Η αντίσταση των Ελλήνων μετά το 1453 – Α. Από τον Κορκόνδειλο Κλαδά στον Μερκούριο Μπούα

του Γιώργου Καραμπελιά από το βιβλίο του 1821, Η Δυναμική της Παλιγγενεσίας

Στη μακρά διαδρομή της Τουρκοκρατίας, οι Έλληνες δεν έπαψαν ποτέ να αντιστέκονται και να οραματίζονται την απελευθέρωσή τους. Η αντίσταση θα πάρει όλες τις δυνατές μορφές, τη θρησκευτική, την οικονομική, την πολιτισμική και την εκπαιδευτική, τη γλωσσική, την κοινοτική οργάνωση και την αυτοδιοίκηση, εν τέλει δε και την ένοπλη – από την κλεφτουριά και την ένταξη στις ένοπλες δυνάμεις κάποιας ξένης δύναμης, έως τις αναρίθμητες εξεγέρσεις, που κάποτε θα παίρνουν τις διαστάσεις επαναστάσεων, όπως θα συμβεί με τα «Ορλωφικά».

Κορκόνδειλος Κλαδάς και Δον Χουάν

Μετά την Άλωση, οι Έλληνες στρέφουν τα βέλη τους πρωτίστως κατά των Τούρκων, ενώ η αντίθεση προς τους Φράγκους θα πάρει τη μορφή της αντίστασης στον καθολικισμό. Από τους εκάστοτε εχθρούς των Οθωμανών προσδοκούν βοήθεια και αρωγή, ενώ εκμεταλλεύονται τις όποιες αντιθέσεις των δυτικών ηγεμόνων ή της Ρωσίας με την Υψηλή Πύλη, για να εκδηλώσουν τις δικές τους επαναστατικές ενέργειες[1]. Και μόνο την Επανάσταση του ’21 θα επιχειρήσουν χωρίς καμία βοήθεια.

Μέχρι τα τέλη του 17ου αιώνα, κυριότεροι ανταγωνιστές της Τουρκίας παραμένουν οι Ενετοί, δευτερευόντως δε, κατά τον 16ο έως τα μέσα του 17ου αιώνα, οι Ισπανοί, οι Γενουάτες, οι ιππότες της Μάλτας. Και μόνο στη συνέχεια θα αντικατασταθούν από την Αυστροουγγαρία και τη ρωσική Αυτοκρατορία.

Μετά την κατάληψη της Πελοποννήσου από τους Οθωμανούς, οι Ενετοί συνέχισαν να κατέχουν τα κάστρα του Άργους, του Ναυπλίου, της Μονεμβασιάς, της Κορώνης και της Μεθώνης, καθώς και την Εύβοια, την Κέρκυρα, την Κρήτη, την Κύπρο· οι Κυκλάδες αποτελούσαν φεουδαλικές κτήσεις των Φράγκων, η Χίος, η Μυτιλήνη, η Θάσος, η Λήμνος, η Ίμβρος και η Σαμοθράκη ελέγχονταν από τους Γενουάτες, τα Δωδεκάνησα ανήκαν στους Ιππότες της Ρόδου, ενώ η Ζάκυνθος, η Κεφαλονιά, η Ιθάκη και η Λευκάδα ανήκαν αρχικώς στους Τόκκους και εν συνεχεία στους Ενετούς. Κατά συνέπεια, τουλάχιστον μέχρι το τέλος του τουρκο-κρητικού πολέμου, το 1669, οι Έλληνες στρέφονται για αρωγή προς αυτές τις δυνάμεις και οι εξεγέρσεις τους εξαρτώνται άμεσα από τις συγκρούσεις των Δυτικών με την Τουρκία.

