Στην μνήμη του Θέμου Στοφορόπουλου
Δημηγορούντων τῶν δασυπόδων καί τό ἴσον ἀξιούντων πάντας ἔχειν, οἱ λέοντες ἔφασαν «οἱ λόγοι ὑμῶν, ὧ δασύποδες, ὀνύχων τε καί ὀδόντων, οἵων ἡμεῖς ἔχομεν, δέονται».
Αίσωπος, Λέοντες καί Λαγωοί
Εισαγωγικά
Το κείμενο αυτό δεν φιλοδοξεί να προσθέσει κάτι το καινούργιο στην μέχρι σήμερα έρευνα γύρω από το Κυπριακό. Στηρίζεται στο πραγματικό γεγονός ότι η διαρκής ενασχόλησή μου επί μισόν και πλέον αιώνα γύρω από το υπ’αρ. 1 Εθνικό μας Ζήτημα, με οδηγεί στην διαπίστωση ότι αν και τα πλείστα από τα όσα ζητήματα το συγκροτούν έχουν εξαντλητικά αναλυθεί και αποκαλυφθεί στις πραγματικές τους διαστάσεις, εξακολουθούν να αποτελούν, όταν δεν παρακάμπτονται ή αποσιωπώνται, ζητούμενο από ένα σημαντικό τμήμα του πολιτικού και επιστημονικού κόσμου.
* ΣΗΜΕΙΩΣΗ ΤΕΤΡΑΔΙΩΝ
Ο Λουκάς Αξελός είναι δρ ΕΚΠΑ, συγγραφέας, διευθυντής των εκδόσεων «Στοχαστής» και του περιοδικού «Τετράδια πολιτικού διαλόγου έρευνας και κριτικής».
Αντλώντας το δικαίωμα από το γεγονός της σταθεράς και κατ’ εξακολούθησιν διαχρονικής επισήμανσης μιας σειράς ζητημάτων που τα θεωρώ κατεξοχήν κρίσιμα στην αποκωδικοποίηση του Κυπριακού και της θέσης και του ρόλου του στα καθ’όλου πεπρωμένα του Ελληνικού Κόσμου και θέλοντας να ενισχύσω τον διάλογο που έχει ανοίξει ανάμεσά μας, με αφορμή την συμπλήρωση 50 χρόνων από την παράνομη εισβολή-κατοχή-εθνοκάθαρση και εποικισμό του 40% της Κυπριακής Δημοκρατίας, θα επιχειρήσω συνυπολογίζοντας το κόστος των επαναλήψεων να αναδείξω μερικά από τα βασικά επίδικα γύρω από το μείζον αυτό Εθνικό μας Ζήτημα.
Α΄) Τα ταυτοτικά στοιχεία
Αν και απόλυτα επιβεβαιωμένα από τις επιστημονικές έρευνες και κατανοητά από την πλειοψηφία των έγκυρων ερευνητών και αναλυτών, τα κυρίαρχα ταυτοτικά στοιχεία της Κύπρου και του λαού της δεν γίνονται στην πράξη αποδεκτά από όλους εκείνους τους κύκλους που για εθνικούς, ταξικούς, θρησκευτικούς, ιδεολογικούς και πολιτικούς λόγους, θεωρούν αναγκαία την αναθεώρηση και στην συνέχεια την ιδεολογική χρήση τους προς ίδιον συμφέρον.
Γι’ αυτό θεωρώ χρήσιμο να ξεκινήσουμε από την αφετηρία, στεκόμενοι, κατ’ αρχήν, στο διαχρονικά αναδυόμενο ζήτημα της κυπριακής ταυτότητας.
Το ελληνικό όνομα της Κύπρου μπορεί να απαντάται στην Ιλιάδα και την Οδύσσεια, η επαφή όμως της Κύπρου με τον κόσμο του Αιγαίου και τα πρώτα αρχαιοελληνικά φύλα, όπως πιστοποιούν πια τα αποτελέσματα συστηματικών αρχαιολογικών ερευνών, ανάγονται στον 16ο π.Χ. αιώνα, ενώ η εγκατάσταση των Αχαιών βεβαιωμένη από τον 14ο αιώνα, κρατάει τρεις και πλέον αιώνες για να ολοκληρωθεί με την άφιξη των τελευταίων κυμάτων αποίκων, τον 10ο αιώνα.
Η θεμελίωση και παγίωση της ελληνικής κυριαρχίας αποτελεί μια πραγματικότητα, που ούτε η αφετηριακά ισχυρή πληθυσμιακή παρουσία των παλαιότερων κατοίκων της νήσου, ούτε η αξιόλογη οικονομικοπολιτική δραστηριότητα των Φοινίκων μέχρι το οριστικό πλήγμα που τους επέφερε το 312 π.Χ. ο Πτολεμαίος Α΄, ούτε οι συνεχείς ολοκληρωτικές ή εν μέρει καταλήψεις από διάφορους κατακτητές, μπόρεσαν να κλονίσουν.
Αντλώντας το δικαίωμα από το γεγονός της σταθεράς και κατ’ εξακολούθησιν διαχρονικής επισήμανσης μιας σειράς ζητημάτων που τα θεωρώ κατεξοχήν κρίσιμα στην αποκωδικοποίηση του Κυπριακού και της θέσης και του ρόλου του στα καθ’όλου πεπρωμένα του Ελληνικού Κόσμου και θέλοντας να ενισχύσω τον διάλογο που έχει ανοίξει ανάμεσά μας, με αφορμή την συμπλήρωση 50 χρόνων από την παράνομη εισβολή-κατοχή-εθνοκάθαρση και εποικισμό του 40% της Κυπριακής Δημοκρατίας, θα επιχειρήσω συνυπολογίζοντας το κόστος των επαναλήψεων να αναδείξω μερικά από τα βασικά επίδικα γύρω από το μείζον αυτό Εθνικό μας Ζήτημα.
Α΄) Τα ταυτοτικά στοιχεία
Αν και απόλυτα επιβεβαιωμένα από τις επιστημονικές έρευνες και κατανοητά από την πλειοψηφία των έγκυρων ερευνητών και αναλυτών, τα κυρίαρχα ταυτοτικά στοιχεία της Κύπρου και του λαού της δεν γίνονται στην πράξη αποδεκτά από όλους εκείνους τους κύκλους που για εθνικούς, ταξικούς, θρησκευτικούς, ιδεολογικούς και πολιτικούς λόγους, θεωρούν αναγκαία την αναθεώρηση και στην συνέχεια την ιδεολογική χρήση τους προς ίδιον συμφέρον.
Γι’ αυτό θεωρώ χρήσιμο να ξεκινήσουμε από την αφετηρία, στεκόμενοι, κατ’ αρχήν, στο διαχρονικά αναδυόμενο ζήτημα της κυπριακής ταυτότητας.
Το ελληνικό όνομα της Κύπρου μπορεί να απαντάται στην Ιλιάδα και την Οδύσσεια, η επαφή όμως της Κύπρου με τον κόσμο του Αιγαίου και τα πρώτα αρχαιοελληνικά φύλα, όπως πιστοποιούν πια τα αποτελέσματα συστηματικών αρχαιολογικών ερευνών, ανάγονται στον 16ο π.Χ. αιώνα, ενώ η εγκατάσταση των Αχαιών βεβαιωμένη από τον 14ο αιώνα, κρατάει τρεις και πλέον αιώνες για να ολοκληρωθεί με την άφιξη των τελευταίων κυμάτων αποίκων, τον 10ο αιώνα.
Η θεμελίωση και παγίωση της ελληνικής κυριαρχίας αποτελεί μια πραγματικότητα, που ούτε η αφετηριακά ισχυρή πληθυσμιακή παρουσία των παλαιότερων κατοίκων της νήσου, ούτε η αξιόλογη οικονομικοπολιτική δραστηριότητα των Φοινίκων μέχρι το οριστικό πλήγμα που τους επέφερε το 312 π.Χ. ο Πτολεμαίος Α΄, ούτε οι συνεχείς ολοκληρωτικές ή εν μέρει καταλήψεις από διάφορους κατακτητές, μπόρεσαν να κλονίσουν.
