συνέντευξη της Πέπης Ρηγοπούλου το 2020 στον Δημήτρη Μανιάτη,
Ηταν η νεαρή φοιτήτρια που τραυματίστηκε βαριά με την εισβολή του τανκ στην πύλη του Πολυτεχνείου τη 17η Νοέμβρη του 1973. Πρόσωπο-σύμβολο της Εξέγερσης που δεν μιλά συχνά και που μέσα στα χρόνια διέγραψε μια λαμπρή πορεία ως πανεπιστημιακός (στο ΕΚΠΑ) και με πλούσιο συγγραφικό έργο όπου τέμνονται πεδία όπως οι Πολιτισμικές Σπουδές, τα ΜΜΕ, η Ψυχανάλυση, το Θέατρο, η Σημειολογία.
Η Πέπη Ρηγοπούλου, ςτη φετινή ιδιαίτερη επέτειο από τα γεγονότα του Νοέμβρη του ’73, παίρνει την 4η Εντολή και θυμάται την ιστορική νύχτα, την ιδιότυπη «κοινότητα» των εξεγερμένων, ενώ στοχαστικά μας μιλάει για την έννοια της μνήμης, της δημοκρατίας στο φόντο της πανδημίας αλλά και την τέχνη σήμερα.
Σήμερα έχουμε 17η Νοέμβρη. Σαράντα επτά έτη από την εξέγερση. Απορώ τι σκέφτεστε αυτή την ημέρα…
Αυτή η μέρα δεν είναι μόνο «αυτή» η μέρα. Τα 47 χρόνια που έχουν περάσει είναι πολλές άλλες μέρες που φωτίζουν ή συσκοτίζουν εκείνη, ανάλογα με τις νέες εμπειρίες, ατομικές και συλλογικές, που συσσωρεύονται σε μια ζωή. Σαν τα φύλλα ενός βιβλίου οι μέρες, που γράφεται από πάθη, χαρές, ματαιώσεις. Τα φύλλα του κάποτε ανακατεύονται, σκορπίζουν είτε γεμίζουν σημειώσεις που δεν μπορείς να βρεις τον ειρμό τους. Πολλά έχουν ήδη κιτρινίσει, δεν διαβάζονται από τον καιρό, ενώ άλλα έχουν χαθεί. Ετσι και με τη σκέψη: Αλλοτε (στη μνήμη της μέρας εκείνης) παρεισφρέουν άλλες σκέψεις, άλλοτε η επιμονή της μνήμης της υποχωρεί μπροστά στη ζωή. Γεννιούνται νέα ερωτήματα, εκεί που νόμιζες ότι όλα είχαν απαντηθεί. Μια λέξη γραμμένη βιαστικά μπορεί να ενεργοποιήσει το παλιό τραύμα. Μια άλλη μισοσβησμένη μπορεί ξαφνικά να πυρακτωθεί. Ενώ άλλες φορές μυρίζεις ακόμα τη νύχτα εκείνη: Μυρωδιά από δακρυγόνα. Η την άλλη: Αυτή από τις δίφορες νεραντζιές στο προαύλιο. Που στο τέλος νικά.
Πώς ήταν εκείνη η τρίτη βραδιά της εξέγερσης; Τραυματιστήκατε… Τι θυμάστε;
Η τρίτη βραδιά ήταν κόσμος και κόσμημα. Σαν μια φούγκα η αντίστιξη ανάμεσα στις φωνές που ξεκινούσαν μια μελωδία, δηλαδή ένα σύνθημα, ένα τραγούδι, έναν ψίθυρο, και σε εκείνες που ακολουθούσαν επαναλαμβάνοντας όλο και πιο ελεύθερα το κεντρικό θέμα, αποκτώντας μια υπαρξιακή διάσταση. Δραπέτευση από μια γύψινη πραγματικότητα. Μέσα και έξω από το Πολυτεχνείο. Μια αίσθηση κοινότητας. Ερωτας. Ο καθένας και η καθεμιά, οι «έξω» και οι «μέσα», ανεξάρτητα από το τι συνέβη μετά στη ζωή τους, έζησαν εκείνο το βράδυ μια μοναδική εμπειρία που στοίχισε σε όλους/ες. Σε άλλους περισσότερο, σε άλλους λιγότερο.
