Β΄ μέρος: Η σφαγή της Τριπολιτσάς. ‘‘Και είναι λοιπόν δυνατόν … να μην εξολοθρεύσωσι τους Τούρκους;’’
Στεργιούλης Χ.
Γράφει ο Δρ Χαράλαμπος Β. Στεργιούλης
Μόνος του ο Κολοκοτρώνης κατευθύνθηκε προς την Πιάνα και την Αλωνίσταινα, δυο χωριά που βρίσκονται σε κοντινή απόσταση από την Τριπολιτσά. Οι άντρες όμως που κατόρθωσε να μαζέψει -τριακόσιοι περίπου-, διαλύθηκαν όταν είδαν να εξέρχεται από την Τριπολιτσά ικανή στρατιωτική δύναμη δύο χιλιάδων τούρκων. Ανενόχλητη η τουρκική δύναμη έκαψε τα δύο χωριά και συνέχισε την προέλασή της προς το Διάσελο. Εκεί τελικά αναχαιτίστηκε από τους οπλαρχηγούς που ήταν οχυρωμένοι στα γύρω υψώματα (Στ. Δημητρακόπουλο, Ν. Ταμβακόπουλο και Κ. Πετμεζά) και επέστρεψε άπρακτη πίσω. Τότε κατάλαβαν όλοι τους πως «θα εξολοθρευθώσιν, αν δεν εξολοθρεύσωσι τους Τούρκους» (σ. 81.) και πόσο δίκιο είχε ο Κολοκοτρώνης.
Την ίδια κατάληξη είχαν και άλλες μάχες που δόθηκαν με τους Τούρκους με αποτέλεσμα οι επαναστάτες αφενός να πανικοβάλλονται κάθε φορά που έβλεπαν να εξέρχεται ο τουρκικός στρατός από την Τριπολιτσά και οι Τούρκοι αφετέρου να ξεθαρρεύουν περισσότερο. Τη νύχτα της 13ης Απριλίου τρεις χιλιάδες Τούρκοι πεζοί και ιππείς βγήκαν για μια ακόμη φορά από την Τριπολιτσά και κινήθηκαν εναντίον των Ελλήνων που είχαν στρατοπευδεύσει στο Λεβίδι. Μόλις οι Έλληνες είδαν το τουρκικό ιππικό να πλησιάζει, εγκατέλειψαν τις θέσεις τους και αναζήτησαν σωτηρία στο γειτονικό βουνό. Μόνον κάποιο λίγοι ηρωικοί παρέμειναν και οχυρώθηκαν σε κάποια σπίτια του χωριού, αναμένοντας την τουρκική επίθεση. Οι οχυρωμένοι για τέσσερις ώρες πολεμούσαν γενναιότατα αποκρούοντας τα διαδοχικά κύματα των τουρκικών επιθέσεων, μέχρι που προσέτρεξαν σε βοήθειά τους οπλαρχηγοί (Δ. Πλαπούτας, Ηλ. Τσαλαφατίνος κ.ά.) από τα γειτονικά στρατόπεδα. Όλοι μαζί επιτέθηκαν ενατίον των Τούρκων και πολύ γρήγορα τους έτρεψαν σε φυγή.
Μετά τη νικηφόρα μάχη του Λεβιδίου οι Έλληνες δημιούργησαν δυο νέα στρατόπεδα στο Βαλτέτσι και στο Χρυσοβίτσι, αλλά η κατάσταση εξακολουθούσε να είναι κρίσιμη για την έκβαση της Επανάστασης, αφού το ελληνικό στράτευμα παρέμεινε ανοργάνωτο. Οι λόγοι μπορούν εύκολα να γίνουν αντιληπτοί. Τα στρατόπεδα δεν διέθεταν την απαιτούμενη επαφή, ώστε να αλληλοβοηθούνται σε περίπτωση ανάγκης και οι περισσότεροι Έλληνες δεν είχαν την παραμικρή ιδέα από πόλεμο.
