Κείμενα & επιλογή υλικού: Γιάννης Παπαθεοδώρου – ΣΕΛΙΔΟΔΕΙΚΤΕΣ
Στην ενότητα παρουσιάζονται συνοπτικά οι πρόσφατες θεωρητικές συζητήσεις για την έννοια του λογοτεχνικού κανόνα, ενώ παράλληλα αναδεικνύονται οι σταθμοί και οι τομές του νεοελληνικού λογοτεχνικού κανόνα, στη διάρκεια του 19ου και του 20ού αιώνα. Αναδεικνύεται η πορεία από τη θεσμική κατοχύρωση στη διεύρυνση του λογοτεχνικού κανόνα, με παράλληλες αναφορές στις κριτικές προσεγγίσεις γύρω από την αναθεώρησή του. Τα τελευταία χρόνια, μάλιστα, κυρίως στο επίπεδο των φιλολογικών μελετών, παρατηρείται μια στροφή σε αποσιωπημένες μορφές και λησμονημένα έργα του λογοτεχνικού παρελθόντος, είτε με την έμφαση στην έμφυλη διάσταση (π.χ. γυναίκες συγγραφείς) είτε σε νέα πεδία έρευνας (λογοτεχνικά περιοδικά και εφημερίδες), είτε ακόμη και σε νέα υποκείμενα της γραφής και της ανάγνωσης (π.χ. ιστορία του βιβλίου, «συνδρομητές» βιβλίων). Κεντρικό επιχείρημα της ενότητας είναι η μεταβλητή σχέση των κριτικών, των αναγνωστών αλλά και των μελετητών με το λογοτεχνικό παρελθόν και η αντιμετώπιση του λογοτεχνικού κανόνα ως ένα διαλογικό πεδίο, στο οποίο μετέχουν θεσμοί (εκπαίδευση), πολιτισμικές πρακτικές (λογοτεχνική κριτική), επιστημονικοί κλάδοι (Λογοτεχνικές Σπουδές), ερμηνευτικές κοινότητες και επικοινωνιακά δίκτυα της δημόσιας σφαίρας (Μ.Μ.Ε., διαδίκτυο κλπ.) Αυτό, επομένως, που ενδιαφέρει δεν είναι πλέον ο ένας, μοναδικός και «επίσημος» λογοτεχνικός κανόνας ούτε οι πολλοί και «εναλλακτικοί» κανόνες αλλά η ίδια η «διαδικασία κανονικοποίησης»: ο τρόπος με τον οποίο τα κείμενα και οι συγγραφείς εντάσσονται, κάθε φορά, μέσα σε διαφορετικά αξιακά συστήματα, κριτικές αποτιμήσεις και αναγνωστικές ανταποκρίσεις, που οδηγούν σε συγκεκριμένες πολιτισμικές ιεραρχήσεις.
Από τον κανόνα στους κανόνες
Το 1994, ο διακεκριμένος ακαδημαϊκός και φιλόλογος Harold Bloom δημοσίευσε το θεμελιώδες βιβλίο του The Western Canon: The Books and School of the Ages. Το βιβλίο, μια συνειδητή και μάλλον ηρωική υπεράσπιση του «δυτικού λογοτεχνικού κανόνα», συνοδευμένη με λίστες «μεγάλων» έργων και συγγραφέων, προκάλεσε πληθώρα συζητήσεων και κριτικών διαμαχών, καθώς έμοιαζε όχι μόνο να επικυρώνει τη διαχρονική αξία των προτεινόμενων λογοτεχνικών έργων, αλλά και να αντιπαρατίθεται μαχητικά με ορισμένα σύγχρονα θεωρητικά ρεύματα, που είχαν καλλιεργήσει συστηματικά την καχυποψία ή ακόμη και τη μνησίκακη άρνηση απέναντι στον «δυτικό κανόνα». Το βιβλίο έγινε best-seller, ενώ ταυτόχρονα ανέδειξε μια σειρά από συγκρουσιακά επιχειρήματα γύρω από την έννοια της λογοτεχνικής αξίας, την αυθεντία των «κλασικών» κειμένων, το πολιτισμικό κεφάλαιο της δυτικής λογοτεχνίας, τη θεσμική κατοχύρωση και παρουσία μιας ορισμένης γραμματείας μέσα στη σύγχρονη κουλτούρα.
