και γρηγορότεροι απο τους αντιπάλους τους.
Στις 15 Αυγούστου, οι μάχες ξεκίνησαν με πολλές μονομαχίες, όπως ήταν το έθιμο στην περιοχή, στις οποίες οι μουσουλμάνοι πρωταθλητές φαίνεται να είχαν νικήσει τους εχθρούς τους. Μετά από αυτό, ο Βαχάν διέταξε την προέλαση μόνο του ενός τρίτου της δύναμής του για να εντοπίσει τις αδυναμίες στις μουσουλμανικές γραμμές. Οι πρώτες μάχες δεν ήταν μεγάλες και οι Βυζαντινοί υποχώρησαν μετά το τέλος της ημέρας. Επιδιώκοντας να αιφνιδιάσει τους Άραβες, ο Βαχάν προχώρησε την αυγή της επόμενης μέρας, πιθανώς γνωρίζοντας ότι οι μουσουλμάνοι θα ήταν απασχολημένοι με προσευχές. Ο Χαλίντ, ωστόσο, είχε τοποθετήσει περιπολίες προσκόπων μπροστά από τον κύριο στρατό εν αναμονή μιας τέτοιας αιφνιδιαστικής επίθεσης.
Οι Βυζαντινοί, όταν βρήκαν τους Μουσουλμάνους σε πλήρη εγρήγορση, επιτέθηκαν ούτως ή άλλως και κράτησαν το μουσουλμανικό κέντρο στη θέση του ενώ επιτέθηκαν με σφοδρότητα στα πλευρά τους. Τα μουσουλμανικά άκρα, πρώτα το δεξιό και μετά το αριστερό, υποχώρησαν στα στρατόπεδά τους, όπου, με τη βοήθεια της οπισθοφυλακής, κατάφεραν να κρατήσουν τους βυζαντινούς μέχρι να ανακουφιστούν από την εφεδρεία ιππικού του Χαλίντ.
Η τέταρτη ημέρα, 18 Αυγούστου 636 θα ήταν η πιο αποφασιστική από όλες. Το ηθικό των Βυζαντινών ήταν πεσμένο ύστερα από τόσες αποτυχίες, ενώ και οι Άραβες είχαν χάσεις αρκετούς στρατιώτες, κυρίως τοξότες, που αν αδυνάτιζαν και άλλο οι γραμμές τους, θα νικιόνταν. Η δεξιά πλευρά των Αράβων ήταν η πιο ευάλωτη και εκεί ο Βαχάν εξαπέλυσε τη πρώτη επίθεση της ημέρας. Ταυτόχρονα οι Αρμένιοι χτυπούσαν την αριστερή πτέρυγα. Οι μουσουλμάνοι δεν θα άντεχαν για πολύ ακόμα. Τότε ο Χαλίντ αποφάσισε να χτυπήσει πρώτα τους Αρμένιους, ερχόμενος από το πλάι τους.
Οι εκχριστιανισμένοι Άραβες έτρεξαν να βοηθήσουν τους Αρμένιους, οι Άραβες στρατηγοί έτρεξαν να βοηθήσουν τον Χαλίντ και έτσι εκεί επικεντρώθηκε η μάχη και σε αυτό το σημείο οι απώλειες ήταν μεγάλες. Μετά από αρκετές ώρες σκληρών μονομαχιών, οι Αρμένιοι άρχισαν να οπισθοχωρούν. Μετά από λίγο, το ίδιο έκαναν και οι Σλάβοι. Οι Βυζαντινοί τοξότες, αναδιοργανωμένοι, άρχισαν να χτυπούν με τα βέλη τους και σκότωσαν πολλούς μουσουλμάνους, ενώ αναφέρεται ότι πάνω από 700 έχασαν τα μάτια τους. Η τέταρτη ημέρα ονομάστηκε από τους Άραβες, «η μέρα των χαμένων ματιών» και το ηλιοβασίλεμα βρήκε και τα δυο στρατόπεδα με μεγάλες απώλειες.