Αυτά συνέβαιναν στο στρατόπεδο των Ελλήνων. Όμως η κατάσταση δεν ήταν καθόλου καλή ούτε εντός Τριπολιτσάς. Οι Τούρκοι ντροπιασμένοι μετά την ήττα στο Λεβίδι ήθελαν να εκδικηθούν τους Έλληνες, σκεπτόμενοι να εξοντώσουν τους προκρίτους και αρχιερείς της Πελοποννήσου που κρατούσαν ως ομήρους από τις αρχές Μαρτίου, όταν και τους είχαν προσκαλέσει στην Τριπολιτσά με το πρόσχημα να λάβουν μέρος σε έκτακτη σύσκεψη με τις τουρκικές αρχές. Οι αρχιερείς και οι πρόκριτοι είχαν αποδεχθεί την πρόσκληση, μια πράξη αυτοθυσίας, αφού γνώριζαν πολύ καλά πως τυχόν άρνησή τους θα επιβεβαίωνε τις υποψίες των Τούρκων για την κυοφορούμενη επανάσταση. Την κατάσταση, την τόσο επιβαρυντική για τους Έλληνες της Τριπολιτσάς, περιγράφει ο Σπηλιάδης.
Λίγες μέρες μετά τον ερχομό των αρχιερέων και των προκρίτων οι Τούρκοι συνέλαβαν έναν «άθλιον χριστιανόν Τριπολιτσιώτην» (σ. 89), την ώρα που δραπέτευε από την πόλη. Τον οδήγησαν ενώπιον του καϊμακάμη της Τριπολιτσάς Μεχμέτ Σελήχ και του υποσχέθηκαν πως θα του χαρίσουν την ζωή με την προϋπόθεση ότι θα ομολογούσε τους πραγματικούς σκοπούς της απόδρασής του. Εκείνος ομολόγησε ότι δήθεν ένας ανιψιός του προκρίτου της Τριπολιτσάς Παπαλέξη και κάποιος από τους υπηρέτες των φυλακισμένων προκρίτων τον διέταξαν να πάει στο Λεβίδι και να πληροφορήσει τους Έλληνες για την πρόθεση των Τούρκων να εξέλθουν από την Τριπολιτσά με πλήθος στρατιωτών και πυροβόλα. Τότε ο Μεχμέτ Σελήχ διέταξε να φέρουν μπροστά του όλους τους υπηρέτες και ζήτησε από τον τιποτένιο χριστιανό να υποδείξει τους ενόχους. Αυτός αναγνώρισε τον ανεψιό του Παπαλέξη, αλλά δεν είχε να υποδείξει κάποιον από τους υπηρέτες. Προκειμένου όμως να γλιτώσει υπέδειξε τυχαία τον υπηρέτη του γιου του Πετρόμπεη Αναστάσιου Μαυρομιχάλη,. Ο Μεχμέτ Σελήχ διέταξε να εκπαραθυρώσουν την ίδια εκείνη στιγμή τους δύο υπηρέτες, που βρήκαν οδυνηρό θάνατο πέφτοντας από μεγάλο ύψος.
Στη συνέχεια ο τουρκικός όχλος κινήθηκε εναντίον των προκρίτων και των αρχιερέων με σκοπό να τους λυντσάρει, αλλά τους εμπόδισε η φρουρά. Μετά το περιστατικό αυτό ο καϊμακάμης διέταξε να φυλακίσουν τους πρόκριτους και αρχιερείς, εκτός από κάποιους, όπως τον Αναστάσιο Μαυρομιχάλη και τον διερμηνέα Σταυράκη Ιωβίκη, τους οποίους ανέλαβε να φιλοξενήσει στην οικία του ο ίδιος Μεχμέτ Σελήχ. Η κατάσταση όμως μέσα στη φυλακή ήταν άθλια, επειδή ο χώρος ήταν πολύ μικρός και βρωμερός. Οι φυλακισμένοι, εβδομήντα περίπου, ζήτησαν από τον καϊμακάμη αν είναι δυνατό να μεταφέρει κάποιους σε άλλη φυλακή, για να αποσυμφορηθεί η κατάσταση. Ο Μεχμέτ Σελήχ ικανοποίσε το αίτημά τους ως εξής: «διέταξε και εξήγαγον δεκαεπτά εκ των υπηρετών, και τους εθανάτωσαν εις ευχαρίστησιν των εντοπίων Τούρκων και εις εκφόβισιν των χριστιανών, όσοι κατώκουν και εκλείσθησαν εις Τριπολιτσάν, και διέμενον κεκρυμμένοι εις διάφορα υπόγεια των οικιών, των κατεχομένων υπό των Τούρκων, οι οποίοι προσέφυγον εκεί από τας άλλας επαρχίας» (σ. 91).
