Το παρόν κείμενο αποτελεί μία προσπάθεια κατανόησης της ιστορίας της ομοφυλοφιλίας ως ταυτότητας σεξουαλικού προσανατολισμού. Σίγουρα οι ομοφυλοφιλικές συμπεριφορές υπήρχαν ανέκαθεν, από τα αρχαία χρόνια, και αντιμετωπίστηκαν με διάφορους τρόπους και λόγους, συνήθως κατασταλτικούς και καταγγελτικούς, που διαμορφώνονταν και τροποποιούνταν ανάλογα με το ιστορικό πλαίσιο και τις (μεταφυσικές ή κοσμικές) αντιλήψεις κάθε εποχής. Ωστόσο, στο άρθρο αυτό επιχειρείται μία (αναγκαία κατά τη γνώμη μου) διάκριση μεταξύ των ομοφυλοφιλικών συμπεριφορών/τάσεων (που εκδηλώνονταν πάντα) και της συγκρότησης της αντίστοιχης ταυτότητας, η οποία ανάγεται στον 19ο αιώνα και αποτελεί αποτέλεσμα νεωτερικών ιστορικών διαδικασιών.
Στην αρχαιότητα οι ομόφυλες σχέσεις εκδηλώνονταν εν πολλοίς μέσω του θεσμού της παιδεραστίας (του «παιδικού έρωτος»), δωρικής συνήθειας που υιοθέτησε και η αριστοκρατική τάξη της Αθήνας. Οι σχέσεις όμως αυτές δεν πηγάζουν από τη συγκρότηση μιας ορισμένης σεξουαλικής ταυτότητας (ομοφυλοφιλικής), αλλά αποτελούν μια πρόσθετη δραστηριότητα ανθρώπων που είχαν οικογένεια, παιδιά και ζούσαν σύμφωνα με τα κοινωνικά πρότυπα της εποχής. Η δραστηριότητα αυτή είχε και πνευματικό, εκτός από σαρκικό, υπόβαθρο, το οποίο ήταν συνυφασμένο με την αυστηρά πατριαρχική δομή της κοινωνίας: ο Παυσανίας στο «Συμπόσιον» του Πλάτωνα κάνει διάκριση μεταξύ του «Πανδήμου Έρωτος» και του «Ουρανίου Έρωτος». Ο Πάνδημος είναι ο συνήθης ετερόφυλος έρως της μεγάλης μάζας που βασίζεται στη σαρκική απόλαυση και όχι στην ψυχική επαφή. Αντίθετα, ο Ουράνιος είναι ο πνευματικός έρως που έχει ισόβια διάρκεια, και αυτός δεν μπορεί παρά να είναι μεταξύ ανδρών. Αυτό διότι, στην αντίληψη του αθηναίου πεπαιδευμένου πολίτη της κλασσικής Αθήνας, δεν μπορεί ένα ανώτερο πνευματικά ον όπως ο άνδρας να συνάψει ψυχικό δεσμό με την ανώριμη και ατελή πνευματικά θηλυκή φύση. Η συνήθεια αυτή συχνά καταγγέλλεται από τους φιλοσόφους, στο πλαίσιο όμως της πλατωνίζουσας αντίληψης για τις σαρκικές απολαύσεις εν γένει, και όχι ως συγκεκριμένος σεξουαλικός προσανατολισμός.
Στα χριστιανικά χρόνια η ομόφυλη σεξουαλική δραστηριότητα καταδικάζεται από τους Πατέρες (αναφέρω ενδεικτικά τον Ιωάννη τον Χρυσόστομο και τον Γρηγόριο τον Θεολόγο) ως «αρσενοκοιτία», η οποία όμως αντιμετωπίζεται στο πλαίσιο πλήθος άλλων πρακτικών που σχετίζονται με τις εκτός γάμου συνευρέσεις (μοιχεία, παλλακεία) και όχι ως ιδιαίτερη κατηγορία αμαρτήματος. Μάλιστα οι Πατέρες δίνουν αρκετά μεγαλύτερη έμφαση στην καταδίκη της ανδρικής μοιχείας, η οποία -σε αντίθεση με τη γυναικεία- ήταν νόμιμη σύμφωνα με το κοσμικό Δίκαιο. Στην οθωμανική περίοδο, επίσης, οι γνωστές περιπτύξεις πασάδων με νεαρά αγόρια σε καμία περίπτωση δεν θεωρούνταν ομοφυλοφιλικές, ούτε τα υποκείμενα των περιπτύξεων φορείς της αντίστοιχης ταυτότητας.