Η αναγγελία των πρώτων θανάτων άλλαξε τους ήχους. Στο προαύλιο οι φωνές εναλλάσσονταν τώρα με παύσεις. Στο ιατρείο δεν ακούγονταν φωνές. Μόνο ψίθυροι. Λίγο πριν από την εισβολή του τανκ σίγησαν απότομα οι φωνές. Εγινε παύση. Παράφωνες οι ερπύστριες εισέβαλαν στη σιωπή. Η επαναλαμβανόμενη εικόνα του τανκ που εισβάλλει έκτοτε κάθε χρόνο, ευτυχώς μόνο στις οθόνες της τηλεόρασης, από σύμβολο επιβολής και εισβολής, κατέληξε να σημαίνει την αντίσταση. Με μια έννοια ωστόσο δεν μπορούσε παρά να εισβάλει το τανκ.
Ο τότε στρατιώτης Α. Σκευοφύλαξ, οδηγός του τανκ, περιέγραψε μετά από χρόνια την πλύση εγκεφάλου που είχαν υποστεί. Και μετά; Το μετατραυματικό σοκ δεν θεραπευόταν τότε. Ή δεν ήταν της μόδας. Δεν υπήρχε στο τρέχον λεξιλόγιο. Καθένας μόνος με τον πόνο του. Και οι ανυπάκουοι εξεγερμένοι και οι υπάκουοι στους ανωτέρους τους στρατιώτες. Κάποιοι μίλησαν για την «παθολογία» της αντίστασης. Δεν παύουν να μιλούν μέχρι πρόσφατα. Από κακοήθεια, από φόβο, από μίσος. Ομως χωρίς αντίσταση άνθρωπος δεν υπάρχει.
Τα τελευταία χρόνια εντείνεται μια αναθεώρηση της εξέγερσης και του συνόλου της αντιδικτατορικής πάλης: απομυθοποίηση, διαστρέβλωση, συκοφαντία. Πού εγγράφεται μια τέτοια τάση;
Υπήρξαν αρκετές αναθεωρήσεις από πολύ νωρίς. Η αναθεώρηση για την οποία μιλάμε δεν αφορά τη θεμιτή επανεκτίμηση των ιστορικών δεδομένων. Εννοούμε τη φανερή είτε την υπόγεια διαστρέβλωση, με κορυφαίο παράδειγμα την «επιστημονική» π.χ. άρνηση του Ολοκαυτώματος. Μια πρόσφατη που αφορούσε το Πολυτεχνείο, παρά το επιστημονικοφανές προσωπείο της, υπήρξε απροσχημάτιστη.

Χουντικοί που έδρασαν στο Πολυτεχνείο φιλοξενήθηκαν χωρίς τον απαραίτητο κριτικό αντίλογο σε βιβλίο «προφορικής ιστορίας» και ένας από αυτούς βρήκε χώρο για να συκοφαντήσει τον Κώστα Λαλιώτη, μέλος της Συντονιστικής Επιτροπής, ως… εμπνευστή της εισβολής του τανκ. Δεν μπορώ να εκτιμήσω τα κίνητρά τους. Ωστόσο, όλες οι κατά καιρούς επιθέσεις κατά της αντιδικτατορικής αντίστασης και του Πολυτεχνείου είναι στην ουσία επιθέσεις κατά του αγωνιστικού φρονήματος του λαού μας. Η υιοθέτηση των ίσων αποστάσεων μεταξύ θυμάτων και θυτών στο όνομα μιας δήθεν ιστορικής αντικειμενικότητας είναι ψυχαναλυτικά και ανθρώπινα λάθος αφού δεν αφήνει χώρο για την μεταμέλεια και την ολοκλήρωση του πένθους. Με μια τέτοια οπτική η ανθρωπότητα είναι καταδικασμένη στην επανάληψη.
Εχει σημασία η μνήμη – προσωπική και συλλογική – και για τον σημερινό άνθρωπο; Ποια είναι η θέση της μνήμης στο έργο σας;
Η σημερινή ανθρωπότητα είναι όσο ποτέ πλούσια σε πληροφόρηση και φτωχή σε γνώση για τον εαυτό της και το παρελθόν της. Εχει το δικαίωμα στην πληροφορία, έστω και αν αυτή είναι φέικ. Αλλά δεν έχει το δικαίωμα σε έναν πυρήνα ταυτότητας, απαραίτητο στοιχείο αυτογνωσίας, αφού αυτή θεωρείται κοινωνική «κατασκευή». Πιο απλά, η μνήμη που επιμένει ως συλλογική γνώση και αυτογνωσία, δέχεται συνεχώς επιθέσεις σε κάθε επίπεδο. Οι επιστήμες του ανθρώπου, δηλαδή οι επιστήμες της μνήμης, υποβαθμίζονται ή/και εργαλειοποιούνται. Η τέχνη, και γενικότερα η συμβολική μνήμη, περιθωριοποιείται και αυτή. Ομως αυτός ακριβώς ο φανερός είτε υπόγειος διωγμός της μνήμης μάς αποκαλύπτει την τρομερή δύναμή της. Ο,τι υπήρξε πολιτισμός, ό,τι επιμένει ακόμη ως πολιτισμός, είναι μνήμη. Η μνήμη είναι επικίνδυνη για τους τυράννους και τους εκμεταλλευτές. Ξεσκεπάζει τα ψεύδη τους. Η αληθινή επανάσταση που χρειαζόμαστε επειγόντως θα έπρεπε να κάνει τη δρώσα μνήμη κέντρο του στοχασμού, της έρευνας, της δημιουργίας και πάνω απ’ όλα της ψυχοσωματικής υγείας.