Οι Τούρκοι πρόσφυγες πράγματι είχαν καταλάβει τα σπίτια των Ελλήνων, τους οποίους κρατούσαν κλεισμένους στα υπόγεια και στους οποίους χορηγούσαν τόση τροφή όση για να μην πεθάνουν. Σημειώνει ο Σπηλιάδης: «Η ζωή των όλων όμού εν γένει και ενός εκάστου κατά μέρος εκρεμάτο από λεπτού μίτου, και πάντοτε καρδιοκτυπούντες είχον υπ’ όψιν τον θάνατον, ότε και ο τυχών τούρκος ηδύνατο να φονεύση, αν ήθελεν, εξ αυτών και να φονεύση όσους ήθελεν» (σ. 91). Τα βάσανά τους όμως δεν τελείωσαν εδώ. Νέα βαρύτατη φορολογία επεβλήθηκε σε όλους τους Έλληνες, την οποία ανέθεσαν να την εισπράξει ο φοβερός Αλή Τσεκούρας. Χωρίς να χάσει καιρό ο Αλή Τσεκούρας συνελάμβανε τους Έλληνες και με βασανιστήρια τους ανάγκαζε να βρουν τα χρήματα για να πληρώσουν τον φόρο.
Ικανοποιημένες οι τουρκικές αρχές από τις επιδόσεις του Αλή Τσεκούρα στη συλλογή του φόρου, του ανέθεσαν και την εποπτεία της επισκευής και της οχύρωσης του τείχους της πόλης. Πρώτη ενέργεια του αδίστακτου Τούρκου ήταν να διατάξει να παρουσιασθούν όλοι οι ενήλικοι χριστιανοί εντός 24 ωρών μπροστά του και να εφοδιασθούν με το κατάλληλο «αποδεικτικό», για να απογραφούν. Διεκήρυξε επίσης πως όποιος συλλαμβάνεται χωρίς το απαραίτητο έγγραφο ή κρύβεται θα φονεύεται «όπου κι αν ήθελεν ευρεθή κεκρυμμένος» (σ. 91).
Με τρεμάμενη καρδιά βγήκαν από τα σπίτια τους οι χριστιανοί της Τριπολιτσάς και εμφανίστηκαν στον Αλή Τσεκούρα. Όταν αυτός τους συγκέντρωσε όλους, τους έδωσε την εντολή να συνδράμουν στις εργασίες επισκευής του τείχους. Εκεί ο βάρβαρος Τσεκούρας τους υπέβαλε σε νέα βασανιστήρια και εξευτελισμούς. Αφού τέλειωναν οι εργασίες, τους έδερνε και στη συνέχεια τους ανάγκαζε να πίνουν κρασί μέχρι να έρθουν σε κατάσταση ευθυμίας και τους διέταζε να χορέψουν. Κι ενώ οι υπόδουλοι κάτοικοι της Τριπολιτσάς βρισκόταν σε τέτοια άθλια κατάσταση, σκότωνε κάποιον από αυτούς «χάριν παιδιάς» (σ. 92). Και καταλήγει ο Σπηλιάδης, δίνοντας τη δική του ερμηνεία για την σφαγή των Τούρκων που ακολούθησε μετά την άλωση της Τριπολιτσάς από τους Έλληνες: «Και είναι λοιπόν δυνατόν να μην εκδικηθώσιν οι Έλληνες μετ’ ου πολύ, και να μην εξολοθρεύσωσι τους Τούρκους;»
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Ν. Σπηλιάδης, Απομνημονεύματα διά να χρησιμεύσωσι εις την Νέαν Ιστορίαν της Ελλάδος, εκδίδονται υπό Χ.Ν. Φιλαδελφέως εις πέντε τόμους, τόμος Α΄, Αθήνησιν 1851.
Ιωάννα Διαμαντούρου, ‘‘Εξάπλωση της Επανάστασης κατά τον Απρίλιο και τον Μάιο. Επέκταση και έντση των πολεμικών συγκρούσεων’’, στο: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμ. ΙΒ΄, σσ. 103-107.
Πηγή: ΕΝΤΥΠΗ LARISSANET