Μια συνομιλία με τον Ξενοφώντα Μπρουντζάκη, συγγραφέα τουμυθιστορήματος «Το καλοκαίρι του μεγάλου καύσωνα» (εκδ. Καστανιώτη) για τη διάψευση των ελπίδων της Μεταπολίτευσης, τη χαμένη σχέση με την παράδοση και την ανάγκη μιας επανεκκίνησης.
ΑΡΔΗΝ, τεύχος 134-135
Στο μυθιστόρημα Το καλοκαίρι του μεγάλου καύσωνα, ο συγγραφέας Ξενοφών Μπρουντζάκης επιχειρεί μια κατάδυση στον εσωτερικό κόσμο μιας γενιάς που ανδρώθηκε με τα οράματα της Μεταπολίτευσης και, μέσα σε λίγα μόλις χρόνια, βρέθηκε να παραπαίει ανάμεσα στη ρητορική της Αριστεράς και την προσαρμογή στον μικροαστικό εκσυγχρονισμό. Σε μια Αθήνα λουσμένη στον ιδρώτα, την απόγνωση και τον πολιτισμικό θόρυβο του ‘80, οι ήρωες του μυθιστορήματος δεν είναι καρικατούρες μιας εποχής, αλλά άνθρωποι που κουβαλούν τις αντιφάσεις της.
Το ενδιαφέρον του έργου δεν περιορίζεται στην αναπαράσταση μιας ατμόσφαιρας. Αυτό που καθιστά το μυθιστόρημα ενδιαφέρον είναι η υποδόρια κριτική του σε μιαν ιδεολογική αυταπάτη: στην πεποίθηση ότι η εθνική ταυτότητα μπορεί να εκχωρηθεί στο όνομα μιας αφηρημένης «προόδου». Το κείμενο δεν καταγγέλλει. Θυμίζει. Και ίσως αυτή η μνήμη να λειτουργήσει ως έναυσμα για μια νέα αρχή, μακριά από τις ψευδαισθήσεις του παρελθόντος.
ΑΡΔΗΝ: Το βιβλίο σας κυκλοφορεί σε μια εποχή που η ελληνική κοινωνία, έπειτα από αλλεπάλληλες διαψεύσεις, αναζητά ίσως έναν νέο αναστοχασμό της μεταπολιτευτικής της ταυτότητας. Πώς προέκυψε η ανάγκη να γράψετε το «καλοκαίρι του μεγάλου καύσωνα»;
Ξενοφών Μπρουντζάκης: Νομίζω πως η ανάγκη ξεπήδησε από μια αίσθηση χρέους. Όχι απέναντι σε γεγονότα, αλλά απέναντι σε ψυχές – στους ανθρώπους που έζησαν μιαν εποχή με μεγάλο στόμφο και ακόμη μεγαλύτερη εσωτερική αμηχανία. Η δεκαετία του ’80, και ειδικά το καλοκαίρι του 1987, μου φάνηκε ιδανική για να ξεδιπλώσω αυτήν την ένταση: την αναντιστοιχία ανάμεσα στις ιδέες που διακηρύσσαμε και στη ζωή που τελικά επιλέγαμε. Ή, ακριβέστερα, ανεχόμασταν.
Μιλάτε για μιαν αντροπαρέα με έντονη πολιτικοκοινωνική σκέψη, αλλά και σαφείς αυτοαναιρέσεις. Ποιο είναι το προφίλ αυτών των ανδρών;
Είναι άνθρωποι της Μεταπολίτευσης, της «ηρωικής εποχής» της. Ο καθένας φέρει το δικό του φορτίο: ένας διανοούμενος που αποφεύγει τις δεσμεύσεις, ένας δημοσιογράφος-μεταφραστής με θεωρητική σκευή, ένας μουσικοκριτικός που κυκλοφορεί στα σαλόνια του πολιτισμού, ένας τυπογράφος-ποιητής με κρυφή αγωνία για ουσία και έκφραση και ένας καθηγητής από το Αμβούργο, που λειτουργεί σχεδόν ως καταλύτης. Μαζί, σχηματίζουν ένα ιδιότυπο «εργαστήριο συνείδησης», μόνο που οι θεωρίες τους συχνά εκτρέπονται σε φαντασιακές διακηρύξεις που καμουφλάρουν τις προσωπικές τους ασάφειες.