Η έναρξη του εκχριστιανισμού της νήσου, το 45 μ.Χ. από τους Παύλο και Βαρνάβα, σημαδεύει μια νέα περίοδο της ιστορίας της, που συνθέτει αυτό που πολύ αργότερα αποκλήθηκε ελληνοχριστιανικός πολιτισμός. Από το σημείο εκείνο και πέρα και ανεξάρτητα από τις συνεχείς επεμβάσεις, κατακτήσεις και καταστροφές, η Κύπρος παραμένει ένα κατεξοχήν οργανικό τμήμα του Πανελληνίου, με ακατάλυτους δεσμούς με τον Ελληνισμό της Κρήτης, του Αιγαίου, της Μ. Ασίας, της Εγγύς Ανατολής και της ηπειρωτικής Ελλάδας και με σταθερό ιμάντα διαρκούς επικοινωνίας, την γλώσσα, κατά πρώτο λόγο, και την θρησκεία, κατά δεύτερο.
Αυτό οδηγεί τον Ιερώνυμο Μυριανθέα να σημειώσει στην Περί των αρχαίων Κυπρίων (1868), μελέτη του ότι: «η Ελληνική γλώσσα συνδέει υμάς μετά των αθανάτων ημών προγόνων και διερχομένη δι’ όλων των αιώνων και τόπων περιέχει εν εαυτή παν ότι ανήκει εις την ιστορίαν του Ελληνικού Έθνους».
Ακόμα μικρότερη υπήρξε η τουρκική γλωσσική επιρροή και είναι πράγματι εύστοχες στο γλωσσικό επίπεδο οι παρατηρήσεις του Κωνσταντίνου Σάθα όταν σημειώνει στον έκτο τόμο της Μεσαιωνικής Βιβλιοθήκης του ότι: «Ουδεμία των άλλων διαλέκτων πλουτεί μνημεία τοσούτον αρχαία και ποικίλα, αντί πάσης άλλης ιστορίας διδάσκοντα ημάς οποίας περιπετείας υπέστη ου μόνον αυτή η εν λόγω διάλεκτος, αλλά και η καθομιλουμένη ελληνική γλώσσα από των αλεξανδρινών μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων.».
Και είναι χαρακτηριστικό της συνείδησης που είχε σύμπας ο Ελληνισμός για την ελληνικότητα της νήσου, το Μνημόνιο του Ιωάννη Καποδίστρια στην διάσκεψη των πρεσβευτών στον Πόρο τον Σεπτέμβριο του 1828, όπου σαφώς διατυπώνεται πως η Κύπρος ανήκει μαζί με τα άλλα μας νησιά στο σύνολο που πρέπει να νοείται με τον όρο Ελλάς, αφού «η ιστορία και τα μνημεία
της αρχαιότητας, όλα εν ενί λόγω επιμαρτυρούσιν ότι είναι της
Ελλάδος διαμερίσματα».
Την εκπληκτική αυτή ιστορική πραγματικότητα, που παρ’όλη την σφοδρή αντιστράτευση της γεωγραφίας και των πολεμίων, επέβαλαν για 3.500 χρόνια οι Έλληνες της Κύπρου, διατηρώντας την ακριτικό προμαχώνα του νησιωτικού Ελληνικού Κόσμου έχει επισημάνει η διεθνής κοινότητα. Πολλοί διάσημοι ξένοι επιστήμονες και συγγραφείς έχουν κατά καιρούς γράψει και ασχοληθεί με το φαινόμενο αυτό που αποτύπωσε με ιδιαίτερη ακρίβεια και ενάργεια ο Ζακ Λακαριέρ στο βιβλίο του Το ελληνικό καλοκαίρι, όπου, ανάμεσα σε άλλα παρατηρεί: «η Κύπρος είναι ένα ελληνικό νησί, εννοώ ένα νησί που η γλώσσα του και η κουλτούρα του υπήρξαν ελληνικές από τους αρχαιότερους σχεδόν χρόνους. Αυτούς τους χρόνους μπορούμε να τους προσδιορίσουμε με ακρίβεια, γιατί οι ανασκαφές έφεραν στο φως συναρπαστικές μαρτυρίες επί του προκειμένου που δύσκολα θα μπορούσαν ν’ αμφισβητηθούν. Αυτό που προκύπτει απ’ αυτές τις μαρτυρίες είναι ότι μιλούσαν μια γλώσσα συγγενική με την ελληνική από την κρητομινωική εποχή, δηλαδή δεκαοχτώ αιώνες πριν από τον Ιησού Χριστό, και ότι μιλούσαν μια γλώσσα απόλυτα ελληνική περίπου έξι αιώνες αργότερα, με τον ερχομό των Αχαιών. Από εκείνη την ημερομηνία έως σήμερα, η γλώσσα και η κουλτούρα της Κύπρου – βέβαια με τους χαρακτήρες τους τοπικούς και των διαλέκτων της – δε θα πάψουν να είναι Ελληνικές. Αυτό που βρίσκω σημαντικό είναι ότι η Κύπρος παρουσιάζει τη μοναδική περίπτωση ενός χώρου και μιας κουλτούρας ελληνόφωνης – ενώ το νησί δεν υπήρξε ποτέ ελληνικό ούτε προσαρτημένο με οποιοδήποτε τρόπο στην Ελλάδα. Θα προσθέσω μάλιστα ότι, αντίθετα, δεν έπαψε για μια διάρκεια περίπου τριάντα αιώνων (με την εξαίρεση δύο περιόδων σχετικής ανεξαρτησίας στις αρχές των βυζαντινών χρόνων) να κατέχεται, να κυριαρχείται και να απολυτρώνεται από μια ατελείωτη σειρά κατακτητών, πολλοί από τους οποίους δεν είχαν εγκατασταθεί και τόσο προσωρινά: Ασσύριοι, Αιγύπτιοι, Πέρσες, Φοίνικες, Πτολεμαίοι, Ρωμαίοι πριν από τη χριστιανική εποχή, κατόπιν, όταν άρχισαν οι Σταυροφορίες: Φράγκοι, Βενετοί, Σαρακηνοί, Άραβες, Τούρκοι (για αρκετούς αιώνες) και για να τελειώνουμε Άγγλοι (που αγόρασαν το νησί από τους Τούρκους το 1878). Η Κύπρος δεν θα βρεθεί επιτέλους ελεύθερη και ανεξάρτητη παρά πολύ πρόσφατα, μετά από τις συνθήκες της Ζυρίχης, το 1959.
Βλέπομε λοιπόν ότι τριάντα δύο αιώνες δεινά, λεηλασίες, κατοχές, κυριαρχίες, εισαγωγές ξένων γλωσσών, θρησκειών και πολιτισμών, δεν μπόρεσαν να παραμερίσουνε τον πολιτισμό και τη γλώσσα της Κύπρου».
Το 1955 ξέσπασε στην Κύπρου υπό την ηγεσία της ΕΟΚΑ «η τελευταία ελληνική επανάσταση [με την οποία] ολοκληρώθηκε και ο κύκλος του αλυτρωτισμού και των μεγαλοϊδεατικών οραμάτων που είχαν γεννηθεί με την ίδρυση του ανεξάρτητου κράτους, το 1830».
Η άδοξη κατάληξη του εθνικοενωτικού αγώνα των Ελλήνων της Κύπρου και η αναγκαστική αναδίπλωση, με την δημιουργία ενός ημιανεξάρτητου και με πολλαπλές εγγυήσεις-δεσμεύσεις κράτους, που προέκυψε από τις συμφωνίες της Ζυρίχης και του Λονδίνου, βαραίνουν αποφασιστικά στην σύγχρονη κυπριακή πραγματικότητα.
Η συγκρότηση σε κράτος δεν συνεπαγόταν λοιπόν πλήρη εθνική απελευθέρωση• αβίαστη δηλαδή ανάδειξη των κυρίαρχων εθνικών-πολιτισμικών στοιχείων σε αδιαμφισβήτητα τεκμήρια της νέας πολιτικής ταυτότητας.
Β΄) Ο σημερινός χαρακτήρας του Κυπριακού Ζητήματος
Το Κυπριακό αποτελεί για τους Έλληνες μιαν ανοιχτή πληγή στον βαθμό που μετά την ένωση των Δωδεκανήσων το 1946, η Κύπρος όπως – άλλωστε – και η Βόρειος Ήπειρος, αν και κατοικούμενες από το λυκαυγές της ιστορίας από συμπαγείς ελληνικούς πληθυσμούς, παρέμειναν έξω από τα όρια του σύγχρονου ελληνικού κράτους.
Γεγονός πάντως παραμένει ότι το 1959, ύστερα από τρία χρόνια εθνικοενωτικού αγώνα, οι Κύπριοι απελευθερώνονται από τον αποικιακό
ζυγό. Τι σήμαινε όμως αυτό για τον ελληνικό λαό της Κύπρου;
Από την μια, την προδοσία/εγκατάλειψη του αγώνα του, της αυτοδιάθεσης-ένωσης, το ξεμάκρεμα τυπικά από τον εθνικό κορμό. «Η Κύπρος είναι η πρώτη περίπτωση χώρας στον κόσμο, στην οποία μέσω του ιδίου της Συντάγματος απαγορεύτηκε η δια της πλειοψηφίας του λαού έγκριση της κυβερνήσεως», επεσήμανε χαρακτηριστικά ο Άγγλος συγγραφέας Τσαρλς Φόλλεϋ.