Υποστηρίζεται, συνήθως, πως οι επαναστατικές απόπειρες των Ελλήνων έχουν ως αφετηρία τα Ορλωφικά ενώ, κατά τους πρώτους αιώνες μετά την κατάκτηση, κυριαρχεί η pax ottomanica. Στην πραγματικότητα όμως, η τελευταία θα επιβληθεί δύσκολα διότι οι ελληνικοί πληθυσμοί επιχειρούν αλλεπάλληλα επαναστατικά κινήματα, συμμαχώντας με τους Ισπανούς και τους Ενετούς. Οι Έλληνες, αλλά και οι λοιποί βαλκανικοί λαοί, είναι ακόμα ετοιμοπόλεμοι, διαθέτουν πολλούς ενόπλους οι οποίοι μόνο μετά την οριστική επικράτηση των Οθωμανών, μετά από δεκαετίες, θα υποχρεωθούν να καταφύγουν στη Δύση, στερώντας εν μέρει τους ραγιάδες από εμπειροπόλεμους μαχητές. Η πολεμική αλκή του γένους θα αναδυθεί εκ νέου από την «κλεφτουριά», που θα ανασυστήσει τις μαχόμενες δυνάμεις του, με παραδειγ­ματικές μορφές τη σουλιωτική ομοσπονδία, τη Μάνη και τη Χιμάρα, για να φτάσει στις γενικευμένες επαναστατικές απόπειρες – και εν τέλει στην Επανάσταση.

Κατά τον πρώτο μεγάλο Ενετοτουρκικό πόλεμο (1463-1479), ο Κορ­κό(ν)δειλος Κλαδάς, μαζί με τον Αρβανίτη Πέτρο Μπούα, τον απόγονο της βυζαντινής οικο­γένειας Ράλλη (Ραούλ), Μιχαήλ, και τον Πέτρο Κλαδά, ξεσηκώνουν τη Μάνη, τον Μάιο του 1463. Μέχρι τον Αύγουστο, τα τρία τέταρτα του Μοριά είχαν πέσει στα χέρια τους, ενώ ο πάπας Πίος Β΄ επιχειρεί να οργανώσει «σταυροφορία», με τον βασιλιά της Ουγγαρίας, Ματθία Κορβίνο. Τελικώς, οι Τούρκοι κατέλαβαν την Εύβοια και το μεγαλύτερο μέρος της χερσονήσου, οι δε Ενετοί κράτησαν τα λιμάνια και τις παράλιες οχυρές πόλεις.

Όταν οι Ενετοί συνθηκολόγησαν, ο Κλαδάς, τον Οκτώβριο του 1479, επικεφαλής των Αρβανιτών stradioti, βάδισε προς τη Μάνη, διακηρύσσοντας την απόφασή του να συνεχίσει τον πόλεμο, ενώ χιλιάδες έσπευσαν να καταταγούν στον επαναστατικό στρατό, που έφτασε τα 16.000 άτομα[2]. Οι τουρκικές φρουρές της Μάνης εξουδετερώθηκαν και κατελήφθησαν φρούρια, πύργοι, διαβάσεις, ενώ, οι επαναστάτες, μαζί με τους Θεόδωρο Μπούα και Μέξα Μποζίκη, κατέλαβαν το Άργος. Ο μπεηλέρμπεης της Ρούμελης, Αλή Μπούμικο, και ο διοικητής του Μοριά, Σουλεϊμάν, ετράπησαν σε φυγή σε μάχη εκ παρατάξεως στη Μάνη, στις 19 Ιανουαρίου 1480, αφήνοντας πίσω τους 700 νεκρούς και καταδιώχθηκαν μέχρι τα τείχη του Μυστρά.