Οι ήρωές σας δεν πάνε διακοπές – «από άποψη», λέτε στο βιβλίο. Ζουν στην Αθήνα, πίνουν, καπνίζουν, συζητούν ακατάπαυστα και κυρίως ιδεολογούν. Πρόκειται για μια παρέα διανοουμένων της πόλης. Τι είναι τελικά αυτοί οι πέντε φίλοι; Παρωδία; Μαρτυρία; Ή μήπως κάτι πιο τρυφερό;
Είναι όλα αυτά μαζί. Είναι άνθρωποι που για ένα μεγάλο διάστημα ένιωσαν πως εκπροσωπούν το «καινούριο» – συχνά χωρίς να έχουν αποβάλει ούτε το προσωπικό τους βόλεμα, ούτε τον παλιό τους εαυτό. Πίσω από τη σάτιρα, υπάρχει τρυφερότητα· και πίσω από την τρυφερότητα, κριτική. Ήθελα να δείξω πώς μπορεί κανείς να ζει μέσα σε θεωρίες περί αλλαγής του κόσμου, ενώ αδυνατεί να αλλάξει την ίδια του τη ζωή.
Υπάρχει όμως κάτι που τους δένει. Ένα κοινό παρελθόν, ίσως;
Ναι, μια ενοποιητική ανάμνηση: η μεγάλη προσδοκία. Μοιράζονται ένα κοινό όραμα που πια έχει γίνει φάντασμα. Είτε μέσα από πολιτικούς αγώνες, είτε από πνευματικές αναζητήσεις, όλοι είχαν επενδύσει στο αφήγημα της ριζικής αλλαγής της ελληνικής κοινωνίας. Όμως, στο 1987, έχουν αρχίσει να καταλαβαίνουν ότι η αλλαγή αυτή δεν ήρθε – τουλάχιστον όχι με τον τρόπο που την ονειρεύτηκαν. Κι αυτό δημιουργεί ένα υπαρξιακό και ιδεολογικό κενό που δεν αναπληρώνεται εύκολα.
Η περιγραφή σας αγγίζει, με έναν τρόπο, το γενικότερο αίσθημα μετά το 1981: την ένταση της επιθυμίας για μια εθνική-κοινωνική χειραφέτηση και την τελική της εκτροπή σε έναν ιδιότυπο εφησυχασμό. Πώς βλέπετε τη στάση των ηρώων σας απέναντι στο έθνος, την παράδοση, την ελληνικότητα;
Εκεί βρίσκεται ένα από τα πιο τραγικά τους σημεία. Για πολλά χρόνια πίστεψαν ότι μπορούν να μεταγγίσουν στην Ελλάδα μια «καθαρή», μεταμαρξιστική ή ευρωκεντρική αριστερή κουλτούρα. Έβλεπαν τον ελληνισμό περίπου ως εμπόδιο στη ριζοσπαστική κίνηση προς τα εμπρός. Πλέον, νιώθουν κάτι να τους λείπει. Κάτι πιο βαθύ, που δεν καλύπτεται ούτε από τα διεθνιστικά σχήματα ούτε από τις αναλύσεις περί παγκόσμιας εκμετάλλευσης. Δεν το ομολογούν πάντα ρητά, αλλά υποψιάζονται πως αδειάζοντας την παράδοση, άδειασαν και τον εαυτό τους.
Στο Άρδην, έχουμε πολλές φορές επισημάνει ότι η Μεταπολίτευση δεν ήταν απλώς μια περίοδος πολιτικής σταθερότητας, αλλά και μια μακρά φάση ιδεολογικού αποχρωματισμού. Οι ήρωές σας αναγνωρίζουν αυτή την έκπτωση;
Κάποιοι ναι. Ή έστω την υπαινίσσονται. Ο μουσικοκριτικός, για παράδειγμα, αρχίζει να βλέπει πώς η πολιτισμική έκρηξη του ‘80 είχε και την πλευρά του θεάματος. Ο καθηγητής που έρχεται από το Αμβούργο διαπιστώνει τη μετατροπή της επαναστατικής ρητορικής σε κοινωνικό lifestyle. Ο ποιητής-τυπογράφος αντιλαμβάνεται ότι οι λέξεις δεν φτάνουν. Κανείς τους δεν είναι αθώος· αλλά και κανείς δεν είναι τελείως κυνικός. Έχουν εγκλωβιστεί σε μια ενδιάμεση περιοχή: ανάμεσα στην παραίτηση και στη στερνή επίγνωση.
Τους δίνετε κάπου μια διέξοδο; Μια χαραμάδα επιστροφής;
Η διέξοδος –αν υπάρχει– είναι μέσα από την παραδοχή. Όχι μιας ήττας, αλλά ενός λάθους προσανατολισμού. Αν μπορέσουν να δουν τον εαυτό τους όχι ως «εκκοσμικευμένους σωτήρες», αλλά ως μέλη ενός σώματος που έχει ιστορία, μνήμη και ταυτότητα, τότε ίσως μπορούν να ξαναρχίσουν. Το ζήτημα είναι ότι γι’ αυτό χρειάζεται λιγότερη έπαρση. Κι εκεί ακριβώς δυσκολεύονται περισσότερο.