Από την άλλη όμως, σήμαινε και τούτο:
Την για πρώτη φορά σ’ όλη την μεσαιωνική και νεότερη ιστορία του νησιού, διακυβέρνησή του από ελληνική κυβέρνηση, και όχι απλά πολιτική, αλλά πολιτικοθρησκευτική. Σήμαινε δηλαδή, την για πρώτη φορά διαβίωσή του μέσα σ’ένα «δικό του» εθνικό κράτος, άσχετα αν αυτό το κράτος ήταν το κρατίδιο που προέκυψε από τις συμφωνίες της Ζυρίχης. Η ύπαρξη αυτού του «δεύτερου» ελληνικού κράτους, αποκτούσε μια ξεχωριστή σημασία στον βαθμό που για μια μεγάλη κατηγορία Ελλήνων, ιδίως της περιφέρειας, αποτελούσε την έμπρακτη έκφραση της δυνατότητας του Ελληνισμού να επιβιώνει χάρις στην οδυσσειακή ικανότητα των «ποικίλης δράσης [πολιτικών] προσαρμογών», για να παραφράσουμε λίγο τον στίχο του μεγάλου Αλεξανδρινού.
Ενδεικτική της απόψεως αυτής είναι η αιτιολόγηση της υπογραφής των συμφωνιών Ζυρίχης-Λονδίνου από τον Μακάριο, στην «απολογητική» επιστολή του της 20ής Φεβρουαρίου του 1959 προς τον Γεώργιο Γρίβα «… εθεώρησα ότι είχον υποχρέωσιν να υπογράψω τη συμφωνίαν, δια της οποίας τίθεται άμεσον τέρμα εις Βρεττανικήν εν Κύπρω κυριαρχίαν και δημιουργείται μια μικρά Ελλάς εις την περιοχήν αυτήν της Ανατολικής Μεσογείου».
Αυτή όμως η «μικρά Ελλάς» (όπως – άλλωστε – και «η μεγάλη»), δεν κατέστη ούτε Δημοκρατία, ούτε ανεξάρτητος, όπως εύστοχα επεσήμανε στην Ελληνική Βουλή το 1959 ο Ηλίας Ηλιού.
Ο ακρωτηριασμός αυτός αποτυπώνεται στην συνεχή αμφισβήτηση της νόμιμης κυβέρνησης Μακαρίου, με αποτέλεσμα την δυσλειτουργία του νέου κρατικού μορφώματος που προσπαθούσε να σταθεί στα πόδια του αποκρούοντας, όπως-όπως τα συνεχή πλήγματα της τουρκικής μειονότητας. Μιας μειονότητας στρατηγικού, όπως απεδείχθη χαρακτήρα, που από την πρώτη στιγμή και με την καθοδήγηση και τις ευλογίες των Βρετανών έθετε το ζήτημα μιας δυαρχίας που οδηγούσε κατευθείαν στην διχοτόμηση.
Τα αποτελέσματα είναι γνωστά.
Η καταστρατήγηση των δικαιωμάτων της ελληνοκυπριακής πλειοψηφίας του 82% και η συστηματική προσπάθεια αναγόρευσης της τουρκοκυπριακής μειονότητας του 18% σε ρυθμιστή της τύχης της Κύπρου, ανέτρεψε τα δεδομένα εκτροχιάζοντας το Κυπριακό από τον δρόμο της αυτοδιάθεσης εμπλέκοντάς το, χάρη και στα απανωτά σφάλματα της ελληνικής πλευράς, στην καθ’όλου, ελληνοτουρκική διαμάχη.
Το 1974 η Τουρκία εισέβαλε βίαια και κατέλαβε το 40% της νήσου, καταλύοντας την εδαφική ακεραιότητα ενός κράτους μέλους των Ηνωμένων Εθνών. Το 1983 ανακηρύχθηκε το κατεχόμενο τμήμα σε «Τουρκοκυπριακό κράτος».
Είναι το Κυπριακό μια διαφορά δύο κοινοτήτων ή το πρόβλημα υφίσταται λόγω άρνησης του δικαιώματος στην αυτοδιάθεση και ανοιχτών εξωτερικών επεμβάσεων μιας επεκτατικής δύναμης που στρατηγικό της στόχο έχει την ολοκληρωτική κατάληψη του νησιού;
Αυτό είναι ένα βασικό, θα έλεγα, ερώτημα που προηγείται πάντων των υπολοίπων.
Είναι γνωστό ότι κάθε κρίση καταργεί τις κατά συνθήκην εντυπώσεις, απορρίπτει τα νεκρά κύτταρα, αποσπά τα εξωτερικά περιβλήματα, αποκαλύπτει τα κρυμμένα ελατήρια και ξεσκεπάζει τις βαθύτερες πληγές.
Ο ξεριζωμός 200.000 Ελλήνων της Κύπρου, η εθνοκάθαρση αποτυπούμενη στον συστηματικό αφελληνισμό των κατεχομένων και η εγκληματική στάση απέναντι στους 2.000 «αγνοούμενους»-αιχμαλώτους Ελληνοκυπρίους και Ελλαδίτες ήταν η ώρα της κρίσης για σύμπαντα τον Ελληνισμό.
Η τουρκική εισβολή και οι φρικαλεότητες που την ακολούθησαν ανέσυρε τις πρόσφατες μνήμες του ξεριζωμού των Ελλήνων της Ίμβρου και Τενέδου, την συρρίκνωση – καταστροφή του Ελληνισμού της Πόλης, την Γενοκτονία των Ποντίων, την Μικρασιατική Καταστροφή, κλονίζοντας ανεπανόρθωτα την τουρκική αξιοπιστία και ανοίγοντας ένα βαθύ και ουσιαστικό χάσμα ανάμεσα στους δύο λαούς.
Έτσι αναπόφευκτα το Κυπριακό αποκτά μια καθοριστική διάσταση και ως στοιχείο πιλότος στις καθ’όλου ελληνοτουρκικές σχέσεις.
Γ΄) Ο ρόλος της Τουρκίας διαχρονικά. Ένα παίγνιο χωρίς εκπλήξεις
Δεν αποτελεί ανακάλυψη του τροχού η διαπίστωση ότι η προσεκτική παρακολούθηση της τουρκικής πολιτικής πείθει και τον πιο δύσπιστο ότι είτε με κοινοβουλευτική, είτε με αντικοινοβουλευτική μορφή, το τουρκικό κράτος και η άρχουσα τάξη του ακολούθησαν μια κατά βάση ενιαία γραμμή
πάνω στο Κυπριακό και σε όλα τα ζητήματα που άπτονται των
ελληνοτουρκικών σχέσεων. Η τουρκική πολιτική έχει δείξει εκπληκτική συνοχή, συνέπεια και διορατικότητα, ανεξάρτητα από τις συχνές κυβερνητικές αλλαγές και έχει με έργα ξεκάθαρα αποδείξει ότι ξέρει τα πλεονεκτήματα της συζήτησης, αλλά το βάρος το ρίχνει πάντα στην πρακτική. Μια πρακτική που την διαπερνά και την διαποτίζει η κουλτούρα μιας πρώην αυτοκρατορίας και ενός κατακτητικού-καταπιεστικού έθνους που χαράζει πολιτική με βάση τις δεκαετίες, γνωρίζοντας πότε πρέπει να περιμένει και πότε πρέπει να βιαστεί για να αιφνιδιάσει τον αντίπαλο δημιουργώντας τετελεσμένα.
Κορύφωση όλης αυτής της πρακτικής αποτελεί, κατά την γνώμη μου, η περίοδος της πρώτης εικοσαετίας του 21ου αιώνα, η περίοδος, με δύο λόγια, Ερντογάν, που αποτυπώνει την έμπρακτη αλλά και αποτελεσματική εφαρμογή του νεοοθωμανικού μεγαλοϊδεατισμού.
Χρήσιμο, φρονώ, είναι να ανατρέξουμε στις αφετηριακές διατυπώσεις της πολιτικής αυτής που, όσον αφορά το Κυπριακό, εμφανίζονται με την έξαρση του εθνικοενωτικού αγώνα στην δεκαετία του 1950-1960.
