Ο μέσος Έλληνας προτιμάει την εικόνα, το σύνθημα, τον ηχηρό τίτλο
*Απόσπασμα από τις «Κοινωνιολογικές Προσεγγίσεις» του Βασίλη Φίλια (εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 1989).
Βαγγέλης Στεργιόπουλος – 22/10/2022 – in.gr
Ο μέσος Έλληνας αναγνώστης –οφείλουμε να το πούμε ξεκάθαρα– δεν αντέχει στον πνευματικό κόπο που απαιτείται για την ανάγνωση οποιουδήποτε σοβαρού κειμένου, έστω κι αν αυτό είναι ειδησεογραφικό, πληροφοριακό, ενημερωτικό.
Ο μέσος Έλληνας, περισσότερο απ’ οποιονδήποτε άλλο, προτιμάει την εικόνα, το σύνθημα, τον ηχηρό τίτλο. Τον τίτλο που «δονείται» από ποδοσφαιρικής μορφολογίας επίθετα και το σύνθημα που ξεπερνάει –υποτίθεται– την ανάγκη για ανάλυση και επιχειρηματολογία. Και ερωτάται: Αν αυτό δεν είναι εκβαρβαρισμός, τότε τι είναι;
Υπάρχουν ευθύνες γι’ αυτή την κατάσταση; Μα και βέβαια υπάρχουν, και μάλιστα τεράστιες. Τεράστιες, που ερμηνεύουν το γεγονός ότι το αναγνωστικό κοινό όχι μόνο αναλογικά, αλλά και σε πολλές περιπτώσεις απόλυτα μειώνεται αντί να αυξάνει σε κλίμακα αντίστοιχη με την αύξηση των «γραμματιζούμενων».
Υπάρχει βασικά ευθύνη των φορέων αγωγής και παιδείας, από τους γονιούς ως τους δάσκαλους και το εκπαιδευτικό σύστημα, που μαθαίνουν τα παιδιά να λειτουργούν σαν άλογα κούρσας μέχρις ότου ντοπαρισμένα «κατακτήσουν» την πολυπόθητη είσοδο σε κάποιο Ανώτατο Εκπαιδευτικό Ίδρυμα.
Υπάρχει, επίσης, ευθύνη των αξιολογικών προσανατολισμών μιας κοινωνίας βασισμένης στο κέρδος και την κατανάλωση, όπου «πετυχημένος» είναι μόνον εκείνος που μέσα από μια καταναλωτική επίδειξη «αποδεικνύει» ότι τα «κατάφερε» και βγάζει και έχει πολλά. Μιας κοινωνίας όπου το άγχος του «φτασίματος» και ο τραγέλαφος της καθημερινής ζωής σκοτώνει και εξαφανίζει κάθε ουσιαστική και άμεση υπαρξιακή χαρά.
Υπάρχει, ακόμα, και η ευθύνη των διανοούμενων, που μιλάνε μεταξύ τους ακαταλαβίστικα, ανίκανοι να περάσουν απόψεις, προβληματισμούς και ενδιαφέροντα στο ευρύ κοινό, το «κοπάδι», που με υπεροψία αφήνουν «να σέρνεται, να κλαίει και να δέρνεται».
Υπάρχει, τέλος, βαρύτατη ευθύνη των συγχρόνων μέσων μαζικής ενημέρωσης –τηλεόραση, ραδιόφωνο– που προωθούν αποβλακωτικά, παθητικοποιητικά και αποξενωτικά υποδείγματα ζωής, που κυριολεκτικά δολοφονούν την κριτική ικανότητα του θεατή.
Σε αντίθεση με τις άλλες χώρες, όπου το βιβλίο είναι για κάθε υποτυπωδώς μορφωμένο άνθρωπο οργανικό παρακολούθημα της καθημερινής του ζωής, εδώ το βιβλίο είναι ο μεγάλος παρείσακτος ή –στην καλύτερη περίπτωση– ένα είδος πολυτελείας. Γιατί όμως;
Πρωταρχικά, γιατί το σύστημα παιδείας από την πρώτη ως την τελευταία βαθμίδα δεν καλλιεργεί το είδος «σκεπτόμενος άνθρωπος», αλλά επιμένει στη μηχανιστική εκμάθηση αποστεωμένων –«χρησίμων» υποτίθεται– γνώσεων. Ο επιδερμικός, προχειρολογικός, ανεδαφικός και πριν απ’ όλα ταπεινωτικά χρησιμοθηρικός στην ανεπάρκειά του χαρακτήρας της μόρφωσης, που παρέχεται σ’ όλα τα επίπεδα της ελληνικής παιδείας, αποτελεί τη βασικότερη αιτία.