Ποια είναι για εσάς η σημασία της μεταπολιτευτικής περιόδου; Γιατί την επιλέγετε ως θεματικό πυρήνα;
Η Μεταπολίτευση, για μένα, είναι η στιγμή όπου το αίτημα για συλλογική ευθύνη μετατοπίζεται σταδιακά σε ένα παιχνίδι εντυπώσεων και ιδεολογικών ρόλων. Ήταν μια εποχή που επέτρεψε, ακόμη και ενθάρρυνε, το να χτίσει κανείς ολόκληρη την ταυτότητά του πάνω σε έννοιες όπως η «αντίσταση», η «πρόοδος», το «δικαίωμα». Και το έκανε, συχνά, χωρίς να κουβαλά ούτε τη θυσία, ούτε τη γείωση που απαιτούν αυτά τα λόγια. Αυτό το σχίσμα ήθελα να παραστήσω: ανάμεσα στο πώς θέλουμε να φαινόμαστε και στο πώς ζούμε.
Στο μυθιστόρημα, ο καύσωνας του 1987 λειτουργεί ως σύμβολο. Τι σηματοδοτεί για εσάς;
Είναι το σημείο θραύσης. Το καλοκαίρι εκείνο υπήρξε αποπνικτικό, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Οι θερμοκρασίες δεν άφηναν περιθώριο για άλλη υποκρισία. Οι ήρωες αναγκάζονται να ιδρώσουν, να γυμνωθούν, να αναμετρηθούν όχι πια με ιδέες, αλλά με την αντοχή τους. Ήταν για μένα ο τρόπος να δείξω πώς η πραγματικότητα, σαν τη ζέστη, εισχωρεί παντού. Δεν έχει ιδεολογία· έχει βάρος.
Το χιούμορ και η ειρωνεία πώς λειτουργούν μέσα στο μυθιστόρημα;
Ως μηχανισμοί αποδραματοποίησης. Χρειαζόμαστε το χιούμορ για να υποφέρουμε την ιστορία μας. Οι ήρωες συχνά είναι τραγικοί μέσα στη γελοιότητά τους – όχι επειδή είναι αστείοι, αλλά επειδή προσπαθούν να είναι σοβαροί με λάθος τρόπο. Η ειρωνεία δεν τους εξευτελίζει· τους φωτίζει. Όπως και κάθε γενιά που δεν καταφέρνει να πραγματοποιήσει το όραμά της, αλλά το κουβαλάει σαν παράσημο.
Πέρα από την ιδεολογική απομυθοποίηση, διακρίνεται και μια σχεδόν υπαρξιακή αγωνία στο βιβλίο. Μια αίσθηση πως οι ήρωες φοβούνται το πραγματικό, όσο κι αν το επικαλούνται.
Ακριβώς. Ζουν μέσα σε φαντασιακές ταυτότητες. Μιλούν για τη σωτηρία του κόσμου, αλλά αδυνατούν να σώσουν τον εαυτό τους από τη ρηχότητα, την ανία, την υποκρισία. Γι’ αυτό και δεν πάνε διακοπές: δεν έχουν πού να πάνε. Δεν ανήκουν πουθενά. Η πόλη είναι το μόνο τους καταφύγιο – και ταυτόχρονα το σκηνικό του αδιεξόδου τους.
Μπορεί να διαβαστεί αυτό το μυθιστόρημα και ως μια έμμεση αποτίμηση της Μεταπολίτευσης;
Θα έλεγα ναι, αλλά όχι με το δάχτυλο υψωμένο. Δεν μ’ ενδιέφερε να δικάσω. Ήθελα να καταγράψω την καθημερινότητα μιας παρέας και μέσα από αυτήν να φανεί πώς διαμορφώνεται, φθείρεται ή μεταλλάσσεται μια εποχή. Η Μεταπολίτευση δεν ήταν μονάχα ένας πολιτικός χρόνος· ήταν ένας τρόπος να υπάρχουμε, να πιστεύουμε, να φανταζόμαστε το μέλλον. Κι όπως κάθε εποχή, είχε τους φωτισμούς της και τις σκιές της.
Τελευταία ερώτηση: Αν σας ζητούσα να χαρακτηρίσετε με μια λέξη τη Μεταπολίτευση, τι θα λέγατε;
Ως λογοτέχνης, θα έλεγα παραίσθηση. Ως πολίτης, χαμένη ευκαιρία. Ως άνθρωπος που εξακολουθεί να ελπίζει, ίσως προειδοποίηση.