Από τα μέσα της δεκαετίας του ’50, ο Τούρκος πρωθυπουργός Α. Μεντερές ανέθεσε στον πολιτικό του αντίπαλο καθηγητή Νιχάτ Ερίμ, να μελετήσει συστηματικά τα δεδομένα και να υποβάλει μια τεκμηριωμένη έκθεση που θα αποτελούσε ύστερα από συζητήσεις την βάση για την διαμόρφωση μιας μακρόπνοης τουρκικής εθνικής στρατηγικής πάνω στο Κυπριακό.
Η άποψη του Ερίμ, που στην συνέχεια υιοθετήθηκε από τους τουρκικούς επιτελικούς κύκλους, συνοψίστηκε σε τέσσερα καίρια σημεία:
Α) Η τουρκική στρατηγική στο Κυπριακό θα πρέπει να διαπνέεται από μια κατεξοχήν μακρόπνοη λογική, εξαιρετικά προσεκτική και μελετημένη, έτσι ώστε κάθε νέο βήμα να μειώνει πραγματικά την απόσταση από τον τελικό στόχο της τουρκοποίησης,
Β) Ο εθνολογικός χαρακτήρας της νήσου θα πρέπει – χωρίς απότομους κραδασμούς – να αλλάξει αργά αλλά σταθερά υπέρ της τουρκικής πλευράς,
Γ) Μέσω μιας προσεκτικής (ενδεχόμενα νατοϊκής) παρέμβασης θα πρέπει να εγκατασταθούν τουρκικοί στρατιωτικοί θύλακες σε στρατηγικά σημεία της Κύπρου και τέλος
Δ) Η Μεγαλόνησος ή θα πρέπει να καταλήξει να γίνει ολοκληρωτικά τουρκική ή αν αυτό δεν είναι δυνατό θα πρέπει να διαμελιστεί και μοιραστεί ανάμεσα στην Τουρκία και την Ελλάδα.
Μέρα με την μέρα, χρόνο με τον χρόνο η άποψη αυτή πέρασε από ένα στάδιο βαθύτερων και ουσιαστικότερων επεξεργασιών για να φτάσει σε μια συνθετότερη μορφή που συνοψίζεται στην θέση ότι το Κυπριακό είναι ουσιαστικά ένα πρόβλημα Ελλάδας και Τουρκίας που συνδέεται άμεσα με το ζήτημα του Αιγαίου-Θράκης και της γενικότερης ελληνοτουρκικής διαμάχης. Αυτός, πέραν των άλλων, είναι και ένας από τους λόγους που η Τουρκία απαξιεί την Κυπριακή Δημοκρατία ως αυτοτελή, ανεξάρτητη κρατική οντότητα.
Δέκα περίπου χρόνια αργότερα στις 10 Ιανουαρίου 1964 ο Τουρκοκύπριος ηγέτης και αντιπρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας Δρ. Κιουτσούκ δήλωνε χαρακτηριστικά:
«Επιθυμούμε να δημιουργήσουμε ένα χωριστό κράτος… οι Τουρκοκύπριοι δεν αποτελούν μειονότητα αλλά ένα λαό με τη δική του γλώσσα θρησκεία και παραδόσεις… το προτεινόμενο τουρκοκυπριακό κράτος θα αποφασίσει αν θα παραμείνει ανεξάρτητο ή θα ζητήσει την προσάρτησή του στην Τουρκία».
Λίγους μήνες αργότερα τον Ιούνιο του 1964, η «Turkish Communal Chamber» παρουσίαζε ένα σχέδιο ομοσπονδίας, που ουσιαστικά έβαζε τις βάσεις της διχοτόμησης. Το σχέδιο αυτό προσδιόριζε με λεπτομερειακό τρόπο όσα επικύρωσε με βίαιο τρόπο η εισβολή και η κατάληψη του μισού νησιού από τον Αττίλα» το 1974.
Συγκεκριμένα επρότεινε:
Α. Την εγκαθίδρυση δύο κρατών, του ελληνοκυπριακού και του τουρκοκυπριακού, με μια ομόσπονδη κυβέρνηση.
Β. Την κατάληψη του 37% από το τουρκοκυπριακό κράτος, και του υπόλοιπου από το ελληνοκυπριακό.
Γ. Την ξεχωριστή αρμοδιότητα του κάθε κράτους για την γενική οικονομική ανάπτυξη της επικράτειάς τους.
Δ. Την ανεξαρτησία του κάθε κράτους στην χάραξη της δικής του οικονομικής πολιτικής.
Τέλος στην ομοσπονδιακή κυβέρνηση απέμενε ο έλεγχος της νομισματικής πολιτικής, των λιμανιών και των αεροδρομίων, και προβλεπόταν η ελευθερία μετακίνησης όλων των «συντελεστών της παραγωγής».
Μολονότι η εκτενέστερη καταγραφή του σχεδίου θα μας βοηθούσε να εντοπίσουμε κι άλλες πτυχές, μπορούμε ωστόσο να βγάλουμε μερικά συμπεράσματα.
Ότι:
Α. Το σχέδιο αυτό σηματοδοτούσε την μακρόπνοη στρατηγική του τουρκικού επεκτατισμού.
Β. Έκανε φανερή την απουσία μιας συνεκτικής πολιτικής από μέρους της ελληνικής πλευράς απέναντι στον κίνδυνο αυτό και
Γ. Η εισβολή ήταν η στρατιωτική προέκταση, με ακόμη πιο οδυνηρούς και σκληρούς όρους, μιας ήδη καταστρωμένης από το 1964 πολιτικής στρατηγικής.
Από την εισβολή και μετά, το παιχνίδι, που επικρατεί από την τουρκική μεριά είναι εκείνο της γάτας με το ποντίκι. Οι ενδοκυπριακές, που σαν φόρμουλα συζήτησης ακολουθήθηκαν και από τις δύο πλευρές ως διαδικασία οδήγησαν στα γνωστά έως σήμερα αποτελέσματα.
Στην παγίωση της εθνοκάθαρσης στον Βορρά και την αναγωγή, δια πυρός και σιδήρου, του κατοχικού καθεστώτος σε ξεχωριστή κρατική οντότητα με την οποία θα πρέπει από εδώ και πέρα να συνδιαλέγεται η Κυπριακή Δημοκρατία (Ελληνοκυπριακή, κατά τους Τούρκους, πλευρά).
Είναι φανερό σε όποιον συγκρατεί έστω και ελάχιστα ψήγματα αντικειμενικότητας ότι η τουρκική στρατηγική καλύπτει όλο το ευρύ φάσμα του ελληνοτουρκικού μετώπου αντιπαράθεσης. Δεν θέτει σωρευτικά το μάξιμουμ των στόχων της, αλλά γνωρίζει με μεγάλη μαεστρία να περνάει από τον πόλεμο των θέσεων στον πόλεμο των ελιγμών• να «βομβαρδίζει» συστηματικά επιμέρους στόχους και στην συνέχεια, την κατάλληλη στιγμή, ευκαιρίας δοθείσης, να περνά στην επίθεση. Η γαλάζια πατρίδα δεν είναι πυροτέχνημα στιγμής, αλλά δημιούργημα μιας συστηματικής και συνεκτικής επεκτατικής πολιτικής.
Στην παρούσα φάση που διανύουμε, με το κυπριακό σκάφος απομακρυσμένο από τον λιμένα-δικλείδα ασφαλείας, που είναι τα αποτελέσματα του Δημοψηφίσματος και η απόρριψη του φρανκενσταϊνικής κατασκευής Σχεδίου Ανάν, και ενώ η κυπριακή κυβέρνηση αλλά και η ελλαδική δείχνουν να πελαγοδρομούν, η Τουρκία θεωρώντας περαιωμένη την τουρκοποίηση του Βορρά και την παγίωση ενός καθεστώτος τουρκικού προτεκτοράτου, ανοίγει το επόμενο κεφάλαιο που είναι η αναγωγή του κατοχικού καθεστώτος σε ισότιμη κρατική οντότητα με αυτήν της Κυπριακής Δημοκρατίας, για την δημιουργία μιας αδύναμης και αφοπλισμένης συνομοσπονδίας που θα εξαρτάται ουσιαστικά από την Τουρκία.
Έχουμε στόχο και σκοπό να οδηγηθούμε στην ευθανασία;
Ενδεχομένως, με τα όσα ως Συβαρίτες ή Ποσειδωνιάτες δείχνουμε να επιδιώκουμε. Βεβαίως η ιστορία έδειξε και την δυνατότητα άλλων επιλογών το 1955-1959, αλλά και το 2004.
