Η προσωπικότης του Αγίου Δαμασκηνού του Στουδίτου, Επισκόπου Λητής και Ρεντίνης όπως ανιχνεύεται στα συγγράμματά του
π. Ειρηναίος Δεληδήμος – 25/05/2015 – ΠΕΜΠΤΟΥΣΙΑ (πρώτο και δεύτερο μέρος)
Πηγή: Ορθόδοξα Μηνύματα· Περιοδική Έκδοσις Ιεράς Μητροπόλεως Λαγκαδά, Λητής και Ρεντίνης, Έτος Ε’, Τεύχος 14ον, σελ. 10-11, Σεπτέμβριος 2014-Ιανουάριος 2015.
Είναι εκπληκτικό ότι υπήρξε γενική η εκ μέρους των συγχρόνων του μεγάλη εκτίμηση προς το πρόσωπο του Δαμασκηνού. Στον ανώτατο βαθμό εκφράστηκε με την αναγνώριση της αξίας του και την εμπιστοσύνη προς την ηθική του ακεραιότητα εκ μέρους των Οικουμενικών Πατριαρχών Μητροφάνους Γ΄ (1565-1572) και Ιερεμία Β’ του Τρανού (1572 -1579, α΄ πατριαρχία).
Ο Πατριάρχης Μητροφάνης Γ’, ο οποίο ήταν ο ίδιος πολύ μορφωμένος (ο Γερμανός Στέφανος Γέρλαχ τον ονομάζει: «ο λογιώτατος των Ελλήνων») έτρεφε τόση εκτίμηση και εμπιστοσύνη προς τον Δαμασκηνό, ώστε ανέθεσε σ’αυτόν, τον επίσκοπο της μικρής επισκοπής Λιτής και Ρενδίνης, και όχι σε κάποιον από τους αρχιερείς των μεγάλων μητροπόλεων, το δύσκολο έργο να επισκεφθεί ως «Πατριαρχικός έξαρχος» την Ορθόδοξη Εκκλησία της Μικράς Ρωσίας. Κατ’ αντίθεση προς τη λεγάμενη «Μεγάλη Ρωσία», δηλαδή την αυτοκρατορία των Ορθοδόξων Τσάρων της Μόσχας, η «Μικρά Ρωσία», περιλαμβάνουσα την Ουκρανία και την Λευκορωσία, βρισκόταν τότε υπό την κυριαρχία του Ρωμαιοκαθολικού βασιλέως της Πολωνίας και Λιθουανίας Σιγισμούνδου Β’ (1544-1572), πράγμα που δημιουργούσε μεγάλα προβλήματα στους εκεί κατοικούντες πολυαρίθμους Ορθοδόξους Χριστιανούς. Εκκλησιαστικώς ήταν οργανωμένοι σε μια αυτόνομη εκκλησία με αρχιεπίσκοπο τον μητροπολίτη Κιέβου και άλλες 7 επισκοπές και υπήγοντο κανονικώς στη δικαιοδοσία του πατριαρχείου της Κωνσταντινουπόλεως, κατ’ αντίθεση προς την Εκκλησία της Μόσχας, που είχε ανακηρυχθεί μόνη της αυτοκέφαλη, μετά την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως από τους Τούρκους.
Σ’ αυτή, λοιπόν, την τόσο μεγάλη (πιθανώς με 4 εκατομμύρια πιστούς), αλλά και τόσο δοκιμαζόμενη Ορθόδοξη Εκκλησία της Μικράς Ρωσίας επεστάλη ως έξαρχος του Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως ο επίσκοπος Λιτής και Ρενδίνης Δαμασκηνός. Δεν γνωρίζουμε εάν κατόρθωσε να λύσει κάποια από τα εκεί προβλήματα ή αν συνάντησε μόνο αδιέξοδα. Όμως η επιλογή του ως του πλέον κατάλληλου για μια τόσο σοβαρή αποστολή αποδεικνύει ολοφάνερα τη βαθειά εκτίμηση του Πατριάρχη Μητροφάνη Γ’ προς αυτόν.