Το βιβλίο του Bloom ήταν προκλητικά «παραδοσιακό», διατηρώντας παράλληλα εκλεκτικές συγγένειες με μια ορισμένη διανοητική γραμμή του 20ού αιώνα. Ήδη από το 1946, άλλωστε, η Μίμησις του Erich Auerbach (ΜΙΕΤ 2005) είχε ανοίξει τον δρόμο για μια συνολική και στοχαστική «επίσκεψη» στον δυτικό λογοτεχνικό κανόνα, μετά τη βαρβαρότητα του ναζισμού και τη σκληρή δοκιμασία των ουμανιστικών αξιών, κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Στην ίδια κατεύθυνση, αλλά μέσα σε εντελώς διαφορετικά συμφραζόμενα, ο Bloom επιχειρούσε στο βιβλίο του να «επιστρέψει» σε αυτές τις ανθρωπιστικές αξίες, προτείνοντας είκοσι έξι μεγάλους συγγραφείς που ο επαρκής αναγνώστης πρέπει οπωσδήποτε να διαβάσει στη διάρκεια της ζωής του, και συντάσσοντας έναν κατάλογο με «οδηγίες χρήσεως» για την ανάγνωση των «κλασικών» του δυτικού κανόνα. Εκτός από τον πανταχού παρόντα Shakespeare, στο έργο του Bloom συναντάμε τα ονόματα του Dante, του Cervantes, του Goethe, του Whitman, της Dickinson, του Proust, του Joyce, της Woolf, του Kafka και άλλους σπουδαίους συγγραφείς.
Αναμφισβήτητα, το βιβλίο του Bloom ήταν ένα τυπικό δείγμα των «πολιτισμικών πολέμων» της δεκαετίας του ’90, όταν η έννοια του λογοτεχνικού κανόνα επανήλθε στο προσκήνιο μέσα από πολλαπλές αναθεωρήσεις. Ήδη από τη δεκαετία του ’80, άλλωστε, πολλά θεωρητικά ρεύματα των Λογοτεχνικών Σπουδών (μαρξιστική κριτική, φεμινιστική κριτική, μετα-αποικιακή κριτική, αποδόμηση, Νέος Ιστορικισμός) είχαν αμφισβητήσει τη συγκρότηση του δυτικού λογοτεχνικού κανόνα, αναδεικνύοντας κυρίως τους αποκλεισμούς γύρω από ζητήματα φύλου, τάξης, φυλής αλλά και ευρύτερης πολιτισμικής ιεραρχίας. Αναλύοντας τον λογοτεχνικό κανόνα ως μια ακόμη διανοητική κατασκευή που αναπαράγει το δίπολο γνώσης-εξουσίας, τα θεωρητικά ρεύματα του μεταδομισμού έδωσαν έμφαση στη θεσμική του συγκρότηση, στις πολιτικές επιπλοκές και στις ιδεολογικές χρήσεις του. Ο «δυτικός κανόνας» θεωρήθηκε σαν ένα γραμματειακό «σώμα αυθεντίας» που δεσμευόταν από στερεότυπα και προκαταλήψεις, τα οποία έμοιαζαν είτε ξεπερασμένα είτε επικίνδυνα, από μια ορισμένη σκοπιά της «πολιτικής ορθότητας». Σταδιακά, η εικόνα του δυτικού «λευκού άνδρα συγγραφέα» ως ηγεμονικού υποκειμένου του λογοτεχνικού κανόνα άρχισε να κλονίζεται, δίνοντας τη θέση της είτε σε πολλούς εναλλακτικούς «κανόνες» είτε σε μια «μη κανονική» νέα ανάγνωση και ερμηνεία του «μεγάλου» κανόνα.