Μένει να διαπιστώσουμε αν είχε δίκιο ο Άρης Αλεξάνδρου όταν έγραφε ότι:
Κανένας έλατος δεν πηγαίνει μόνος του στο πριονιστήριο.
Δ΄) Ο ελληνοτουρκικός διάλογος και ο μύθος των χαμένων ευκαιριών
Είναι γεγονός αναμφισβήτητο ότι η γεωγραφική πραγματικότητα εμπερικλείει και τον διάλογο με τον γείτονα και κανένας λογικός άνθρωπος δεν θα έπρεπε να έχει αντιρρήσεις επ’ αυτού.
Το πρόβλημα λοιπόν δεν αφορά τον διάλογο, πολλώ μάλλον τον καλόπιστο. Το πρόβλημα αφορά τον κατ’ επίφασιν διάλογο, τον μη κατ’ουσίαν διάλογο, αυτόν που γίνεται προσχηματικά ή αυτόν που επιδιώκεται να γίνει με ένα περίστροφο σταθερά προσανατολισμένο στον κρόταφο του ενός εκ των συνομιλητών.
Έχει, πια εξελιχθεί σε συχνό φαινόμενο της πολιτικής ζωής, να παρουσιάζεται κάποιος Ελλαδίτης ή Ελληνοκύπριος πολιτικός ή ακόμα μερίδα ολόκληρη του Τύπου ή της πολιτικής που να ανακαλύπτουν την αλλαγή στάσης και προφίλ στην εκάστοτε τουρκική πολιτική ηγεσία και να μας θέτουν όλους σε επιφυλακή διατυμπανίζοντας ότι βρισκόμαστε σε μια νέα πολύ λεπτή φάση για την επίλυση του Κυπριακού, διατυπώνοντας νέα –κατά την γνώμη τους–επιχειρήματα και απόψεις για την «κρυφή γοητεία» του ελληνοτουρκικού διαλόγου, που μαραμένα – φευ – εξανεμίζονται σαν τα πρωινά όνειρα μέσα σε διάστημα λίγων εβδομάδων ή μηνών.
Αν δεν ήταν τραγικό, θα έλεγα ότι είναι αφάνταστα πληκτικό να βλέπεις το σενάριο αυτό να επαναλαμβάνεται με τα ίδια ακριβώς σαθρά επιχειρήματα και στον 21ο αιώνα, από τις κυβερνήσεις των Κώστα Σημίτη, Αλέξη Τσίπρα, Δημήτρη Χριστόφια, Νίκου Αναστασιάδη και σήμερα Κυριάκου Μητσοτάκη.
Θα αρκούσε, βέβαια, μια απλή ανάγνωση της ιστορίας για να διαπιστώσει κανείς πόσες φορές βρεθήκαμε αντιμέτωποι με την τουρκική πανουργία και επιθετικότητα, με τον τουρκικό επεκτατισμό. Κάτι τέτοιο θα βοηθούσε στο να ξεκινάμε από κάποιες σταθερές που δεν θα τίθενται σε αμφισβήτηση σε κάθε ευκαιρία, όχι φυσικά γιατί αυθαίρετα εμείς τις ορίζουμε σαν τέτοιες, αλλά γιατί προκύπτουν μέσα από την αντικειμενική ανάγνωση των ιστορικών πεπραγμένων.
Ας θυμηθούμε όλοι μας τις αλήστου μνήμης απόπειρες παγίδευσης του Κυπριακού που πήραν το όνομα «χαμένες ευκαιρίες», για την κατάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας θα συμπλήρωνα. Από την αξιολόγηση του Βαλντχάιμ, τους δείκτες Ντε Γκουεγιάρ, την δέσμη ιδεών του Μπούτρος Γκάλι, το Σχέδιο Ανάν, ως το φιάσκο της Πενταμερούς, όλα τα στοιχεία μαρτυρούν ότι εκόντες-άκοντες σερνόμαστε σε μιαν άνευ όρων αποδοχή των τετελεσμένων.
Μα θα αντιτείνει κάποιος: Ξεχνάς ότι είμαστε οι ηττημένοι της εισβολής του 1974. Η απάντηση είναι απλή και συνοψίζεται στο ότι η ήττα σου δεν αποτελεί δικαιολογία για να αποδεχθείς τα χειρότερα. Σε τελευταία ανάλυση, καμία ήττα δεν είναι οριστική. Το 1897 προηγήθηκε των Βαλκανικών Πολέμων. Αυτό δεν είναι ρητορική απάντηση ή λόγος παρηγοριάς, αλλά δίδαγμα που προκύπτει από την ίδια την πραγματικότητα.
Όλοι γνωρίζουμε ότι διόλου καλύτερος δεν ήταν ο συσχετισμός το 2004, όταν οι πάντες βυσσοδομούσαν κατά της Κύπρου. Κι όμως ήταν αυτοί οι ολίγοι, όπως θα έλεγε ο στρατηγός Μακρυγιάννης, που με επικεφαλής τον αλησμόνητο Τάσσο Παπαδόπουλο, δοκίμασαν την τύχη τους απέναντι στους ισχυρούς και απευθύνθηκαν χωρίς διαμεσολαβητές στον λαό. Και αυτός με την σειρά του, ενεργοποιώντας τον ρόλο του ως ιστορικό υποκείμενο (όπως, άλλωστε έκανε και το 1931 και το 1955), απέτρεψε την προαποφασισμένη ταφή της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Τι μας δείχνει το κορυφαίο αυτό παράδειγμα;
Πρώτον, το γεγονός ότι βρίσκεσαι στην δυσμενή θέση της de facto διχοτόμησης αυτό δεν δικαιολογεί το να αποδεχθείς τον πλήρη ενταφιασμό σου και
δεύτερον ότι δεν είναι ανάγκη να έχεις όλους τους συσχετισμούς υπέρ σου, για να κινηθείς στην σωστή κατεύθυνση. Προϋπόθεση φυσικά είναι να είσαι κατ’ επιλογήν πατριώτης και δημοκράτης, αποφασισμένος να παλέψεις για την υπεράσπιση των δικαίων σου, μέχρι τέλους. Ο Δημοκρατικός Πατριωτισμός που μας δίδαξε ο πατέρας της Ελληνικής Ανεξαρτησίας ο Ρήγας Βελεστινλής, αποτέλεσε και αποτελεί την ασπίδα και το δόρυ του νεότερου Ελληνισμού.
Δύο είναι τα ουσιαστικά σημεία πάνω στα οποία θα μπορούσε να βασιστεί μια συνεκτική προβληματική γύρω από τις ελληνοτουρκικές σχέσεις.
Το πρώτο έχει να κάνει με την τουρκική επιθετικότητα, τον τουρκικό επεκτατισμό, για τα οποία δεν χρειάζεται, φρονώ, πολλαπλή παράθεση στοιχείων.
Το δεύτερο έχει να κάνει με το διεθνές δίκαιο, τους κανόνες και την πρακτική του. Θα μπορούσα, να παραθέσω πλήθος διατάξεων και στοιχείων, για να επιβεβαιώσω αυτό που ισχυρίζομαι. Ίσως όμως αρκεί απλά το άρθρο 52 της Συνθήκης της Βιέννης, που πολύ χαρακτηριστικά τονίζει ότι: «Συνθήκη τις τυγχάνει άκυρος εάν η σύναψίς της επετεύχθη δια της απειλής
ή χρήσεως βίας κατά παράβασιν των αρχών του Διεθνούς Δικαίου, των περιλαμβανομένων εις τον Καταστατικόν Χάρτην».
Αυτά λέει το Διεθνές Δίκαιο και μακάρι να μπορούσαν να ισχύσουν. Το ζήτημα όμως είναι η πραγματικότητα και η ζώσα πραγματικότητα, χωρίς παρωπίδες, είναι απόλυτα απογοητευτική.
Ας δούμε για παράδειγμα την δράση του ΟΗΕ την οποία (και επί της αρχής σωστά) από πλευράς μας επικαλούμαστε.
Ποιο είναι το συμπέρασμα από τα 50 χρόνια «ανιδιοτελούς συνεισφοράς του»;
Α) Ότι ο διεθνής οργανισμός δεν κινείται έξω από συσχετισμούς δυνάμεων,
Β) Ότι ανάμεσα στα κατά καιρούς εκδιδόμενα ψηφίσματα και την εφαρμογή τους η διαφορά – πολλές φορές είναι μεγαλύτερη από την μέρα με την νύχτα,
Γ) Ότι η πρακτική εφαρμογή συγκλίνει εξ αντικειμένου υπέρ των ισχυροτέρων και τέλος
Δ) Ότι ακόμα και μια συμφιλιωτική-διαλλακτική στάση από ένα σημείο και πέρα για να λειτουργήσει αποτελεσματικά έχει ανάγκη:
α) Μιας γραμμής ασφαλείας-στήριξης που να είναι απόλυτα σαφές ότι δεν είναι διαπραγματεύσιμη και
β) Ένα στοιχείο βιωσιμότητας-λειτουργικότητας της συμφωνίας και όχι ασκήσεις επί χάρτου που η ζωή ανατρέπει την επομένη.
