Ξύπνησα μὲ τὸ μαρμάρινο τοῦτο κεφάλι στὰ χέρια
ποὺ μοῦ ἐξαντλεῖ τοὺς ἀγκῶνες καὶ δὲν ξέρω ποῦ νὰ τ’
ἀκουμπήσω
Ἔπεφτε στὸ ὄνειρο καθὼς ἔβγαινα ἀπὸ τὸ ὄνειρο
ἔτσι ἑνώθηκε ἡ ζωή μας καὶ θὰ εἶναι πολὺ δύσκολο νὰ
ξαναχωρίσει.
Γιῶργος Σεφέρης, Μυθιστόρημα
Γιώργος Καραμπελιάς – 13/02/2024 – ΑΡΔΗΝ
ΜΕΡΟΣ Α΄
«Εἰς σέ προστρέχω Τέχνη τῆς Ποιήσεως»
Στην Ελλάδα, η διαμόρφωση μιας δημιουργικής κοινωνικής και πολιτικής σκέψης υπήρξε πάντοτε αναιμική, κατ’ εξοχήν ως συνέπεια του εμπορικού και μεταπρατικού έναντι της Δύσεως χαρακτήρα της μεγαλοαστικής τάξης και της ελληνικής ακαδημαϊκής διανόησης, καθώς και του διάσπαρτου χαρακτήρα του ελληνισμού. Γι’ αυτό και η τέχνη –κατ’ εξοχήν η ποίηση– θα αποτελέσει τον προνομιακό τόπο μέσα από τον οποίο δολιχοδρομούσαν ιδεολογικές, φιλοσοφικές και πολιτικές προσεγγίσεις. Δεν υπάρχει κανένα πολιτικό κείμενο που να εκφράζει με τόση ενάργεια την Επανάσταση όσο οι Ελεύθεροι Πολιορκημένοι του Σολωμού· την εποχή της Μεγάλης Ιδέας και των Βαλκανικών Πολέμων όσο η ποίηση του Παλαμά, ο Δωδεκάλογος του Γύφτου και η Φλογέρα του βασιλιά. Η κρίση του οικουμενικού ελληνισμού αναρριγά μέσα στην ποίηση του Καβάφη και το τέλος του στο Μυθιστόρημα του Σεφέρη.
Το 1935 κυκλοφορεί η ποιητική συλλογή του Ανδρέα Εμπειρίκου, Υψικάμινος, εκδίδεται η ποιητική συλλογή, Μυθιστόρημα του Γ. Σεφέρη, ο Οδ. Ελύτης δημοσιεύει στο περιοδικό Τα Νέα Γράμματα τα πρώτα του ποιήματα. Όπως θα γράψει ο Αντρέας Καραντώνης, «ό,τι αργότερα θ’ αποτελέσει το σώμα της νέας ποίησης, πρωτοεκδηλώνεται μέσα στα χρονικά όρια του 1935…».
Στην ποίηση και στο δοκιμιακό του έργο, ο Γιώργος Σεφέρης εξέφρασε ίσως με τον πιο ολοκληρωμένο τρόπο την οριστική, αμετάκλητη, απώλεια του οικουμενικού ελληνισμού αλλά και την ανάγκη να βυθιστούμε στην παράδοσή του για να τον κρατήσουμε ζωντανό. Σε ένα νεανικό του γράμμα, λίγο μετά την Καταστροφή, ο Σεφέρης, γεμάτος αγανάκτηση και πίκρα, θα γράψει στην αδελφή του:
«…Γιατί νὰ μὴν ἦταν βολετὸ νὰ εἶχα ξεκληριστεῖ κι ἐγώ, μαζὶ μὲ τ’ ἄλλα τὰ παιδιὰ ποὺ ξεκληριστήκανε πέρα στοὺς κάμπους τῆς ντροπῆς, ἀπὸ βλακεῖες ἠλιθίων ἐγωϊστῶν… ὅλοι μας εἴμαστε μὲ δάκρυα στὰ μάτια, μὰ εἶναι δυνατὸν νὰ ξαναπέσει ἡ Σμύρνη στὰ χέρια τοῦ Τούρκου, τὸ χωράει τὸ κεφάλι ἀνθρώπου· τώρα ποὺ σοῦ γράφω τὸ μισοφέγγαρο ἴσως στὸ κονάκι, καὶ ὁ ἥλιος βασιλεύει ἥσυχος σὰν καὶ πάντα… Εἶμαι δυστυχισμένος ἀδερφή μου…»