Όπως ήταν φυσικό, ακόμη μεγαλύτερη εκτίμηση προς τον Δαμασκηνό έτρεφε ο επόμενος πατριάρχης Ιερεμίας Β’, ο οποίος υπήρξε μαθητής του, όπως αναφέρθηκε ήδη. Την πλήρη εμπιστοσύνη προς τον άλλοτε διδάσκαλό του απέδειξε με την πρωτοφανή πράξη του να διορίσει τον Δαμασκηνό, αν και ήταν μόνο επίσκοπος και όχι μητροπολίτης, ως τοποτηρητή της αρχιεπισκοπής Κωνσταντινουπόλεως κατά την διάρκεια της απουσίας του σε πατριαρχική περιοδεία στις μητροπόλεις του χώρου, όπου εκτείνεται η σημερινή Ελλάς, από την 19η Οκτωβρίου του 1573 μέχρι τον Ιούλιο του 1574. Μετά δε την επάνοδό του στην Κωνσταντινούπολη, ο πατριάρχης Ιερεμίας Β’ με συνοδική απόφαση προήγαγε τον Δαμασκηνό σε μητροπολίτη Ναυπάκτου και Άρτης, μιάς μεγάλης και πολυάνθρωπης μητροπόλεως με 4 υποκείμενες επισκοπές, που κατελάμβανε όλη την έκταση των σημερινών νομών Αιτωλοακαρνανίας, Άρτης και Πρεβέζης. Στην Ναύπακτο εκοιμήθη οσίως ο Δαμασκηνός και ετάφη το έτος 1577. Ο λόγιος ιεροδιάκονος Συμεών ο Καβάσιλας από την Άρτα θρήνησε τότε για τον θάνατό του, θεωρώντας τον βαρύ πλήγμα για την Ελληνική παιδεία («Ελλήνων την σοφίαν βαρύς ώλεσεν αιών»),
Τον γενικό θαυμασμό προς την αρετή και τη μόρφωση του Δαμασκηνού κατέγραψε και ο πολυμαθής και πολύγλωσσος Γερμανός θεολόγος Στέφαν Γέρλαχ, που υπηρετούσε τα χρόνια εκείνα στην Κωνσταντινούπολη ως ιεροκήρυξ και εφημέριος στη Γερμανική Πρεσβεία. Ως προς τη μόρφωσή του Δαμασκηνού αναφέρει στο «Ημερολόγιό» του (Tagebuch, σ.119) «ότι οι ίδιοι οι Έλληνες κληρικοί τρεις θεωρούσαν πραγματικά λόγιους: τον μητροπολίτη Τορνόβου Αρσένιο, τον μητροπολίτη Ναυπάκτου και Άρτης Δαμασκηνό, και τον ιερομόναχο Ματθαίο (τον Κρητικό)». Αν όμως, ως προς τη μόρφωση ο Δαμασκηνός κατατασσόταν μεταξύ των τριών πρώτων, ως προς την αρετή κατατασσόταν πρώτος, υπεράνω όλων των άλλων, στη συνείδηση των κληρικών και λαϊκών. Γράφει, λοιπόν, πάλι ο Γέρλαχ (Tagebuch, σ.60), ότι «περισσότερο απ’ όλους τους άλλους επαινείται ο επίσκοπος Δαμασκηνός της Ρενδίνης για τη συνδυασμένη με τη μόρφωσή του ιδιαίτερη ταπείνωση, την ολιγαρκεία και άλλες αρετές του».
Αλλά τόσο τη μεγάλη μόρφωση του Δαμασκηνού, όσο και τις ιδιαίτερες αρετές του, αποκαλύπτουν και τα ίδια τα συγγράμματά του, κατ’ εξοχήν δε το γνωστότερο απ’ όλα, ο «Θησαυρός», ο οποίος όχι μόνο κατέστη αγαπητό ανάγνωσμα των Ελλήνων Ορθοδόξων με πολυάριθμες εκδόσεις του, μεταξύ των οποίων και μία σε τουρκική μετάφραση (καραμανλίδικη) χάριν των τουρκοφώνων Ελλήνων, αλλά διεδόθη και στους άλλους Ορθοδόξους με σέρβικες, ρωσικές και βουλγαρικές μεταφράσεις.