Με αυτή την έννοια, αν δηλαδή εσύ ο ίδιος δεν έχεις εκ των προτέρων χαράξει ένα σταθερό πλαίσιο διεξαγωγής του διαλόγου με απόλυτα ξεκαθαρισμένα τα ανελαστικά σημεία σου, το αποτέλεσμα θα είναι να αυτοεγκλωβιστείς καθώς θα σχοινοβατείς ανάμεσα σε μια λογική υποχώρησης-αποδοχής πραγμάτων που αντιστρατεύονται τα θεμελιακά σου συμφέροντα και ευκαιριακής απόρριψης, πράγμα που σε καθιστά διπλά αφερέγγυο στην διεθνή κοινότητα.
Αλήθεια τι έχουν να μας απαντήσουν σε όλα αυτά οι δεξιές και ευώνυμες Κασσάνδρες των «χαμένων ευκαιριών» που ποτέ δεν μπήκαν στον κόπο να μας αποδείξουν ποιες ήταν αυτές, γιατί οι μόνες που υπήρξαν ήταν εκείνες που και με την υπογραφή μας θα μετέτρεπαν την Κύπρο σε επίσημο τουρκικό προτεκτοράτο.
Είναι πια φανερό ότι χωρίς μια συνολικότερη θεώρηση και αντιμετώπιση του ζητήματος οι συνομιλίες καταντούν μονόδρομος και την αποτυχία ή τον εκφυλισμό τους κινδυνεύει να χρεωθεί η ελληνική πλευρά. Ήδη με τον τρόπο που μεθοδεύτηκαν οι μέχρι τώρα συνομιλίες η προσοχή της διεθνούς κοινής γνώμης αποσπάστηκε από τον παράνομο χαρακτήρα της τουρκικής κατοχής, από την στέρηση στους Ελληνοκυπρίους του θεμελιακού δικαιώματος της αρχής της ισότητας των πολιτών, από τον εποικισμό και την αλλοίωση της πολιτισμικής φυσιογνωμίας του Βορρά και τείνει να θεωρήσει το όλο πρόβλημα ελάσσονα δικοινοτική διαφορά, που αφορά μάλιστα, μετά τις τελευταίες τουρκικές παρεμβάσεις και πρακτικές, δύο – τάχα μου – ξεχωριστά κράτη.
Απέναντι σ’ αυτά τα δεδομένα, που σε στιγμές κρίσης ακόμα και οι φανατικότεροι οπαδοί του διαλόγου για τον διάλογο με την Τουρκία, έχουν αναγνωρίσει ως αληθινά, η στάση της ελλαδικής και ελληνοκυπριακής ηγεσίας μοιάζει, πολλές φορές, να είναι έξω από κάθε διπλωματική και πολιτική λογική.
Οι πολιτικές δυνάμεις σε Ελλάδα και Κύπρο και κυρίως οι ίδιοι οι πολίτες θα πρέπει να ξεπεράσουν την πολιτική στρουθοκαμηλισμού που μας διακρίνει όλους, όσον αφορά το Κυπριακό Ζήτημα. Στον βαθμό που το εννοούμε ως το υπ’ αριθμόν 1 εθνικό μας πρόβλημα, θα πρέπει να σκύψουμε με περισσότερο ενδιαφέρον στο σύνολο των ελληνοτουρκικών σχέσεων με σαφή επίγνωση ότι δεν αποτελούν συγκυριακό, αλλά μόνιμο φαινόμενο με βαθύτατες άμεσες και έμμεσες πολιτικές προεκτάσεις. Έτσι μόνο υπάρχει ελπίδα να ανακτήσουμε το χαμένο έδαφος και να μπορέσουμε κάποτε να αντιτάξουμε μιαν «επιθετική» πρακτική που να αντιμετωπίζει εκ του σύνεγγυς, να «παγιδεύει» και να υπερκερνά την πανούργα, επιδέξια και προπαντός αποτελεσματική τουρκική διπλωματία και προπαγάνδα.
Ε΄) Η στην βάση δυο κρατών Δικοινοτική Διζωνική Ομο(συνο)σπονδία, προοίμιο της κατάλυσης της Κυπριακής Δημοκρατίας
Πέντε ολόκληρες δεκαετίες μετά την εισβολή παρακολουθούμε, με ελάχιστα διαλείμματα, το ίδιο έργο που συνοψίζεται στην σταθερά απρόθυμη στάση της Τουρκίας να απομακρυνθεί από τον στρατηγικό της στόχο, όπως συστηματικά πρωτοανιχνεύεται στα κείμενα των Νιχάτ Ερίμ και Ισμαήλ Τάνσου και όπως καταλήγει στις «περί γόρδιου δεσμού της Κύπρου», απόψεις του Αχμέτ Νταβούτογλου.
Οφείλουμε–επιτέλους–να κατανοήσουμε ότι ανεξάρτητα από τα επιμέρους στοιχεία τακτικισμού, το δεσπόζον στοιχείο της τουρκικής πολιτικής, ήταν, είναι και θα είναι η κατάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας και η δημιουργία ενός φρανκενσταϊνικής κατασκευής μεταμοντέρνου υβριδιακού κρατικού μορφώματος, με προεξάρχοντα στοιχεία τον συνομοσπονδιακό (βοσνιακής κοπής) χαρακτήρα, την επιβολή ενός θεσμικού πλαισίου, που θα λειτουργεί νομιμοποιημένο όμως αφετηριακά με διεθνείς όρους και συμβάσεις κατ’ εξαίρεσιν παντός διεθνούς και ευρωπαϊκού δικαίου, και στο οποίο επικυρίαρχος αλλά και άμεσος εκτελεστής των παραπάνω θα είναι η Τουρκία «μια χώρα που δεν αγνοεί την Κύπρο για να μπορεί να είναι ενεργή στις παγκόσμιες και περιφερειακές πολιτικές», όπως διακηρύσσει και με συνέπεια εφαρμόζει ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν.
Αν και εξαντλητικά και με βάσιμα επιχειρήματα έχει περιγραφεί το απόλυτα αρνητικό πλαίσιο που συγκροτεί την όλη φιλοσοφία της Διζωνικής Δικοινοτικής Ομοσπονδίας (ΔΔΟ), θεωρώ χρήσιμη την επανάλειψη ορισμένων από αυτά που θα τα αναφέρω με σύντομο και αξιωματικό τρόπο.
Η έννοια της ΔΔΟ παραπέμπει σε μια συνομοσπονδιακή λογική, που θα συγκροτήσουν δύο πολιτικά ισότιμα κρατίδια (κεντρική πια στόχευση και όρος της τουρκικής πλευράς) προτάσσοντας το στοιχείο της πολιτικής ισότητας των δύο κοινοτήτων (γεγονός που παραπέμπει σε συνομοσπονδία), σε αντίθεση με το στοιχείο της πολιτικής ισότητας των πολιτών που ευθυγραμμίζεται με την βασική δημοκρατική αρχή και προσιδιάζει σε ένα ομοσπονδιακό σύστημα.
Η ΔΔΟ είναι ένα νεοαποικιακό κατασκεύασμα που συγκροτεί τους όρους μιας τερατογένεσης με τρεις κυβερνήσεις, τέσσερεις Βουλές, τρεις Αστυνομίες και μια πρωτόγνωρη και πρωτοφανή δυαρχία σε όλα τα επίπεδα των κοινωνικών, πολιτικών και κρατικών λειτουργιών.
Είναι, φρονώ, προφανές ότι όλα τα παραπάνω, ως κύρια στοιχεία της νέας οντότητας θα συνιστούν και το πεδίο δραστηριότητάς της.