Διάλογος με το παρελθόν και το παρόν
Αναμφισβήτητα, η «διεύρυνση του κανόνα» ήταν μια διαδικασία «εκδημοκρατισμού», που εμπεριείχε, ωστόσο, ταυτόχρονα και το τίμημα του «πολιτισμικού σχετικισμού». Η ανακάλυψη (ή, συχνά, και η επινόηση) μιας διαφορετικής ιεραρχίας προσώπων και έργων οδήγησε σε νέους πληθωρικούς καταλόγους συγγραφέων και έργων, στους οποίους πρωταγωνιστούσε περισσότερο η έννοια της εκπροσώπησης ομάδων και ειδικών ενδιαφερόντων παρά η έννοια μιας καθολικά αναγνωρισμένης λογοτεχνικής αξίας. Απέναντι σε αυτό το φαινόμενο, το βιβλίο του Harold Bloom (The Western Canon: The Books and School of the Ages, 1994) έμοιαζε να είναι μια ισχυρή αντίδραση απέναντι στο νέο παράδειγμα, αλλά ήταν ταυτόχρονα και μια στοχαστική πρόκληση γύρω από το πολιτισμικό κεφάλαιο της «μεγάλης λογοτεχνίας». Στο κέντρο του προβληματισμού του, άλλωστε, δεν ήταν απλώς η αναφορά στα «μεγάλα έργα», αλλά ο ίδιος ο πυρήνας του λογοτεχνικού κανόνα: πώς διαμορφώνεται η ιστορική σχέση του λογοτεχνικού παρελθόντος με το παρόν; Τί σηματοδοτεί αυτή η σχέση για τις αναγνωστικές μας πρακτικές; Πόσο επηρεάζει η σχέση αυτή την αναγνώριση όχι μόνο της ετερότητας αλλά και την ίδια τη σχέση με τον εαυτό μας;
Αυτό που έδειξε ξεκάθαρα το βιβλίο του Bloom είναι πως το ζήτημα του κανόνα δεν εξαντλείται απλώς στο θέμα της κατασκευής του, ούτε στα προβλήματα συμπερίληψης ή αποκλεισμού ορισμένων συγγραφέων και έργων. Ο λογοτεχνικός κανόνας είναι ένα δυναμικό πεδίο διαλόγου με το ίδιο το παρελθόν και το παρόν μας. Είναι προφανές πως μέσα σε αυτό το διαλογικό πεδίο μετέχουν θεσμοί (εκπαίδευση), πολιτισμικές πρακτικές (λογοτεχνική κριτική), επιστημονικοί κλάδοι (Λογοτεχνικές Σπουδές), ερμηνευτικές κοινότητες και επικοινωνιακά δίκτυα της δημόσιας σφαίρας (ΜΜΕ, διαδίκτυο κλπ.). Σε κάθε περίπτωση, πρόκειται για ένα πολυσυστημικό πεδίο, που, παρ’ ότι φαινομενικά προβάλλει τη σταθερότητα του, διακρίνεται για τις ρήξεις και τις συνέχειες στην ιστορική του διαμόρφωση.
Η διαμάχη για την «εθνική ποίηση» στον 19ο αιώνα
Μπορούμε να επισκεφτούμε τον νεοελληνικό λογοτεχνικό κανόνα, περιγράφοντας τους κεντρικούς σταθμούς της διαμόρφωσής του. Η παρουσίαση αυτή δεν διεκδικεί να είναι ένα συνολικό γραμματολογικό σχήμα αλλά μια ιστορική περιδιάβαση, που αναδεικνύει κυρίως τα μοντέλα των πολιτισμικών μεταβολών στο εσωτερικό του κανόνα. Τις απαρχές του θα πρέπει να τις αναζητήσουμε στον 19ο αιώνα, όταν το νεοσύστατο έθνος-κράτος επεξεργάζεται την ταυτότητά του με τα υλικά της «εθνικής ποίησης». Όπως παρατηρεί ο Δημήτρης Τζιόβας,
Η έννοια του εθνικού ποιητή ανέκυψε μαζί με τον εθνικισμό στα τέλη του 18ου και στις αρχές του 19ου αιώνα, επιβεβαιώνοντας το στενό δεσμό ανάμεσα στη λογοτεχνία και τον πόθο για εθνική χειραφέτηση ή ενοποίηση την περίοδο αυτή.
Η «αξίωση του εθνικού προσδιορισμού» (Μητσού 2005, 15) και το μεγαλοϊδεατικό «όνειρο της ολομελείας» (Δημαράς 1994, 346) αποτελεί συστατικό στοιχείο της «νέας εθνικής ποίησης», σε όλη τη διάρκεια της πρώτης πεντηκονταετίας του νεοσύστατου έθνους-κράτους.