Μεταξύ των συγγραμμάτων τα οποία δεν περιορίζονται μόνο σε θεολογικά, εκκλησιαστικά και ηθικά θέματα, αλλά επεκτείνονται και σε φυσικές επιστήμες, βεβαίως με τις λιγοστές γνώσεις της εποχής εκείνης είναι και ένα ζωολογικό, η «Φυσιολογία νέα», στηριζόμενη στον Αριστοτέλη και άλλους παλαιούς σοφούς, ένα μετεωρολογικό, «Προγνωστικά σημεία περί βροχής, ανέμου κ.λ.π.», και ένα αστρονομικό περί υπολογισμού του Πάσχα, που συμπληρώνει τα πασχάλια κανόνια του Μιχαήλ Χρυσοκόκκη. Από αυτά τα συγγράμματα διαπιστώνεται όχι μόνο η πολυμάθεια και η ευρύτητα των ενδιαφερόντων του Δαμασκηνού, αλλά και ο πόθος του να διαδώσει όλες αυτές τις γνώσεις και στους άλλους, αφού όλα αυτά τα γράφει σε απλή γλώσσα, για να γίνουν κατανοητά στους πολλούς.

Τα έργα του οσίου Δαμασκηνού Στουδίτη
Γνωρίζουμε πόσο απασχόλησε τη νεώτερη Ελλάδα το περίφημο γλωσσικό ζήτημα με τους καθαρευουσιάνους και τους δημοτικιστές να συγκροτούν αντίπαλα στρατόπεδα χωριζόμενα από βαθύ αμοιβαίο μίσος και αντιπαλότητα. Στην προσωπικότητα και το έργο του Δαμασκηνού βλέπουμε την αρμονική συνύπαρξη των διαφόρων γλωσσικών εκφράσεων, με ταυτόχρονη αγάπη προς την αρχαία Ελληνική αλλά και προς τη γλώσσα του αγράμματου Ελληνικού λαού της εποχής του. Παράδειγμα οι σωζόμενες 13 επιστολές του προς διαφόρους που είναι γραμμένες σε θαυμάσια αττική διάλεκτο, αληθινά αριστουργήματα αρχαιοελληνικής λογοτεχνίας. Ένα τέτοιο κείμενο, σε αρχαία ελληνική, είναι και ο σύντομος πρόλογος στο βιβλίο «Θησαυρός», όπου εξηγεί, ότι έγραψε τα κείμενα των ομιλιών του όχι σύμφωνα με τους κανόνες της ορθογραφίας και της ρητορικής τέχνης, αλλά με σκοπό να καταστούν «εύληπτα» στους αναγνώστες με απλές έννοιες και σαφήνεια.

Βλέπουμε, στο βιβλίο «Θησαυρός» να αρχίζει ο Δαμασκηνός με ένα πρόλογο «Τοίς εντευξομένοις» γραμμένο σε αρχαία αττική διάλεκτο, να συνεχίζει με τις πολυάριθμες ομιλίες του σε δημώδη ελληνική, στην απλή γλώσσα που μιλούσε τότε ο λαός και συγκεκριμένα στη διάλεκτο που επικρατούσε στην Κωνσταντινούπολη και στη Θεσσαλονίκη και να τελειώνει το βιβλίο με μια απρόσμενη έκπληξη: με ένα ποίημα δικό του για την Κοίμηση της Θεοτόκου, γραμμένο στην γλώσσα του Ομήρου: «Εύτε Θεού Μήτηρ κλεινή Μαρία βιοδώτου ημελεν εκ γαίης εις πόλον επτάμεναι». «Όταν η Μήτηρ του Θεού η ένδοξη Μαρία έμελλε να πετάξει από την ξωοδότειρα γη (βιοδώτου εκ γαίης) στον ουρανό (εις πόλον)», είναι οι δύο πρώτοι στίχοι από το εκτενές (123 στίχων) ποίημα.
Ο Δαμασκηνός, όχι μόνο αγαπούσε την αρχαία ελληνική των Ελλήνων σοφών, της Αγίας Γραφής, των Πατέρων της Εκκλησίας, όχι μόνο έγραφε άνετα σ’ αυτή, αλλά και αγαπούσε την πολύ δυσκολώτερη ομηρική γλώσσα και είχε την ικανότητα να γράφει σ’ αυτήν και να συντάσσει ποιήματα σ’αυτήν! Με μια τέτοια φιλολογική κατάρτιση και λογοτεχνική ικανότητα στο πεδίο της αρχαίας αττικής αλλά και ομηρικής γλώσσας, θα περίμενε κανείς να περιφρονεί την άκομψη και ταπεινή γλώσσα του αγράμματου λαού. Όμως όχι! Η αγάπη του προς τον λαό του Θεού, που κάτω από την Τουρκική εξουσία με υπομονή και αγώνες κρατούσε την Ορθόδοξη Χριστιανική πίστη, η αγάπη, λοιπόν, του Δαμασκηνού προς τον δοκιμαζόμενο λαό του, τον έκανε να υπερβαίνει την αγάπη προς την υπέροχη αρχαία Ελληνική, και να γράφει στην απλή γλώσσα, που κατανοούσε ο απλός λαός, ώστε να τον στηρίξει στους αγώνες του και να τον διαφωτίζει στην άγνοιά του. Και πέτυχε στον σκοπό αυτό, όπως αποδεικύεται από την καταπληκτική διάδοση του «Θησαυρού» και την ευεργετική επίδρασή του στις ψυχές των απλών ανθρώπων.