Ποια όμως μπορεί να είναι αυτή, όταν η παραβίαση των αρχών της πολιτικής ισότητας, της δικαιοσύνης, της λειτουργικότητας, ασφάλειας και ενότητας του κράτους, οδηγούν σε μια παράδοξη κρατική οντότητα που είναι αδύνατον να λειτουργήσει στην πράξη, ευρισκόμενη στο έλεος του veto της άλλης πλευράς;
Είναι τόσο δύσκολο να αντιληφθούμε ότι η έλλειψη λειτουργικότητας οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στην διάλυση του υβριδιακού αυτού κρατιδίου και την απορρόφησή του από την ισχυρότερη πλευρά;
Είναι, λοιπόν, λογικό, όταν όλα τα δεδομένα βοούν για το αδιέξοδο της μέχρι σήμερα ασκούμενης πολιτικής, να εξακολουθούμε να ξορκίζουμε το πρόβλημα με βασκανίες;
Υπάρχει πραγματικά ένας σοβαρός μελετητής που δεν είναι σε θέση να αντιληφθεί τον θανάσιμα διαλυτικό ρόλο της προβαλλόμενης, κυρίως από το ΑΚΕΛ, ΔΔΟ; Χρειάζεται ιδιαίτερη σοφία για να αντιληφθεί κανείς ότι η ΔΔΟ είναι το δόλωμα που οδηγεί στην κατάλυση της ανεξάρτητης Κυπριακής Δημοκρατίας και την μετατροπή της σε συνιστώσα πολιτεία μιας συνομοσπονδίας, υπό καθαρή τουρκική επικυριαρχία;
Όσο επώδυνο και αν ακούγεται, η τωρινή κατάσταση στην Κύπρο είναι το μη χείρον, σε σχέση με αυτό που θα συμβεί με την διολίσθηση στο νομικό και πολιτικό έκτρωμα αυτού που κατ’ευφημισμόν ονομάζεται ΔΔΟ. Σήμερα η Τουρκία ελέγχει μόνο τα κατεχόμενα. Η ελεύθερη Κύπρος, η Κυπριακή Δημοκρατία, όμως, υπάρχει θυμίζοντας ότι ο πόλεμος δεν έχει χαθεί. Ότι έχει
ο καιρός γυρίσματα. Ποιος, λοιπόν, σοβαρός λόγος μας οδηγεί στο να είμαστε επισπεύδοντες; Ποια εθνική λογική επιτάσσει ότι η παραχώρηση ή η επιστροφή ενός ποσοστού εδάφους της τάξης του 5%-6% είναι ικανή να αντισταθμίσει την παράδοση ολόκληρης της Κύπρου στους Τούρκους επεκτατιστές;
Θα το επαναλάβω. Το φοβικό σύνδρομο δεν έσωσε ποτέ το θύμα. Το ότι είμαστε οι ηττημένοι του 1974, δεν αποτελεί δικαιολογία για αποδοχή της υποταγής. Σε τελευταία ανάλυση έρχεται σε σύγκρουση με το ξεκάθαρο διαχρονικό ΟΧΙ των Ελλήνων από τον Μαραθώνα και την Σαλαμίνα μέχρι τα έπη του 1821, 1940 και 1955.
ΣΤ΄) Η Κύπρος και ο Ελληνικός Κόσμος απέναντι στα υπαρξιακά προβλήματά τους
Πολλές φορές έχω διερωτηθεί μήπως αποτελεί ακραίο υποκειμενισμό ή κινδυνολογία η πεποίθησή μου ότι ο Ελληνικός Κόσμος, οι Έλληνες, ο Ελληνισμός, η Ελλάδα και η Κύπρος αντιμετωπίζουν μείζονα εθνικά προβλήματα που ξεκινώντας από την κατοχή της βόρειας Κύπρου,διαπερνούν το Καστελόριζο, το Αιγαίο, την Θράκη, την Μακεδονία, για να καταλήξουν
στις συστηματικές προσπάθειες εξανδραποδισμού της ελληνικής εθνικής μειονότητας στην Βόρεια Ήπειρο;
Όλοι μας γνωρίζουμε ότι η Ελλάδα και η Κύπρος, κατά το πλείστον της σύγχρονης κρατικής τους ιστορικής διαδρομής, λειτούργησαν υπό καθεστώς στενής διεθνούς επιτροπείας. Η κατάσταση, όμως, τα τελευταία χρόνια έχει δραματικά επιδεινωθεί. Οφείλουμε να δούμε κατάματα το γεγονός ότι η Ελλάδα και η Κύπρος είναι σήμερα κράτη περιορισμένης κυριαρχίας. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα ο Ελληνισμός και στις δύο κρατικές οντότητές του να έχει δραματικά υποβιβαστεί ως αξιόπιστος ενεργητικός παίκτης στον φυσικό του χώρο που είναι τα Βαλκάνια και η Ανατολική Λεκάνη της Μεσογείου.
Όσο ο συσχετισμός δυνάμεων ανάμεσα στην Ελλάδα-Κύπρο και την Τουρκία παραμένει ο ίδιος, δηλαδή υπέρ της Τουρκίας, η οποιαδήποτε συμφωνία θα φέρει το βάρος αυτού του συσχετισμού. Όσο ο συσχετισμός δυνάμεων με την Τουρκία δεν ανατρέπεται υπέρ της ελληνικής πλευράς, όσο η Κύπρος παραμένει αθωράκιστη, τόσο οι δικοινοτικές συνομιλίες θα λειτουργούν υπέρ του ισχυροτέρου, ο οποίος και θα αποτυπώσει ωμά τον
συσχετισμό αυτόν στην «τελική λύση», που θα θελήσει, ενάντια στα συμφέροντα του Ελληνισμού, να υπογράψει ο οποιοσδήποτε.
Γνωρίζω ότι το πρόβλημα δεν είναι καθόλου απλό. Πριν απ’όλα δεν είναι πρόβλημα απλά στρατιωτικό-τεχνικό, αλλά βαθύτατα πολιτικό πρόβλημα. Ο παρατεταμένος ψυχολογικός παροπλισμός του λαού μας, που συνίσταται στην μείωση των εθνικών του αντανακλαστικών και την πανάκεια της «πολιτικής του διαλόγου» και της «ρεαλιστικής πολιτικής του εφικτού», αποτελούν ένα κλειδί για την αντιμετώπιση του καίριου αυτού ζητήματος. Η ποικιλόμορφα εφαρμοσθείσα τακτική της εξαγοράς της υφέσεως με αδιάκοπες υποχωρήσεις, έδειξε τα όριά της, αποδεικνύοντας πόσο ανεπαρκής, αδιέξοδη και καταστροφική είναι. Το πρόβλημα όμως δεν αφορά μόνο τους κυβερνώντες, αλλά το σύνολο της κοινωνίας μας, που την διαπερνά ακόμη και σήμερα το «Μικρασιατικό σύνδρομο», και η λογική παραίτησης από κάθε εθνικό στόχο ή διεκδίκηση.
Η ακραία αυτή φτωχοπροδρομική λογική αγκαλιάζει το σύνολο των πολιτικών μας δυνάμεων και συνοψίζεται στην βαθύτατα λαθεμένη άποψη «Η Ελλάδα δεν διεκδικεί τίποτα», αντί της ορθής. «Η Ελλάδα διεκδικεί μέχρι κεραίας ό,τι πραγματικά της ανήκει».
Μια στροφή όμως προς την σωστή κατεύθυνση συνεπάγεται μιαν άλλη «φιλοσοφία και στάση ζωής», στην οποία θα πρέπει να προσαρμοστούν η κοινωνία και η οικονομία, η παιδεία και η κουλτούρα, η άμυνα και η εξωτερική πολιτική, τα κόμματα και οι φορείς, οι πολίτες, με δυο λόγια το σύνολο του Ελληνισμού. Γιατί ουσιαστική παρέμβαση στην επίλυση του προβλήματος της αμυντικής θωράκισης μπορεί να προκύψει μονάχα στον βαθμό που υιοθετείται μια νέα πολιτική γραμμή που αυτό συνεπάγεται.
Δε χρειάζεται να είναι κανείς έμπειρος πολιτικός ή στρατιωτικός για να κατανοήσει ότι η σωστή αμυντική θωράκιση αποτελεί την μείζονα προϋπόθεση αποτροπής. Γιατί ο βασικός αποτρεπτικός παράγοντας είναι η συνειδητοποίηση από τον πολέμιο ότι το κόστος μιας αστόχαστης επιθετικής πράξης θα είναι μεγαλύτερο από το προσδοκώμενο κέρδος. Αυτή η απλή αρχή που φέρει το όνομα «ισορροπία δυνάμεων» είναι ο βασικός παράγοντας διασφαλίσεως της ειρήνης. Με μιαν ακόμη όμως προϋπόθεση. Το να κάνεις στον αντίπαλο σαφές ότι όχι μόνο είσαι σε θέση να λειτουργήσεις αποτρεπτικά, αλλά και ότι οπωσδήποτε θα το πράξεις ξεπερνώντας την γνωστή σου μεσογειακή ρητορική.