Όμως, «δυναμωμένος με θεωρία και μελέτη»[1], φέρνοντας «πίσω αὐτὰ τ᾿ ἀνάγλυφα μιᾶς τέχνης ταπεινῆς», θα γράψει, ανάμεσα στον Δεκέμβριο του 1933 και του 1934, την ποιητική συλλογή, το Μυθιστόρημα, σταθμό στην ποιητική δημιουργία του νεότερου ελληνισμού, όπου αναμετράται με τον Μύθο και την Ιστορία, μπροστά στο οριστικό τέλος του οικουμενικού ελληνισμού. Γράφει άλλωστε ο ίδιος:
«Εἶναι τὰ δυό του συνθετικὰ ποὺ μ’ ἔκαναν νὰ διαλέξω τὸν τίτλο αὐτῆς τῆς ἐργασίας· ΜΥΘΟΣ γιατί χρησιμοποίησα ἀρκετὰ φανερὰ μιὰ ὁρισμένη μυθολογία· ΙΣΤΟΡΙΑ, γιατὶ προσπάθησα νὰ ἐκφράσω, μὲ εἱρμό, μιὰ κατάσταση τόσο ἀνεξάρτητη ἀπὸ μένα ὅσο καὶ τὰ πρόσωπα ἑνὸς μυθιστορήματος[2]. «
Σε αυτή την ποιητική ελεγεία, θα συμπυκνώσει το ύστατο δράμα του ελληνισμού που παίχτηκε μέσα σε τρία χρόνια: Από το ζενίθ της ιστορικής αποκατάστασης: «Τὸν ἄγγελο/τὸν περιμέναμε προσηλωμένοι τρία χρόνια…/ψάχναμε νὰ βροῦμε πάλι τὸ πρῶτο σπέρμα/γιὰ νὰ ξαναρχίσει τὸ πανάρχαιο δράμα», μέχρι το ναδίρ της μεγάλης διάψευσης: «Γυρίσαμε στὰ σπίτια μας τσακισμένοι/μ᾿ ἀνήμπορα μέλη, μὲ τὸ στόμα ρημαγμένο/ ἀπὸ τὴ γέψη τῆς σκουριᾶς καὶ τῆς ἁρμύρας…». Και, τέλος, η ελπίδα μιας έστω χθαμαλότερης συνέχειας: «Φέραμε πίσω/αὐτὰ τ᾿ ἀνάγλυφα μιᾶς τέχνης ταπεινῆς».
Ο Γιάννης Σκαρίμπας θα θρηνήσει το σπασμένο καράβι του ελληνισμού και των ανθρώπων που έζησαν μετά την Καταστροφή:
«Σπασμένο καράβι νά ’μαι πέρα βαθιά / ἔτσι νά ’μαι…
Νά ’ν’ ἡ θάλασσα ἄψυχη καὶ τὰ ψάρια νεκρά/ ἔτσι νά ’ναι
καὶ τὰ βράχια κατάπληκτα καὶ τ’ ἀστέρια μακριά/ νὰ κοιτᾶνε…
σ’ ἀμμουδιὰ πεθαμένη καὶ σὲ κούφιο νερό/ νὰ κοιμᾶμαι[3].»
Το ίδιο και στη ζωγραφική, ίσως για πρώτη φορά μετά τη μεγάλη αγιογραφική παράδοση και τον Θεόφιλο: Πικιώνης, Παρθένης, Κόντογλου Τσαρούχης, Βασιλείου, Παπαλουκάς, Διαμαντόπουλος, Χατζηκυριάκος-Γκίκας, Εγγονόπουλος, Μόραλης, κ.λπ..
Βέβαια, καθόλου τυχαία, η εποχή του Μεσοπολέμου και η γενιά του ’30 θα αποτελέσει και την πρώτη μεγάλη εποχή του μυθιστορήματος καθώς οι φοβερές περιπέτειες της ημιτελούς εθνικής ολοκλήρωσης και η συγκέντρωση στο ελλαδικό κράτος –σε δύο μεγαλουπόλεις, κατ’ εξοχήν στην Αθήνα– θα ρουφήξουν τη Σμύρνη και την Πόλη και θα συγκροτήσουν μια περισσότερο σύνθετη κοινωνία. Ο Ηλίας Βενέζης, ο Στρατής Μυριβήλης, ο Γιώργος Θεοτοκάς, η Λιλίκα Νάκου, ο Μ. Καραγάτσης, ο Άγγελος Τερζάκης, ο Φώτης Κόντογλου και τόσοι άλλοι.