Αυτό που θέλω να δείξω με αυτή τη σύντομη ιστορική ανασκόπηση είναι ότι σε όλη τη προ-νεωτερική περίοδο η ομοφυλοφιλία αντιμετωπιζόταν ως πρακτική, ποτέ όμως ως ταυτότητα.
Όπως μας έχει δείξει ο Φουκώ, η συγκρότηση της ομοφυλοφιλικής ταυτότητας ανάγεται στη βικτωριανή Αγγλία και τον 19ο αιώνα, ως αποτέλεσμα της αναλυτικής και συστηματικής κατηγοριοποίησης των μορφών σεξουαλικής συμπεριφοράς από την ιατρική επιστήμη και του πολλαπλασιασμού των Λόγων πάνω στα είδη και τα υπο-είδη της ομοφιλιφιλίας μέσα από την ψυχιατρική, τη νομολογία αλλά και την λογοτεχνία. Στο πλαίσιο αυτό, οι σεξουαλικές συμπεριφορές διαιρέθηκαν σε αυτές που ήταν φυσιολογικές και σε αυτές που αποτελούσαν αποτέλεσμα κάποιας ψυχικής διαταραχής (μην ξεχνάμε ότι και ο αυνανισμός σε αυτήν την κατηγορία εντασσόταν). Εξάλλου, ο ίδιος ο όρος «ομοφυλοφιλία», δομημένος στα ψυχιατρικά, ψυχολογικά και ιατρικά συμφραζόμενα, έλκει την καταγωγή του από το άρθρο του Westphal, το 1870, πάνω στα «ανάστροφα σεξουαλικά αισθήματα».
Σύμφωνα με τον Φουκώ, η οριοθέτηση και αντικειμενοποίηση της ομόφυλης σεξουαλικής συμπεριφοράς από την ιατρική επιστήμη και, στη συνέχεια, η καταπίεσή των φορέων της από το κράτος, συντέλεσε στη δόμηση της αντίστοιχης σεξουαλικής ταυτότητας, η οποία προοδευτικά εμπεδώθηκε με τη διεκδίκηση δικαιωμάτων και ισότιμης μεταχείρισης. Ο πολλαπλασιασμός των Λόγων περί ομοφυλοφιλίας και οι κατασταλτικοί μηχανισμοί που ενεργοποιήθηκαν για τη διόρθωση/εξουδετέρωσή της προκάλεσαν τη συγκρότηση ενός αντί-λόγου:
«η ομοφυλοφιλία άρχισε να μιλάει για τον εαυτό της, να διεκδικεί τη νομιμότητά της ή τη «φυσικότητά» της και μάλιστα, συχνά μέσα στο λεξιλόγιο, με τις κατηγορίες που χρησιμοποιεί η ιατρική για να την εξοστρακίσει».
Σύμφωνα με τα παραπάνω, μπορούμε να καταλάβουμε ότι η «ομοφυλοφιλία» του χθες (ενταγμένη στο πλαίσιο μιας πληθώρας πρακτικών «σοδομίας») και η «ομοφυλοφιλία του σήμερα ως συγκροτημένη σεξουαλική ταυτότητα είναι δύο διαφορετικά πράγματα που δεν μπορούν να μπουν στο ίδιο τσουβάλι. Η διεκδίκηση μάλιστα του ρόλου της οικογένειας και του γονέα, στο πλαίσιο μιας μονογαμικής σχέσης, από ομόφυλα ζευγάρια, είναι ένα εντελώς καινούργιο φαινόμενο στην ιστορία, που δεν θα μπορούσε να κατανοηθεί στο πλαίσιο μιας οντολογικής ή φυσιοκρατικής αντίληψης του κόσμου, η οποία κυριαρχούσε μέχρι πολύ πρόσφατα.