Ωστόσο, οι Ενετοί, που δεν ανέχονταν την ανάδειξη κάποιας αυτόνομης ελληνικής εξουσίας, επικήρυξαν τον Κλαδά και ο νέος ηγέτης των Τούρκων, Αχμέτ μπέης, κατόρθωσε να ανακαταλάβει τη Μάνη, την Άνοιξη του 1481. Οι  Έλληνες θα διαφύγουν από το Πόρτο Κάγιο σε πλοίο του βασιλιά της Νεάπολης, Φερδινάνδου Β΄ ο οποίος θα θέσει τον Κλαδά, μαζί με τον γιο του Σκεντέρμπεη και τον δούκα της Καλαβρίας, Αλφόνσο, επικεφαλής εκστρατείας στην Ήπειρο, όπου απελευθέρωσαν 50 πόλεις και χωριά και αιχμαλώτισαν τον μπεηλέρμπεη της Ρούμελης, Σουλεϊμάν Ευνούχο. Για να τους αντιμετωπίσει, θα χρειαστεί να εκστρατεύσει ο ίδιος ο σουλτάνος, Βαγιαζήτ Β΄ (1481-1512), με 30.000 άνδρες και, την άνοιξη του 1492, θα καταλάβει τη Χιμάρα, αναγκάζοντας πολλούς κατοίκους να εξισλαμισθούν. Ο Κλαδάς θα συλληφθεί το 1490 από τους Τούρκους, οι οποίοι τον θανάτωσαν δια διαμελισμού, ενώ οι γιοι του, Εμμανουήλ και Θεόδωρος, πήραν μέρος στον δεύτερο τουρκο-ενετικό πόλεμο, όπως και πολλοί άλλοι Έλληνες που είχαν καταφύγει στην Ιταλία[3].

Κατά την ίδια περίοδο, το 1478, ο Σουλεϊμάν πασάς πολιόρκησε τη Λήμνο, την οποία έσωσαν οι Λήμνιοι με επί κεφαλής την περίφημη Μαρούλα, η οποία, όταν σκοτώθηκε ο πατέρας της –ή σύμφωνα με άλλη εκδοχή ο άνδρας της–, ζώστηκε την ασπίδα και το ξίφος του και, επικεφαλής των συμπατριωτών της, με θυελλώδη αντεπίθεση, ανάγκασε τον Σουλεϊμάν να λύσει την πολιορκία[4].

Παράλληλα, κατά τον νέο ενετο-τουρκικό πόλεμο (1493-1503), παρότι οι Τούρκοι κατέλαβαν τη Ναύπακτο, τη Μεθώνη και την Κορώνη, οι Ενετοί, μαζί με τους Ισπανούς και τους σαράντα ιππείς που ακολουθούσαν τους γιούς του Κροκόνδειλου Κλαδά, κατέλαβαν την Κεφαλονιά και έτσι έληξε η πρόσκαιρη τουρκική κατοχή της νήσου (1495-1500)[5].

Ο Μερκούριος Μπούας

Μερκουρίου ανδραγαθήματα

Αν η μετανάστευση των λογίων στη Δύση, και ο ρόλος τους στην Αναγέννηση, είναι ευρύτατα γνωστός, παραμένει σχετικά ανεξερεύνητη η κατά πολύ μαζικότερη μετανάστευση στρατιωτικών τμημάτων –των περιβόητων stradioti– στην Ιταλία και τη Δύση· πρώτος ο Κ. Σάθας θα ανασύρει από τη λήθη την εποποιία τους[6].

Στο βασίλειο της Nεάπολης, υπό ισπανική κυριαρχία, μεταναστεύουν μέλη επιφανών οικογενειών, στους οποίους οι Ισπανοί παραχωρούν φέουδα και αξιώματα στα μισθοφορικά τους στρατεύματα –όπου υπηρετούν πολλοί Έλληνες και Αρβανίτες stradioti. Ένα μεγάλο κύμα θα φθάσει από την Ήπειρο, μετά την ήττα του Σκεντέρμπεη, στην δε Aπουλία εγκαθίστανται Xιμαριώτες, Πελοποννήσιοι και Μανιάτες πολεμιστές του Κλαδά. Μετά την πτώση της Kορώνης, το 1534, καταφθάνουν Έλληνες από την Πάτρα, τη Mεθώνη, την Kορώνη και άλλες περιοχές της νοτιοδυτικής Πελοποννήσου· τέλος, στη δεκαετία του 1670, Μανιάτες εγκαθίστανται και πάλι στην Aπουλία. Στα τέλη του 16ου αι., Έλληνες στρατολογούνται στο τάγμα του «Αγίου Στεφάνου της Πίζας», το οποίο συγκροτεί ο Φερδινάνδος A΄, και λαμβάνουν μέρος στις επιχειρήσεις εναντίον των πειρατών της Βόρειας Aφρικής[7].