Ειδικότερα για την ποίηση και τη στιχουργική έκφραση, θα μπορούσαμε να πούμε πως, στην περίοδο που εξετάζουμε, παρουσιάζει μια προνομιακή σχέση με την επίτευξη των πολιτικών στόχων. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, πως η πρώτη απόπειρα για την αποτύπωση του νεοελληνικού λογοτεχνικού κανόνα εντοπίζεται στην έμμετρη Επιστολή προς τον Βασιλέα της Ελλάδος Όθωνα του Αλέξανδρου Σούτσου:
Εις τον ωραίον Βόσπορον, εις της Τρυφής τα στήθη,η ποίησις της νέας μας Ελλάδος εγεννήθη.Εκεί ο Αθανάσιος ο νέος Ανακρέων,ωραία πρώτος έψαλε τα κάλλη των ωραίων·
[…]
Ο Κάλβος και ο Σολωμός, ωδοποιοί μεγάλοι,κι οι δύο παρημέλησαν της γλώσσης μας τα κάλλη·ιδέαι όμως πλούσιαι, πτωχά ενδεδυμέναι,δεν είναι δι’ αιώνιον ζωήν προωρισμέναι.
Η ποίησίς μας έλαβε και νεύρα κι ευγλωττίανστου Οδοιπόρου την λαμπράν και τραγικήν μανίαν.
Λίγες δεκαετίες αργότερα, η κριτική διαμάχη Πολυλά-Ζαμπέλιου γύρω από το έργο του Σολωμού δείχνει ξεκάθαρα πως οι «κανόνες της «εθνικής ποίησης» διχάζουν τη λογιοσύνη. Στην Ελλάδα των ρομαντικών χρόνων, το αίτημα για την ύπαρξη και τη συμβολική λειτουργία ενός «εθνικού ποιητή» εκφράστηκε με έναν αρκετά ιδιαίτερο τρόπο: από τη μια μεριά, με την καταχρηστική απονομή του τίτλου σε διάφορους ελάσσονες ποιητές· από την άλλη μεριά, με την ανταγωνιστική διαδικασία «εθνικοποίησης» του Διονυσίου Σολωμού και του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη. Και αυτό συμβαίνει, επειδή τελικά πίσω από την ανακήρυξη των συγκεκριμένων «εθνικών ποιητών», μπορούμε να εντοπίσουμε, όπως υποστηρίζει ο Γιώργος Βελουδής (2004, 181), τη ρητή διαφοροποίηση «δύο ανταγωνιστικών πολιτισμικών και ιδεολογικών “προτάσεων”».
Η πρώτη «πρόταση», ή καλύτερα, το πρώτο «παράδειγμα» που εμφανίζεται στην ιδρυτική φάση της νεοελληνικής «εθνικής ποίησης», έχει ως εκφραστή τον Σολωμό, εγγράφεται μέσα στην πολιτισμική γεωγραφία της «επτανησιακής Δύσης», λειτουργεί κατ’ αναλογία του νεωτερικού ευρωπαϊκού αιτήματος της «εθνικής ποίησης» και της «εθνικής λογοτεχνίας» (ο Γ. Βελουδής παρατηρεί πως στην Ελλάδα η αναλογία αυτή διαμορφώνεται με βάση τη δεξίωση του ειδικού παραδείγματος της εθνικής λογοτεχνίας της Γερμανίας — Nationalliteratur· 2004, 180), χρησιμοποιεί τη δημοτική γλώσσα για την «υψηλή» λογοτεχνία και συνδέεται τόσο με το ρομαντικό πρόταγμα της απελευθέρωσης της ανθρώπινης φύσης όσο και με το πολιτικό πρόταγμα της εθνικής ανεξαρτησίας (Τζιόβας 2005, 28-29). Το δεύτερο παράδειγμα θα έχει ως κύριο (αλλά όχι αποκλειστικό) εκφραστή τον Αριστοτέλη Βαλαωρίτη, η κεντρική παρουσία του οποίου, πάντως, στα