Διαβάζουμε στην Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας του Λίνου Πολίτη:
«Οι νέοι λογοτέχνες έστρεψαν τη ματιά τους προς ευρύτερους ορίζοντες…, προσπάθησαν ακόμη να ξεπεράσουν τα στενά ελληνικά όρια και να πορευτούν παράλληλα με τη σύγχρονη ευρωπαϊκή πεζογραφία… Ένα γεγονός άσκησε μεγάλη επίδραση…, γεγονός που ρίχνει τη βαριά σκιά του σε όλη τη μετέπειτα λογοτεχνική παραγωγή και σε όλη την πνευματική και την κοινωνική οργάνωση: η Μικρασιατική καταστροφή και η ανταλλαγή των πληθυσμών που ακολούθησε… Η γενιά του ’30 εκφράζει στη λογοτεχνία την καινούρια αυτή ωρίμανση»[4].
Η σημασία της γενιάς του ’30, καθοριστική για την πνευματική πορεία του τόπου, πηγάζει από τη φύση της ως γενιάς μεταιχμίου. Μια γενιά που γεννήθηκε στο απόγειο της ακμής του ελληνισμού, που στα μάτια της άστραψε –«και χάθηκε» θα συμπληρώσει ο Σεφέρης– το όραμα μιας Ελλάδας που επί τέλους θα χωρούσε στα σύνορά της τον ευρύτερο ελληνισμό· στη συνέχεια έζησε τη φοβερότερη καταστροφή, το ’22, και παρόλα ταύτα θέλησε να πιστέψει πως αυτός θα μπορούσε να μεταλαμπαδευτεί στο ελλαδικό κράτος. Έχασε μεν το «Βυζάντιο» αλλά έβρισκε στη νέα Αθήνα του μεταπολέμου, των προσφύγων, της βιομηχανοποίησης, μια σύγχρονη πρωτεύουσα που θα μπορούσε να «εσωτερικεύσει» τον ελληνισμό και να τον παντρέψει με μια Ευρώπη που πλέον δεν θα ήταν εισαγόμενη αλλά γηγενής.
«Κρούει ἡ ὥρα τῆς νέας ἑλληνικῆς γενεᾶς, πιὸ ὥριμης… καὶ μποροῦμε νὰ ἐλπίζουμε πιὸ δυνατῆς, γιατί εἶναι μιὰ γενεὰ σκληραγωγημένη… φέρνει ξανὰ στὴ νικημένη Ἑλλάδα μερικὲς πιθανότητες αὐτοπεποίθησης καὶ ἐξύψωσης, μερικὲς ἐλπίδες κατάχτησης τῆς ζωῆς…. Ἅμα τὸ θελήσει θὰ καθαρίσει αὐτὸ τὸ ἕλος ποὺ μᾶς περιβάλλει καὶ θὰ δώσει στὸν τόπο τὶς ψυχικὲς δυνάμεις ποὺ τοῦ λείπουν» (Γιώργος Θεοτοκάς, Ἐλεύθερο Πνεῦμα, σ. 74).
Αυτή η γενιά ωστόσο δεν κατόρθωσε να ολοκληρώσει το έργο της – μόλις εξάλλου είχε αρχίσει να ωριμάζει, όταν η Κατοχή, ο Εμφύλιος και το μετεμφυλιακό καθεστώς θα συντρίψουν τις απόπειρες για ωρίμανση και ολοκλήρωση της νεότερης ελληνικής σκέψης. Διότι δεν θα προλάβει να ολοκληρωθεί η συγχώνευση εγχώριου και οθνείου, η μετεξέλιξη της βυζαντινής και νεοελληνικής λαϊκής παράδοσης σε έναν πρωτότυπο νέο πολιτισμό, στη συνάντηση με τον ευρωπαϊκό και παγκόσμιο. Και με τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο –προπαντός με τον Εμφύλιο– θα καταποντιστεί η μεγάλη δυναμική του ελληνισμού που, για τρεις χιλιάδες χρόνια, με έσχατο ορόσημο αυτή τη «γενιά του Τριάντα», τροφοδοτούσε και ανατροφοδοτούσε τις αναγεννήσεις, τα όνειρα και τις αντιστάσεις μας.