Η υιοθέτηση μιας τέτοιας γραμμής πλεύσης δεν είναι απλό πράγμα. Είναι, ίσως, ό,τι δυσκολότερο μπορείς αυτή την στιγμή να ζητήσεις από έναν λαό που τον έχουν εκμαυλίσει.
Το 1971 στα κρίσιμα χρόνια της δικτατορίας εξέδωσα, ανάμεσα σε άλλα, ορισμένα κείμενα του Μπέρτολτ Μπρεχτ που στόχο τους είχαν να περιγράψουν μια κατάσταση αλλά και να δώσουν ένα μήνυμα ότι η κατάσταση αυτή δεν αλλάζει από μόνη της.
Κεντρικό σημείο όλης της έκδοσης ήταν το ποίημα «Ακούμε: Δεν θέλεις πια να δουλέψεις μαζί μας». Παραθέτω λίγους στίχους:
Λες:
Πολύν καιρό αγωνίστηκες. Δεν μπορείς άλλο πια
ν’αγωνιστείς.
Άκου λοιπόν:
Είτε φταις είτε όχι:
Σαν δεν μπορείς άλλο να παλέψεις, θα πεθάνεις.
Λες: Πολύν καιρό ήλπιζες. Δεν μπορείς άλλο πια
να ελπίζεις.
Ήλπιζες τι;
Πως ο αγώνας θα’ναι εύκολος;
Δεν ειν’ έτσι.
Η θέση μας είναι χειρότερη απ’ όσο νόμιζες.
Είναι τέτοια που:
Αν δεν καταφέρουμε το αδύνατο
Δεν έχουμε ελπίδα.
Αν δεν κάνουμε αυτό που κανείς δεν μπορεί να μας ζητήσει
Θα χαθούμε.
Οι εχθροί μας περιμένουν να κουραστούμε.
Όταν ο αγώνας είναι στην πιο σκληρή καμπή του,
Οι αγωνιστές έχουν την πιο μεγάλη κούραση.
Οι κουρασμένοι, χάνουν τη μάχη.
΄Εκτοτε πέρασε μισός και πλέον αιώνας και δεν έχω σκοπό να παραιτηθώ από την επανάληψη του αυτονόητου. Ότι η Κύπρος αποτελεί το κλειδί όχι μόνο της ελληνοτουρκικής διενέξεως, αλλά και της καθ’όλου σύγχρονης ελληνικής πραγματικότητας. Ήταν, είναι και ελπίζω να είναι ο Ακρίτας του Ελληνικού Νότου. Ως εκ τούτου η εγκατάλειψή του ισοδυναμεί με την απόφασή σου να αυτοκτονήσεις ως λαός και ως έθνος.
Η δραματικότητα των στιγμών επιβάλλει την επανατοποθέτηση του ζητήματος, με τελεσίδικο αποκλεισμό κάθε έννοιας Διζωνικής Δικοινοτικής Ομοσπονδίας. Στην Ελλάδα και την Κύπρο, με εξαίρεση και ελλειμματικά την περίοδο του αγώνα κατά του Σχεδίου Ανάν, δεν εφαρμόστηκε καμιά πολιτική προετοιμασίας του λαού ότι δεν υπάρχουν έτοιμες λύσεις. Καμία προετοιμασία ότι τα χειρότερα έρχονται και ότι ως εκ τούτου χρειάζεται αλλαγή πορείας, βαθιά και ουσιαστική συστράτευση απάντων των Ελλήνων όπου γης και θυσίες, προπαντός θυσίες, γιατί τίποτα ποτέ δεν έχει χαριστεί σε κανέναν.
Η καθημερινή πραγματικότητα στην Κύπρο μόνο απαισιόδοξες σκέψεις γεννά. Γιατί με τα σημερινά δεδομένα η αυτόνομη πολιτική έκφραση των κοινωνικών εκείνων δυνάμεων που θα μπορούσαν να συνδέσουν οργανικά τους εθνικούς με τους κοινωνικούς αγώνες αποτελεί μιαν αμφιλεγόμενη θεωρητική υπόθεση.
Πώς θα αντιπαρατάξεις στον εκμαυλισμένο πολίτη την εικόνα μιας άλλης προοπτικής όταν οι κοινωνικές δυνάμεις που υποτίθεται ότι στηρίζουν την προοπτική αυτή έχουν γίνει ο στυλοβάτης του ωχαδελφισμού και της αποεθνικοποίησης; Όταν βουλιάζουν οι ίδιες στον ευδαιμονισμό, υιοθετώντας τα εγωιστικά πρότυπα των βραχύχρονων καλύτερων υλικών συνθηκών αδυνατώντας να δουν συνολικά τα ουσιαστικά μέχρι θανάτου εθνικά και κοινωνικά τους προβλήματα;
Ο υποτονισμός μέχρι εξουδετερώσεως των στρατηγικών συμφερόντων του Ελληνισμού της Κύπρου και η επικράτηση του κυνηγητού του κέρδους και του ευδαιμονισμού· η απαλλοτρίωση της εθνικής-πολιτισμικής ταυτότητας χάριν μιας λοβοτομημένης και υπό την εποπτεία του Μεγάλου Αδελφού υπάρξεως: να ποιο είναι το Κυπριακό Πρόβλημα στο εσωτερικό του.
Πενήντα χρόνια μετά την εισβολή-κατοχή-εθνοκάθαρση και εποικισμό και το αδιέξοδο παραμένει εκεί που το άφησε ο θλιβερός Αύγουστος του 1974.
Όσο και αν ο ωχαδελφισμός μας έχει διαποτίσει, έστω και την έσχατη αυτή ώρα πρέπει να γίνει απόλυτα κατανοητό ότι το μέλλον της Κύπρου, το μέλλον του Ελληνισμού καθοριζόταν και θα καθοριστεί από την συνειδητοποίηση της δεινής μας θέσης και από την απόφαση να ενισχυθούν οι αντιστάσεις μας ως δημοκρατικών πολιτών απέναντι στον εσωτερικό εχθρό που είναι ο εκμαυλισμένος εαυτός μας.
Το έχω γράψει πολλές φορές και θα το επαναλάβω:
«Η υπόθεση της Κύπρου είναι ζήτημα ζωής ή θανάτου και για τα δεκαπέντε εκατομμύρια Έλληνες όπου γης. Γιατί όταν το ένα χέρι μας κοπεί, πονεί και ακρωτηριάζεται όλο μας το σώμα». Αυτοί που καμώνονται ότι δεν καταλάβαιναν τι σήμαιναν τα 70 αποβατικά που στάθμευαν απέναντι από την Κύπρο, ας ελπίσουμε ότι θα κατανοήσουν τι σημαίνουν τα αποβατικά απέναντι από την Χίο, την Ρόδο και την Μυτιλήνη.
__________________
1 Αναγκαστικά, λοιπόν, ένα μεγάλο μέρος της όποιας επιχειρηματολογίας θα διατυπώσω στην συνέχεια, εμπεριέχεται σε πολλές από προηγούμενες δημοσιεύσεις μου και, κυρίως, στο βιβλίο Κύπρος. Η ανοιχτή πληγή του Ελληνισμού, εκδ. «Στοχαστής», Αθήνα 1994.
2 Πέτρος Παπαπολυβίου, «Στα βουνά για ένα νέο Εικοσιένα. Απόηχοι και προσλήψεις της Επανάστασης του 1821 στον αγώνα της ΕΟΚΑ», περ. «Τετράδια» Γ΄ έκδοση, τεύχ. 76-78, Αθήνα 2021, σελ. 177.
3 Αναγκαίο να επισημανθεί ότι το κράτος της Κύπρου, έρχεται να προστεθεί στις δύο προηγούμενες απόπειρες δημιουργίας ξεχωριστών ελληνικών κρατών που είναι η Αυτόνομη Δημοκρατία της Βορείου Ηπείρου το 1914 και η Ελληνική Δημοκρατία του Πόντου το 1918-1919.
4 Για περ. βλέπε Γεωργίου Γρίβα-Διγενή, Απομνημονεύματα αγώνος ΕΟΚΑ 1955-1959, σελ. 386 επ., Αθήνα 1961.
5 Για περ. βλ. Federation and the Cyprus economy, A report presenting the economic basis of federarion, prepared by the Turkich Communal Chamber , Nikosia, 6th June 1964.
6 Για περ. βλέπε Μπέρτολτ Μπρεχτ, Πολιτικά Κείμενα (Πέντε δυσκολίες για να γράψει κανείς την αλήθεια), μτφ. Βασίλης Βεργωτής, εκδ. «Στοχαστής», Αθήνα 1971.