κρίσιμο τρίτο τέταρτο του 19ου αιώνα (1850-1879), προϋποθέτει την πρώιμη «αντισολωμική συμμαχία» ανάμεσα στους φαναριώτες αθηναίους ρομαντικούς (η περίπτωση των Σούτσων) με τον επτανήσιο «ιστοριονόμο» Σπυρίδωνα Ζαμπέλιο (διαμάχη με τον Πολυλά 1859-1860). Λίγα χρόνια, αργότερα, το 1879, στη νεκρολογία του Ροΐδη για τον Βαλαωρίτη, περιγράφεται με πολύ χαρακτηριστικό τρόπο ο απολογισμός της σχέσης ανάμεσα στην «εθνικοποίηση» και την «κανονικοποίηση» της ποίησης:
Σήμερον δε, ότε απέθανεν ο Βαλαωρίτης και εσιώπησεν ο Παράσχος, καταγινόμενος εις την σύνταξιν του ποιητικού αυτού απολογισμού, μάτην ζητούμεν τίνα άλλον δυνάμεθα, μεθ’ οσησδήποτε συγκαταβάσεως, ν’ αναγορεύσωμεν ποιητήν. Αλλά και αυτός ο Βαλαωρίτης δύναται άρα να ονομασθή εθνικός ποιητής της παρούσης γενεάς;
Η πορεία της μυθοπλαστικής πεζογραφίας στον 19ο αιώνα
Μέσα στον 19ο αιώνα, δίπλα και παράλληλα με το συμβολικό κύρος της ποίησης, ξεκινά με αργά αλλά αντιφατικά βήματα η λογοτεχνική παραγωγή της εντόπιας μυθοπλαστικής αφηγηματικής πεζογραφίας και ειδικότερα του νέου ελληνικού μυθιστορήματος. Ο Πάνος Μουλλάς σημειώνει:
Στη μετεπανεστατική Ελλάδα το μυθιστόρημα (αν όχι και ολόκληρη η δημιουργική πεζογραφία) παραμένει είδος μετέωρο. Τι χρειάζεται και επείγει; Είναι ευνόητο: η μεταστροφή της άρνησης ή της δυσπιστίας σε ανοχή. Θα μπορούσαμε, ακριβέστερα, να μιλάμε για μια διαδικασία νομιμοποίησης, εννοώντας την ένταξη του μυθιστορήματος σ’ ένα σύνολο θεμιτών και στόχων και ιδεολογικών λειτουργιών.
Ποιες είναι όμως αυτές οι λειτουργίες, στις οποίες καλούνται να ανταποκριθούν οι συγγραφείς;
Το ξέρουμε ήδη από τον Κ.Θ. Δημαρά, οι λόγιοι του 19ου αιώνα δεν είναι εξειδικευμένοι συγγραφείς, είναι «παντογράφοι». «Προέκταση, άρα κάποιου έργου που ασκούν ήδη στην κοινωνία πρέπει να είναι και η επίδοσή τους στο μυθιστόρημα», συμπληρώνει, στην ίδια κατεύθυνση, ο Άλκης Αγγέλου (2000, 107). Ο συγγραφέας, επομένως, δεν είναι ένα υποκείμενο που απλώς γράφει και εκδίδει· είναι ένα πρόσωπο που παρεμβαίνει στο δημόσιο πεδίο για να ασκήσει κριτική, συχνά και για να προτείνει λύσεις. Η περίπτωση των Σούτσων, του Γρ. Παλαιολόγου, του Αλέξανδρου Ρίζου Ραγκαβή, του Παύλου Καλλιγά, του Εμμ. Ροΐδη, του Δημ. Βικέλα αλλά και πολλών άλλων συγγραφέων οδηγεί στο συμπέρασμα πως η λογοτεχνία και ιδιαίτερα το μυθιστόρημα των «ρομαντικών χρόνων» είναι πρωτίστως ένα όχημα κριτικής, ηθικής διαπαιδαγώγησης και «εθνικής αναμόρφωσης». (Για τη λειτουργία του συγγραφέα ως «εθνικού αναμορφωτή» σε διάφορα στάδια του ευρωπαϊκού μοντερνισμού βλ. Lewis 2000).