Δεύτερο, διότι υπάρχει κενό στη λειτουργική παρουσία του γραπτού λόγου στην ελληνική παράδοση, που αναπληρωνόταν ασφαλώς σε σημαντικό βαθμό από ισχυρότατα στοιχεία ζωντανής και προφορικής κουλτούρας, όσο η κοινωνία μας ήταν βασικά αγροτική, όχι όμως και σήμερα, που βρισκόμαστε μπροστά σε μια ολοκληρωτική σχεδόν καθίζηση της ζωής της υπαίθρου προς όφελος μιας καθολικής «αστικοποίησης».
Τρίτο, γιατί ο προσανατολισμός της ζωής στην Ελλάδα είναι βαθύτατα, σε βαθμό χυδαιότητας, χρησιμοθηρικός και οι κύριοι προαγωγοί αυτού του τρόπου ζωής είναι ακριβώς οι «επαγγελματοποιημένοι» εγγράμματοι. Επικράτησαν στη χώρα μας, για λόγους οικονομικο-κοινωνικούς, μικροαστικές αντιλήψεις και πρότυπα ζωής σ’ όλη την κλίμακα, γεγονός που σημαίνει προσαρμογή «προς τα κάτω» και μια «πρακτικιστική» και χυδαία ωφελιμιστική τοποθέτηση απέναντι σ’ όλες τις εκφράσεις της ζωής.
Τέταρτο, γιατί ο απερίγραπτα αγχώδης χρησιμοθηρικός αυτός τρόπος ζωής δεν αφήνει περιθώρια πραγματικής ανάπαυλας, αληθινής σχόλης· ο άνθρωπος τις ελεύθερες ώρες του είναι ολοκληρωτικά παθητικοποιημένος, προτιμάει την εικόνα, την άσκοπη φλυαρία, το καλαμπούρι, τη σαχλαμάρα, αρνείται και απωθεί οτιδήποτε μπορεί να τον κάνει να σκεφτεί.
Πέμπτο, λόγω της υποβαθμιστικής από πνευματική άποψη λειτουργίας των Μέσων Επικοινωνίας και της μεγαλύτερης μερίδας του Τύπου.
Έκτο, γιατί υπάρχει συνθηματολογική και «κλισαρισμένη» αντιμετώπιση όλων των προβλημάτων από τις ηγεσίες όλων των κατηγοριών: πνευματικές, πολιτικές, επαγγελματικές.
Έβδομο, γιατί οι σοβαρές εκδόσεις κατευθύνονται κυρίως από τους στενούς κύκλους διανοούμενων, οι οποίοι ενδιαφέρονται για το περιορισμένο εξειδικευμένο κοινό και παραγνωρίζουν το γεγονός ότι η μεγάλη μάζα των εγγραμμάτων, μορφωμένων και πτυχιούχων δεν διαθέτουν ούτε καν τις στοιχειώδεις προσλαμβάνουσες παραστάσεις για οτιδήποτε βρίσκεται έξω από την περιοχή των επαγγελματικών τους γνώσεων.
Βιβλίο υποδομής, υψηλής εκλαΐκευσης και γενικής μόρφωσης ελάχιστα εκδίδεται στην Ελλάδα και ο αναγνώστης καλείται να ασχοληθεί με έργα τεταρτοβάθμια, εκεί όπου δεν έχει ούτε πρωτοβάθμιες γνώσεις. Με τον τρόπο, όμως, αυτό το βιβλίο μεταβάλλεται σε χόμπυ ανώτερης στάθμης περιορισμένων κατηγοριών καλλιεργημένων ανθρώπων.
Θα συμφωνήσετε, νομίζω, ότι όλες ανεξαιρέτως οι επισημάνσεις και παρατηρήσεις του αειμνήστου Φίλια ισχύουν στο ακέραιο και σήμερα, ύστερα από σαράντα και πλέον χρόνια (στις «Κοινωνιολογικές Προσεγγίσεις», που πρωτοεκδόθηκαν το 1983, περιλαμβάνονται κείμενα που γράφτηκαν μεταξύ των ετών 1977 και 1982).
Η μοναδική προσθήκη που θα έπρεπε μοιραία να γίνει στα ανωτέρω είναι αυτή της κυρίαρχης πλέον παρουσίας του διαδικτύου στο πεδίο των σύγχρονων μέσων επικοινωνίας και μαζικής ενημέρωσης.
Ο Βασίλης Φίλιας, καθηγητής Κοινωνιολογίας και άνθρωπος του πνεύματος με αντιστασιακή δράση και πλούσιο συγγραφικό έργο, γεννήθηκε στις 22 Οκτωβρίου 1927 και απεβίωσε, πλήρης ημερών, στις 13 Φεβρουαρίου 2018.