Σήμερα, λοιπόν, θεσμοί όπως η Εκκλησία έχουν να αντιμετωπίσουν κάτι νέο, στο οποίο δεν υπάρχουν από το παρελθόν συγκεκριμένες συνταγές που υπαγορεύουν συγκεκριμένες στάσεις, όπως συχνά ακούγεται. Εξ ου και οι διαφορετικές προσεγγίσεις μεταξύ θεολόγων ή ακόμα και μητροπολιτών για το εν λόγω ζήτημα, οι οποίες αφορούν τον βαθμό και τα όρια συνδιαλλαγής της Εκκλησίας με μία κοινωνική εξέλιξη που αυτονομείται από τις σταθερές του νοήματός της.
Μ.Ρ.
Πολύ ωραία η ανάλυσή σας αλλά το συμπέρασμα στο τέλος αφήνει να εννοηθεί ότι για την Εκκλησία και τον διαχρονικό Λόγο του Θεού, υπάρχει κάτι τόσο νέο που ο Λόγος του Θεού δεν προνόησε να τοποθετηθεί. Αυτό δεν ισχύει. Η αυθεντία του Θεού Λόγου, και του Αγίου Πνεύματος εκφραζόμενη από το κατά τον Αγ. Ιωάννη Χρυσόστομο στόμα του Χριστού τον Απ. Παύλο, ξεκάθαρα καταδικάζει την πρακτική ως οδηγούσα με μαθηματική ακρίβεια στην κόλαση (μαζί με τη μοιχεία κλπ). Αυτό δεν θέλει πολύ μυαλό ούτε πολύπλοκους συλλογισμούς να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι η αναγνώριση οποιουδήποτε προτύπου οικογένειας από νόμο της πολιτείας και ακόμη χειρότερα η αναγνώριση δικαιώματος υιοθεσίας , μεταξύ όλων των άλλων προβλημάτων που δημιουργεί εμμέσως δημιουργεί και στα παιδιά και την κοινωνία εν γένει την εντύπωση ενός ισότιμου μοντέλου οικογένειας σε κάτι που ο ίδιος ο Θεός (Υιός και Λόγος του Θεού και επομένως η Αγία Τριάδα αφού δεν αυτονομεί κανένα πρόσωπο) έχει καταδικάσει με έργα (καταστροφή Σοδόμων) και με το Λόγο Του. Άρα δεν μπορεί παρά να είναι εντελώς ξεκάθαρο ότι η επιχειρούμενη από τον προηγούμενο αιώνα αναγνώριση της ομοφυλοφιλίας ως σεξουαλικής ταυτότητας ή οποιαδήποτε άλλη προσπάθεια, δεν μπορεί να αλλάξει τη στάση της Εκκλησίας που ως μητέρα θέλει να αποτρέψει από το να αναγνωρίσει αμέσως ή εμμέσως μια πρακτική-σχέση ή ακόμη και “ταυτότητα” ως κάτι το εντάξει, αφού ξεκάθαρα ο ίσιος ο Θεός έχει εκφραστεί επ’ αυτού ότι καταστρέφει το αγαπημένο πλάσμα Του. Με την αντίθεση αυτή η Εκκλησία προστατεύει και τα άκρως μιμητικά όντα τα παιδιά από το να θεωρήσουν ότι οι μεγάλοι αυτό το έχουν για μια ακόμη ταυτότητα ή επιλογή. Άρα η στάση της Εκκλησίας είναι και πρέπει να είναι ξεκάθαρη απέναντι στην πρακτική και ταυτότητα ενώ να τονίζει πάντοτε τον διαχωρισμό της καταδίκης της πρακτικής από την καταδίκη των ανθρώπων που μεμονωμένα αποτελούν αγαπημένα αν και άρρωστα τέκνα Της τα οποία διακαώς θέλει να αγκαλιάσει και θεραπεύσει και με την αντίρρησή της Αυτή επιδεικνύει τη ΜΕΓΙΣΤΗ ΑΓΑΠΗ προς αυτά όπως μια μητέρα λέει σταθερό ΟΧΙ από αγάπη στα παιδιά της. Οποιαδήποτε πολιτικάντικη ή διπλωματική τακτική της διοικούσας εκκλησίας είναι προφανώς καταδικαστέα εάν γίνει και από όποιους γίνεται.