Αναμφισβήτητα, μέσα σε αυτό το πλαίσιο, οι τρεις κορυφαίες εκδηλώσεις της μυθοπλαστικής πεζογραφίας του 19ου αιώνα (Ροΐδης, Βιζυηνός, Παπαδιαμάντης) παρουσιάζουν εξαιρετικό ενδιαφέρον, ακριβώς επειδή οι λογοτεχνικές αξιώσεις του έργου τους συνδέονται με ευρύτερες κοινωνικές και πολιτισμικές διεργασίες. Ο Ροΐδης θέτει με σχεδόν απόλυτο τρόπο «το ζήτημα της πολιτισμικής αναντιστοιχίας ανάμεσα στην ελληνική και τις ευρωπαϊκές κοινωνίες» (Μουλλάς 1994, 331). Ο Βιζυηνός θα πάρει μια έκκεντρη θέση μέσα στο εθνικό φαντασιακό που, ωστόσο, θα τον οδηγήσει σε ένα ενδιαφέρον παιχνίδι υβριδικών αφηγηματικών ταυτοτήτων. Ο Παπαδιαμάντης θα κατασκευάσει έναν ενδιαφέροντα αφηγηματικό μηχανισμό αυτοβιογραφικής μνήμης και νοσταλγίας για τον κόσμο της παράδοσης. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι και οι τρεις αναγνωρίζονται σήμερα στον νεοελληνικό λογοτεχνικό κανόνα ως αφηγηματικά πρότυπα ακόμη και για την πεζογραφία του 21ου αιώνα.
Η ώρα της σύνθεσης
Το γύρισμα του 19ου αιώνα αποτελεί μια κρίσιμη καμπή για τη συγκρότηση του νεοελληνικού λογοτεχνικού κανόνα. Η ώρα της σύνθεσης έχει ήδη σημάνει. Τόσο στο γραμματολογικό έργο του Κωστή Παλαμά όσο και στο κριτικό έργο του Γρ. Ξενόπουλου εντοπίζονται συστηματικές απόπειρες για να ταξινομηθεί το λογοτεχνικό παρελθόν, αλλά και να ανακαλυφθούν οι νέες φωνές του λογοτεχνικού στερεώματος. Ο Παλαμάς αναλαμβάνει να αναδιαρθρώσει το πρότυπο του «εθνικού ποιητή» ομογενοποιώντας το τρίπτυχο Σολωμός-Κάλβος-Βαλαωρίτης κάτω από το αίτημα της «πατριωτικής ποίησης» (βλ. και Αποστολίδου 1992). Aπό την άλλη μεριά, ο Γρ. Ξενόπουλος ανακαλύπτει τον Κ.Π. Καβάφη (1903). Η ποίηση του Καβάφη, άλλωστε, θα αποτελέσει ένα μόνιμο σημείο διαλεκτικής έντασης γύρω από τον λογοτεχνικό κανόνα, καθώς οι αποκλίσεις από το παλαμικό ποιητικό παράδειγμα δημιουργούν ποικίλες αντιδράσεις. Σε ολόκληρη τη διάρκεια του μεσοπολέμου, το άτυπο δημοψήφισμα της κριτικής για το «αν είναι ή δεν είναι ποιητής ο Καβάφης» δείχνει πως ο νεοελληνικός λογοτεχνικός κανόνας κλυδωνίζεται, κάτω από την πίεση της ανανεωμένης παράδοσης. Με τον δικό τους τρόπο, ο Σικελιανός, ο Καρυωτάκης, ο Βάρναλης αλλά και οι «χαμηλές φωνές» του μεσοπολέμου σηματοδοτούν αυτή τη μετάβαση. Χωρίς να λείπουν οι περιπτώσεις συνολικής «άρνησης» της προηγούμενης λογοτεχνικής παράδοσης (Γιάννης Αποστολάκης, Η ποίηση στη ζωή μας, 1923), ο λογοτεχνικός κανόνας οργανώνεται γύρω από την κριτική και την ιστορία της λογοτεχνίας, με αναφορές που αγγίζουν όχι μόνο τη νεοελληνική λογοτεχνία αλλά και τη σύνδεσή της με τα μεγάλα ευρωπαϊκά ρεύματα της εποχής.