Βλέποντας από μια απόσταση τα γεγονότα του 1973, θεωρείτε ότι ήταν κάτι το εντελώς ιδιαίτερο ή συνδέονταν με ευρωπαϊκά κινήματα χειραφέτησης;
Η απόσταση αποτελεί ευκαιρία και παγίδα. Ευκαιρία, αν κάποιος μπορεί να δει τα πράγματα με πάθος αλλά χωρίς εμπάθεια. Παγίδα γιατί εκ των υστέρων πολλοί επιζητούν να διαμορφώσουν την εικόνα των γεγονότων κατά τις ιδέες, τις φαντασιώσεις ή/και τα συμφέροντά τους. Στάση που θολώνει και αλλοιώνει το ιστορικό γεγονός. Δεύτερο θέμα: η ιδιαιτερότητα της εξέγερσης. Κάθε εξέγερση συνδέεται με όσα άλλα έχουν συμβεί, αλλά είναι πρωτίστως ο εαυτός της, πηγάζει όπως θα έλεγε ο Καστοριάδης «εκ του μηδενός», με την έννοια του δημιουργικού και απελευθερωτικού βάθους, που υπερβαίνει όλα τα προϋπάρχοντα ιστορικά και κοινωνικά δεδομένα.
Τι μας κινητοποιούσε τότε ως έμπνευση; Ποιες ήταν οι χώρες που κυριαρχούσαν στα συνθήματα της κατάληψης: Νομίζω κυρίως η Ταϊλάνδη, η Χιλή. Η Ταϊλάνδη, γιατί τον Οκτώβρη του ’73 το φοιτητικό κίνημα, με τη συμμετοχή του λαού, είχε ανατρέψει μια στρατιωτική δικτατορία. Η Χιλή, γιατί η χούντα του Πινοτσέτ με τις ευλογίες των ΗΠΑ είχε δολοφονήσει τον Αλιέντε και είχε επιβάλει μια δικτατορία. Τι μας λέει αυτό; Οτι τα κινήματα που ενέπνεαν ήταν πρωτίστως αντιιμπεριαλιστικά, και ειδικά αντιαμερικανικά, δημοκρατικά και παλλαϊκά. Και δεν ήταν υποχρεωτικά ευρωπαϊκά ή ευρύτερα Δυτικά.
Φωνάζαμε π.χ. «απόψε θα γίνει Ταϊλάνδη» (δηλαδή θα πέσει η δικτατορία) και όχι «απόψε θα γίνει Σορβόννη» (του Μάη ’68). Επιρροές από την Ευρώπη και αλλού βεβαίως υπήρχαν. Αλλά πρέπει να σημειωθεί ότι παρά κάποια κοινά στοιχεία, είχαν τόσες διαφορές που η λέξη «χειραφέτηση» δύσκολα τα καλύπτει όλα. Οταν αναφερόμαστε μονόπλευρα και συγκεχυμένα στην, οπωσδήποτε σημαντική, ευρωπαϊκή ή και αμερικανική έμπνευση, είναι διότι όπως και τα τάπερ, έτσι και τις ιδέες, τις εκτιμούμε περισσότερο όταν έχουν επάνω τους και ένα «made in» εξ Εσπερίας. Το ίδιο φοβούμαι κάνουν και τώρα επ’ ευκαιρία του 1821, όσοι προσπαθούν να μας πείσουν ότι ο Κολοκοτρώνης και ο Κανάρης επαναστάτησαν διότι είχαν εντρυφήσει στον Βολταίρο.

Μισό αιώνα μετά, απουσιάζει γενικώς μια αποστασιοποιημένη και πλήρης ιστορική ανάλυση για το τι πραγματικά ήταν το Πολυτεχνείο, τι εκτόπισμα είχε ως ιστορικό γεγονός, πως ακριβώς συνέδραμε στις μετέπειτα εξελίξεις (και στο κυπριακό), ο ρόλος του ξένου παράγοντα και οι εδώ συνιστώσες του, και πολλά άλλα.