 Ο γιός του Θεόδωρου Μπούα, Μερκούριος, απαθανατίστηκε από το έμμετρο έπος Μερκουρίου Ανδραγαθήματα, που έγραψε προς τιμήν του ο Ζακύνθιος στρατιώτης του, Τζάνες Κορωναίος, το 1519. Στη μάχη του Φόρνοβο, το 1495, εναντίον του Γάλλου βασιλιά Καρόλου Η΄, διακρίθηκε ως επικεφαλής σώματος Ελλήνων, μαζί με τον Ζακύνθιο Λάσκαρι, τους Μοραΐτες Ιωάννη και Θεόδωρο Παλαιολόγο, τον Μακεδόνα Φίλιππο, τον Ναυπλιέα Βοζίκη, ενώ τραυμάτισε στο πρόσωπο τον ίδιο το Γάλλο Βασιλέα, Κάρολο.

Κι ἦτον ἀλόγων βρουχισμὸς καὶ κτύπος τῶν ἁρμάτων,

κι’ ὄχλος πολὺς καὶ ταραχὴ εἰς ὅλον τὸ φουσᾶτον·

κι’ ὁ κόντος ὁ Μερκούριος, θέλω σοὶ ἀποδείξει,

τὸν ῥήγαν πάντα ξέτρεχε ἐκ τ’ ἄλογον νὰ ῥίξῃ

κ’ ἐκεῖ τὸν ρήγαν εὕρηκε μὲ δίστομον μαχαῖρι

σ’ τὸ πρόσωπον τὸν ἐλάβωσε μὲ το δεξί του χέρι.                                                                                                                                                               

Ο Μερκούριος πολέμησε διαδοχικά στο πλευρό των Ενετών, του Αυτοκράτορα Μαξιμιλιανού –από τον οποίο χρίσθηκε Κόμης της Σουαβίας και Πρίγκηψ του Λίχτενμπεργκ, με δική του πολεμική σημαία– και, τέλος, του Λουδοβίκου του ΙΒ΄, ο οποίος τον έχρισε κόμη της Γαλλίας. Ο Κορωναίος, στο μακροσκελές έπος του, τον συγκρίνει διαρκώς με τους ομηρικούς ήρωες:

Νὰ τὰ νικήσῃ, καὶ φανῇ ὡς ἄλλος Παλαμήδης,

ἀνδρεῖός τε καὶ συνετός, λέγω ὡς Διομήδης.

Ο Ιταλός κοντοτιέρος, Νάρδος, τον προσφωνεί ως ακολούθως:

Λοιπὸν Ἑλλήνων ἐκλογή, περίφραγμα Ἀλβάνων

εἰς πᾶν γὲ πρᾶγμα ὅμοιε τῶν στρατηγῶν Ρωμάνων

καὶ περιτέ’ς τὴν ἀνδρειὰν παρὰ τὸν Ἀχιλλέα,

φρόνιμε δὲ κ’ ἐξακουστὲ παρὰ τὸν Ὀδυσσέα.

Το έπος του Κορωναίου αποτελεί και έναν ύμνο για την ευψυχία των Ελλήνων στρατιωτών που ήταν ντυμένοι τις κατακόκκινες στολές τους:

Ὡς ἕνα κάμπον ποὺ νὰ ἰδῇς παπαρούναις στρωμένον,

Καὶ φαίνεται ἀπὸ μακριὰ ὅτ’ ἐν πανὶ βαμμένον

Κ’ ἡ γῆς οὐδόλως φαίνεται, μόνον ἡ κοκκινάδα[8].