Στο σκοτάδι της νύχτας, οι μουσουλμάνοι έστειλαν ένα απόσπασμα ιππικού γύρω από το πεδίο για να καταλάβει τη μοναδική γέφυρα στο Ουάντι Ρουκκάντ, κόβοντας τη μοναδική οδό διαφυγής του αυτοκρατορικού στρατού. Οι μάχες ξεκίνησαν στις 20 Αυγούστου 636 μ.Χ. με μια άλλη μονομαχία, όπου ο Αμπού Ουμπάιντα κέρδισε τον αντίπαλο του, έναν Έλληνα διοικητή που ονομαζόταν Γρηγόριος, και στη συνέχεια επιτέθηκε ολόκληρη η μουσουλμανική γραμμή. Χτύπησαν τις πλευρές του βυζαντινού στρατού, που σύντομα άρχισαν να οπισθοχωρούν. Μετά ο Χαλίντ και ο Αμρ επιτέθηκαν στο κέντρο του στρατού, στους δυνατούς Αρμένιους.
Ο Χαλίντ, με μια επιδέξια μανούβρα, κατάφερε να παρασύρει το βυζαντινό ιππικό έξω από το πεδίο της μάχης και με τις απανωτές επιθέσεις του κατάφερε τελικά να το διαλύσει και να το αναγκάσει να φύγει προς τον βορρά μαζί με τον αρχιστράτηγο Βαχάν. Έτσι 40.000 ιππείς δραπέτευσαν από το πεδίο της μάχης. Τώρα που το ιππικό εγκατέλειψε το πεζικό, η μοίρα του πεζικού ήταν προδιαγεγραμμένη. Μόνο οι Αρμένιοι αντιστέκονταν ακόμα. Ο Χαλίντ επιστρέφοντας από τη μάχη με το ιππικό, έπεσε και αυτός επάνω τους, μαζί με τους Γιαζείντ και Αμπού Ομπάιντα, και τους έτρεψαν και αυτούς σε φυγή. Μαζί με αυτούς, όλο του βυζαντινό στράτευμα άρχισε να διαλύεται και να φεύγει προς τα νοτιο-δυτικά για να σωθεί. Όσοι δεν κατάφεραν να ξεφύγουν, σκοτώθηκαν (που ήταν και οι περισσότεροι).
Επακόλουθα & Συμπέρασμα
Η μουσουλμανική εξάπλωση τα πρώτα χρόνια μετά την μάχη
Η επόμενη ημέρα αφιερώθηκε στην ταφή των μουσουλμάνων νεκρών και στη περισυλλογή των λαφύρων. Ο Χαλίντ, αποφασισμένος να σκοτώσει τον αρχιστράτηγο Βαχάν, ξεκίνησε με το ιππικό του να τον βρει. Πράγματι, τον επέτυχε στον δρόμο για τη Δαμασκό και εκεί, στη συμπλοκή που επακολούθησε, ο Αρμένιος βασιλιάς σκοτώθηκε από έναν στρατιώτη.
Οι απώλειες των μουσουλμάνων υπολογίζονται σε 4000 στρατιώτες. Όσο για τις απώλειες των Βυζαντινών, οι αριθμοί διαφέρουν πολύ. Οι μετριοπαθείς υπολογισμοί κάνουν λόγο για 80.000 νεκρούς και 70.000 που κατάφεραν να ξεφύγουν.
Τον επόμενο μήνα ο Αυτοκράτορας Ηράκλειος, απελπισμένος, θα παραδεχόταν με τις πράξεις του την απώλεια της κυριαρχίας του στη Συρία, τη Παλαιστίνη και την Ιορδανία και θα αναχωρούσε πλέον οριστικά για τη Κωνσταντινούπολη.
Τους επόμενους μήνες ο Αμρ ιμπν αλ-Ας θα πολιορκούσε, και στο τέλος θα κατελάμβανε, την Ιερουσαλήμ. Ο Σουχραμπίλ θα κατελάμβανε την Τύρο, την Άκρα και την Σεπφώριδα. Ο Γιαζίντ με τον Μωαβία θα κατελάμβαναν τη Βηρυτό και τη Σιδώνα, ενώ ο Αμπού Ομπάιντα θα έφτανε μέχρι την Έμεσα, την Αντιόχεια και το Χαλέπι.
Ο Βυζαντινός στρατός, αποτελούμενος από τους επιζώντες του Γιαρμούκ και άλλων Συριακών εκστρατειών, ηττήθηκε, υποχωρώντας στην Αντιόχεια, οπότε οι Μουσουλμάνοι πολιόρκησαν την πόλη. Έχοντας ελάχιστες ελπίδες για βοήθεια από τον Αυτοκράτορα, η Αντιόχεια παραδόθηκε στις 30 Οκτωβρίου, με την προϋπόθεση ότι όλα τα Βυζαντινά στρατεύματα θα είχαν ασφαλή διέλευση στην Κωνσταντινούπολη. Ο Aμπού Ουμπαϊντά έστειλε τον Καλίντ προς τα βόρεια και ο ίδιος βάδισε προς τα νότια και κατέλαβε τη Λατάκια, την Τζαμπλά, την Tαρτούς και τις παράκτιες περιοχές δυτικά των βουνών Aντιλιβάνου. Ο Καλίντ κινήθηκε βόρεια και επιτέθηκε σε εδάφη μέχρι τον ποταμό Kιζιλρμάκ στη Μ. Ασία.
Ο αυτοκράτορας Ηράκλειος είχε ήδη φύγει από την Αντιόχεια για την Έδεσσα, πριν φτάσουν οι Μουσουλμάνοι. Στη συνέχεια κανόνισε τις απαραίτητες άμυνες στη Τζαζίρα και την Αρμενία και έφυγε για την Κωνσταντινούπολη. Στον δρόμο, είχε μία διαφυγή, όταν ο Kαλίντ, που μόλις είχε καταλάβει το Mαράς, κατευθυνόταν νότια προς το Mανμπίζ. Ο Ηράκλειος πήρε βιαστικά το ορεινό μονοπάτι και, περνώντας από τις πύλες της Κιλικίας, αναφέρεται ότι είπε: «Αντίο, μακρινό αντίο στη Συρία, την όμορφη επαρχία μου. Είσαι άπιστη τώρα. Ειρήνη μαζί σου, Συρία. Τι όμορφη γη θα είσαι για τα χέρια του εχθρού»
Ο στρατιωτικός και ιστορικός Α.Ι. Άκραμ έγραψε στο βιβλίο του «Khalid bin Al-Walled: Sword of Allah» ότι αυτή ήταν η σπουδαιότερη μάχη εκείνου του αιώνα, μία από τις πιο αποφασιστικές μάχες στην Ιστορία και ίσως η πιο σφοδρή στρατιωτική σύγκρουση μεταξύ του Σταυρού και της Ημισελήνου.
Ο χρονικογράφος Θεοφάνης ισχυρίζεται ότι ισχυρός νότιος άνεμος σηκώθηκε την έκτη μέρα, με αποτέλεσμα σύννεφα σκόνης να σηκωθούν και να εμποδίσουν τις κινήσεις του άμαθου σε αυτά τα φαινόμενα βυζαντινού στρατού. Έτσι εξηγεί και την ήττα, ενώ περιορίζει τις δυνάμεις των Βυζαντινών στους 30.000 στρατιώτες.
Ο George F. Nafziger, στο βιβλίο του Islam at war , περιέγραψε τη μάχη:
Αν και το Γιαρμούκ αν και είναι ελάχιστα γνωστό σήμερα, είναι μια από τις πιο αποφασιστικές μάχες στην ανθρώπινη ιστορία…… Αν οι δυνάμεις του Ηράκλειου επικρατούσαν, ο σύγχρονος κόσμος θα είχε αλλάξει τόσο πολύ που θα ήταν αγνώριστος.