Η επινόηση της παράδοσης
Ο νεοελληνικός κανόνας μπαίνει σε μια νέα φάση με τη γενιά του ’30. Η «επινόηση της παράδοσης» (Μακρυγιάννης, Θεόφιλος), οι εκλεκτικές συγγένειες με ορισμένους συγγραφείς (π.χ. Κάλβος, Παπαδιαμάντης, Καβάφης) θα δημιουργήσουν την πρώτη ίσως συστηματική παγίωση του νεοελληνικού λογοτεχνικού κανόνα, στην οποία συμμετέχει τόσο η λογοτεχνική όσο και η κριτική-δοκιμιακή γραφή της γενιάς του ’30. Ξεχωριστή θέση κατέχει εδώ, η συνθετική απόπειρα του Κ.Θ. Δημαρά, με την ολοκλήρωση της Ιστορίας της νεοελληνικής λογοτεχνίας (1948). Με το έργο αυτό, ο Κ.Θ. Δημαράς αναδείχτηκε ο κατεξοχήν ιστορικός του 19ου αιώνα, ενώ παράλληλα, για πρώτη φορά, το λογοτεχνικό παρελθόν έμπαινε σε ένα πλαίσιο συμφραζομένων, γύρω από τη σχέση της λογοτεχνίας με τις ιδεολογίες και τις νοοτροπίες μιας εποχής.
Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος καθώς και ο ελληνικός εμφύλιος θα φέρει μια νέα προβληματοποίηση του λογοτεχνικού κανόνα, καθώς οι ιδεολογικές συγκρούσεις θα ευνοήσουν και τις επιλεκτικές αναγνώσεις του παρελθόντος. Ας σκεφτούμε τον Αληθινό Παλαμά (1945) του Νίκου Ζαχαριάδη, αλλά και την ευρύτερη σημασία του παλαμικού παραδείγματος στην «ποίηση της αντίστασης και της δοκιμασίας»· ας σκεφτούμε, επίσης, τη σταδιακή προσχώρηση των αριστερών ποιητών στο μοντερνιστικό πρότυπο και ας αναλογιστούμε τη δύσκολη ενσωμάτωση του Κ.Π. Καβάφη στον «αριστερό λογοτεχνικό κανόνα». Θα χρειαστεί η κεφαλαιώδης εργασία του Στρατή Τσίρκα (Ο Καβάφης και η εποχή του, 1958) για να μπει ο Καβάφης στο λογοτεχνικό σπίτι της Αριστεράς, ρίχνοντας τα τείχη των προκαταλήψεων που είχαν εγκλωβίσει την προηγούμενη κριτική σε μια μονοσήμαντη πρόσληψη του ηδονισμού του.
Στα χρόνια που θα ακολουθήσουν, η εδραίωση του κανόνα περνάει κυρίως μέσα από τους εκπαιδευτικούς θεσμούς. Η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του Ευ. Παπανούτσου (1964) αλλά και η μεταπολιτευτική μεταρρύθμιση του Γ. Ράλλη (1976) θα τροφοδοτήσει τα σχολικά εγχειρίδια με νέο λογοτεχνικό υλικό, που θα υπαγορευτεί βέβαια και από την οριστική επικράτηση της δημοτικής ως επίσημου γλωσσικού οργάνου της εκπαίδευσης. Στα σχολικά εγχειρίδια αυτής της περιόδου συναντά κανείς σταδιακά συγγραφείς σχεδόν από όλο το φάσμα της ιστορικής διαδρομής της νεοελληνικής λογοτεχνίας, με εμφανή και ιδεολογικά εύγλωττη την απουσία της μεταπολεμικής γενιάς, καθώς το βαρύ φορτίο της διχασμένης μνήμης γύρω από τις δεκαετίες του ’40 και του ’50 εμπόδιζε τη συμπερίληψη των αριστερών συγγραφέων. Ο «σχολικός λογοτεχνικός κανόνας», άλλωστε, εφάπτεται, αλλά δεν συμπίπτει με τον λογοτεχνικό κανόνα που κατασκευάζεται από την κριτική και την Ιστορία. Ο πρώτος εξυπηρετεί την αυθεντία και τον διδακτισμό, ενώ ο δεύτερος είναι σαφώς πιο «ανοιχτός» σε αναθεωρήσεις.
Η διεύρυνση του κανόνα
Η μεταπολίτευση αποτελεί μια νέα αφετηρία για την επίσκεψη του λογοτεχνικού παρελθόντος, με τη συστηματική συνδρομή πλέον της πανεπιστημιακής φιλολογίας στον χώρο των Νεοελληνικών Σπουδών. Η συμβολή του Γ.Π. Σαββίδη, του Άλκη Αγγέλου, του Πάνου Μουλλά και άλλων φιλολόγων θα οδηγήσει σε έναν νέο εμπλουτισμό του κανόνα, κυρίως σε ό,τι αφορά συγγραφείς και κείμενα του 18ου-20ού αιώνα, ενώ παράλληλα και η λογοτεχνική κριτική (π.χ. Αλέξ. Κοτζιάς, Μαν. Αναγνωστάκης) θα στραφεί σε κείμενα της παλαιότερης πεζογραφίας και του μεσοπολέμου. Στην περίοδο της μεταπολίτευσης (1978), σημαντικό ρόλο θα παίξει η Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας του Mario Vitti, που, μολονότι επαναλαμβάνει το βασικό γραμματολογικό σχήμα του Κ.Θ. Δημαρά, εμπλουτίζει τον κανόνα με το αίτημα μιας αισθητικής αποκατάστασης, συμβατής με τις νεωτερικές ευαισθησίες αλλά και με την απόπειρα «κανονικοποίησης» της μεταπολεμικής ποίησης και πεζογραφίας.
Τα τελευταία χρόνια, κυρίως στο επίπεδο των φιλολογικών μελετών, παρατηρείται μια στροφή σε αποσιωπημένες μορφές και έργα του λογοτεχνικού παρελθόντος, είτε με την έμφαση στην έμφυλη διάσταση (π.χ. γυναίκες συγγραφείς) είτε σε νέα πεδία έρευνας (λογοτεχνικά περιοδικά και εφημερίδες) είτε ακόμη και σε νέα υποκείμενα της γραφής και της ανάγνωσης (π.χ. ιστορία του βιβλίου, «συνδρομητές» βιβλίων). Χαρακτηριστικό δείγμα αυτών των νέων ζητήσεων είναι και η πολύτομη Ιστορία της λογοτεχνίας του Αλέξανδρου Αργυρίου, στην οποία τα κείμενα εξετάζονται παράλληλα με την ιστορία των ιδεών, της κριτικής, της δημοσιογραφίας, την παρουσία του καθημερινού, του εφήμερου, τη φωνή του ελάσσονος, υποχρεώνοντας τον αναγνώστη να δει τη λογοτεχνία περισσότερο ως μια ζωντανή «κοινωνική πρακτική» και λιγότερο ως συντελεσμένο λογοτεχνικό κανόνα μιας εποχής.
Η διαδικασία της «κανονικοποίησης»
Ο μοναδικός λογοτεχνικός κανόνας, ούτε οι πολλοί και εναλλακτικοί κανόνες, αλλά η ίδια η «διαδικασία κανονικοποίησης»: ο τρόπος με τον οποίο τα κείμενα και οι συγγραφείς εντάσσονται μέσα σε αξιακά συστήματα, κριτικές αποτιμήσεις και αναγνωστικές ανταποκρίσεις, που οδηγούν σε συγκεκριμένες πολιτισμικές ιεραρχήσεις. Όπως παρατηρεί ο Δημ. Τζιόβας,
περισσότερο από κάθε άλλη φορά η όλη συζήτηση περί κανόνα και του σχηματισμού του μετέτρεψε το πρόβλημα της καλλιτεχνικής αξιολόγησης από αισθητικό σε ιστορικό-διδακτικό πρόβλημα και επέβαλε τη διεξοδική διερεύνηση των τρόπων με τους οποίους οι κοινωνίες σε διάφορες εποχές ρύθμιζαν τις πρακτικές κειμενικής ιεράρχησης και πρόσβασης στη γραφή και την ανάγνωση. Το παλαιό ερώτημα «τι είναι κλασικό;» μετασχηματίζεται στο «πώς ένα κείμενο γίνεται κλασικό;».
Ένα κείμενο μπορεί ταυτόχρονα να αποτελεί γλωσσικό πρότυπο για τον «σχολικό» λογοτεχνικό κανόνα, σύμβολο μιας ορισμένης (λόγιας ή λαϊκής) παράδοσης για τους αναγνώστες αλλά και τυπικό δείγμα ενός ορισμένου λογοτεχνικού είδους για τους μελετητές. Η έρευνα της διαδικασίας «κανονικοποίησης» μας υποχρεώνει να εξετάσουμε αυτές τις σύνθετες και πολλαπλές λειτουργίες, όχι για να επικυρώσουμε (ή να αποδομήσουμε) τις επιλεκτικές ιεραρχήσεις αλλά για να ιστορικοποιήσουμε την πρόσληψη της λογοτεχνίας.
Εικόνα: maceaston.com