Ας κλείσουμε τον λόγο με λίγες παρατηρήσεις σε κάποια κείμενα από τις ομιλίες, που αποκαλύπτουν τις ηθικές ευαισθησίες του Αγίου και τις θεολογικές τοποθετήσεις του.
Είχε πεθάνει κάποιος άρχοντας στην Πόλη, ίσως από τις οικογένειες των Παλαιολόγων, των Καντακουζηνών ή των Ράλληδων. Έκαναν το λάθος να καλέσουν στην κηδεία να μιλήσει ο υποδιάκονος Δαμασκηνός ο Στουδίτης. Προφανώς περίμεναν να πλέξει εγκώμια στον πλούσιο θανόντα, όπως συνηθιζόταν και όπως εξακολουθεί να συνηθίζεται και σήμερα σε παρόμοιες περιπτώσεις. Όμως ο Δαμασκηνός στην ομιλία του (Λόγος IB’ Περί του μή σφοδρώς θρηνείν τους τελευτώντας), προφανώς τους κατέπληξε. Αντί εγκωμίων, άκουσαν να επικρίνει τις απρέπειες των θρηνωδιών (ίσως είχαν καλέσει και πληρωμένες μοιρολογίστρες) και να μιλάει για τη ματαιότητα του πλούτου: «που των αρχόντων η υπερηφάνεια; που των πλουσίων η ανελεημοσύνη; που των αρχόντων η προσωποληψία;». Ο άγιος ενδιαφερόταν να παρουσιάσει το σωστό και δίκαιο και σύμφωνα με τη Χριστιανική πίστη, όχι να κολακεύσει τους «ένδοξους της γης». Αυτό μας δείχνει μια αξιοπρόσεκτη πλευρά του χαρακτήρα του.
Η τελευταία από τις ομιλίες του «Θησαυρού» είναι η «Παραίνεσις προς μοναχούς τους θέλοντας σωθήναι». Σ’αυτή βλέπουμε να παρουσιάζει το ιδεώδες του μοναχισμού, όπως βιώνεται στο μοναχικό κοινόβιο. Ο τρόπος με τον οποίο περιγράφει τον πραγματικό μοναχισμό της Ορθοδόξου παραδόσεως, αποκαλύπτει και τον τρόπο με τον οποίο ο ίδιος έζησε ως μοναχός και συνέχισε να ζεί ως επίσκοπος. Δεν είναι, λοιπόν, θαυμαστό ότι οι άλλοι θαύμαζαν την ενάρετη και ασκητική ζωή του, όπως την περιγράφει με άκρα συντομία ο Στέφανος Γέρλαχ.
Ως προς το θεολογικό περιεχόμενο των ομιλιών, ας μείνουμε μόνο στο περιεχόμενο της ομιλίας εις την Μεταμόρφωσιν (Λόγος ΙΑ’). Θα δούμε εκεί να εκθέτει με απλό τρόπο την Ορθόδοξη διδασκαλία περί του ακτίστου φωτός και να αναιρεί τη διδασκαλία του Βαρλαάμ του Καλαβρού. Και θα δούμε επίσης να δίνει απαντήσεις στα διάφορα ερωτήματα πολύ απλές και καθαρές. Π.χ. στο ερώτημα, «πόθεν εγνώρισαν οι απόστολοι ότι είναι ο Μωυσής και ο Ηλίας;» απαντάει ότι τους εγνώρισαν από τα λόγια, που έλεγαν προς τον Χριστό κατά την ώρα της Μεταμορφώσεως. Ας συγκρίνουμε την απλή και λογική αυτή απάντηση προς τις προσπάθειες του μεγάλου Γάλλου θεολόγου Φιγιόν (Fillion) που υποθέτει ότι τους αναγνώρισαν από την εξωτερική εμφάνισή τους, και συγκεκριμένα για τον Ηλία ότι ίσως είχε εμφανισθεί επί πυρίνου άρματος!