Ο Έλληνας στρατηγός, Θωμάς ο Αργείος, πολέμησε με τον Ερρίκο Η΄ της Αγγλίας (1509-1547) εναντίον των Γάλλων. Τον λόγο που εξεφώνησε πριν τη μάχη μας μετέφερε, σε αρχαΐζουσα γλώσσα, ο σύγχρονός του Κερκυραίος λόγιος, Νίκανδρος Νούκιος[9]. Ο «Θωμάς» έχει πλήρη συνείδηση για τη συνέχεια του ελληνισμού, «Ἑλ­λή­νων γάρ ἐ­σμὲν παῖ­δες», και υπερηφανεύεται για την πολεμική αρετή τους: «Αν και οι αντίπαλοί μας είναι περισσότεροι από εμάς, δεν αντιπροσωπεύουν τίποτε μπροστά στην ανδρεία μας. Γι’ αυτό και πρέπει να επιδείξουμε την καρτερία που μας αξίζει, ώστε οι πάντες να έχουν να λένε πως οι Έλληνες που βρέθηκαν στους Ευρωπαϊκούς τόπους έδειξαν αψεγάδιαστα τα έργα των χεριών τους. Συνεπώς, θα πρέπει συντεταγμένοι και ανδρείοι να επικρατήσουμε απέναντι στους αντιπάλους και την ακτή του ωκεανού να βάψουμε κόκκινη με το αίμα τους. Και την παλαιόθεν θρυλούμενη ανδρεία να αναδείξουμε  με τα έργα μας και πάλι»  [10]:

«Ἄν­δρες συ­στρα­τι­ῶ­ται, ἡ­μεῖς μέν, ὡς ὁ­ρᾶ­τε, ἐν ἐ­σχά­τοις τῆς οἰ­κου­μέ­νης τα­νῦν οἰ­κοῦ­μεν μέ­ρε­σει. Στρα­τευ­ό­με­θα δὲ βα­σι­λεῖ καὶ ἔ­θνει τῶν ὑ­π’ ἄρ­κτου τε­λευ­ταί­ῳ, οὐ­δὲν ἐκ τῆς ἡ­με­δα­πῆς ἐν­θά­δ’ ἕ­τε­ρόν τι φέ­ρον­τες ἥ­κο­μεν ἢ τὴν εὔ­τολ­μον ἡ­μῖν ἀν­δρεί­αν καὶ γεν­ναι­ό­τη­τα. Διὸ δὴ πρὸς τοὺς πο­λε­μοῦν­τας ἡ­μᾶς γεν­ναί­ως ἀν­τι­πα­ρα­τα­ξό­με­θα· εἰ δὲ καὶ πλεί­ο­νες ἡ­μῶν οἱ ὑ­πε­ναν­τί­οι φαί­νον­ται, οὐ­δὲν πρὸς ἡ­μᾶς καὶ τὴν ἡ­με­τέ­ραν ἀ­ρε­τήν… Τοί­νυν τὴν πρέ­που­σαν ἡμῖν καρ­τε­ρί­αν ἐ­πι­δείξο­μεν, ἵν’ ἅπαν­τες λέ­γειν ἔ­χοι­εν ὡς οἱ ἐξ Ἑλ­λά­δος ἐν τοῖς Εὐ­ρώ­πης μέ­ρε­σιν εὐ­ρε­θέν­τες ἔρ­γα χει­ρὸς ἀ­ρί­στης ἐ­πέδει­ξαν… Τοι­γα­ροῦν, ὦ ἄν­δρες, ἀν­δρεί­ως καὶ συν­τε­ταγ­μέ­νως τοῖς ἐ­χθροῖς ἐ­πι­βάλω­μεν καὶ τὴν ὠ­κε­άνιον ἀ­κτὴν αἵμα­σιν ἐ­ναν­τί­ων φοι­νίξω­μεν. Καὶ τὴν πά­λαι θρυ­λου­μέ­νην ἀν­δρεί­αν ἔρ­γοις αὐ­τοῖς φα­νε­ρὰν ποι­ήσω­μεν.

ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ

[1] Θ. Β. Παπακωνσταντίνου, Εκκλήσεις των Ελλήνων προς τους ηγεμόνες της Δύσης και της Ρωσίας για την απελευθέρωση της Ελλάδας από την τουρκική δουλεία 1453-1821, Όλυμπος, 2002.