Αυτή η γενιά είχε κατανοήσει με τον πιο εναργή τρόπο πως ο μόνος δρόμος είναι η στροφή στη μεγάλη μας παράδοση που μόνη αυτή μπορεί να επιτρέψει τη δημιουργική αναχώνευση της μεγάλης Καταστροφής. Γράφει και πάλι ο Γιώργος Σεφέρης:
«…ἡ παιδεία ποὺ δηλώνει ὁ Μακρυγιάννης, δὲν εἶναι κάτι ξέχωρο ἢ ἀποσπασματικὰ δικό του· εἶναι τὸ κοινὸ χτῆμα, ἡ ψυχικὴ περιουσία μίας φυλῆς, παραδομένη γιὰ αἰῶνες καὶ χιλιετίες, ἀπὸ γενιὰ σὲ γενιά, ἀπὸ εὐαισθησία σὲ εὐαισθησία· κατατρεγμένη καὶ πάντα ζωντανή, ἀγνοημένη καὶ πάντα παροῦσα· εἶναι τὸ κοινὸ χτῆμα τῆς μεγάλης λαϊκῆς παράδοσης τοῦ Γένους»[5].
Έγραφε ο «σωβινιστής» Ελύτης το 1938:
«Τὴν ἡμέρα ποὺ μιὰ παράταξη ἀνθρώπων μὲ διεθνῆ πνευματικὸ ἐξοπλισμὸ θὰ προσπαθήσει νὰ κάνει μιὰ ἐσωτερικὴ καὶ γόνιμη αὐτοεκκαθάριση, σκύβοντας μὲ ἀσίγαστον ἔρωτα στὴν πατρικὴ γῆ, γιὰ ν’ ἀνάψει ἀπὸ κεῖ τὴν καινούργια φλόγα τῆς νόησης, τὴν ἡμέρα ποὺ θὰ προσαρμόσει τὸ καθαρὰ ἑλληνικὸ ὑλικὸ στὰ ἐκφραστικὰ μέσα τῆς σύγχρονης ἐποχῆς…, θὰ λάμψουν ἀπὸ παντοῦ οἱ εὐτυχισμένες δυνατότητες τῆς δημιουργίας ἑνὸς καινούργιου καὶ πραγματικὰ ἐθνικοῦ πολιτισμοῦ»[6].
Και στο εκτενές κείμενο που δημοσίευσε στην Κατοχή, σε πέντε συνέχειες, το 1943-1944, στο εβδομαδιαίο λογοτεχνικό περιοδικό του ΕΑΜ, Καλλιτεχνικά Νέα, με τον τίτλο «Τα σύγχρονα ποιητικά και καλλιτεχνικά προβλήματα», υπογραμμίζει: «τό ἔργο τέχνης, ὅσο περισσότερο βυθισμένο βρίσκεται σὰν οὐσία, μέσα στὶς ρίζες καὶ τὶς πηγὲς ἑνὸς τόπου συγκεκριμένου καὶ παράλληλα, ὅσο περισσότερο προσαρμοσμένο εἶναι σὰ μορφή, στὸ γενικότερο αἰσθητικὸ πνεῦμα μιᾶς ἐποχῆς,…τόσο ἀποτελεσματικότερα καταφέρνει νὰ ἀντισταθεῖ στὴ φθορὰ τοῦ χρόνου»[7].
Αυτή η καινούργια, υπερήφανη και αξιοπρεπής σχέση με τη Δύση εξακολουθεί να παραμένει απροσπέλαστη στην πλειοψηφία των διανοουμένων μας. Αν ο Σεφέρης, ο Ελύτης, ο Τσαρούχης, «γύρισαν διψασμένοι από τη Δύση», είναι γιατί, ταξιδεύοντας προς τη Δύση, ανακάλυψαν και πάλι την Ελλάδα – το έδαφος, το χώμα, τη γλώσσα, την ιστορία. Αντίθετα, σήμερα, οι «διανοούμενοι» και οι πολιτικοί, άμεσα δεμένοι και εξαρτημένοι από την παρασιτική μικροελλαδική υφή της χώρας, με τον «μπεζαχτά» της, με την αδυναμία παραγωγής προϊόντων και ιδεών, μένουν προσκολλημένοι σε παρωχημένα μεταπρατικά σχήματα. Πρόκειται για μια ακόμη έκφανση του «καημού της ρωμιοσύνης»: αυτό που νιώθει η «ψυχή», το συναίσθημα, η τέχνη, οι καλλιτέχνες, η «λαϊκή ψυχή» δεν μπορεί, μετά το 1922, να μεταβληθεί σε «πρόγραμμα», σε γνώση, σε συστηματική ιδεολογία, σε «παράταξη».
Δυστυχώς, η Κατοχή, ο Εμφύλιος και το μετεμφυλιακό καθεστώς θα συντρίψουν τις απόπειρες για ωρίμανση και ολοκλήρωση της νεοελληνικής σκέψης. Παρεμπιπτόντως δε, θα συνθλίψουν με ακόμα πιο βάναυσο τρόπο τη γενιά που ακολουθούσε, εκείνη του ’40. Μετά την Κατοχή και τον Πόλεμο, τα καλύτερα μυαλά της Ελλάδας θα σιγήσουν, είτε γνωρίζοντας τη μοίρα των εξόριστων και των φυλακισμένων, είτε την εσωτερική εξορία, είτε, τέλος, εκπατριζόμενοι, θα αρδεύσουν αλλότρια εδάφη. Ο Νικόλας Κάλας, ο Κώστας Παπαϊωάννου, ο Κορνήλιος Καστοριάδης, ο Μιχάλης Ράπτης, η Μιμίκα Κρανάκη, υπομνύουν πως η νεοελληνική σκέψη θα μπορούσε να έχει μια άλλη εξέλιξη. Η δε «ποίηση της ήττας» και το έργο των Τσίρκα, Αλεξάνδρου, Αναγνωστάκη, Κλείτου Κύρου, Καρούζου, Κατσαρού, Φραγκιά, κ.ά. επισημαίνουν τις δυνατότητες μιας γενιάς «που ρουφήχτηκε στη γη»[8].
Το έργο του μετασχηματισμού της νεοελληνικής σκέψης και πολιτισμού σε μια μείζονα, αυθεντική και πρωτότυπη συνεισφορά στην ευρωπαϊκή σκέψη θα μείνει ημιτελές. Δεν θα ολοκληρωθεί η μετεξέλιξη της βυζαντινής και νεοελληνικής λαϊκής παράδοσης σε έναν πρωτότυπο νέο πολιτισμό ούτε και η αλληλοδιαπίδυση εγχώριου και καθολικού. Ο Γιώργος Σεφέρης, αναφερόμενος στην αργόσυρτη και διαρκώς ανολοκλήρωτη εξέλιξη του ελληνισμού, θα μιλήσει για τον «καημό της ρωμιοσύνης».
Για άλλη μια φορά μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, το έργο θα μείνει ημιτελές ενώ ο παρασιτισμός και η εθελοδουλία θα θριαμβεύσουν.
[1] Κ. Καβάφης, «Τα επικίνδυνα».
[2] Γιώργος Σεφέρης, Ποιήματα, 5η έκδοση, Ίκαρος, Αθήνα 1964, σ. 277.
[3] Γιάννης Σκαρίμπας, Οὐλαλούμ, Κάκτος, 1975.
[4] Λίνος Πολίτης, Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, ΜΙΕΤ, Αθήνα 91998, σ. 302.
[5] Γ. Σεφέρης, «Ἕνας Ἕλληνας-ὁ Μακρυγιάννης», Δοκιμές, Α΄, ό.π., σ. 237.
[6] Οδυσσέας Ελύτης, «Οι κίνδυνοι της ημιμάθειας», Ανοιχτά Χαρτιά,Αστερίας, Αθήνα 1974, σ. 366· το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε το 1938 στα Νέα Γράμματα.
[7] Στο ίδιο, σ. 388.
[8] Κλείτος Κύρου, Κραυγές της νύχτας, «Κραυγή δέκατη ένατη» στο Εν όλω, Συγκομιδή 1943-1997, Άγρα, Αθήνα 1997, σ. 132.