[2] Βλέπε, Κων. Σάθας, Έλληνες στρατιώται εν τη Δύσει και αναγέννησις της ελληνικής τακτικής, Καραβίας, Αθήνα 1986· Γ. Σαλεμής, Παράξενοι Φτωχοί στρατιώτες, Αλφειός, Αθήνα 2014.

[3] Κωνσταντίνος Σάθας, Ελληνικά ανέκδοτα περισυνταχθέντα και εκδιδόμενα κατ’ έγκρισιν της Bουλής εθνική δαπάνη, τ. Α΄, Αθήνα 1867, σσ. ξε΄-ογ΄.

[4] Σύμφωνα με ποίημα του ιησουΐτη Dondini, το 1669, το κάστρο σώθηκε χάρη στο απαράμιλλο θάρρος της. Το επεισόδιο υμνήθηκε τόσο από Ιταλούς συγγραφείς, –Sabelico, Coelius, Calcagnini, Fulgosius, Vinoli– όσο και από Έλληνες, μεταξύ τους οι Κωστής Παλαμάς, Αριστομένης Προβελέγγιος, Μαρία Λαμπαδαρίδου-Πόθου, κ.ά. Βλ. Γ. Κ. Γιαγκάκης, Η Μαρούλα της Λήμνου στην ιστορία, στα γράμματα, στις τέχνες και το Πολύνησο της Λήμνου, Αθήνα 1993.

[5] Απ. Βακαλόπουλος, ΙΝΕ, τ. Γ΄, ό.π., σσ. 71-79.

[6] Κ. Σάθας, Έλληνες στρατιώται, ό.π.,και Γ. Σαλεμής, ό.π.

[7] Κ. Σάθας, Έλληνες στρατιώται·http://www.ime.gr/projects/migration/15-19/gr/v3/italia1.html

[8] Κωνσταντίνος Σάθας, Ελληνικά ανέκδοτα..., διαδοχικά σσ. 10, 96,  33.

[9] Ο Νίκανδρος Νούκιος γεννήθηκε στην Κέρκυρα και έζησε στη Δύση· από τη Βενετία ταξίδεψε στην Κων/πολη διαμέσου της Ιλλυρίας και της Θράκης, μαζί με τον Perrenot de Granvelle, απεσταλμένο του Καρόλου Ε΄, και συνέγραψε ένα οδοιπορικό το οποίο απεκάλεσε «Αποδημίαι». Από τη Βενετία ξεκίνησε ένα νέο ταξίδι με σκοπό να πληροφορήσει τους Έλληνες για τη Δύση. Από την Πάδοβα και τη Φεράρα έφθασε στο Τρέντο, όπου διεξαγόταν η περιβόητη σύνοδος (1545-1563)· στη Γερμανία ήλθε σε επαφή με τα δόγματα του Μαρτίνου Λούθηρου και του Φίλιππου Μελάγχθωνα, στην Κολωνία συνάντησε τους Αναβαπτιστές και τον ηγέτη τους, Ιωάννη του Μύνστερ, ενώ στο Άαχεν περιέγραψε τη στέψη των Αυτοκρατόρων. Ο Νούκιος ταξίδεψε μέχρι τη Σκωτία, και στους τρεις τόμους των Αποδημιών περιγράφει ολόκληρη την πολιτική και κοινωνική ζωή της Δύσης. [Βλ. Ανδρ. Μουστοξύδης «Νίκανδρος Νούκιος», Πανδώρα, τ. 7, τχ. 154, Αθήνα 1856, σσ. 217-225, από όπου και το παράθεμα του λόγου του Θωμά (σ. 222).]

[10] Ανδρέας Μουστοξύδης, Ιστορικά και Φιλολογικά Ανάλεκτα, τ. 1, Κέρκυρα 1872, σ. 36· Απ. Βακαλόπουλος, ΙΝΕ, τ. Γ΄, ό.π., σ. 91.

ΑΡΔΗΝ

, , , ,

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *